Ιστορία της Νέας Κεσσάνης
Εισαγωγικά
Η Νέα Κεσσάνη είναι χωριό προσφυγικό. Δημιουργήθηκε, γιατί πριν από 90 χρόνια οριστικοποιήθηκε η απώλεια της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Ανατολικής Θράκης και οι Έλληνες κάτοικοι των περιοχών αυτών έπρεπε να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους, τις περιουσίες τους, το νοικοκυριό τους, να γίνουν πρόσφυγες και να χτίσουν μια νέα ζωή σε νέες εστίες, ελληνικές και αυτές, στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και φυσικά στη Δυτική Θράκη. Έτσι γεννήθηκαν τα Πλαστήρια, η Νέα Κεσσάνη. Η γοητεία του βρίσκεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι ιδρύθηκε από πρόσφυγες από διαφορετικά μέρη ∙ η πλειοψηφία κατάγονταν από τα χωριά Κατήκιοϊ της Μακράς Γέφυρας και Μπασαΐτ της Κεσσάνης (Ανατολική Θράκη), αλλά κι από το χωριό Άγιος Βλάσσης της Μεσημβρίας (Ανατολική Ρωμυλία). Επίσης, κάποιες οικογένειες ήρθαν από την πόλη της Κεσσάνης, από τα χωριά Τσιλντίκιοϊ, Καρατζά – Χαλήλ και Μπεγεντίκιοϊ (περιοχή Κεσσάνης), την Κιστρίτσα (περιοχή Χαριουπόλεως), άλλοι από την Μπάνα της Μεσημβρίας, μερικοί από τη Μ. Ασία και τρεις οικογένειες Σαρακατσάνων εγκαταστάθηκαν με το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Άνθρωποι δυνατοί, οι αφανείς ήρωες της ιστορίας, με κάποιες διαφορές στα έθιμα και στη νοοτροπία, αλλά με τον ίδιο πόνο του ξεριζωμού, κατέφυγαν στη μικρή αυτή γωνιά και παραμερίζοντας τις διαφορές τους δημιούργησαν μια εύρωστη κοινότητα, χωρίς ποτέ να ξεχάσουν την “πατρίδα”.
Η Νέα Κεσσάνη από ψηλά
19ος αιώνας έως και το 1922
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η άθλια κατάσταση της Τουρκικής αυτοκρατορίας και οι βλέψεις σ’ αυτήν της Ρωσίας προκαλούν ένα νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1877, ο οποίος καταλήγει σε πανωλεθρία της Τουρκίας και στην περίφημη ‘Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου” που ικανοποιεί και τα πιο τρελά όνειρα των Σλάβων, ενώ η Ελλάδα πλήττεται θανάσιμα και αντιδρά, μάταια όμως. Από τη Θράκη η περιοχή νότια της Ροδόπης και ανατολικά του Πόρτο-Λάγο μένει στην Τουρκία, ενώ η υπόλοιπη περιλαμβάνεται στη Βουλγαρία, όπως και ολόκληρη σχεδόν η Μακεδονία. Επειδή όμως οι Ευρωπαίοι φοβούνται την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, αποφασίζουν η περιοχή της Βόρειας Θράκης, μεταξύ Αίμου και Ροδόπης, να αποσπαστεί από το Χάρτη της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και να γίνει αυτόνομη επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τη διοίκηση αναλαμβάνουν τα τρία σύνοικα έθνη (Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι).
Η αυτονομία όμως αυτή σήμαινε για τους Βούλγαρους το πρώτο βήμα για την προσάρτηση της περιοχής στη Βουλγαρία και μεθοδεύουν τον εκβουλγαρισμό των Ελλήνων Θρακών. Οι Έλληνες την περίοδο αυτή στη Βόρεια Θράκη έχουν 5 Μητροπόλεις, 13 κεντρικούς ναούς, 100 παρεκκλήσια, 10 μονές και 66 σχολεία με 8.000 μαθητές και 186 δασκάλους, είναι όμως μειονότητα. Έτσι, αρχίζουν να εφαρμόζονται τα «σχέδια», τα οποία περιλαμβάνουν απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας, οικονομικό αποκλεισμό σε βάρος των Ελλήνων επαγγελματιών, αυθαιρεσίες και πολλή βία. Ωστόσο, η προσπάθεια δεν έχει επιτυχία. Οι Θρακιώτες αντέχουν και δε χάνουν την εθνική τους συνείδηση. Τελικά αποφασίζεται να γίνει αμοιβαία ανταλλαγή πληθυσμών και να καταβάλει η Βουλγαρία το ποσό των 200 εκατομμυρίων δραχμών στην Ελλάδα. Μέχρι το 1924 φεύγουν και οι τελευταίοι εναπομείναντες Έλληνες, υπακούοντας στην έκκληση του Βενιζέλου και εγκαταλείπουν τη γλυκιά πατρίδα. Ανάμεσά τους είναι και κάποιοι από τους μετέπειτα ιδρυτές των Πλαστηριών. Ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία του κ. Θανάση Εκμεκτσή, πρόσφυγα από τον Άγιο Βλάσση, ότι ήρθαν στην Ελλάδα το 1924 περισσότερο από την αγάπη τους για την Ελλάδα, την πατρίδα, και λιγότερο επειδή τους έδιωξαν. Ίσως στο δικό τους χωριό δεν έφτασε το ανθελληνικό μένος της βουλγαρικής διοίκησης.
Παράλληλα, οι Νεότουρκοι με το αρχικά εκσυγχρονιστικό και δημοκρατικό προσωπείο τους δημιουργούν ελπίδες σε Έλληνες, Τούρκους και Ευρωπαίους, αλλά σύντομα δείχνουν τις κακές διαθέσεις τους. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο νέες μελανές σελίδες διωγμών, σφαγών και καταστροφών γράφονται στην ανατολική Θράκη με τις ευλογίες των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και την οργάνωση από το ειδικό τουρκικό κομιτάτο που συστήθηκε στη Ραιδεστό, για τη θεωρητική προσέγγιση του σχεδίου εκκαθάρισης. Κατά το χρονικό διάστημα 1915-16 εκτοπίζονται σχεδόν 69.000 Έλληνες από όλη τη Θράκη και ενώ το Πατριαρχείο μάταια διαμαρτύρεται στην Πύλη, που δίνει ψευδείς υποσχέσεις, ο ελληνισμός εξοντώνεται στα τάγματα εργασίας, τα καταναγκαστικά έργα και στις εκστρατείες στα βάθη της Μ. Ασίας. Ακόμη και τούρκικες εφημερίδες αντιδρούν.
Όσον αφορά τη δυτική Θράκη, οι πολιτικές διαπραγματεύσεις με τις Δυνάμεις της Ευρώπης οδηγούν στην απελευθέρωση πρώτα της Ξάνθης τον Οκτώβριο του 1919 και κατόπιν ολόκληρης της δυτικής Θράκης το Μάιο του 1920. Την Ελλάδα εκπροσωπεί στις διαπραγματεύσεις ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στον οποίο αποδίδεται και ο διπλωματικός θρίαμβος της συνθήκης των Σεβρών, η οποία υπεγράφη στις 10 Αυγούστου του 1920 μεταξύ της Τουρκίας και των δυνάμεων της Ευρώπης. Με τη συνθήκη αυτή το μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Θράκης περνά στην Ελλάδα ενώ η περιοχή της Κωνσταντινούπολης και των Στενών στον έλεγχο των Συμμάχων, αναγνωρίζεται η ελληνική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα, την Ίμβρο και την Τένεδο και περιορίζεται η Τουρκία στην κεντρική και βόρεια Ανατολία.
Σπουδαία προσωπικότητα της εποχής είναι ο Χαρίσιος Βαμβακάς, εκπρόσωπος των ελληνικών συμφερόντων στη Θράκη, ο οποίος εργάστηκε εντατικά για την αναγέννηση του σχεδόν κατεστραμμένου τότε τόπου μας. Κάτω από την ελληνική κυριαρχία η Θράκη αναδιοργανώνεται και δημιουργούνται αμέσως υπηρεσίες εσωτερικής διοικήσεως, εκπαιδεύσεως, δημοσίων έργων, γεωργίας, δικαιοσύνης, περιθάλψεως προσφύγων, υγειονομικής περίθαλψης και συγκοινωνίας.
Δυστυχώς, η συνθήκη των Σεβρών ήταν όπως χαρακτηρίστηκε “εύθραυστη όσο οι πορσελάνες των Σεβρών” ∙ η ελευθερία της Θράκης δεν κράτησε πολύ. Σύντομα ήρθε η μεγαλύτερη τραγωδία της νεότερης ιστορίας της Ελλάδος, η Μικρασιατική Καταστροφή. Η χίμαιρα της Μεγάλης Ιδέας δεν άφησε τους Έλληνες να εκμεταλλευτούν τις ιστορικές περιστάσεις και πλήρωσαν πολύ ακριβά αυτό το λάθος. Μετά την αρνητική έκβαση της εκστρατείας στη Μ. Ασία, οι Σύμμαχοι φροντίζουν να ρυθμίσουν ευνοϊκά τα ζητήματά τους. Παραδίδουν με τη συνθήκη των Μουδανιών την Ανατολική Θράκη στην Τουρκία, παραγράφοντας την προστασία που τους πρόσφερε ο ελληνικός στρατός για 3 χρόνια στην Μικρασιατική πλευρά των Στενών. Ο Ελ. Βενιζέλος αναφέρει σε τηλεγράφημά του, «Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας … Επί πλέον υποχρεούμεθα να εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην. Ολόκληρος προσπάθειά μου στρέφεται πώς χάνοντες Θράκην να σώσωμεν εν μέτρω δυνατώ Θράκας … Όσον τραγικόν και αν είνε, ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσιν την γην, ην επί τόσων αιώνων κατοικούσιν αυτοί και πρόγονοί των, δεν υπάρχει άλλο μέσον σωτηρίας δι’ αυτούς …» Αμέσως αρχίζει η αναχώρηση του ελληνικού στρατού και τον ακολουθούν 250.000 Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες. Μόνο όποιος είδε με τα μάτια του τη θλιβερή εικόνα του προσφυγοποιημένου ελληνισμού μπορεί να καταλάβει και να περιγράφει το μέγεθος της καταστροφής.
Η πορεία των βοϊδάμαξων μέσα από την Αδριανούπολη (η φωτογραφία από το σάιτ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)
Ο αμερικανός συγγραφέας Ernest Hemingway γράφει στις 7 Οκτωβρίου του 1922 στην ανταπόκρισή του για την εφημερίδα «Ημερήσιος Αστήρ του Τορόντο» : «ΑΔΡΙΑΝΟΎΠΟΛΗ – Σε μια ατέλειωτη πορεία, που συγκλονίζει, ο χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης συνωστίζεται στους δρόμους που οδηγούν προς τη Μακεδονία. Η κύρια μάζα, που περνά τον Έβρο ποταμό στην Αδριανούπολη, απλώνεται σε μήκος σαράντα χιλιομέτρων. Σαράντα χιλιόμετρα από κάρα που σέρνουν αγελάδες, νεαροί ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, γεμάτα με εξαντλημένους, σαστισμένους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σκεπάζονται με κουβέρτες πάνω στα κεφάλια τους και προχωρούν σαν τυφλοί κάτω απ’ τη βροχή δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους. Αυτός ο απρόσωπος ποταμός στραγγίζει όλη τη γύρω χώρα. Δε γνωρίζουν που πηγαίνουν. Εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, τα χωριά τους, τα γεμάτα καρπό καφετιά χώματά τους και ενώθηκαν με το ποτάμι των φυγάδων ακούγοντας για τον ερχομό των Τούρκων».
Το οριστικό τέλος επέρχεται στις 24 Ιουλίου 1923 όταν υπογράφεται η γνωστή “Συνθήκη της Λωζάννης”. Η Ελλάδα υποχρεώνεται να εκκενώσει τη Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη. Τουλάχιστον, αναγνωρίζεται η κυριαρχία της στα νησιά Λήμνος, Σαμοθράκη, Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία, ενώ η Τουρκία διατηρεί την Ίμβρο και την Τένεδο. Ακόμη, διευθετούνται τα σύνορα στη Θράκη που χωρίζουν την Τουρκία από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, ενώ ελληνοτουρκική σύμβαση προβλέπει την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών.
Έτσι, με τη Συνθήκη της Λωζάννης υπογράφεται ο επίλογος του δράματος του Θρακικού Ελληνισμού. Ξέρουμε πια πως οι ευθύνες βαρύνουν την ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αλλά και την πολιτική των «Συμμάχων» μας, οι οποίοι διέπραξαν μια ακόμα αδικία, αναπόφευκτα, στο όνομα των συμφερόντων τους. Την αδικία όμως αυτή, όπως και κάθε άλλη στην ιστορία του κόσμου, πλήρωσαν οι άμαχοι, οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες Θρακιώτες που από τη μια μέρα στην άλλη έγιναν πρόσφυγες και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Μάζεψαν ό,τι από το σπιτικό τους μπορούσαν μαζί με πολύ κουράγιο και ξεκίνησαν προς νέες εστίες, στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη, όπου εγκαταστάθηκαν και κατόρθωσαν να ορθοποδήσουν ∙ μετέτρεψαν την καταστροφή και τη φτώχεια σε δημιουργία και ανάπτυξη, ενώ σύγχρονα τόνωσαν εθνικά τον πληθυσμό της Ελλάδας και δημιούργησαν εύρωστες κοινότητες, στις οποίες έδωσαν τα ονόματα των περιοχών απ’ όπου ήρθαν: Νέα Ραιδεστός, Νέος Σκοπός, Νέοι Επιβάτες, ΝΕΑ ΚΕΣΣΑΝΗ.
Εδώ νομίζω ότι πρέπει να αναφερθούμε στις κυριότερες περιοχές από τις οποίες ήρθαν οι ιδρυτές και κάτοικοι του χωριού μας:
Μπασαΐτ ή Μπασίκι
Το Μπασαΐτ ανήκε στη διοικητική περιφέρεια της Κεσσάνης, η οποία αποτελούσε τον κόμβο των συγκοινωνιών από Αδριανούπολη και Μακρά Γέφυρα προς Καλλίπολη και από Ραιδεστό και Μάλγαρα προς τη Δυτική Θράκη, γι’ αυτό και είχε μεγάλη εμπορική και στρατηγική σημασία. Η Κεσσάνη (ή Κισσήνη) ονομαζόταν και Ρούσκιοϊ και με την ονομασία αυτή σημειώνεται σε πολλούς χάρτες ∙ σε Κεσσάνη μετονομάστηκε από την ελληνική διοίκηση το 1921. Πριν το 1920 ήταν έδρα καϊμακάμη και υπαγόταν διοικητικώς στο Νομό Καλλιπόλεως ∙ μετά, υπό ελληνικής δηλαδή κατοχής, έγινε έδρα υποδιοικήσεως και είχε υπό την δικαιοδοσία της 55 χωριά και συνοικισμούς. Οι κάτοικοι της Κεσσάνης πριν το 1912 ανέρχονταν σε 10.000 περίπου και ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Το 1920 όμως με τους ανθελληνικούς διωγμούς ήταν μόλις 5.300. Εκκλησιαστικώς η Κεσσάνη υπαγόταν στον μητροπολίτη Ηράκλειας. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών η Κεσσάνη απογυμνώθηκε εντελώς από το ελληνικό της στοιχείο και παρήκμασε. Από την ίδια την Κεσσάνη κατάγονταν οι οικογένειες των: Γκαλιμαρίδη Σάββα, Διαβή Αλκιβιάδη, Ξανθόπουλου Παναγιώτη και Καραμουσαλίδη Γιάννη. Το χωριό Μπασαΐτ απείχε 5-6 χιλιόμετρα από την Κεσσάνη. Κατοικούνταν από 500 οικογένειες, όλες ελληνικές Ζούσαν από τη γεωργία, καλλιεργούσαν σιτάρι, κούσιτο (καναβούρι) και σουσάμι, και από την κτηνοτροφία. Στα Πλαστήρια εγκαταστάθηκαν περί τις 30 οικογένειες, αφού έμειναν για μικρό διάστημα στο Διδυμότειχο και τις Σάππες.
Κατίκιοϊ
To χωριό Κατίκιοϊ ανήκε διοικητικά στην Μακρά Γέφυρα, κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης, κι αυτή ανήκε στο σαντζάκιον Αδριανουπόλεως. Στην επαρχία Μακράς Γέφυρας ανήκαν τα εξής χωριά: Καβακλή, Ψαθάδες, Κατίκιοϊ, Καβατζίκ, Δερβενάκι, Μαλκότς, Λουλούκιοϊ, Τσιφλικάκι, Μαστανάρ, Καράμτζα, Εσκίκιοϊ, Κίρκιοϊ, Δερέκιοϊ, Κωστή, Δογάνκιοϊ, Κουρτ, Μέγα Ζαλούφι, Ματζί-Καδίκιόί, Καραχαλίλ, Ζαλουφάκι, Ασλάν, Καραμπανάρ, Γιαούπκιοϊ, Κατύχαλα, Πασιά-Γένιτζε, Νεμπερίκιοϊ, όλα ελληνικά. Πνευματικώς υπαγόταν στην Μητρόπολη Ηρακλείας εκπροσωπούμενη από αρχιερατικό επίτροπο. Η πόλη βρισκόταν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε από τη μία στην Κωνσταντινούπολη και από την άλλη στην Αδριανούπολη και την Αλεξανδρούπολη. Το όνομά της το πήρε από την παρακείμενη γέφυρα μήκους 1.392 μέτρων, πλάτους 5,5 μέτρων με 174 τόξα. Τουρκιστί ονομαζόταν Ουζούν-Κιοπρού ή Τιζερί-Εργκινέ (=αριστερά του Εργκινέ, ποταμός, που διέσχιζε η γέφυρα) και ήταν αξιόλογο εμπορικό κέντρο. Το Κατίκιοϊ ήταν αμιγώς ελληνικό, είχε ένα γραμματοδιδασκαλείο και οι περίπου 500 κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ήταν άνθρωποι δυναμικοί, ελεύθεροι, φιλειρηνικοί.
Άγιος Βλάσσης
Ο Άγιος Βλάσης ήταν ένα μικρό χωριό της Μεσημβρίας στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου με 80 οικογένειες, που συνόρευε με τα χωριά Ναίμονα (Αίμος) και Μπάνα (από την οποία κατάγονται τρεις από τις οικογένειες που κατέφυγαν στα Πλαστήρια), ενώ απείχε από τη Μεσημβρία περί τη 1,5 ώρα. Ήταν χτισμένο στη νότια πλαγιά του βουνού στην έσχατη ανατολική προέκταση του Μικρού Αίμου, όπου υπάρχει σειρά από βουνώδεις ράχες. Η τοποθεσία ήταν μαγευτική με την πλούσια και ποικίλη βλάστηση, τα πυκνά δάση με την προσοδοφόρα ξυλεία, τις καθάριες πηγές, την πανέμορφη θάλασσα και τα λείψανα αρχαίων ναών και βυζαντινών μονών, τρανές και σύγχρονα σιωπηλές αποδείξεις της ελληνικότητας του τόπου, ενός τόπου φημισμένου, ενός τόπου πλούσιου.
Η Μεσημβρία ήταν μία από τις πιο ανεπτυγμένες πολιτείες της Ανατολικής Ρωμυλίας (<Roym–i–illi=η χώρα των Ρωμιών, ενώ η επίσημη ονομασία καθιερώθηκε από το Συνέδριο του Βερολίνου το 1919) και ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του ελληνισμού. Αναφέρεται από το Σουΐδα ως πατρίδα του σοφού Αισώπου, ο οποίος και κατά την Ηρακλείδη “Θραξ ην το γένος”. Συναγωνιζόταν σε ανάπτυξη και αίγλη τις άλλες μεγάλες πόλεις της Βορείου Θράκης, την Αγαθούπολη, την Απολλωνία ( ή Σωζόπολη), τον Πύργο, την Αγχίαλο. Μαζί με την Αγχίαλο μάλιστα, την Αγαθούπολη, την Απολλωνία και τη Βάρνα (παλαιά Οδησσός) αποτελούσαν την ξακουσμένη “Πεντάπολιν” της αρχαιότητας. Περιελάμβανε τα εξής χωριά: Άγιος Βλάσσης, Αίμος, Μπάνα, Άσπρος, Ραβδάς. Οι ζώντες πρόσφυγες του Άη Βλάση έχουν πολλά να διηγηθούν για την πατρίδα τους, την ομορφιά και την ζωντάνια της. Ο Άγιος Βλάσης ήταν χωριό αμιγώς ελληνικό και οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την αλιεία, την αμπελουργία, το εμπόριο της ξυλείας, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Είχαν έναν ναό αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο και ένα σχολείο, όπου μέχρι το 1906 ο δάσκαλος ήταν Έλληνας και διδάσκονταν στα ελληνικά, αλλά από το 1906 και έπειτα η ελληνική απαγορεύτηκε και διδάσκονταν μόνο Βουλγαρικά και μόνο από Βούλγαρο δάσκαλο, γι’ αυτό άλλωστε και τα παιδιά δεν μπορούσαν να τελειώσουν το σχολείο. Ήταν όμως άνθρωποι καλλιεργημένοι, εργατικοί, ακέραιοι και βέβαια γλεντζέδες. Η λατρεία τους για την Ελλάδα έκανε κάποιους να μπαρκάρουν, με την ενηλικίωσή τους, λαθραία στα πλοία που έφευγαν ή περνούσαν από τη Μεσημβρία για Κοστάντζα και Ρωσία και από εκεί στον Πειραιά. Κάποιους μάλιστα τους ξαναβρήκαν όταν ήρθαν οι υπόλοιποι στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Όταν μιλούν για τα μέρη εκείνα, όπου γεννήθηκαν και πρωτογνώρισαν τη ζωή ενθουσιάζονται, νιώθουν υπερήφανοι και βαθιά στα λόγια τους μπορεί κανείς να διακρίνει την ελπίδα των πατέρων τους και των ίδιων για επιστροφή.
Ενδεικτικό του Στέφανου Αλεξιάδη από τον Άγιο Βλάσση με τις πολύ καλές επιδόσεις του.
Καρατζά- Χαλήλ, Μπάνα
Στο χωριό κατοίκησαν και 3 οικογένειες από το Καρατζά-Χαλήλ, χωριό κοντά στο Μπασίκι ∙ είναι οι οικογένειες των: Κοψαλίδη Χρήστου, Κοψαλίδη Κρουστάλη και Αλεξανδρίδη Απόστολου. Ακόμη 3 οικογένειες ήρθαν από την Μπάνα, χωριό κοντά στον Αγιο Βλάση της Μεσημβρίας και είναι οι οικογένειες Αλεξιάδη και Τοπάκη.
Τεπέ Τσιφλίκ
Τμήμα χάρτη του αυστριακού στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα, με τα οθωμανικά ονόματα των οικισμών της Θράκης. Διακρίνεται το Τεπέ Τσιφλίκ κάτω από την ονομασία της λίμνης Βιστωνίδας (Buru Golu), to Σέλινο (Gereviz), όπως και η Ξάνθη επάνω αριστερά, ως XANTHI Eskidze.
Αυτό ήταν το όνομα του τόπου όπου οι πρώτοι, Ανατολικοθρακιώτες, πρόσφυγες επέλεξαν να χτίσουν ένα νέο οικισμό και μια νέα ζωή. Το επέλεξαν για τη θέση του κοντά στη θάλασσα και δίπλα στη λίμνη και γιατί ο νομός της Ξάνθης, στον οποίο ανήκει η περιοχή, ήταν ανεπτυγμένο εμπορικό και πνευματικό κέντρο και ο τόπος γόνιμος και ευνοϊκός για ανάπτυξη νέου οικισμού. Το όνομά του σημαίνει «ιδιοκτησία γης σε ύψωμα» και ανήκε σε Τούρκου μεγάλο κτηματία, το όνομα του οποίου ήταν Χατζή Αλή Μπέης. Για το Τεπέ Τσιφλίκ υπήρξε μια αναφορά στην εφημερίδα «Φως» της Θεσσαλονίκης (όπως την έχει καταγράψει ο κ Θωμάς Εξάρχου στο βιβλίο του «Η Ξάνθη στη δραματική τετραετία 1919 – 1922»). Το φύλλο είχε δημοσιευθεί στις 14/08/1919, λίγο πριν την απελευθέρωση, και ανέφερε τα εξής : «Οι (Βούλγαροι) κομιτατζήδες προσέχουν πολύ από του να μη εμφανίζωνται εις την πόλιν όπου αι Γαλλικαί αρχαί επιδεικνύουσι αυστηρότητα. Οι κομιτατζήδες εξέλεξαν λοιπόν καταφύγιον το Τεπέ Τσιφλίκ πλησίον του Γενιτζέ – Καρασούλ (Γενισέα) του οποίου ο δήμαρχος Νικολάκι Γεωργήεφ είναι εκ των σημαινόντων αρχικομιτατζήδων της περιφερείας». Το Τεπέ – Τσιφλίκ ανήκε λοιπόν σε Τούρκο κτηματία και επειδή είχε δάσος δίπλα του, ήταν καλό καταφύγιο για αντάρτες. 3 χρόνια περίπου μετά, με την έλευση των προσφύγων στη Δυτική Θράκη και την επείγουσα ανάγκη αυτοί να στεγαστούν, η επαναστατική κυβέρνηση, με επικεφαλής το Νικόλαο Πλαστήρα, με την υπ’ αριθ. 3473 απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου του 1923 προέβη στην «αθρόα απαλλοτρίωση αγροκτημάτων, τσιφλικιών και κοινόχρηστων εκτάσεων». Έτσι, το Τεπέ Τσιφλίκ έγινε προσφυγικός οικισμός και, προς τιμήν του Μαύρου Καβαλάρη, του ευεργέτη των Θρακιωτών προσφύγων, του Νικόλαου Πλαστήρα, ονομάστηκε Πλαστήρια.
1922 – 1940
Την εποχή εκείνη η Ξάνθη υπαγόταν ακόμα στο νομό Ροδόπης, το ίδιο και η περιοχή μας. Πρώτοι έφτασαν στο Τεπέ – Τσιφλίκ οι πρόσφυγες από Ανατολική Θράκη (οι οποίοι είχαν φύγει, όπως είπαμε, από τις εστίες τους τον Οκτώβριο του 1922) και πιο συγκεκριμένα οι πρόσφυγες από το Μπασαΐτ και την Κεσσάνη. Πρώτα έμειναν για ένα διάστημα σε σκηνές που τους είχε παράσχει ο στρατός με τη φροντίδα του ίδιου του Πλαστήρα, ο οποίος κατά την παράδοση πέρασε ο ίδιος από ’δω, είδε την απελπιστική κατάσταση των προσφύγων και τους ενέκρινε κονδύλι για να χτίσουν σπίτια και να εγκατασταθούν μόνιμα, γι’ αυτό και γρήγορα ο τόπος μας πήρε το όνομά του. Πάντως, σταδιακά ήρθαν οι ιδρυτές του χωριού στο τέλος του 1922 και σχεδόν όλο το 1923. Κι αυτό γιατί στην αναζήτηση νέας εστίας έμειναν πρώτα σε άλλα χωριά ∙ για παράδειγμα, κάποιοι από το Μπασαΐτ έμειναν σε ένα χωριό της Αλεξ/πόλης πρώτα και μετά έστειλαν κάποιους άνδρες, για να βρουν κάποιο καλό μέρος για μόνιμη εγκατάσταση. Σύμφωνα με μαρτυρίες, τρεις από αυτούς ήταν ο Χρήστος Καρτάλης με το γιο του, επίσης Χρήστο, και ο Γιώργος Αλμπανίδης. Έτσι, εντόπισαν το Τεπέ Τσιφλίκ. Άλλοι έμειναν αρχικά στο Διδυμότειχο και τις Σάππες, ενώ κάποιοι από το Κατίκιοϊ πήγαν αρχικά στη Φελώνη, κοντά στην Ξάνθη, όμως η τοπική κοινωνία δεν τους καλοδέχτηκε και τους οδήγησαν μετά στον τόπο μας. Σύμφωνα με μια μαρτυρία ήταν αρχικά 30 οικογένειες από το Μπασαΐτ και 30 από το Κατήκιοϊ.
Ακολουθεί η μαρτυρία του Θανάση Μουσικάκη που ήρθε από το Κατίκιοϊ:
«Το 1922, τον Οκτώβρη μήνα, η Ανατολική Θράκη βγήκε στην προσφυγιά, ήρθαμε στη Δυτική Ελλάδα. Ημείς, ορισμένες οικογένειες, μείναμε στο Διδυμότειχο, σ’ ένα χωριό τουρκικό. Εκεί, υπήρχε τρία συντάγματα στρατός, που είχαν σκοπό να χτυπήσουν δεύτερη φορά την Τουρκία, αλλά δεν το επέτρεψαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Ήμασταν φτωχά παιδιά, ορφανά, στο συσσίτιό του ο στρατός μας έδινε λίγο βοήθημα και τρώγαμε. Απού κει μετά τον Αύγουστο μήνα, το ’23 φύγαμε, πάλι ορισμένες οικογένειες ήρθαμε εδώ κι άλλοι παραπέρα. Όταν ήρθαμ’ εδώ, ο Πλαστήρας έχτισε περίπου 60 σπίτια στο χωριό. Ημείς ήμασταν καθυστερημέν’ κι δε μας δικιολόγ’σαν σπίτ’ και περάσαμε δυο χρόνια μέσα στα αντίσκηνα κι μέσα στις καλύβες με τα σιάζια. Έπειτα, ασχοληθήκαμε με τη γεωργική. Η μάνα μου κι οι αδερφές μου ξεχέρσωναμ΄ τη γης, για να καλλιεργήσουμ’ χωράφια, να ζήσουμε.» Έχουμε λοιπόν τη σαφή μαρτυρία ότι τον Αύγουστο του 1923 είχαν ήδη εγκατασταθεί στον τόπο μας αρκετές οικογένειες.
Άλλο ένα τεκμήριο αποτελεί απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας «Φως» της Θεσσαλονίκης στο φύλλο της 29/09/1923: «Διά την εγκατάστασιν των γεωργικών και καπνοπαραγωγικών οικογενειών ήρχισαν ήδη αναγειρόμενοι ειδικοί συνοικισμοί, οι περισσότεροι των οποίων έχουσιν ήδη αποπερατωθή και παραχωρηθή εις την χρήσιν των προσφύγων, εις διάφορα σημεία της υπαίθρου. Ούτω εις τα Πλαστήρια (Πόρτο – Λάγο) ανηγέρθησαν ήδη 75 οικίαι …». Προφανώς ο συντάκτης του άρθρου προσπαθεί να διευκρινίσει την τοποθεσία ταυτίζοντας το χωριό μας με το Λάγος. Πάντως ήταν ήδη καθιερωμένη και γνωστή η ονομασία Πλαστήρια.
Για την τύχη των προσφύγων το πρώτο διάστημα, εκτός από το στρατό, ήταν υπεύθυνο και το λεγόμενο Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, το οποίο βοήθησε πολύ τους πρόσφυγες σε όλη τη Θράκη μέχρι να ιδρυθεί η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων το Σεπτέμβριο του 1923. Υποθέτω λοιπόν ότι και αυτό καθοδήγησε κάποιους από τους πρώτους κατοίκους προς το απαλλοτριωθέν Τεπέ Τσιφλίκ. Αυτοί οι πρώτοι κάτοικοι είχαν τα λίγα τους υπάρχοντα, που είχαν καταφέρει να διασώσουν, όπως ζώα ή λίγες λίρες και μ’ αυτά τα βγάζανε πέρα ∙ είχαν ταυτόχρονα και την ελπίδα ότι σύντομα θα γυρίσουν στην «πατρίδα». Ωστόσο, έπρεπε κάπως να τακτοποιηθούν. Το κράτος τους παρείχε την απαραίτητη ξυλεία κι εκείνοι με όσα μέσα είχαν, έπλασαν πλιθιά, για να φτιάξουν σπίτια να γλιτώσουν απ’ το κρύο. Όλοι μαζί δούλευαν, ακάματοι κι επίμονοι, με αλληλεγγύη ∙ αφού τελείωναν με τα πλιθιά και το σπίτι του ενός, ξεκινούσαν του άλλου. Μοιράζονταν τη δουλειά, τα υλικά, τα βάσανα και … έναν τοίχο, γιατί τα σπίτια τους ήταν διπλοκατοικίες. Στο σύνορο δύο οικοπέδων δύο σπίτια ενωμένα με κοινό τον πίσω τοίχο και την επικλινή σκεπή, ανήκαν φυσικά σε διαφορετικές οικογένειες.
Οι διπλοκατοικίες ήταν ισόγειες, ενώ κάθε σπίτι είχε 2 δωμάτια κι ένα τζάκι για ζέστη και μαγείρεμα. Ο τοίχος που ένωνε τα δύο σπίτια είχε στη μέση ένα παραθυράκι, ώστε να επικοινωνούν οι δύο οικογένειες και να βοηθούν η μία την άλλη, ανταλλάσσοντας κάποια από τα λιγοστά αγαθά τους. Συνήθως μία διπλοκατοικία χτιζόταν από δύο συγγενικές οικογένειες. Το πάτωμα ήταν ένα μίγμα από χώμα (κόκκινο ή μαύρο, το ασβεστόχωμα δεν ήταν καλό), ψιλό άχυρο και κοπριά, το οποίο πατούσαν και περιποιούνταν οι γυναίκες κάθε Σάββατο. Πάνω από αυτό το σταθερό τελικά μίγμα απλώνανε ψάθες και μετά κουρελούδες, τις οποίες έβγαζαν και τίναζαν, για να καθαρίσουν το σπίτι. Στην αυλή τους είχαν το αποχωρητήριο, την αποθήκη, το αμπάρι, το στάβλο, τα γεωργικά εργαλεία, το μπαξέ, το κοτέτσι, ή ακόμα και την οικογενειακή επιχείρηση, δηλ. το ραφείο, το εργαστήρι, το καφενείο κτλ.
Υποθέτω ότι τα πρώτα σχέδια δόμησης έγιναν με βάση κάποιο πρόχειρο διαχωρισμό οικοπέδων που έκανε ο στρατός, όταν βοήθησε στους πρώτους δύσκολους μήνες τους πρόσφυγες.
Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν ένας πραγματικός άθλος, με τη φτώχεια, την ταλαιπωρία και την απελπισία της προσφυγιάς, ή τα χέρσα χώματα που δύσκολα καλλιεργούνταν με τα ελάχιστα μέσα που είχαν ∙
«Μπορούσες να δεις να ξεπροβάλουν τα πρόσωπά τους, μαυριδερά, στεγνά, ξεραμένα θαρρείς από την ίδια τη γη που ολημερίς αναμετριούνταν μαζί της, πρόσωπα που κουβαλούσαν πάνω τους πιο πολύ από την ηλικία, την κούραση ή και το ίδιο τους το πετσί, ένα απόθεμα από πείσμα υπομονετικό και χολωμένο μαζί άγριο, όχι αυτό του νικητή, αλλά εκείνο του χαμένου που δεν έστερξε ποτέ του τη μοιρασιά» (Νίκη Αναστασέα «Αυτή η Αργή Μέρα Προχωρούσε» εκδ. Πόλις, 1998).
Παππούς Γιάννης Φυλαχτάκης. Οι σκληρές συνθήκες ανάγλυφες στο πρόσωπό του.
Οι δρόμοι ήταν με χαλίκι και η μετακίνηση στην Ξάνθη για κάποια απαραίτητα ψώνια σωστή ταλαιπωρία. Τα λιγοστά μπακάλικα πουλούσαν βασικά προϊόντα, όπως ζάχαρη, αλάτι, σαπούνι.
Όσον αφορά το νερό, εκτός από τη λίμνη, υπήρχε κι ένα ποτάμι. Αυτό ξεκινούσε από το χωριό Παράδεισος, περνούσε από την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο δρόμος που ενώνει την Ξάνθη με το χωριό, μετά από τη Γενισέα και ερχόταν στο χωριό μας. Ήταν σωτήριο, γιατί παρείχε αρκετό τρεχούμενο νερό προκειμένου να πίνουν, να πλένουν, να ποτίζουν τα ζώα. Επίσης, οι κάτοικοι προμηθεύονταν νερό από μια πηγή-τουλούμπα στο Πόρτο-Λάγος, καθώς πήγαιναν με τα κάρα ως εκεί, μία φορά την εβδομάδα, γέμιζαν ένα – δυο βαρέλια και μ’ αυτά εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τους. Πριν το ’40 έγινε ένα πηγάδι στην έξοδο προς Σέλινο.
Δυστυχώς, η λίμνη και το ποτάμι έφεραν τη μάστιγα της ελονοσίας, η οποία θέρισε πολλούς και για αρκετά χρόνια. Γνωρίζουμε ότι τον Απρίλιο του 1926, εκδόθηκε νομοθετικό διάταγμα για τη σύσταση Συνδέσμου Πεδινών Κοινοτήτων Ξάνθης, ο οποίος έπρεπε να εκτελέσει έργα ύδρευσης, συγκοινωνίας και αποξήρανσης ελών στις κοινότητες που τον αποτελούσαν. Μια από αυτές ήταν η κοινότητα Γενισέας στην οποία ανήκε το χωριό από τον Αύγουστο του 1924. Προφανώς λοιπόν έγιναν κάποιες προσπάθειες να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, όμως η ελονοσία συνέχισε να βασανίζει τους συγχωριανούς μας μέχρι και το ’40. Το συγκινητικό είναι ότι για πολλά χρόνια οι Θρακιώτες πίστευαν ότι θα γυρίσουν στην «πατρίδα», όμως η ελπίδα τους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Τα Χριστούγεννα του 1928 έφτασαν στα Πλαστήρια οι Ανατολικορωμυλιώτες από τον Άη Βλάσση (από την πολύτιμη μαρτυρία του συγχωριανού μας Θανάση Εκμεκτσή). Είχαν φύγει τον Οκτώβριο του 1924 από τη Βουλγαρία. Ταξίδεψαν με πλοίο ως την Κων/πολη, από εκεί στην Αλεξ/πολη, στη Μέστη και τελικά στη Στρύμη. Εκεί έμειναν ένα χρόνο σε σπίτια Βουλγάρων τα οποία είχαν επιταχθεί για τη διαμονή των προσφύγων. Η Στρύμη λεγόταν παλιά Τσαντηρλί, γιατί οι Βούλγαροι που την έχτισαν δούλευαν ως εργάτες σε τούρκικα χωράφια και ζούσαν αρχικά σε σκηνές, τσαντήρια, και μετά έχτισαν σπίτια. Τα χωράφια τους, που πέρασαν κατόπιν και προσωρινά στα χέρια των προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία, ήταν άγονα. Τα τέσσερα συνολικά χρόνια κατά τα οποία έμειναν στη Στρύμη ήταν πολύ δύσκολα. Όμως οι Έλληνες της Βόρειας Θράκης έφυγαν από τις πατρογονικές εστίες τους, για να φτιάξουν μια νέα ζωή στην αγαπημένη Ελλάδα κι αυτό τους έδινε δύναμη. Για το Τεπέ – Τσιφλίκ τους είπαν κάποιοι που είχαν περάσει από εδώ ως στρατιώτες ή ως επαγγελματίες, τους άρεσε το γεγονός ότι είναι κοντά σε λίμνη και θάλασσα, (γιατί αγαπούσαν τη θάλασσα από την «πατρίδα» ακόμα) κι έτσι αποφάσισαν να έρθουν να εγκατασταθούν εδώ.
Παρέα νέων από τη Βόρεια Θράκη ανήμερα του Ευαγγελισμού του 1928.
Από δεξιά καθήμενοι οι Τσατράλης Φώτης και Αλεξιάδης Νικόλαος.
Φτάνοντας, βρήκαν έναν οργανωμένο οικισμό Ανατολικοθρακιωτών προσφύγων με διπλοκατοικίες, καλλιέργειες από δημητριακά και όσπρια, δυο μπακάλικα, μια μικρή εκκλησία (την είχαν χτίσει οι πρόσφυγες από το Μπασίκι εκεί όπου σήμερα είναι ο υδατόπυργος) και 336 κατοίκους (απογραφή του Μαΐου του 1928), οι οποίοι όμως δεν τους είδαν με καλό μάτι, γιατί θα διεκδικούσαν κι αυτοί κλήρο γης. Μάλιστα, τα οικόπεδα στα οποία εγκαταστάθηκαν ήταν κατάλληλα για καλλιέργεια οσπρίων και όταν τα κατέλαβαν προκάλεσαν την οργή των Ανατολικοθρακιωτών προσφύγων. Έτσι, μαζί με τη συμβίωση, ήρθε και η αντιπάθεια. Οι Θρακιώτες τους έλεγαν Βουργάρους κι εκείνοι πάλι έλεγαν τους Ανατολικοθρακιώτες Τούρκους. Για καμιά 20αριά χρόνια είχαν πολύ ένταση μεταξύ τους, σε σημείο να ζουν σε ξεχωριστές γειτονιές (μαχαλάδες), να γλεντούν ξεχωριστά και να αποφεύγουν δοσοληψίες και συναντήσεις. Αν κορίτσια των Ανατολικοθρακιωτών πλησίαζαν σε γλέντια των Ρωμυλιωτών, τις κυνηγούσαν οι μανάδες τους ∙ οι Ρωμυλιώτες πάλι μιλούσαν υποτιμητικά για τους άλλους. Μάλιστα, επειδή οι Ανατολικοθρακιώτες υπερτερούσαν αριθμητικά εξέλεγαν δικό τους πρόεδρο του χωριού κι οι Βορειοθρακιώτες δυσανασχετούσαν. Η αλήθεια είναι ότι αρνητικά σχόλια μουρμούριζαν και μουρμουρίζουν οι μεν για τους δε ακόμη και σήμερα. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι από τη δεκαετία του ’30 άρχισαν να γίνονται οι πρώτοι «μικτοί» γάμοι, όπως του Δημήτρη και της Ελένης Τσαμουρτζή από το Κατίκιοϊ και τον Άη Βλάσση αντίστοιχα. Ήταν η ανάγκη για επιβίωση και προκοπή απ’ τη μια, ο ανοιχτόκαρδος χαρακτήρας τους από την άλλη, που άμβλυναν τις αντιθέσεις, αλλά και τα προβλήματα, ώστε να συμβιώσουν δημιουργικά και τα Πλαστήρια να γίνουν σιγά σιγά ένα πλούσιο χωριό.
Είναι χαρακτηριστική κι ενδιαφέρουσα η περιγραφή του Ν.Κ. Λάιου, υπαλλήλου του εποικισμού, ο οποίος στα 1927 έγραφε: «Ο χωρικός Θραξ, ποιμήν ή γεωργός, είναι άνθρωπος ήρεμος και λογικός, βραδύς και σοβαρός με συνήθειας απλάς και κανονικάς. Δίδει την εντύπωσιν ανθρώπου μετρημένου και σταθερού, πράγμα όπερ είναι ίδιον ανθρώπων αφοσιωμένων εις την γην. Κρίνει τα πράγματα ησύχως και ψυχρώς, σκέπτεται πολύ, είναι εργατικός και ανεκτικός αλλά και πείσμων, … ζn συντηρητικά… Ο συγγενής του ο εκ Βουλγαρίας πρόσφυξ αποδίδει επίσης τον τύπον του αληθούς χωρικού, όστις δεν ζn παρά εκ της γης και δια την γην. Ομοιάζει απολύτως προς τον Θράκα αλλ’ είναι περισσότερο εξελικτικός τούτου, είναι εις σκοπανεύς της προόδου, είναι στοιχείον τάξεως»
Όταν λοιπόν ήρθαν οι Ανατολικορωμυλιώτες, ήταν 40 οικογένειες, το κράτος τούς έδωσε βοήθημα 5.000 δραχμές και έφτιαξαν σπίτια με πλιθιά, όχι όμως διπλοκατοικίες πια, στο νότιο τμήμα του χωριού. Τα νέα σπίτια ήταν ισόγεια, με τα εξής δωμάτια: το χαγιάτ’ που ήταν το ανοιξιάτικο καθιστικό, ο σανιδένιος οντάς που ήταν το χειμερινό καθιστικό, το μοναδικό με πάτωμα από ξύλο και ταυτόχρονα υπνοδωμάτιο, το οντατσκάκ’ δηλαδή το μικρό υπνοδωμάτιο και ο παλιός νοντάς το πρόχειρο δωμάτιο για όλες τις δουλειές. Η στέγη ήταν φτιαγμένη με κεραμίδια από τη Σερβία. Το πάτωμα καλυπτόταν από ένα μίγμα με νερό και κοκκινόχωμα το οποίο ανανέωναν και πατούσαν κάθε Σάββατο. Από πάνω βάζανε ψάθες και τέλος τις κουρελούδες. Η αυλή είχε αρκετό χώρο για όλα τα υπόλοιπα γνωστά κτίσματα και το μπαξέ, αφού το σπίτι βρισκόταν στο όριο του οικοπέδου. Επειδή ασχολούνταν εντατικά με την αμπελουργία και την παραγωγή κρασιού, μερικοί έφτιαξαν υπόγειο για τη φύλαξη του κρασιού, ενώ ο πιο ειδικός στο κρασί παππού-Χρηστάκης Ζαφειρίου είχε εργαστήριο παραγωγής βαρελιών και καζάνι για απόσταξη τσίπουρου. Το πρώτο σπίτι που χτίστηκε ήταν του παππού Βασίλη Αλεξιάδη. Τα υπόλοιπα σπίτια χτίστηκαν με βάση το σχεδιασμό των: παππού-Μανίτσα, παππού-Αθανασιάδη και παππού Βασίλη Αλεξιάδη (ανδρών με ιδιαίτερο κύρος μεταξύ των 40 οικογενειών που έφθασαν), σύμφωνα με τον οποίο η υπηρεσία εποικισμού ολοκλήρωσε τα σχέδια του χωριού.
Τα προς το ζην ήταν δύσκολο να εξοικονομηθούν: «Όταν ήρθαμι μεις το ’28 ιδώ πέρα δεν είχαμι τίποτας. Δεν είχαμι να φάμε. Όσοι είχανι πιδιά μεγάλα πήραν δεξιά αριστερά δούλευαν και ήφεραν στου σπίτι τ’ς. Του ’29 του καλοκαίρ’ έρχουνταν στου Γκέρβεζ’ κι έσκαβαν» (μαρτυρία Αθανάσιου Εκμεκτσή). Τα πρώτα χρόνια η ζωή ήταν πολύ δύσκολη.
Ο Αθανάσιος Εκμεκτσής με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Οι Ανατολικορωμυλιώτες όμως έφεραν νέα πνοή στο χωριό. Σε μεγάλο ποσοστό ανήκαν σε «σινάφια» επαγγελματιών τεχνιτών και σιγά σιγά άνοιξαν εργαστήρια και μαγαζιά ∙ νέα μπακάλικα, καφενεία, σιδηρουργείο, ραφτάδικο, τσαγκαράδικο, βαρελοποιείο κ.α. ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο όλων των χωριανών. Επίσης, έσπειραν διάφορα οπωροφόρα δέντρα σε σημεία που φαίνονταν αδύνατο να καρποφορήσουν, όμως η μεγαλύτερη πρόσφορά τους ήταν το αμπέλι. Είχαν φέρει από την πατρίδα ρίζες αμπελιού, του αγαπημένου τους φυτού, το οποίο καλλιέργησαν συστηματικά και εντατικά όλοι οι Πλαστηριώτες αργότερα με πρωτοβουλία του παππού – Χρηστάκ’ Ζαφειρίου ο οποίος είχε εργαστήριο βαρελιών και καζάνι για τσίπουρο εκεί όπου είναι σήμερα του κ. Αντωνάκη το κέντρο. Βέβαια, η καλλιέργεια του αμπελιού δεν είναι εύκολη δουλειά και τότε, με τα φτωχά εργαλεία (το δικέλι, το πατόφτυαρο), ήταν μια επίπονη εργασία.
Το αμπέλι όμως υπήρξε «πολύδωρο» για το χωριό μας ∙ ρετσέλια (δηλ. βρασμένο κρασί με σύκο ή κολοκύθι), πετιμέζι, μουσταλευριές, μουστουκούλουρα, το κρασί, όλα ήταν άριστες τροφές. Το πετμέζι ήταν η καλύτερη γλυκαντική ουσία ελλείψει ζάχαρης, ενώ για βραδινό έτρωγαν συχνά κρασί και ψωμί. Στην κατοχή τρώγανε μαμαλίγκα, δηλαδή χυλό από καλαμποκίσιο αλεύρι μαζί με πετμέζι. Το κρασί (και το τσίπουρο αργότερα) έγινε το σήμα κατατεθέν των Πλαστηρίων χάρη στην ποιότητά του. Άλλωστε, από την αρχαιότητα ακόμα και κατόπιν από την Ορθοδοξία θεωρήθηκε ιερό. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική σκηνή ∙ μια Πασχαλιά γιορτάζαμε στο σπίτι του μπάρμπα – Θανάση Εκμεκτσή. Προς το τέλος του εορταστικού γεύματος ο οικοδεσπότης μας πήρε μια κανάτα και έχυσε στο χώμα το κρασί που είχε μείνει, «για να πιουν κι οι πεθαμέν’, σήμερα Χριστός Ανέστη»! Αυτό είναι πολιτισμός, ήθος, παράδοση!
Γενικά πάντως για την Ξάνθη τα χρόνια 1929 έως 1932 ήταν πολύ δύσκολα με πολύ πείνα. Υπάρχει η πληροφορία ότι κατά τη δεκαετία του ’30 ο χείμαρρος Κόσυνθος δημιουργούσε προβλήματα με πλημμύρες στα χωριά έως τη Βιστωνίδα, ωστόσο δεν είναι εξακριβωμένο αν και το δικό μας χωριό επλήγη ποτέ.
Ο Χρήστος Καρτάλης με τη σύζυγό του, Γιαννούλα (το γένος Νοικοκυρίδη), πρόσφυγες πρώτης γενιάς από Ανατολική Θράκη και οι δύο (από Μπασαϊτ και Μπεγεντίκιοϊ αντίστοιχα).
Το 1931 ήταν πολύ σημαντική χρονιά. Τα Πλαστήρια έγιναν κοινότητα μαζί με την Ποταμιά και το Πόρτο – Λάγος με έδρα το χωριό μας, χτίστηκε το πρώτο σχολείο και έγινε επίσημα η διανομή γης στους ακτήμονες πρόσφυγες. Τη διανομή διενήργησαν τα Γραφεία Εποικισμού, τα οποία είχε οργανώσει η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Έδρα της Γενικής Διευθύνσεως Εποικισμού Θράκης ήταν η Κομοτηνή. Οι γεωργικοί κλήροι που χορηγήθηκαν ήταν από 30 – 40 – 50 στρέμματα, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας. Όμως για τους δικούς μας ήταν κυρίως δάση. Ανάμεσα στα Πλαστήρια και το Σέλινο υπήρχε ένα δασύλλιο που το λέγανε Φατμέ – ορμάν’, όπως κι ένα προς το Κουτσό, τα οποία έπρεπε να εκχερσώσουν, για να τα κάνουν εύφορα χωράφια και να βγάλουν μια καλή παραγωγή. Ήταν ηρωική πραγματικά η προσπάθειά τους, γιατί πάλευαν μόνοι, χωρίς οικονομική βοήθεια, όπως θα ήταν ένα τραπεζικό δάνειο, και με ελάχιστα μέσα. Τελικά το 1934 έσπειραν πολλά φασόλια, στάρια, κολοκύθια, καρπούζια και είχαν την πρώτη παραγωγή, η οποία μάλιστα ήταν καλή, γιατί τα χωράφια ήταν φρέσκα και ξεκούραστα. Το ίδιο καλή ήταν και τα επόμενα δύο χρόνια. Δυστυχώς, τους κράτησε ένα μεγάλο ποσό ο εποικισμός για τα σπίτια και τα χωράφια που τους είχαν δοθεί. Τα χρέη του εποικισμού πλήρωσαν κάποιοι με την αποζημίωση που πήραν για τα χαμένα κτήματά τους στην Ανατολική Ρωμυλία, τα οποία είχαν δηλώσει πριν φύγουν. Οι φτωχοί, μιας και ούτε κτήματα είχαν εκεί, ούτε βέβαια αποζημίωση εισέπραξαν ποτέ, πλήρωναν από τα χρήματα που εξοικονομούσαν με τη δουλειά τους. Όμως με το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τα “χρέατα τς” χαρίστηκαν. Τους είχαν ακόμη δοθεί και από 2 στρέμματα αμπέλια. Αργότερα, κάποιοι αγόρασαν πολλά χωράφια κι έκαναν περιουσία. Επίσης, είχαν ήδη αποκτήσει ζώα, όπως αγελάδες, βόδια, βουβάλια, πρόβατα, τα οποία έβοσκαν κατά αγέλες βοσκοί τους οποίους πλήρωναν οι ιδιοκτήτες και με γεύματα, ανάλογα με τον αριθμό των ζώων που είχε ο καθένας. Κάτι που λίγοι θυμούνται είναι ότι τα πρώτα χρόνια φορολογούνταν επιπλέον για τα προϊόντα που μετέφεραν και πουλούσαν στην πόλη της Ξάνθης. Οι φοροεισπράκτορες είχαν το στέκι τους έξω από το νεκροταφείο του χωριού και έλεγχαν εξονυχιστικά τα κάρα που πήγαιναν στην Ξάνθη, για προϊόντα προς φορολογία. Αυτή η φορολόγηση πρέπει να σταμάτησε πριν το 1940.
Γυναίκες στον αγώνα
Στο θερισμό στο Φανάρι. Πρώτος ο Αργύρης Μαλάκης, μετά η Φωτούλα (Σταυρακάρα) Καρτάλη, ο Θεμιστοκλής Μπλιούμης, η Αναστασία Αλμπανίδου, ο Κώστας Παπάζογλου, πιο πέρα ο Αθανάσιος και η Μαρία Σταυρακάρα, ενώ τελευταίος είναι ο Αλμπανίδης Πασχάλης.
Τα πρώτα αυθόρμητα γλέντια, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, άρχισαν μετά από τα πρώτα δύσκολα χρόνια ∙ οι Ανατολικοθρακιώτες στην πλατεία μπροστά στην πρώτη εκκλησούλα και οι Ρωμυλιώτες στα μπακάλικα – καφενεία των Νικόλαου Αλεξιάδη και Στέφανου Γιαλαμίδη διασκέδαζαν τα βάσανά τους. Τα μπακάλικα των Ανατολικοθρακιωτών ήταν των Σταμάτη Ντάφου και Γεώργιου Πειρουνίδη, (αυτά δεν ήταν καφενεία).
Ένα γεγονός που δείχνει την οικονομική θέση του χωριού μας στην Ξάνθη είναι ότι το 1933 ιδρύθηκε στην Ξάνθη το Πρωτοδικείο και ο Γενικός διοικητής Θράκης ανακοίνωσε στους προέδρους και γραμματείς των κοινοτήτων ότι η εισφορά τους για τη λειτουργία του ήταν υποχρεωτική. Συγκεκριμένα η κοινότητά μας έπρεπε να εισφέρει 6.400 δρχ. σε σύνολο 325.500 δρχ. για όλο το νομό, δηλαδή περίπου το 2℅.
Το 1936 επεβλήθη η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Κατά την τακτική των απολυταρχικών καθεστώτων οι αντίπαλοι διώκονταν, ενώ για τον υπόλοιπο λαό λαμβάνονταν ευεργετικά μέτρα, προκειμένου να επιτευχθεί η συναίνεση. Έτσι, τα αγροτικά προϊόντα άρχισαν να πωλούνται ακριβότερα, ελευθερώθηκαν τα χρέη πάνω στη γη και τον Ιούλιο του 1937 ξεκίνησε η κατασκευή του δρόμου μεταξύ Ξάνθης και Πόρτο – Λάγους. Όλα αυτά ήταν πολύ σπουδαίες εξελίξεις για τους χωρικούς, οι οποίοι δικαίως ένιωθαν ευγνώμονες προς το καθεστώς. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Πλαστήρας είχε αντιταχθεί στη νέα τάξη πραγμάτων κι έτσι το Σεπτέμβριο του 1940 αποφασίστηκε από το καθεστώς η μετονομασία των Πλαστηρίων σε Νέα Κεσσάνη, για να σβηστεί το όνομά του από το χάρτη της Ελλάδας. Βέβαια, αυτό έγινε γνωστό και εφαρμόστηκε μετά το ’50 (λεπτομέρειες στην ενότητα «Κοινότητα»).
1940 – 1950
Τον Οκτώβριο με την έναρξη του πολέμου έφυγαν οι στρατεύσιμοι άνδρες, αλλά ήρθαν νέοι κάτοικοι στο χωριό μας και εγκαταστάθηκαν. Ήταν Σαρακατσάνοι που παλιότερα μετακινούνταν από τόπο σε τόπο ∙ όμως με τον πόλεμο οι νέοι στρατεύτηκαν και τους πήραν τα άλογα. Αναγκαστικά λοιπόν τα γυναικόπαιδα, οι ηλικιωμένοι και όσοι δεν είχαν κληθεί στη μάχη έπρεπε να μείνουν κάπου σταθερά. Τρεις οικογένειες λοιπόν Σαρακατσάνων έμειναν στα Πλαστήρια σε καλύβια που φτιάξανε στη γειτονιά που λεγόταν Γκερβεζιώτικα. Αρκετά χρόνια μετά πήραν κλήρο γης και έχτισαν σπίτια στο χωριό.
Ο Γιάννης Τσιλιγγίρης με τον Κωστούλα και τη Μαρία Κιατίπη, το γιο του Χρήστο στη Νέα Κεσσάνη, το 1947. Από το βιβλίο του Διονύση Μαυρόγιαννη «ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, 1998
Στις 6 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα και πολύ γρήγορα έκαμψαν την αντίσταση του ελληνικού στρατού, ώστε στις 10 Απριλίου έπαψαν οι εχθροπραξίες. Στις 18 Απριλίου 1941 ο πρεσβευτής της Βουλγαρίας στο Βερολίνο ειδοποίησε τη Σόφια ότι δόθηκε η συγκατάθεση των Γερμανών για την κατάληψη της Θράκης εκτός από μια λωρίδα γης στον Έβρο. Η περιοχή που παραχωρήθηκε στους Βούλγαρους με μυστικό σύμφωνο με τους Γερμανούς περιελάμβανε ανατολικά την Αλεξανδρούπολη και έφτανε δυτικά ως το Στρυμόνα και τη λίμνη Δοϊράνης ∙ ονομάστηκε δε «Μπελομόρσκα Μπουλγκάρια», δηλαδή Βουλγαρία της Άσπρης θάλασσας (Αιγαίο) με πρωτεύουσα την Ξάνθη. Τρίτη 21 Απριλίου 1941 εισέρχεται, ρακένδυτος και θλιβερός, ο βουλγαρικός στρατός στην πόλη της Ξάνθης και ξεκινά η 3ετής δεύτερη βουλγαρική κατοχή της Θράκης.
Αμέσως επιβλήθηκαν αυστηροί κανόνες και απαγορεύσεις ∙ επίσημη σημαία, αλλά και ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα παντού έγινε η βουλγαρική, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία (και λειτούργησαν ξανά μετά την απελευθέρωση), όλα τα ελληνικά έντυπα καταστράφηκαν και άλλαξαν τα ονόματα των δρόμων και των καταστημάτων ∙ για κάθε μετακίνηση απαιτούνταν άδεια και έπρεπε να παραδοθεί κάθε είδος οπλισμού ή στρατιωτικού υλικού. Επίσης, απαγορεύτηκαν συγκεντρώσεις και προκηρύξεις, όπως και η κυκλοφορία από τις 10μ.μ. έως τις 8π.μ., ενώ ορίστηκε ότι η συμπεριφορά των βουλγαρικών στρατευμάτων θα εξαρτιόταν από την πειθαρχία των κατοίκων. Ο συγχωριανός μας Δημήτρης Φυλαχτάκης ήταν τότε παιδί 11 ετών, δούλευε ως τσομπάνος και αρκετές φορές κινδύνευσε να τον συλλάβουν οι Βούλγαροι στρατιώτες, επειδή επέστρεφε αργά από τη βοσκή. Τέλος, όλες οι εκκλησίες έπρεπε να λειτουργούν στα βουλγαρικά, αν και στο χωριό μας παρέμεινε ο Έλληνας ιερέας, Βαγγέλης Τσολακίδης.
Η διοικητική οργάνωση έγινε ταχύτατα από τους Βουλγάρους. Τα κοινοτικά συμβούλια αντικαταστάθηκαν με τριμελείς επιτροπές από πρόσωπα βουλγαρικής ιθαγένειας. Αμέσως ξεκίνησε η προσπάθεια εποικισμού των Βουλγάρων. Έτσι ήρθαν οικογένειες από τη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκαν και στα χωριά, σε σπίτια τα οποία είχαν επιταχθεί. Στην περιοχή της Ξάνθης μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1942, είχαν εγκατασταθεί 5.000 οικογένειες, εκ των οποίων 1.500 στην πόλη της Ξάνθης και οι υπόλοιπες στην ύπαιθρο. Στο χωριό μας κατά μήκος του δρόμου που βρίσκεται σήμερα στην είσοδο του χωριού μέχρι το σημερινό σχολείο έστησαν σκηνές για τους στρατιώτες, ενώ επίσης επιτάχθηκαν σπίτια για την εγκατάσταση αξιωματικών, όπως και όσα μαγαζιά δεν έκλεισαν. Το πρώτο σχολείο, το οποίο είχε χτιστεί το 1931, έκλεισε και έγινε στρατηγείο. Κατόπιν, έφτιαξαν οχυρά και καταφύγια στην Μπαΐρα.
Εκτός από την ακίνητη περιουσία των Ελλήνων επιτάχθηκαν και τα μεγάλα ζώα, βόδια, ημίονοι, όνοι, άλογα «δια τας ανάγκας του βουλγαρικού στρατού», συνήθως χωρίς αποζημίωση. Στους Έλληνες παραγωγούς σίτου ή αραβοσίτου αφήνονταν για τη διατροφή των οικογενειών τους 100-150 κιλά σπόρος κατ’ άτομο για ολόκληρο το έτος. Γενικά οι Έλληνες πείνασαν κατά τη βουλγαρική κατοχή της περιοχής μας, όμως οι κάτοικοι των χωριών, όπως και του δικού μας ήταν σε κάπως καλύτερη θέση ∙ ασφαλώς τους είχαν επιτάξει όλη την παραγωγή και είχαν αδειάσει τα κελάρια τους, είχαν όμως τους μπαξέδες, τις κοτούλες τους, κατάφερναν να κρύψουν λίγο σιταράκι σε διπλούς πάτους στα βαρέλια και φυσικά είχαν τη λίμνη Βιστωνίδα που τους έσωσε με τα ωραία ψάρια της. Είναι συγκλονιστικό ότι έρχονταν στο χωριό μας κόσμος από την Ξάνθη, ακόμα και με τα πόδια, για να πουλήσουν ό,τι πολύτιμο είχαν για λίγα τρόφιμα. Είναι πολύ ενδιαφέρον ένα σύντομο βίντεο (μπορεί κάποιος να το βρει στο Youtube στη διεύθυνση : http://www.youtube.com/watch?v=_XDc8Jz-iqQ) το οποίο γυρίστηκε από Βουλγάρους στο Πόρτο – Λάγος, για να προβάλλει, φυσικά προπαγανδιστικά, την πλούσια παραγωγή και την ειρηνική εργασία των ψαράδων σε όλη την περιοχή
Ντουρντουβάκηδες ή ντουρντουβάκια : Στη βουλγαρική γλώσσα η λέξη «truda» (τρουντά) σημαίνει «εργασία» και η λέξη «βοϊνίκ» σημαίνει «στρατιώτης». Η σύνθεση αυτών των δύο λέξεων έδωσε στα ελληνικά τη λέξη τρουντοβάκηδες ή ντουρντουβάκια, που σημαίνει στρατιώτης, όχι όμως μάχιμος, αλλά όμηρος ουσιαστικά του βουλγαρικού στρατού- εργάτης στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας, στα οποία βρέθηκαν και αρκετοί συγχωριανοί μας. Η Βουλγαρία χρειαζόταν φτηνά εργατικά χέρια για κάποια δημόσια έργα, όπως η διάνοιξη δρόμων ∙ το πιο εύκολο ήταν να επιστρατεύσουν αναγκαστικά τους υπό κατοχή Έλληνες της Θράκης, όπως και έκαναν.
Η κλάση του 1941, γεννηθέντες το 1920 δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό. Τον Απρίλιο του 1942 εστάλησαν προσωπικές έγγραφες προσκλήσεις για κατάταξη, τόσο της κλάσης του 1941, όσο και του 1942. Την 1η Μαΐου 1942 εκατόν πενήντα περίπου νέοι από το νομό Ξάνθης ήταν στο σιδηροδρομικό σταθμό με ένα μπόγο ρούχα, υποχρεωμένοι να στοιβαχτούν μέσα σε μικρά φορτηγά βαγόνια, για να ταξιδέψουν στη βουλγαρική ύπαιθρο, σε εργοτάξια π.χ. διάνοιξης δρόμου. Εκεί έμεναν σε πρόχειρες παράγκες υπό δύσκολες συνθήκες. Δούλευαν επί 10 ώρες, με φτωχό φαγητό κι αν δεν ήταν νέοι και εύρωστοι δε θα άντεχαν. Από πείνα δεν πέθανε κανένας τους, όμως οι ψείρες, η κούραση, οι ξυλοδαρμοί, η κακή κατάσταση των γυμνών ποδιών τους τούς βασάνιζαν. Κάποιοι τραυματίζονταν από κατολισθήσεις βράχων και χωμάτων. Μάλιστα ένας συγχωριανός μας (του οποίου το όνομα δεν αναφέρει ο Θωμάς Εξάρχου, από το βιβλίο του οποίου «Όμηροι Βουλγαρίας» προέρχονται όλες αυτές οι πληροφορίες) σκοτώθηκε σε μια επιχείρηση ανατίναξης βράχων. Τον Αύγουστο τους δόθηκε 20ήμερη άδεια και στις 14 Οκτωβρίου άρχισε η επιστροφή στην Ξάνθη. Το 1943 προχώρησαν στην επιστράτευση και Ελλήνων μεγάλης ηλικίας προς τους τόπους αναγκαστικής χειρωνακτικής εργασίας. Στις 27/05/1968 ανακοινώθηκε ότι θα καταβληθεί αποζημίωση στους ομήρους της περιόδου 24/04/1941 μέχρι 28/08/1944 με την υποβολή σχετικής αίτησης.
Ντουρντουβάκια από τη Μάνδρα και τα Άβδηρα το 1942 κάπου στη Βουλγαρία (πηγή φωτογραφίας: f/b “Παλιές φωτογραφίες της Ξάνθης”)
Η λέξη «ντουρντουβάκια» μπήκε στο λεξιλόγιο μας μαζί με άλλα δυσάρεστα κατάλοιπα από τη σκληρή βουλγαρική κατοχή και πρέπει να τη θυμόμαστε οι επόμενες γενιές, γιατί είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας. Σύμφωνα με τον κατάλογο των ονομάτων των ομήρων, ο οποίος υπάρχει στο βιβλίο του Θωμά Εξάρχου, οι συγχωριανοί μας όμηροι ήταν οι εξής :
Αλεξιάδης Δημήτριος
Αλμπανίδης Δημήτριος
Βαθρακέας Χρήστος
Βαθρακέας Χριστόδουλος
Γιαλαμίδης Κωνσταντίνος
Καρακατσάνης Δημήτριος
Καρακατσάνης Κυριάκος
Καρακατσάνης Γεώργιος
Καρτάλης Κωνσταντίνος
Μενεξίδης Κωνσταντίνος (από Ποταμιά)
Μπαρακλιανός Παναγιώτης
Μυρτζάκης Άγγελος
Σταυρακάρας Γεώργιος
Σταυρακάρας Κωνσταντίνος
Η λέξη ντουρντουβάκια συνέχισε να χρησιμοποιείται και μετά την απελευθέρωση και σήμαινε αναγκαστικοί εργάτες από τους οποίους ζητούσε το ελληνικό κράτος πλέον να δουλέψουν αμισθί σε διάφορα δημόσια έργα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1967. Εύλογα κανείς δεν ήθελε να παρατήσει τις δουλειές του, για να γίνει ντουρντουβάκι, έστω και για την πατρίδα. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε επίσης για εργάτες, οι οποίοι δούλευαν για λογαριασμό κάποιου που μπορούσε να τους πληρώσει.
Ευτυχώς, στο χωριό μας δεν είχαμε τραγικά γεγονότα κατά την κατοχή με εκτελέσεις, όπως σε άλλα μέρη. Οι Βούλγαροι στρατιώτες ήταν, όπως αναμενόταν, αυστηροί και συχνά βίαιοι, καθώς υπήρξαν περιπτώσεις ξυλοδαρμών, και ο φόβος υπήρχε. Όμως δεν υπήρξαν απάνθρωποι όσο έμειναν στο χωριό. Κάποιοι είχαν μαζί και τις οικογένειές τους. Άλλωστε και οι κάτοικοι ήταν φιλήσυχοι και υπομονετικοί.
Παρομοίως δεν αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα κατά τον εμφύλιο που δυστυχώς ακολούθησε το τέλος του Παγκοσμίου πολέμου και την απελευθέρωση. Οι Πλαστηριώτες θέλησαν και κατάφεραν να μην αναμιχθούν στον αλληλοσπαραγμό και να μείνουν ουδέτεροι. Μόνο αρκετά φυλάκια τοποθέτησε ο εθνικός στρατός και οι αξιωματικοί δώσανε όπλα σε κάποιους χωριανούς για να φυλάνε σκοπιά ∙ μπελάς δηλαδή, μιας και κανένας δεν είχε τέτοια διάθεση. Δυο φορές βέβαια ήρθαν αντάρτες ∙ την πρώτη φορά ήρεμα για ανεφοδιασμό, ενώ τη δεύτερη πιο δυναμικά εισέβαλαν σε κάποια σπίτια και απαίτησαν εφόδια, για τα οποία μάλιστα υποσχέθηκαν αποζημίωση … όταν θα έπαιρναν την εξουσία.
Τέλος, γι’ αυτή την περίοδο, ας αναφέρουμε ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’40 τοποθετήθηκαν δύο δεξαμενές νερού, τις οποίες μάλιστα έφεραν στο χωριό τσουλώντας, οπότε τα σπίτια απέκτησαν βρύσες και ότι το 1948 πήγαν τα πρώτα παιδιά από το χωριό μας στο Γυμνάσιο που βρισκόταν φυσικά στην Ξάνθη. Πρώτος πήγε ο Βαγγέλης Κοψαλίδης, ο οποίος έγινε κτηνίατρος, μετά ο Βασίλης Αλεξιάδης, που μετά έγινε μηχανικός, ο Φώτης Φωτίδης, ο οποίος έγινε δάσκαλος και υπηρέτησε στο χωριό, και ο Απόστολος Αλεξανδρίδης.
Καθιστός είναι ο Τσαμουρτζής Αθανάσιος, ενώ όρθιοι από αριστερά είναι οι: Τσολακίδης Νίκος, Θανάσης Καμπάκης, ο περίφημος δάσκαλος Δημήτρης Παλιάτσος, ο οποίος βοήθησε πολλά παιδιά από το χωριό να προοδεύσουν, μετά ο Τσατράλης Σταύρος και ο Απόστολος Αλεξανδρίδης.
1950 – 1970
Υποτίθεται ότι το 1950 ήρθε στο χωριό ο ευεργέτης του, ο Νικόλαος Πλαστήρας, και έγινε γλέντι προς τιμήν του. Αυτό είναι μάλλον μύθος, πρώτον, γιατί τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του (πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953), είχε πλούσια πολιτική δράση, συνεπώς, αν είχε το χρόνο και την ευκαιρία να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι, αυτό θα γινόταν ευρύτερα γνωστό και δεύτερον, γιατί δεν υπάρχει καμία φωτογραφία από το γλέντι αυτό, ενώ έχουμε πολλές και πολύ παλαιότερες από κάθε πτυχή της ζωής των χωρικών. Πιθανόν να έγινε ένα γλέντι με την παρουσία του Πλαστήρα πριν το 1930 και συγκεκριμένα το 1929, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφτηκε την Ξάνθη, όμως αυτά είναι, προς το παρόν, μόνο εικασίες.
Πάντως η εικοσαετία 1950 – 1970 είναι η περίοδος της ακμής του χωριού. Τότε γίνονται πολλά έργα, όπως δρόμοι, η εκκλησία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μέσα στη δεκαετία του ’50 και το δίκτυο ύδρευσης (στα τέλη της δεκαετίας του ’60). Τότε αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται η μετονομασία του χωριού σε Νέα Κεσσάνη.
Οι κάτοικοι εξακολουθούν να κοπιάζουν για τα προς το ζην, όμως υπάρχουν τουλάχιστον δουλειές. Το λιμάνι του Πόρτο Λάγος, οι αλυκές, τα λουτρά της Ποταμιάς, τα χωράφια και τα κοπάδια από πρόβατα, αγελάδες, βουβάλια, βόδια και γουρούνια προσφέρουν αρκετές θέσεις εργασίας στους νέους και στις νέες του χωριού. Παράλληλα, πολλές κοπέλες δουλεύουν σε ξένα χωράφια, εκτός από της οικογένειάς τους, συνήθως στο Γκέρβεζι (= Σέλινο), στα κτήματα του Μεμετάκη.
Δεξιά ο Μεμετάκης
Βέβαια δε μιλάμε για πλούσια ή εύκολα μεροκάματα. Η εξόρυξη του αλατιού, για παράδειγμα, ήταν από τα πιο αποδοτικά, αλλά και από τα πιο σκληρά και επικίνδυνα μεροκάματα. Στις αλυκές έρχονταν να δουλέψουν επίσης εργάτες από τη Μάνδρα, οι οποίοι μένανε εκεί, ενώ οι εργάτες από την Ξάνθη φιλοξενούνταν στο σχολείο του χωριού.
Εργάτες στις αλυκές. Ο κύριος που χαμογελάει με το καπέλο είναι ο Δημήτρης Φυλαχτάκης.
Πολλά ήταν και τα μαγαζιά ∙ καφενεία, κάθε είδους εργαστήρια και μπακάλικα που ικανοποιούσαν σχεδόν σε αυτάρκεια τις ανάγκες μιας εύρωστης κοινότητας.
Στο παντοπωλείο του Νικόλαου Αλεξιάδη ∙ όρθιοι από αριστερά ο μικρός Αλεξιάδης Κώστας και ο Αλεξιάδης Νικόλαος. Καθιστοί από αριστερά: Βαθρακέας Ελευθέριος, Αργυρίου Θεόδωρος, Σταυρακάρας Κων/νος και Ελευθερίου Γαϊτάνης.
Σχολικό έτος 1955 – 1956
Η δασκάλα κοπτικής ραπτικής με τις μαθήτριές της.
Ο πληθυσμός αυξήθηκε και το παλιό σχολείο έσφυζε από ζωή. Παράλληλα, για αρκετά χρόνια διοργάνωνε μαθήματα μοδιστρικής η Οικοκυρική, Βιοτεχνική και Επαγγελματική Σχολή «Ελληνικό Σπίτι», την οποία είχε ιδρύσει το 1938 η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη υπό την αιγίδα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και ερχόταν στο χωριό δασκάλα, η οποία δίδασκε τα κορίτσια κοπτική – ραπτική. Επίσης, δόθηκε η δυνατότητα στα παιδιά, κυρίως αγόρια, που τέλειωναν το δημοτικό να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο της Ξάνθης. Εκεί νοικιάζανε μικρά δωμάτια ανά δύο ή τρεις, πήγαιναν το πρωί στο σχολείο και μια φορά τη βδομάδα παραλάμβαναν το πακέτο από το χωριό με τα τρόφιμα ∙ φασολάδα, ρεβίθια, αυγά, ψωμί, μ’ αυτά μεγάλωσαν τα άξια εκείνα παιδιά που ήταν αποφασισμένα να προκόψουν στα γράμματα. Κατόπιν, κατάφεραν να σπουδάσουν σε αξιόλογες σχολές και να σταδιοδρομήσουν με επιτυχία, είτε στο δημόσιο, το οποίο είχε ανάγκη από μορφωμένους εργαζόμενους, είτε στον ιδιωτικό τομέα (μακριά όμως από το χωριό). Από τότε φυσικά και μετά άρχισε η Νέα Κεσσάνη να δίνει πολλούς καταξιωμένους επιστήμονες (μηχανικούς, γιατρούς, νομικούς, εκπαιδευτικούς κ.α.), όπως και επαγγελματίες.
Ωστόσο, κάποιοι έπρεπε να επιλέξουν τη μετανάστευση για την αναζήτηση μιας καλύτερης εργασίας και ζωής, κυρίως προς τη Γερμανία και την Αυστραλία. Στ’ αλήθεια, είναι πολλοί οι συγχωριανοί μας στο εξωτερικό και κρατούν επαφή με το χωριό, όσο τους επιτρέπουν οι συνθήκες.
Μέσα στη δεκαετία του ’50 δημιουργήθηκε επίσης η ποδοσφαιρική ομάδα «Διαγόρας Νέας Κεσσάνης», η οποία κατάφερε όχι μόνο να μπει στη Δ΄ εθνική κατηγορία, αλλά και να φτάσει στον τελικό του πρωταθλήματος της σαιζόν 1992-1993, όπου έπαιξε με την ομάδα της Γενισέας (η ομάδα συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι πριν λίγα χρόνια, οπότε και διαλύθηκε ελλείψει δυστυχώς νέων παικτών).
Η θρυλική ομάδα Διαγόρα Νέας Κεσσάνης. Ο τερματοφύλακας πρώτος από αριστερά είναι άγνωστος. Όρθιοι από αριστερά οι: Ζήζηκας Ηλίας, Καμπάκης Θανάσης, Τσατράλης Σταύρος, Ελευθερίου Γαϊτάνης, Πειρουνίδης Βαγγέλης και Αλεξανδρίδης Απόστολος. Καθιστοί είναι οι: Φωτίδης Βασίλης, ένας άγνωστος, Τσαμουρτζής Τριαντάφυλλος, Χριστοφόρου Γιώργος.
Πάντως η Νέα Κεσσάνη τότε πρέπει να ήταν ένα από τα πιο πλούσια σε δραστηριότητες και σε γλέντια χωριά μέσα στο νομό Ξάνθης. Το χειμώνα με τη ζεστασιά που προσέφερε το κρασάκι ή το τσίπουρο και μια καλή φωτιά οι άνδρες διασκέδαζαν στα καφενεία, ενώ οι γυναίκες κάνανε τις δουλειές τους ευχάριστες στα νυχτέρια. Κατά τους ζεστούς μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού συχνά μετά τις δουλειές στήνονταν γλέντια στην πλατεία, ή στα καφενεία του χωριού ∙ στου Στρατή Χριστοφόρου, στου Στεργιώνη του κουρέα και στου Φώτη Γιαλαμίδη, μετά προστέθηκε και του Αντωνάκη Εκμεκτσή. Μουσική συνήθως παίζανε τα γραμμόφωνα με τα μεγάλα χωνιά, τα οποία μάλιστα οι δύο σκληροί ανταγωνιστές, ο Γιαλαμίδης και ο Εκμεκτσής έστρεφαν ο ένας προς το μέρος του άλλου, έτσι για σπάσιμο. Γλέντια αυθόρμητα, παραδοσιακά, με πολλή μουσική, πολύ χορό, πολύ κρασί, καλαμπούρια, προξενέματα, παιχνίδια, και μια ξεγνοιασιά που σήμερα έχει λείψει ολότελα. Όχι ότι δεν ήταν κουρασμένοι από τη δουλειά στο χωράφι, στα ζώα, στο λιμάνι ή στις αλυκές, ή ότι είχαν λύσει όλα τα προβλήματά τους, οικονομικά κ.ά.∙ όμως ήταν δυνατοί, αισιόδοξοι, δεν τους κακοφαινόταν η σωματική κούραση, αντίθετα τη χαίρονταν, γιατί τους εξασφάλιζε τα προς το ζην και μια κάποια αυτάρκεια. Και το σπουδαιότερο, χαίρονταν την καλή παρέα, την επικοινωνία και το γλέντι με τους άλλους, ξέγνοιαστοι, πληθωρικοί, γλεντζέδες, αξιοζήλευτοι.
Ευνοϊκές ήταν οι συνθήκες ακόμα και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Στην Αθήνα και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα οι διώξεις, ο φόβος και τα άλλα προβλήματα που προκαλεί ένα απολυταρχικό καθεστώς έκαναν ιδιαίτερα δύσκολη τη ζωή για πολλούς (αντιφρονούντες και μη). Ωστόσο, στην επαρχία η διαγραφή των χρεών των αγροτών, τα δημόσια έργα, η οικονομική πρόοδος που συνέπεσε με την περίοδο της χούντας και η απουσία αντικαθεστωτικής δράσης κατέστησαν την περίοδο αυτή μάλλον θετική για τους κατοίκους των ελληνικών χωριών, όπως και του δικού μας.
Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, κάποια από τα πρώτα σπίτια γκρεμίστηκαν, για να χτιστούν πιο μοντέρνα με μπετόν. Τα περισσότερα από τα «καινούρια» είναι διώροφα με ισόγειο ή ημιυπόγειο, που χρησιμοποιείται περισσότερο από την οικογένεια, γιατί είναι ευρύχωρο, δροσερό, λειτουργικό και χρησιμεύει ως αποθήκη, ως χώρος για οικογενειακές συγκεντρώσεις (Χριστούγεννα, Πάσχα, αρραβώνες, γιορτές κλπ) και ως το μέρος του σπιτιού, όπου κυρίως κινούμαστε. Ο δεύτερος όροφος είναι κάπως πιο επίσημος. Εκεί ανεβαίνουμε μόνο εξωτερικά, με σκάλα, ενώ απαραίτητη είναι η βεράντα του επάνω ορόφου. Ο αργαλειός και ο χερόμυλος αποσύρθηκαν και το τζάκι αντικαταστάθηκε από τη μασίνα (ξυλόσομπα) ή το καλοριφέρ. Όλα αλλάζουν.
1970 – σήμερα
Νέοι του τότε πολιτιστικού συλλόγου του χωριού στις Θρακικές Λαογραφικές γιορτές της Ξάνθης – δεκαετία 1970.
Η Μεταπολίτευση βρήκε πολλούς από τη νέα γενιά τότε του χωριού στις καινούριες τους δουλειές, μακριά από τα πατρικά τους σπίτια. Η Ξάνθη ήταν πια μια αναπτυσσόμενη πόλη με αρκετές επαγγελματικές ευκαιρίες και πλούσια ζωή, ώστε προσήλκυε αρκετό πληθυσμό από τα χωριά όλου του κάμπου. Έτσι, ξεκίνησε σιγά σιγά η εγκατάλειψη και της Νέας Κεσσάνης από τους νέους. Όσοι έμειναν ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, οι οποίες ως δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικές. Το χωριό άρχισε να δείχνει έρημο τους χειμερινούς μήνες και ιδίως τις καθημερινές. Ευτυχώς τα Σαββατοκύριακα, τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές και το καλοκαίρι γέμιζε από νέες οικογένειες και παιδιά που έρχονταν να δουν τους παππούδες και να περάσουν τις μέρες της σχόλης στο καλύτερο μέρος. Το καλοκαίρι το χωριό ξανάνιωνε με τις παρέες των νεαρών παιδιών που διασκέδαζαν στην πλατεία. Κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και σε άλλες ευκαιρίες στήνονταν θαυμάσια τραπεζώματα με το πλήθος των συγγενών, τα καλαμπούρια, τα παραδοσιακά εδέσματα, τα ωραία κρασιά, τους ευτυχείς παππούδες. Κι όταν το κέφι φούντωνε, βγαίναν οι παρέες στο δρόμο και επισκέπτονταν η μια την άλλη για ακόμα μεγαλύτερο γλέντι.
Η περίοδος της αφθονίας για την Ελλάδα (1981 – 2000) ευνόησε οικονομικά τους συγχωριανούς μας εντός και εκτός χωριού και κράτησε κάποιες νέες οικογένειες, ώστε να χρειαστεί να χτιστεί το νεότερο, όμορφο σχολείο μας μέσα στη δεκαετία του ’90, το οποίο όμως πλέον έκλεισε, γιατί δεν έχει αρκετά παιδιά να φιλοξενήσει. Το κτίριο τώρα έχει ανακαινιστεί και συντηρείται από τον πολύ αξιόλογο και εξαιρετικά δραστήριο Μορφωτικό Πολιτιστικό Σύλλογο “Αγία Παρασκευη”. Τα τελευταία χρόνια νεότεροι κάτοικοι (συνήθως προσωρινοί) είναι κάποιοι οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία (ή τη Βουλγαρία) μόνοι ή με τις οικογένειές τους.
Το θλιβερό είναι ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος μας στέρησε από τους αγαπημένους μας παππούδες, την πρώτη ηρωική γενιά των ιδρυτών του χωριού μας κι ελάχιστοι της δεύτερης γενιάς μας έχουν μείνει παρηγοριά. Τώρα οι γιοι και οι κόρες τους πήραν τη θέση τους και κρατούν ζωντανό το χωριό, περιποιημένα τα σπίτια και τους μπαξέδες, παράγουν από μεράκι λάδι, κρασί και τσίπουρο διαυγές, οργανώνουν ωραία γλέντια στις μεγάλες γιορτές του τόπου μας και τιμούν την ιστορία της Νέας Κεσσάνης.
Ευτυχώς, μετά το 2000 φαίνεται μια τάση στην τρίτη πλέον γενιά να επιστρέφουν στο χωριό και να εγκαθίστανται, σε νεόδμητα, ωραία σπίτια, είτε έχουν ξεκινήσει μια επιχείρηση εδώ, είτε δουλεύουν στην Ξάνθη κι αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο. Μάλιστα η οικονομική κρίση που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία αυτό το διάστημα ίσως έχει και μια θετική επίπτωση, αν οδηγήσει κι άλλους νέους να εκτιμήσουν τις ευκαιρίες και την αξία της ζωής στην ύπαιθρο.