Κοινωνικός Βίος

Ιστορία της Νέας Κεσσάνης

Γάμος / Χαρά

Δεν είναι παράδοξο ότι τα έθιμα που αφορούν το γάμο είναι από τα πιο αγαπημένα θέματα των λαογράφων. Ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας ήταν και είναι το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι λοιπόν φυσικό το τελετουργικό του γάμου, αλλά και οτιδήποτε έχει σχέση μ’ αυτόν, να είναι πλούσιο σε έθιμα και δοξασίες.

Το προξενιό και το φλερτ

Το προξενιό το κανόνιζαν οι γονείς και η οικογένεια του αγοριού πάντα ζητούσε την κοπέλα. Οι γονείς έκριναν και διάλεγαν τα κορίτσια και τ’ αγόρια μεταξύ άλλων και πάνω στο χορό. Τα γλέντια ήταν αρκετά και τρικούβερτα. Έτρωγαν, έπιναν και κυρίως χόρευαν. Οι Ανατολικορωμυλιώτες πιάνονταν γυναίκες-άντρες εναλλάξ, ενώ οι Ανατολικοθρακιώτες πρώτα όλοι οι άντρες και μετά οι γυναίκες (η πρώτη γυναίκα με τον τελευταίο στη σειρά άνδρα πιάνονταν με ένα μαντήλι)∙ οι μεγάλοι έκαναν ένα κύκλο σαν τείχος γύρω από τους χορευτές και καμάρωναν τα παιδιά τους. Ταυτόχρονα παρακολουθούσαν ποιος φοράει όμορφα ρούχα, ποια είναι κομψή, την κορμοστασιά τους, ποιος χορεύει καλύτερα, ποια είναι πιο ζωηρή, ποιος χορεύει με ποιον κλπ. Επάνω στο χορό άρχιζε και η αγάπη. Όταν ένας νεαρός ενδιαφερόταν για μια κοπέλα (στους χορούς που πιάνονταν εναλλάξ βέβαια), πήγαινε να την πιάσει στο χορό ∙ αν της άρεσε τον έπιανε, αν όμως είχε κανένα ψεγάδι, δεν χώριζε από την φιλενάδα της και δεν τον άφηνε να χορέψει μαζί της. Πιάνονταν λοιπόν, μόνο από το μικρό δαχτυλάκι (όχι από τη χούφτα), και το παλικάρι της έσφιγγε το δαχτυλάκι, εκείνη στην αρχή δεν ανταποκρινόταν, τη δεύτερη φορά όμως τον έσφιγγε κι εκείνη κι έτσι ξεκινούσε και δηλωνόταν η αγάπη.

Κάτω αριστερά καθιστή η Ελεονώρα (Λόλα) Σταυρακάρα, στα δεξιά καθιστή Αθανασία Δράκου, πίσω της σκυφτός ο Σωτήρης Μπαρακλιανός και δίπλα του ο Βαγγέλης Δράκος.

Φυσικά το αθώο φλερτ δε γινόταν μόνο στο χορό, αλλά σε κάθε περίσταση που νέοι και νέες συγκεντρώνονταν, ακόμα και στη δουλειά. Εύρισκαν και ευφάνταστους τρόπους για να βλέπονται ∙ όταν, για παράδειγμα, κάποια κορίτσια μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι για να κάνουν το νυχτέρι τους καθαρίζοντας πολλά κιλά καλαμπόκια, τα αγόρια που ήθελαν να τις δουν μπαίνανε κρυφά στην αυλή όπου κάθονταν, γιατί αυτή η δουλειά γινόταν άνοιξη ή καλοκαίρι, κρύβονταν στο σωρό από τα φύλλα των καθαρισμένων καλαμποκιών και ασφαλείς εκεί τα λέγανε.

Κάπως έτσι λοιπόν «ξεκ’νούσ’ η αγάπ’». Μετά, συνεννοούνταν το αγόρι με τους γονείς του και, αν συμφωνούσαν, έστελναν τους προξενητάδες. Αυτοί λοιπόν, όχι οι γονείς του γαμπρού, ούτε ο ίδιος, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης με δώρα και την ζητούσαν από τους γονείς της λέγοντας:

«Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε

μον’ ήρθαμε να σας αγαπήσουμε και να σας δούμε

να μας δώσετε το κορίτσι σας να το παντρευτούμε»

 

ή    «Αγαπήσαμε την κόρη σας, ήρθαμε να την πάρουμε».

 

Αν δεν συμφωνούσαν αμέσως, προσπαθούσαν δεύτερη και τρίτη φορά. Καμιά φορά πήγαιναν δυο προξενητάδες για δυο διαφορετικούς γαμπρούς και κέρδιζε ο καλύτερος. Όταν τελικά έδιναν τα χέρια έριχναν τουφεκιές για να το μάθει ο κόσμος. Το βράδυ του λόγου κανονιζόταν και η προίκα που θα έδινε ο πατέρας της νύφης στο γαμπρό (ένα χωράφι, ένα βόδι, 20 πρόβατα κλπ). Φεύγοντας οι προξενητάδες άφηναν ως σημάδια του λόγου, μια ντούμπλα χρυσή (μεγάλο νόμισμα) ή ένα φλουρί (μικρό χρυσό νόμισμα) ή ένα μετζίτ (μισή λίρα) που ράβονταν στο τσεμπέρι της νύφης.

Αν οι προξενητάδες αποτύγχαναν, αλλά ο νεαρός ήθελε πολύ να πάρει την κοπέλα,  όπως και αν οι γονείς του γαμπρού ήθελαν να τον παντρέψουν με κάποια, αλλά αυτός αγαπούσε άλλη, την έκλεβε και την πήγαινε σπίτι του. Την έκλεβε λοιπόν και πήγαιναν στον παπά, που ρωτούσε την κοπέλα αν είναι μαζί του με τη θέλησή της και αν κοιμήθηκε μαζί του ∙ αν ναι, ήταν ελεύθεροι να παντρευτούν, αν όχι μπορούσε να φύγει (από την αφήγηση της γιαγιάς Δέσποινας Φυλαχτάκη από το Κατίκιοϊ της Ανατολικής Θράκης).

Αρραβώνας

Ο Τσολακίδης Γιώργος με τη γυναίκα του Αθηνά και ο Φυλαχτάκης Δημήτρης με τη γυναίκα του Αργυρή το 1954.

Ο αρραβώνας γινόταν μία – δύο εβδομάδες ή και περισσότερο μετά τον λόγο, βράδυ Δευτέρας για τους Ανατολικοθρακιώτες και βράδυ Σαββάτου για τους Ανατολικορωμυλιώτες. Δε γινόταν ποτέ κατά τις μεγάλες Σαρακοστές (Χριστουγέννων και Πάσχα) ούτε τα δίσεκτα έτη. Γινόταν στο σπίτι της νύφης, εκεί άλλαζαν δαχτυλίδια μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, αντάλλασσαν δώρα και ακολουθούσε φαγοπότι. Πολύ παλιά, στην πατρίδα, ένα σύνηθες δώρο του γαμπρού στη νύφη ήταν το ασημοζούναρο, μια μεταλλική ζώνη, ασημένια για τους πλούσιους, μπρούντζινη για τους φτωχούς (μπακιροζούναρο), την οποία φορούσαν στη μέση οι νεαρές σύζυγοι. Η νύφη φιλούσε το χέρι του πεθερού, ο οποίος της δώριζε λεφτά και κοσμήματα. Στον Ανατολικορωμυλιώτικο αρραβώνα, ο γαμπρός ετοίμαζε δαχτυλίδι, μαντήλι και ντούμπλα μέσα στα οποία έριχνε κι άλλα πράγματα, στραγάλια, σταφίδες, κουφέτα και τα πήγαιναν στη νύφη οι προξενητάδες, οι γονείς του, αλλά όχι εκείνος ο ίδιος. Η νύφη με τη σειρά της ετοίμαζε δαχτυλίδι, πουκάμισο, κάλτσες φτιαγμένες στο χέρι και τα μοίραζε. Στο τέλος του αρραβώνα έριχναν τουφεκιές. Τώρα πλέον το ζευγάρι μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα πιασμένοι από το χέρι, όχι αγκαλιασμένοι, για να τους δει ο κόσμος που αρραβωνιάστηκαν και να τους καμαρώσει. Ο αρραβώνας κρατούσε 1-2 χρόνια ή και περισσότερο ανάλογα με τις συνθήκες. Κατά τη διάρκειά του το ζευγάρι αντάλλασσε δώρα.

Γάμος

Η ετοιμασία του γάμου ξεκινούσε καιρό πριν ∙ η νύφη έπρεπε να υφάνει μικρές, λευκές πετσέτες, πουκάμισα, ποδιές, και άλλα υφαντά δώρα, για να τα προσφέρει ως δώρα στους συγγενείς καλεσμένους.

Νύφη η Σουλτάνα Φυλαχτάκη. Ο πατέρας της Γιάννης και ο αδερφός της Δημήτρης έχουν στον ώμο τους τις χαρακτηριστικές υφαντές πετσέτες που εκείνη είχε ετοιμάσει. 

Μία εβδομάδα πριν το γάμο, πήγαιναν τα κορίτσια στο σπίτι της νύφης και ετοίμαζαν τα προικιά, για να τα δει ο κόσμος και να θαυμάσει την ικανότητα της. Άλλωστε, τα είχε υφάνει και κεντήσει με μεγάλη προσοχή και μεράκι από μικρό κορίτσι γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή.

Από το γάμο του Καραμουσαλίδη Χριστόδουλου και της Σταυρακάρα Γιαννούλας. Φίλες και φίλοι της νύφης στρώνουν τα προικιά στο κάρο, για να τα δει ο κόσμος. 

 

Την Τετάρτη έψηναν μια “μπουγάτσα”, δηλαδή μια κουλούρα σαν τσουρέκι που την έσπαζαν πάνω από το κεφάλι της νύφης την ημέρα του γάμου, πριν ξεκινήσουν για την εκκλησία. Το Σάββατο έφερναν το νυφικό και το βράδυ γλεντούσε ο καθένας με το σόι του στο σπίτι του. Το Σάββατο, επίσης, καλούσαν τους χωριανούς. Έβγαιναν κάποιοι συγγενείς του ζευγαριού με ένα ξύλινο παγούρι στο χέρι, την «τσότρα», περνούσαν από όλα τα σπίτια και καλούσαν τους συγχωριανούς κερνώντας τους οι μεν Ανατολικοθρακιώτες ούζο/τσίπουρο, οι δε Ανατολικορωμυλιώτες κρασί. Στο χερούλι της τσότρας έδεναν ένα μαντήλι κεντημένο. Τους συνόδευε η γκάιντα που έδινε ατμόσφαιρα γλεντιού.

Η τσότρα

Ο γάμος παλιά γινόταν μόνο Κυριακή. Το βράδυ του Σαββάτου έσφαζε ο μπαμπάς του γαμπρού τα ζώα που θα μαγείρευαν για το γαμήλιο γλέντι και έρχονταν οι γυναίκες της γειτονιάς, να τα ετοιμάσουν. Την Κυριακή πήγαινε επίσημα ο κουρέας με τη συνοδεία μουσικών οργάνων για να ξυρίσει το γαμπρό, καθώς θα τον τραγουδούν οι φίλοι του. Τη νύφη στόλιζαν οι φίλες της και η κουμπάρα και την τραγουδούσαν επίσης. Της φορούσαν πολλά κοσμήματα, κυρίως σειρές από φλουριά, ενώ το σπίτι της έσφυζε από νιάτα, κόσμο, χαρούμενες φωνές και τραγούδια. Τότε σπάζανε την κουλούρα πάνω από το κεφάλι της νύφης και μοίραζαν τα κομμάτια στον κόσμο που βρισκόταν εκεί. Οι ελεύθερες μάλιστα κοπέλες κρατούσαν το κομμάτι τους και το βάζανε κάτω από το μαξιλάρι τους εκείνο το βράδυ, για να ονειρευτούν αυτόν που επρόκειτο να παντρευτούν (αυτά λίγο πολύ γίνονται και σήμερα).

Το πιο επίσημο πρόσωπο της ημέρας ήταν ο κουμπάρος, ο οποίος έμοιαζε να κινείται όλη μέρα με τη συνοδεία των οργάνων και των φίλων του. Η πομπή ξεκινούσε από το σπίτι του γαμπρού. Το παλικάρι, οι συγγενείς και οι φίλοι του πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου χορεύοντας και τραγουδώντας, για να τον πάρουν και να πάνε από εκεί στο σπίτι της νύφης για να την παραλάβουν. Ο γαμπρός δεν έμπαινε στο σπίτι, πήγαιναν κάποιοι συγγενείς του και χρειαζόταν να παζαρέψουν πόσα λεφτά θα έδιναν στις φίλες της νύφης, για να της δώσουν το κρυμμένο παπούτσι της και να βγει. Τελικά, την ξέβγαζε ο μπαμπάς της ή ο αδελφός της. Μέχρι να βγει από την αυλή η νύφη έκλαιγε αληθινά ή ψέματα και την τραγουδούσαν:

«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα ξεχωρίζεται μάνα και θυγατέρα.

Δωσ’ μου μάνα μ’ την προίκα μου, δωσ’ μου και την ευχή σου

σε άλλο σπίτι θα διαβώ, αλλού θα κατοικήσω».

Και η μάνα απαντά:

“Κόρη μ’ στο σπίτι που θα πας, να μην κοιτάζεις πίσω

γιατί το πάθανε πολλές, δεν είσαι μοναχή σου”.

Ξεκινούσε λοιπόν η πομπή. Ο γαμπρός ήταν μπροστά με τον παράγαμπρο (καρδάση) και η νύφη πίσω με τον κουμπάρο και τους συγγενείς και τα όργανα πίσω, χορεύοντας. Ο γαμπρός απαγορευόταν να γυρίσει και να κοιτάξει τη νύφη, αλλά ούτε και να μπει κανείς ανάμεσα τους. Η προίκα πήγαινε με το κάρο στο σπίτι του γαμπρού. Φτάνανε στην εκκλησία και ο παπάς τους έπαιρνε μαζί και τους πήγαινε στο μέσο του ναού, όπου είχαν βάλει προηγουμένως ένα άσπρο μεγάλο (όχι όμως πολύ γεμάτο) μαξιλάρι. Μετά την τελετή περνούσαν πρώτα οι γονείς του γαμπρού, μετά της νύφης και μετά όλοι οι συγγενείς και οι καλεσμένοι, για να χαιρετίσουν και να ευχηθούν στο ζευγάρι. Καθώς περνούσαν καρφίτσωναν στο νυφικό και στο κουστούμι του γαμπρού λεφτά και λίρες, ενώ οι γονείς τούς φορούσαν χρυσαφικά.

Από το γάμο του Ξανθόπουλου Χαράλαμπου και της Μπουγιούκα Φωτούλας.

Στο γάμο του Γιώργου και της Βασιλικής Τοπάκη. Δίπλα στη νύφη είναι η Ελεονώρα Σταυρακάρα.

Αμέσως μετά ξεκινούσε η πομπή με τα όργανα για το σπίτι του γαμπρού όπου θα γινόταν το γλέντι. Πριν μπει στο σπίτι μέσα η νύφη, την περίμενε η πεθερά στο κατώφλι για να την κεράσει γλυκό του κουταλιού ή μέλι, για να είναι οι σχέσεις τους καλές και γλυκές, (όσο φυσικά είναι αυτό δυνατό). Μετά το ζευγάρι πατούσε πάνω σ’ ένα σίδερο, ένα «γυνί» σκεπασμένο από ένα μαξιλάρι και μπαίνανε στο σπίτι.  Η νύφη είχε κοντά της τις δύο καλλίνες, παράνυμφες, τις οποίες μαντήλωνε, όταν έφταναν στο σπίτι. Δώριζε ακόμη ένα πουκάμισο κεντημένο στον παράγαμπρο, ο οποίος στην πομπή κρατούσε ένα ξύλο ψηλό με ένα μαντηλάκι δεμένο στην κορυφή του και προχωρούσε πίσω από το ζευγάρι. Φτάνοντας, λοιπόν, έπαιρναν τη νύφη να τη χορέψουν οι συγγενείς και συνέχιζαν να της καρφιτσώνουν λεφτά, καθώς εκείνη τους «μαντήλωνε» με τα υφαντά που είχε ετοιμάσει πολύ καιρό πριν. Το γλέντι ήταν τρικούβερτο, χορός, φαγητό, ευχές, ξεφάντωμα, πιοτό, όλα δίνονταν σε υπερβολικές δόσεις.

Ωραία, μεγάλη παρέα πηγαίνουν σε κάποιο γαμήλιο γλέντι. Οδηγός του τρακτέρ ο Δημητρός Καρτάλης και δίπλα του η γυναίκα του, Φωτούλα (Σταυρακάρα).

 

Από το γάμο του Γαϊτάνη Ελευθερίου και της Αρετής Ντετάκη το 1954. 

Τη Δευτέρα κρεμούσαν σε σκοινιά μέσα στη νυφική κάμαρα την προίκα για να τη θαυμάσει ο κόσμος. Κάτι άλλο που έπρεπε να δει πρώτα η πεθερά και μετά οι υπόλοιποι συγγενείς ήταν το ματωμένο από την πρώτη νύχτα του ζευγαριού σεντόνι, για να αποδειχθεί ότι η νύφη ήταν «καλή», δηλαδή παρθένα. Μάλιστα το περιέφεραν μέσα σε πανέρι και  μετά έκαναν κι άλλο γλέντι με χαλβάδες, πίτες, ψητά, για να το γιορτάσουν (ακόμα κι αν ήταν ολίγον έγκυος η νύφη, το σεντόνι ματωμένο έβγαινε).

Όσο για την άλλη μεγάλη χαρά, τη γέννηση υγιών παιδιών, είχαν ένα δικό τους τρόπο για να προβλέπουν το φύλο του πρώτου παιδιού. Όταν ερχόταν η νύφη από την εκκλησία, έριχνε στα κεραμίδια ή πίσω από τον ώμο της ένα δίσκο, που είχε κουφέτα ή ρύζι, για να πετάξουν στους νεόνυμφους. Αν έπεφτε ανάσκελα, θα έκανε κορίτσι, αν έπεφτε μπρούμυτα, το πρώτο παιδί θα ήταν αγόρι. Άλλος τρόπος, έφερναν δύο μαξιλάρια. Χωρίς να βλέπει η νύφη, έκρυβαν κάτω από το ένα μαχαίρι και κάτω από το άλλο ψαλίδι και έβαζαν τη νύφη να πατήσει σ’ ένα από τα δύο. Αν πατούσε αυτό που είχε το μαχαίρι το πρώτο τους παιδί θα ήταν αγόρι.

Ο παραδοσιακός ανατολικοθρακιώτικος γάμος έχει κάποιες διαφορές, οι οποίες είναι οι εξής: Τη Δευτέρα ο γαμπρός έστελνε μια μπουγάτσα (κουλούρα) στο σπίτι της νύφης με έναν νέο για να ζητήσει ο γάμος να γίνει την επόμενη Κυριακή. Αν ο πατέρας δεχόταν, έκοβε ένα κομματάκι και κρατούσε το μεγάλο, στέλνοντας το μικρό στο γαμπρό. Ειδάλλως, έστελνε πίσω τη μπουγάτσα και ο γάμος γινόταν την άλλη Κυριακή. Την Πέμπτη μαζεύονταν 3 πρωτοστέφανες στο σπίτι του γαμπρού και κοσκίνιζαν αλεύρι με τη σίτα (μικρό κόσκινο για αλεύρι) κι έλεγαν:

«Ευχές, ευχές παιδάκι μου στο πρώτο σου ψωμάκι με του μπαμπά σ’ την ευχή»

Μάλιστα, καθώς κοσκίνιζαν και μετά ζύμωναν, ξαφνικά πετούσαν λίγο αλεύρι πάνω στο γαμπρό. Αφού έψηναν το ζυμάρι, το έβαζαν σ’ ένα πανέρι , το οποίο κρατούσαν τρία παιδάκια, που δεν ήταν ορφανά, και γύρω χόρευαν οι τρεις πρωτοστέφανες. Τα παιδιά φορούσαν στο κεφάλι ένα κόκκινο φέσι. Την Παρασκευή έφτιαχναν κνα οι γυναίκες στο σπίτι του γαμπρού και «καραμπογιά», για να βάψουν τα φρύδια τους. Το Σάββατο πήγαιναν την κνα στο σπίτι της νύφης 3 ελεύθερες κοπέλες και της έβαφαν τα μαλλιά, τα δάχτυλα, τις χούφτες και το μέτωπο και χόρευαν. Αυτό το κνα το κρατούσαν και καθένας που χόρευε τη νύφη στο γλέντι του γάμου βουτούσε το δάχτυλό του μέσα. Επίσης, το Σάββατο πήγαιναν την προίκα στο σπίτι του γαμπρού. Μετά τη στέψη περνώντας οι γονείς, για να χαιρετήσουν το ζευγάρι και τα στέφανα, φορούσαν στους νεόνυμφους δαχτυλίδια, σταυρό, ρολόι, αλυσίδα κλπ και τραγουδούσαν.

“Να χαρείς το γιόκα σου

που σε φέρνει πέρδικα

πέρδικα καμαρωτή

και στα χέρια την κρατεί

και στα χείλη την φιλεί

ή

“Έβγα, έβγα πεθερά

για να δεις το γιόκα σου

που σε φέρνει πέρδικα…”

 

“Έλα νύφη και φίλησε της πεθεράς το χέρι

που φύτεψε βασιλικό να σε τον δώσει ταίρι”

 

“Μοναχογιός γνωρίζεται στη μέση

στη μέση τη θάλασσα που γίνεται παζάρι

Γυρίζαν τους μοναχογιούς με το μαργαριτάρι

κι εκείν’ που είν’ από δύο από τρεις μ’ ένα παλιοσκουτάρι”

 

“Μοναχογιός γνωρίζεται απ’ την περπατησιά του

μοσχοβολούν τα ρούχα του και τρίζουν τα παπουτσάκια του”.

 

Περνώντας οι συγγενείς και φίλοι, χτυπούσαν παλαμάκια και φώναζαν πόσα παιδιά τους εύχονταν να κάνουν.

Φτάνοντας στο σπίτι η νύφη πριν μπει για πρώτη φορά, εκτός από το γλυκό που την κερνούσε η πεθερά στο κατώφλι, έκανε μια υπόκλιση κι έμπαινε. Η νύφη είχε κοντά της μία παράνυφο. Μετά τη στέψη ο γαμπρός έπαιρνε δύο παλικάρια και κερνούσαν με γκάιντα να τους συνοδεύει, τσίπουρο ή κρασί τους καλεσμένους προσκυνώντας τους, ενώ η νύφη δώριζε, όπως είπαμε, στους συγγενείς χειροποίητα μαντήλια, υφαντές πετσέτες, πουκάμισα κτλ. Μετά το φαγοπότι, όταν έβγαιναν για να χορέψουν η νύφη έκανε 3 υποκλίσεις και πετούσε μια χούφτα νομίσματα και ένα μήλο για να τα μαζέψουν τα παιδιά. Τη Δευτέρα γινόταν και δεύτερο γλέντι με τους συγγενείς της νύφης. Η προίκα έμενε στο σπίτι του γαμπρού οχτώ μέρες και πήγαινε ο κόσμος να τη δει.

Το ζευγάρι έδεναν πια οι άγραφοι ηθικοί κανόνες της ελληνικής πατριαρχικής οικογένειας. Ο ένας τιμούσε τον άλλο με την κοινή αφοσίωση στη φροντίδα της οικογένειας, με ρόλους ξεκαθαρισμένους και υποχρεώσεις που έπρεπε να τηρούνται επαρκώς. Ο άνδρας είχε τον τελικό λόγο σε όλα και επέβαλλε την εξουσία του ακόμα και με τη χειροδικία, πράγμα θεμιτό για τις προηγούμενες γενιές. Τα διαζύγια τότε ήταν σπάνιο έως ανύπαρκτο φαινόμενο. Ήταν συχνός όμως ο πρόωρος θάνατος και οι χήροι ξαναπαντρεύονταν γιατί δε θα τα βγάζανε πέρα μόνοι τους, είτε ήταν άνδρες, είτε γυναίκες, ειδικά αν υπήρχαν παιδιά,. Τα παιδιά των δύο χήρων που γίνονταν πια ετεροθαλή αδέρφια λέγονταν μηλαδέρφια και ήταν ισότιμα.

Ο Φυλαχτάκης Δημήτρης με τη θετή του μητέρα, Δέσποινα, και το μικρό ετεροθαλή αδερφό του Αλέξη.

Γέννηση

Το ζεύγος Γιαννάκου και Νίκης Καρτάλη (η οποία είναι έγκυος στο τρίτο τους παιδί, τη Γιάννα), στα αριστερά η ξαδέρφη της Νίκης, Αγγελική Δάγκου, και στα δεξιά (ο αδερφός της Νίκης) ο Θανάσης Παπαντωνίου με το γιο του, Ευλάμπιο. Μπροστά τα παιδάκια: Δάγκου Πετρούλα, Κώστας και Χρήστος (Τάκης ψηλός) Καρτάλης και ο Δάγκος Δημήτριος.

 

Αφού παντρευόταν ένα ζευγάρι, περίμεναν σε λίγους μήνες να αναγγείλουν το χαρμόσυνο νέο ότι η νύφη ήταν έγκυος, αν περνούσαν 1-2 χρόνια και έμεναν άτεκνοι, άρχιζαν ν’ ανησυχούν και να γίνεται αυτό θέμα της συζήτησης των χωριανών, είτε καλοπροαίρετα είτε κακοπροαίρετα, πράγμα που ισχύει και σήμερα. Οι γυναίκες που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδί έταζαν στην Παναγιά και στον Άγιο Στυλιανό, τον προστάτη των βρεφών, για να τους χαρίσει το πολυτιμότερο δώρο. Όταν βρέθηκε η εικόνα της Αγίας Παρασκευής και ο παππού-Κατσίκας έστησε ένα πρόχειρο εικονοστάσι για να τη φυλάξουν, οι γυναίκες που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά πήγαιναν, έπαιρναν μια χούφτα χώμα από εκεί και έβλεπαν αν είχε κάνα σκουληκάκι, κάτι ζωντανό δηλαδή, οπότε ήταν καλό σημάδι, είχαν ελπίδα ότι θα κάνουν παιδί. Μάλιστα, αν έβρισκαν νεκρό ζωύφιο, σήμαινε ότι θα γεννήσουν νεκρό παιδί.   Το ιδανικό ήταν βέβαια να κάνει ένα ζευγάρι πολλά παιδιά, για να είναι ευλογημένο. Δεν αποκλειόταν όμως και η υιοθεσία που δεν τη θεωρούσαν ντροπή, όπως σ’ άλλα μέρη, αλλά αντίθετα πίστευαν ότι έκαναν καλό να πάρουν ένα ορφανό και να του δώσουν ένα σπίτι και αγάπη. Όσον αφορά το πρώτο παιδί προτιμούσαν να είναι αγόρι, δεν έφταναν όμως ποτέ στις υπερβολές των νησιωτών, που ήθελαν απελπισμένα αγόρια. Το κορίτσι ήταν επίσης ευλογία, αρκεί να ήταν υγιές. Ένα χιουμοριστικό τετράστιχο είναι το εξής:

«Έχω γιο έχω χαρά

που θα γίνω πεθερά

έχω κόρη έχω πίκρα

θα δουλεύω μέρα νύχτα»

Οικογένεια Παπαντωνίου το 1940: οι γονείς Ευλάμπιος Παπαντωνίου και Άννα (το γένος Μπουραζάνη), Φωτούλα (η μεγάλη κόρη), Νίκη (η μικρή), Φρόσω (το μωρό) και Θανάσης.

Έχουμε ήδη πει πώς προέβλεπαν το φύλο του παιδιού, όταν γυρνούσαν από τη στέψη. Επίσης, πίστευαν ότι η γυναίκα θα κάνει αγόρι, αν κατά την εγκυμοσύνη της η κοιλιά της ήταν μυτερή, ενώ αν ήταν στρογγυλή θα έκανε κορίτσι. Επίσης, όταν έσφαζαν κόκορα, έπαιρναν το στρογγυλό κοκαλάκι από το λαρύγγι του και το πετούσαν στα κεραμίδια του αχερώνα. Αν έμενε επάνω θα γεννιόταν κορίτσι, αν κυλούσε κάτω, αγόρι.

Οι έγκυες έπρεπε να προσέχουν αρκετά, όχι μόνο τη διατροφή και τις κινήσεις τους, αλλά και να μην προκαλέσουν τη μοίρα τους αγνοώντας κάποιους άγραφους νόμους. Γιατί απαγορευόταν να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά το τριήμερο της εορτής του Αγίου Τρύφωνα, της Υπαπαντής του Ιησού και του Αγίου Συμεών, τις τρεις πρώτες μέρες δηλαδή του Φεβρουάριου, όπως και να κόψουν οτιδήποτε. Φρόντιζαν να έχουν έτοιμα κομμένα τα τρόφιμα που θα χρησιμοποιούσαν εκείνες τις μέρες, γιατί ειδάλλως κινδύνευαν να γεννήσουν παιδιά σημαδεμένα ή και παραμορφωμένα. Εκείνες οι τρεις ημέρες ήταν ιερές για τις έγκυες, ήταν η γιορτή τους και μια ευκαιρία να ξεκουραστούν. Ακόμη περιποιούνταν τον εαυτό τους και ήταν χαρούμενες, για να είναι όμορφα και χαρούμενα τα παιδιά τους.

Ούτε στη γιορτή του Αγίου Ελευθερίου και του Αγίου Στυλιανού δούλευαν οι έγκυες, στην πρώτη για να ελευθερωθούν εύκολα, να έχουν καλό τοκετό δηλαδή, στην δεύτερη γιατί ο Στυλιανός ήταν ο Άγιος προστάτης των βρεφών. Ακόμη, όταν στο δρόμο συναντούσαν ζώο, σήκωναν το σκοινί και περνούσαν από κάτω, δεν το πατούσαν γιατί το παιδί θα γεννιόταν με τον ομφάλιο λώρο δεμένο στο λαιμό του. Τέλος, η έγκυος δεν έπρεπε να παραβρεθεί σε κηδεία.

Γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό. Κάπου-κάπου ερχόταν κάποιος από την πόλη για να εξετάσει τους αρρώστους. Έτσι τις γυναίκες ξεγεννούσε η μαμή, η “μπάμπω” στα σπίτια τους. Βέβαια μια γέννα δεν είναι εύκολο πράγμα και οι τυχόν επιπλοκές δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν χωρίς τα μέσα που έχει ένα νοσοκομείο, οπότε δυστυχώς κάποιες γυναίκες πέθαιναν πάνω στη γέννα. Γι’ αυτό και λέγανε «Η λεχώνα έχ’ του ένα ποδάρ’ μέσα στον τάφο». Η μπάμπω λοιπόν άλειφε τα χέρια της λάδι και “ελευθέρωνε” την γυναίκα. Δύο μαμές που είχε το χωριό μας κάποτε ήταν η Στεργιανή Γαϊτάνη και η Ζαχαρούλα Μπαρμπάρα. Μόλις τελείωνε ο τοκετός, έπλενε και φάσκιωνε τη μητέρα και την ξάπλωνε στο στρώμα ∙ μετά έπλενε και φάσκιωνε στη σκάφη το μωρό. Έριχναν ζεστό νερό και ζάχαρη για να είναι “αξιαγάπητο” ή αλάτι για να “σφίξει”, το τύλιγε στο κουβερτάκι του και το έδινε στη μητέρα του. Τη λεχώνα άρχιζαν να την επισκέπτονται μετά την τρίτη μέρα, ενώ απαγορευόταν να την επισκεφθεί κανείς μετά τη δύση του ηλίου. Στις τρεις μέρες που γεννιόταν το παιδί, πίστευαν, ότι το μοίραναν οι Μοίρες, γι’ αυτό στόλιζαν το μωρό και σκάλωναν στο μαξιλάρι του φλουριά και διαμαντικά και γύρω στην κούνα χρυσοκεντημένες πετσέτες και μαντήλια. Της λέγανε μάλιστα:

“Εχε την έννοια του πιδιού σ’

καθόλου να μη κλάψ’

γιατί θε νάρτ’ η Μοίρα τ’ απόψε να το γράψ’”.

Ο Θεόδωρος και η Ξανθή Τσολακίδου με τα παιδιά τους, Δημήτρη, Γιώργο και Γιαννούλα σε μια φωτογραφία του 1930.

Μέσα στην κάμαρα της λεχούσας ζεστό ψωμί δεν έβαζαν για σαράντα μέρες και σαν βασίλευε ο ήλιος δεν έβγαζαν τίποτε από το σπίτι, για να μην μπει ξαφνικά δαιμόνιο και πατήσει τη λεχώνα και το «σαλό», το μωρό. Μετά τη δύση του ήλιου δεν επισκεπτόταν κανείς τη λεχώνα. Ακόμη και ο άντρας της έπρεπε να γυρίσει σπίτι πριν βραδιάσει ∙ αν αργούσε, έπρεπε η γιαγιά ν’ ανάψει καρβουνάκια στο θυμιατό και να το βγάλει έξω από την πόρτα, ή τουλάχιστον ο άντρας να βγάλει και να αφήσει ένα ρούχο του έξω και να μην πάει αμέσως στο δωμάτιο της λεχώνας, αλλά να περάσει λίγη ώρα σε άλλο δωμάτιο. Ούτε μωρουδιακά ρούχα άφηναν απλωμένα έξω το βράδυ. Ακόμη, η μαμή πήγαινε ένα μπουκαλάκι νερό στον παπά, το διάβαζε και με τον αγιασμό αυτό έβρεχαν το μέτωπο της λεχώνας και του μωρού κάθε πρωί για σαράντα μέρες για την υγεία. Η λεχώνα σαράντα μέρες έμενε στο σπίτι, δεν επισκεπτόταν κανένα σπίτι και δεν έβγαινε στο δρόμο, κυρίως για να μην συναντήσει άλλη λεχώνα ή νιόνυφη και “πατηθεί” (πάθει κακό) και κοπεί το γάλα της, ή για να μην την ματιάσουν. Στο μάτι άλλωστε πίστευαν και πιστεύουμε πολύ. Έτσι, για να μην ματιάζεται το μωρό έβαζαν στην σκουφίτσα του φλουρί, γαλάζια χάντρα ή σταυρό, στην κούνια του κρεμούσαν φυλαχτό σε μικρό τριγωνικό δεματάκι, στο οποίο βάζανε αγιοκέρι, αποκαψίδι από λαμπάδα της Παναγιάς ή του Χριστού, τρία κουκιά πιπέρι ή γαρύφαλλο ή τίμιο ξύλο αν έβρισκαν, ενώ στις δύο άκρες του έραβαν από μια γαλάζια χαντρούλα. Ακόμη, όταν κάποια πήγαινε στη λεχώνα άφηνε στο μωρό λίγες κλωστές από το φουστάνι της κι αν τυχόν ματιάζονταν, το ξεμάτιαζαν καπνίζοντάς το με τα κλωστάκια αυτά. Απέφευγαν τέλος να κοιτούν έντονα το παιδί για να μην το βασκάνουν και όταν το χαίρονταν έλεγαν “φτου σκόρδα”. Στις σαράντα ημέρες η μητέρα έπαιρνε το μωρό και πήγαινε στην εκκλησία να πάρει σαραντισμό, που είναι μια ολιγόλεπτη τελετή υποδοχής του νέου ανθρώπου στην εκκλησία. Καθώς πήγαινε, η μάνα της ράντιζε το δρόμο που περνούσε με τον αγιασμό (που αναφέραμε πριν) μέχρι να αδειάσει το μπουκαλάκι και μετά έμπαινε στην εκκλησία. Αν η λεχώνα έβγαινε από το σπίτι πριν σαραντίσει, λέγανε ότι όπου πατήσει, εκεί δε θα βγει χορτάρι. Μετά το σαραντισμό η μητέρα επισκεπτόταν τρία συγγενικά σπίτια.

Αν ένα μωρό ήταν γκρινιάρικο, έκλαιγε και δεν μέρωνε, μια φίλη έπαιρνε μια φασκιά του και την ώρα που γύριζε η αγέλη το βράδυ από ένα σταυροδρόμι, την έριχνε κατά γης και όταν περνούσαν από πάνω της τρεις αγελάδες την άρπαζε και, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν πήγαινε και φάσκιωνε το μωρό, αυτό γινόταν τρία βράδια και το μωρό τελικά ησύχαζε. Τα μωρά τα φασκιώνανε σφιχτά, γερά για να αναπτυχθεί σωστά το σωματάκι τους και για να κάνουν ίσια πόδια. Αυτό βέβαια δεν άρεσε καθόλου στα βρέφη, που στεναχωρούνταν μέσα στη στενή μάλλινη φυλακή τους και έκλαιγαν. Τον πρώτο χρόνο μετά τη γέννηση του παιδιού η μπάμπω έπαιρνε το τελευταίο της δώρο, έναν πετεινό αν ήταν αγόρι ή μία κότα, αν ήταν κορίτσι. Συγγενείς και φίλοι πήγαιναν συνεχώς να δουν το νεογέννητο και μαζί με τα δώρα τους, κυρίως ρουχαλάκια, τ’ ασήμωναν, όπως και σήμερα.

Όταν μεγάλωνε λίγο το παιδί και μπουσουλούσε, έκρυβαν τρία αντικείμενα που συμβόλιζαν τρία επαγγέλματα, το ψαλίδι το επάγγελμα του ράφτη, το μαχαίρι του κτηνοτρόφου ή χασάπη και κάποιο γεωργικό εργαλείο του γεωργού και κοιτούσαν ποιο θα βρει το μωρό, οπότε λέγανε ότι αυτό το επάγγελμα θα ακολουθήσει, όταν μεγαλώσει.

Νανουρίσματα:

«Κοιμήσου συ πουλάκι μου

κι η τύχη σου δουλεύει

και το καλό σου ριζικό

σε κουβανεί σε φέρνει»

 «Ο ύπνος τρέφει τα παιδιά

κι η γεια τα μεγαλώνει

και η κερά η Παναγιά

τα καλοξημερώνει»

 (από αριστερά) Μπουρλούκα Μάχη με το παιδί της Βαγγέλη, Χριστοφόρου Γεωργία, Ελευθερίου Μαρία , Τσολακίδου Μαργαρίτα, Λαμπάκη Ευαγγελία, Φυλαχτάκη Αργυρή, Τσαμουρτζή Πασχαλιώ με το γιο της Δημήτρη, Μπαλαμπάνη Κατίνα, Καραμουσαλίδου Γιαννούλα και Ειρήνη, Τσολακίδου Αθηνά, Τσατράλη Βασιλική, Χριστοφόρου Γιαννούλα, Μητρέλη Σουλτάνα, Τσολακίδου Ξανθή, Ελευθερίου Αφεντία και η μητέρα της Αρετή, Τσολακίδου Κορτέσα, Σταυρακάρα Λουλούδα, Ελευθερίου Ευθυμία.

 

ΒΑΠΤΙΣΗ

Από τη βάπτιση του μικρού Κώωστα Αχτάρη

Παλιά οι Ανατολικοθρακιώτες βάπτιζαν τα παιδιά τους πριν σαραντίσουν, ήταν αμαρτία να τα βαφτίσουν μετά. Οι δε Ανατολικορωμυλιώτες μετά το σαράντισμα πάντα. Το πρωί της Κυριακής ετοίμαζαν τα φαγητά. Στην εκκλησία πήγαινε το μωρό η μαμή, αφού το έντυνε η ίδια στο σπίτι, μαζί με τη νουνά. Σήμερα το πηγαίνουν οι γονείς με τη νουνά. Μόλις τελείωνε η βάπτιση η νουνά έντυνε το παιδί, το έπαιρνε και το πήγαινε στο σπίτι. Στην πόρτα έβγαινε η μητέρα και αφού έκανε τρεις μετάνοιες και φιλούσε το χέρι της νουνάς έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά της. Επίσης, δώριζε τη νουνά.

Για τρεις μέρες δεν έπλεναν το μωρό και τα ρουχαλάκια του από το άγιο λάδι της βάπτισης και του φορούσαν αυτές τις τρεις μέρες το σταυρό του, τον οποίο αν ήθελαν έβγαζαν μετά. Την τρίτη μέρα γινόταν το ξελάδωμα, δηλαδή ο νονός ή η νονά ξεπλένουν το μωρό και τα βαφτιστικά ρούχα του από το λάδι της βάπτισης και το νερό το πετούν σε μέρος που δεν πατιέται. Αυτά γίνονται ακριβώς και σήμερα. Οι γονείς και ο νουνός δεν έλεγαν το όνομα του παιδιού μέχρι τη βάπτιση, ούτε το βράδυ, για να μην πάθει κακό. Η θνησιμότητα όμως ήταν κάποτε μεγάλη και τα βρέφη κινδύνευαν να αρρωστήσουν και να πεθάνουν πριν καν σαραντίσουν. Αν λοιπόν δεν πρόφταινε να βαπτιστεί, η μαμή έπαιρνε το μωρό μπροστά στο εικονοστάσι, έλεγε το “Πιστεύω” και τρεις φορές το “Αποτάσσου το Σατανά”, έκοβε λίγα μαλλιά από το κεφαλάκι του, το περιέχυνε με το λάδι της καντήλας και του έδινε το όνομά του, αυτή η διαδικασία λέγεται καντηλοβάπτισμα. Υπάρχει και το αεροβάπτισμα, που γίνεται χωρίς λάδι μόνο μπροστά στο εικονοστάσι πάλι ανεβοκατεβάζει το παιδί τρεις φορές σαν να το βαφτίζει στην κολυμπήθρα. Το λάδι και τα μαλλιά του μωρού από το καντηλοβάπτισμα τα έριχναν στο χωνευτήρι της εκκλησίας. Αν τελικά ζούσε το ξαναβάπτιζαν κανονικά με το ίδιο όνομα.

Ο Κώστας Σταυρακάρας νονός στη βάφτιση του Φώτη Κουτάλιου. Ιερέας είναι ο επί πολλά χρόνια εφημέριος της εκκλησίας του χωριού μας, ο παπά Φάνης Μπουμπούκης.

Παιδικά παιχνίδια

«Να χορέψει να χαρεί

τώρα που ’ναι νιο παιδί

κι αύριο σαν θα παντρευτεί

μες στα βάσανα θα μπει»

 Τα παιδιά βοηθούσαν τους γονείς τους όσο μπορούσαν στις δουλειές του σπιτιού και του χωραφιού, ενώ πρόσεχαν και τα μικρότερα αδέλφια τους, όταν τελείωναν όμως οι δουλειές φρόντιζαν να διασκεδάζουν και να παίζουν, όπως κανένα παιδί δεν παίζει σήμερα, την εποχή της οθόνης.

κούκλες

Τα κοριτσάκια είχαν τις κούκλες τους.  Επειδή οι αγοραστές κούκλες ήταν ακριβές και πιο παλιά δεν υπήρχαν καν έτοιμες κούκλες, ετοιμάζονταν στο σπίτι με απλά υλικά. Έπαιρναν  δύο ξυλαράκια ένα μακρύτερο και ένα πιο κοντό και τα έδεναν σταυρωτά. Το μικρό ξυλαράκι υποδήλωνε τα χέρια. Το κεφάλι γινόταν από πανί συνήθως μονόχρωμο, κατά προτίμηση άσπρο και λίγο βαμβάκι. Ζωγράφιζαν τα μάτια, τη μύτη και το στόμα. Με άλλο ύφασμα έκαναν το φουστανάκι και η κούκλα ήταν έτοιμη. Επίσης, αγαπούσαν να παίζουν με τα μικρά των ζώων του σπιτιού, τα οποία φρόντιζαν σαν μαμάδες

Κότσια ή κοκκαλάκια

Τα κότσια παίζονταν με διάφορους τρόπους. Συνήθως παιζόταν με δύο παιδιά καθισμένα στο πάτωμα αντικριστά και με πέντε ή παραπάνω κότσια. Έριχναν τα τέσσερα κότσια στο πάτωμα και με το δεξί χέρι πετούσε το πέμπτο ψηλά και ώσπου  να κατέβει και να το πιάσουν πάλι με το δεξί χέρι, μάζευαν από το πάτωμα τα κότσια πρώτα ένα-ένα, μετά δύο-δύο μετά τρία και ένα και τέλος όλα μαζί χρησιμοποιώντας πάντα μόνο το δεξί χέρι. Συχνά έβαφαν τα κότσια για να είναι πιο όμορφα. Κατ’ άλλη εκδοχή πετούσαν ένα βόλο και έπρεπε να στήσουν έξι κοκκαλάκια.

Πετάει – πετάει

Όλα τα παιδιά κάθονταν στο πάτωμα ή στο χώμα και έβαζαν το δαχτυλάκι τους (δείκτη  του χεριού) όλα σε ένα σημείο. Τότε η μάνα έλεγε ¨πετάει το πουλί» και σήκωνε το χέρι ψηλά. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα. Συνέχιζε λέγοντας «πετάει –πετάει η πεταλούδα, ο αετός, ο γάιδαρος». Μερικά από την βιασύνη τους σήκωναν το χέρι τους και στο γάιδαρο και έχαναν. Ξεκαρδιζόταν όμως στα γέλια και το παιχνίδι συνεχιζόταν..

Η μακρογαϊδούρα

Τα παιδιά έσκυβαν το ένα πίσω από το άλλο με τρόπο ώστε το κεφάλι του ενός να ακουμπά στον ποπό του άλλου. Αφού έσκυβαν 5-6 παιδιά στη σειρά, τότε ένα παιδί έτρεχε με φόρα και προσπαθούσε με ένα πήδημα να φτάσει τον πρώτο από τα σκυμμένα και να καθίσει στην πλάτη του. Μετά πήγαινε στο τέλος της σειράς, έσκυβε με τον ίδιο τρόπο και το παιχνίδι συνεχιζόταν.

Τσιλίκ’

Για το παιχνίδι αυτό χρειάζονταν δύο ξυλαράκια ένα μικρό δεκαπέντε πόντους περίπου  με μυτερές άκρες και ένα μεγάλο μήκος μισού μέτρου περίπου και αυτό ήταν η τσιλικομάνα ή τσιλικόβεργα. Το παιδί που έπαιζε πρώτο, έβαζε κάτω το μικρό ξυλαράκι και χτυπούσε την άκρη του. Το ξυλαράκι πηδούσε στον αέρα και τότε έπρεπε με την τσιλικόβεργα  να το ξαναχτυπήσει ώστε να πάει μακριά. Άλλες φορές ακουμπούσαν το μικτό ξυλαράκι  σε μια πέτρα με τέτοιο τρόπο, ώστε η μια του άκρη να ακουμπάει στην πέτρα και η άλλη στη γη. Περνούσαν την τσιλικόβεργα στο κενό που δημιουργούνταν, σήκωναν ψηλά το τσιλίκι και το ξαναχτυπούσαν να πάει μακριά. Άλλος τρόπος ήταν να σκάψουν ένα μικρό λάκκο και να βάλουν το τσιλίκι έτσι, ώστε να είναι το μισό στον αέρα και να μπορούν να το χτυπήσουν.

Το άλλο παιδί, που ήταν μακριά, προσπαθούσε να πιάσει το τσιλίκι και αν  το κατόρθωνε το ξανάστελνε πίσω σ’ αυτόν που το χτύπησε, που με την τσιλικόβεργα το ξαναχτυπούσε. Σ’ αυτό το παιχνίδι έβαζαν διάφορους κανόνες. Ένας ήταν  ότι όποιο παιδί  έπιανε το τσιλίκι άλλαζε θέση με εκείνο που κρατούσε την τσιλικόβεργα ή τσιλικομάνα. Άλλος κανόνας ήταν  ότι αν αποτύγχανε ο παίχτης τρεις φορές να χτυπήσει το τσιλίκι έχανε. Ακόμη για να μετρήσουν ποιος χτύπησε πιο μακριά μετρούσαν με την τσιλικόβεργα λέγοντας τσιλίκ τσομάκ, τσιλίκ τσομάκ.

Σαΐτα/Τσατάλ’ (σφεντόνα)

Έπαιρναν ένα ξύλο γερό διχαλωτό, το τσατάλ, μήκους περίπου 15 πόντων. Στις δύο άκρες της διχάλας έδεναν μια λαστιχένια κορδέλα πάχους όσο ένα δάχτυλο, και μάκρος περίπου 30 πόντους. Στη μέση της κορδέλας έβαζαν μια πετρούλα. Με το αριστερό χέρι έπιαναν το τσατάλ’ και με το δεξί έσφιγγαν την πετρούλα που ήταν στο κέντρο της λαστιχένιας κορδέλας. Τέντωναν την λαστιχένια κορδέλα  και άφηναν την πετρούλα. Αυτή τιναζόταν μακριά. Έβαζαν πολλά στοιχήματα αν θα πετύχουν κάποιο στόχο με την πετρούλα.

Το Μπιζ

Το παιχνίδι αυτό παιζόταν κυρίως από αγόρια. Το παιδί που φύλαγε είχε γυρισμένη την πλάτη του στα υπόλοιπα παιδιά. Με το αριστερό του χέρι έκρυβε το πρόσωπό του (τα μάτια του) και το δεξί το περνούσε κάτω από τη μασχάλη του αριστερού χεριού στην πλάτη του, με την παλάμη γυρισμένη προς τα έξω. Κάποιο από τα παιδιά που έπαιζαν χτυπούσε την παλάμη και φώναζε μπιζ. Το παιδί που φύλαγε προσπαθούσε να βρει ποιος τον χτύπησε. Αν τον έβρισκε άλλαζαν θέση. Διαφορετικά συνέχιζε αυτό μέχρις ότου βρεθεί το παιδί που θα το χτυπούσε.

 Το Τζαμί

Τα παιδιά σι’ αυτό το παιχνίδι χωριζόταν σε δύο ομάδες. Η μία φύλαγε το τζαμί το οποίο αποτελούνταν από κομμάτια κεραμίδας που ήταν στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Η άλλη ομάδα ήταν γύρω στα πέντε μέτρα μακρύτερα. όπου είχε χαραχθεί μία γραμμή και κρατούσε μία μπάλα (τόπι). Ένα άτομο από την δεύτερη ομάδα από την απόσταση της γραμμής σημάδευε το τζαμί με την μπάλα και προσπαθούσε να το ρίξει. Αν το έριχνε, η μπάλα πήγαινε στην ομάδα που φύλαγε το τζαμί. Η ομάδα που έριχνε το τζαμί προσπαθούσε να το ξαναστήσει και η ομάδα που είχε την μπάλα την πετούσε από το ένα παιδί στο άλλο μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή που κάποιος από την άλλη ομάδα θα προσπαθούσε να τοποθετήσει κάποια κεραμίδα στο τζαμί και το χτυπούσε με την μπάλα. Αν χτυπούσε κάποιο παιδί αυτό καιγόταν και αποχωρούσε από το παιχνίδι.  Σε περίπτωση που η ομάδα έβαζε όλα τα κεραμίδια και έστηνε το τζαμί φώναζαν χαρούμενα όλα την λέξη τζαμί και γινόταν αλλαγή θέσης στις ομάδες.

Κατσάκια

Έτσι λέγανε το κρυφτό και το παίζανε μόνο το βράδυ, προφανώς για να είναι πιο δύσκολο.

Σκλαβάκια: σε μια κόχη κτιρίου ήταν κάποιοι σκλαβωμένοι. Ο απελευθερωτής ακουμπούσε ένα ένα τα σκλαβάκια και τα απελευθέρωνε. Έπρεπε να τρέξουν για να μην τους πιάσουν.

Τριάρα, ήταν η τρίλιζα.

Το χειμώνα που δεν μπορούσαν να βγουν παίζανε μικροί μεγάλοι λέγοντας «μέσα στο χωριό στην τάδε γειτονιά έχει έναν άντρα, μια γυναίκα, δυο παιδιά, έναν παππού … ποιοι είναι;» κι έπρεπε ο άλλος να το βρει. Άλλη μεγάλη απόλαυση ήταν το μπάνιο στη λίμνη για το οποίο συχνά τους μάλωναν οι γονείς τους. Σήμερα ξαναζωντανεύει η εικόνα αυτή, όταν το καλοκαίρι μαζεύονται τα παιδιά στο χωριό για τις διακοπές και σμίγουν και πάλι, όπως τότε, στην πλατεία κορίτσια κι αγόρια και παίζουν τα δικά τους παιχνίδια, εκτός από τα παλιά, μηλάκια, καμάρα, λάστιχο, μπίλιες, μπάσκετ, κόντρες με τα ποδήλατα, ψείρες κ.α.

Τα αγόρια, ως πιο ζωηρά, έκαναν μια μεγάλη παρέα και έπαιζαν όλα μαζί ποδόσφαιρο με πάνινη μπάλα, κυνηγητό, , χωρισμένοι πάλι σε δυο ομάδες, προσπαθούσαν να ελευθερώσουν τους δικούς τους από τη φυλακή όπου τους είχε ρίξει η άλλη ομάδα κ.α. κάνοντας το χωριό ν’ αντηχεί από τις φωνές τους.

Όταν ήθελαν να χωριστούν σε ομάδες ή να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο πράγματα έλεγαν τα εξής στιχάκια, που ήταν μια σειρά από αυτοσχέδιες ακαταλαβίστικες λέξεις, «ακατάλληλες» για ενήλικες:

«Ένι μένι ντου ντου μένι

τρία ρομ κάζα κομ

κομ κομ πίτσι κέλι μάντρα κέλι βαμ

τσί-τσι ρακ μίτσι ρακ

πλιαμ πλικ»  (τη θέση του έχει πάρει πλέον το Αμπε μπα μπλομ

 

Θάνατος

Κάθε άνθρωπος γεννιέται με τη μοίρα του προδιαγεγραμμένη, το καντηλάκι του ανάβει όταν έρχεται στον κόσμο, τον οποίο αφήνει μόνο όταν σώνεται το λαδάκι του. Ό, τι κι αν κάνει δεν μπορεί ν’ αποφύγει το πεπρωμένο του, γι’ αυτό και συχνά λέμε “Άμα είνι γραμμένο να σι βρει, ό,τι κι αν καν’ς, όπου να πας, θα σι βρει”. Ο θάνατος άλλωστε ήταν κάτι πολύ γνώριμο για τη γενιά των πρώτων κατοίκων του χωριού, αφού είχαν γνωρίσει πολέμους, αρρώστιες, πείνα, προσφυγιά και η θνησιμότητα ήταν μεγάλη. Αλλά ο πόνος και ο φόβος του θανάτου, όσο αναπόφευκτος κι αν θεωρείται, είναι μεγάλος.

“Γιατί είνι μαύρα τα βουνά, γιατί είνι μαραμένα;

Μητ’ άνεμος τα πολεμάει, μήτ’ η βροχή τα δέρνει

μόνο διαβαίνει ο Χάρος με τους αποθαμένους

σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι

σέρνει και τα μικρά παιδιά στη σέλα αραδιασμένα

παρακαλούν οι γέροντες κι οι νέοι γονατίζουν

και τα μικρά παιδάκια τα χέρια σταυρωμένα

Διάβαινες Χάρο από χωριό και κάτσε σε κρύα βρύση

να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νέοι να λιθαρίσουν

και τα μικρά παιδάκια λουλούδια θα μαζέψουν.

Άμα διαβώ από χωριό κάτω σε κρύα βρύση

έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους

γνωρίζουν τα αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν”.

 Οι αντιλήψεις για το θάνατο και την μεταθανάτιο ζωή των Θρακιωτών γενικά, και των Πλαστηριωτών συγκεκριμένα, διακρίνονται για το βαθύ θρησκευτικό αίσθημα, αλλά και για μια σημαντική δόση προχριστιανικού πνεύματος. Πιστεύουν λοιπόν ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν βγαίνει και τον βασανίζει, αν τη στιγμή του επιθανάτιου ρόγχου είναι κάποιος μέσα στο δωμάτιο και με μία λέξη ή ένα λυγμό τον τρομάξει, τότε λένε ότι “αγγελοκόβεται” και τυραννιέται πολύ μέχρι ν’ απαλλαγεί τελικά. Γι’ αυτό ίσως δεν αφήνουν τα παιδιά να μείνουν στο δωμάτιο. Απαραίτητο είναι πρώτα να κοινωνήσει ο άρρωστος, για να είναι έτοιμος να κριθεί από το Θεό και να πάει στον Παράδεισο. Οι τελευταίες στιγμές είναι οι πιο σημαντικές για έναν άνθρωπο και σ’ αυτές αποζητά να κάνει κάτι για να σώσει την ψυχή του.

Η ψυχή όμως δεν πηγαίνει στον τελικό προορισμό της, την Κόλαση ή τον Παράδεισο, παρά μόνο μετά από 40 μέρες (άλλη μια αντίληψη με καθαρά ειδωλολατρική βάση). Ως τότε κυκλοφορεί στο σπίτι ανάμεσα στους σπιτικούς της και ειδικά τη νύχτα μένει στο δωμάτιο, όπου χωρίστηκε από το σώμα ολοκληρωτικά. Έτσι, αυτές τις 40 μέρες το δωμάτιο μένει άδειο με μια καντήλα μόνο να καίει στη μέση, ενώ ανάλογα με το φέρσιμο των σπιτικών μετατρέπεται σε καλό ή κακό πνεύμα, βρικολακιάζει. Για να μην βρικολακιάσει, προσέχουν ακόμη να μην περάσει γάτα από πάνω του, κι όταν ξεψυχήσει γυρίζουν τον καθρέφτη ανάποδα. Κάποιος από την οικογένειά του κλείνει τα μάτια.

Μετά τον παίρνει η σαβανώτρα και τον ντύνει με τα καλά του, τον χτενίζει και τον ετοιμάζει για να τον βάλουν στο φέρετρο. Την κάσα την τοποθετούν ψηλά (όχι στο πάτωμα δηλαδή), με το κεφάλι του νεκρού προς τα δυτικά, τα χέρια του σταυρωμένα και ανάμεσα στα λουλούδια. Το φέρετρο έχει άσπρο ύφασμα. Τους νέους ντύνουν γαμπρούς και τις κοπέλες νύφες. Πίσω από το κεφάλι του τοποθετούν μια λαμπάδα μεγάλη, με κορδέλα μαύρη ή άσπρη, ανάλογα με την ηλικία, και μια εικόνα της Παναγίας ή του Χριστού στο στήθος του. Το παράθυρο του δωματίου του νεκρού και οι πόρτες του σπιτιού του είναι ορθάνοιχτες, για να μπει ο Χάρος εύκολα και να πάρει την ψυχή. Ο νεκρός μένει στο σπίτι του ένα 24ωρο για να τον κλάψουν οι συγγενείς και να τον επισκεφθούν οι φίλοι. Όλη την ημέρα φτάνουν οι δικοί του άνθρωποι, προσφέρουν ένα κερί και λουλούδια. Το κερί τ’ αγοράζουν από την εκκλησία και δεν το βάζουν μέσα, αλλά το βολεύουν έξω από την πόρτα. Τα λουλούδια αν τα κόψουν από κήπο, τα κόβουν με ψαλίδι και πληρώνουν το σπίτι που τους τα έδωσε, τα βρέχουν έξω από το σπίτι του νεκρού και τα αφήνουν κι αυτά έξω. Μπαίνοντας δε χαιρετούν κανένα, μόνο λέγουν “Ζωή σε λόγου σας”, “Να ζείτε, να τον θυμάστε”, “Καλή υπομονή, άλλο κακό να μη δείτε”, “Θεός σχωρέσ’τον” ή “ο Θεός να τον αναπαύσει”, ανάβουν το κεράκι στο κασόνι με το σιτάρι ή το αλεύρι (αν ο νεκρός πέθανε νέος ή γέρος αντίστοιχα), που έχουν τοποθετήσει δίπλα, θυμιάζουν το λείψανο, το ραντίζουν με τα λουλούδια, κάνουν τρεις μετάνοιες και τρεις φορές το σταυρό τους, προσκυνούν το εικόνισμα και φιλούν το νεκρό στο μέτωπο. Φυλάγονταν κλαίγοντας να μην πέσει δάκρυ στα ρούχα του γιατί θα τον βλέπουν στον ύπνο τους. Το νεκρό δεν τον αφήνουν καθόλου μόνο του, για να μην βρικολακιάσει, ούτε σκουπίζουν, όσο είναι μέσα στο σπίτι. Μοιρολογίστρες δεν είχαν, ούτε μοιρολογούσαν οι ίδιοι, κάπου-κάπου ίσως να έλεγε κάποια του σπιτιού τραγουδιστά ή όχι τα προτερήματα του νεκρού. Ταυτόχρονα διάβαζαν με τη σειρά (ίσως για να περάσει η ώρα τη νύχτα) το λεγόμενο ψαλτήρι (Ευαγγέλιο).

Την επόμενη μέρα σηκώνουν το λείψανο πριν φυσικά δύσει ο ήλιος. Μαζεύουν τα λουλούδια που είναι πάνω στο νεκρό και τα βάζουν στο μαξιλάρι από λινό πανί του σπιτιού, το οποίο ράβουν όσες γυναίκες είναι εκεί, όχι μόνο μία. Αυτό το βάζουν στα πόδια του στο κιβούρι. Κάποτε έβαζαν ένα φλουρί στο στόμα του πεθαμένου, για να το δώσει στον άγγελο και να περάσει το γιοφύρι (ή το ποτάμι), συνήθεια καθαρά αρχαιοελληνική, γι’ αυτό και απαγορεύτηκε από την Εκκλησία. Στην Ανατολική Ρωμυλία δεν έβγαζαν το νεκρό από την πόρτα, αλλά γκρέμιζαν ένα μέρος του τοίχου και τον περνούσαν από εκεί, αν είχε πεθάνει το τριήμερο μετά την Κυριακή της Αποκριάς. Πρώτος στην πομπή ο ιερέας και τα παιδιά με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα, το κιβούρι και κατόπιν πρώτα οι γυναίκες και μετά οι άντρες, που είναι πάντα οι πιο γενναίοι. Περνώντας η κηδεία από τα σπίτια του χωριού δεν έμενε κανείς ξαπλωμένος, ήταν κακό.

Στο νεκροταφείο ακολουθούν οι στενοί συγγενείς και φίλοι. Ο παπάς διαβάζει μια ευχή, οι συγγενείς, αφού δίνουν τον τελευταίο ασπασμό στο νεκρό τους, τον κατεβάζουν στο λάκκο. Κατεβαίνει τότε η σαβανώτρα λύνει τα χέρια, τα πόδια, το σαγόνι, του σκεπάζει το πρόσωπο, παίρνει το μαξιλάρι με τα μαλλιά (γιατί αν το μαξιλάρι είναι από μαλλί τα κόκαλα του πεθαμένου γίνονται μαύρα) και βάζει αυτό με τα λουλούδια. Ο παπάς χύνει νερό πάνω στο νεκρό κάνοντας τρεις σταυρούς και όλοι ρίχνουν τρεις φορές λίγο χώμα στον τάφο λέγοντας: “χώμα είσαι και χώμα να γίν’ς”. Αν κατά τη διάρκεια της κηδείας κάποιος φτερνιζόταν, παλιά του έσκιζαν ένα κομματάκι από το ρούχο του. Αφού έθαβαν το νεκρό πλένονται όλοι στο ρέμα ή στη βρύση και όποια κλαίει πολύ βρέχει το μαντήλι της και ξεκινούν για το σπίτι, αφού μοιράσουν στάρι βρασμένο και κουλουράκια.

Εκεί γίνεται το τρισάγιο και η μακαριά. Στο δωμάτιο, όπου ο νεκρός ξεψύχησε, έχουν ένα μικρό τραπέζι και επάνω ένα ποτήρι κρασί, προσφορά, θυμιατό και τη λαμπάδα του. Ο παπάς θυμιάζει όλους διαβάζει το τρισάγιο και δίνει την παρηγοριά, κόβει ύψωμα από το πρόσφορο, το τρίβει μέσα στο κρασί και δίνει με το χουλιαράκι στους δικούς. Μετά βάζουν όλους που γύρισαν από το μνήμα να φάνε και να σχωρέσουν τον πεθαμένο. Παλιά έστρωναν κατά γης τραπεζομάντηλο και φαγιά νηστίσιμα, φασόλια, ελιές, λαθήρι, πιλάφι, τυρί και αχνιστό ψωμί, που έκοβαν με το χέρι.

Οι γυναίκες πλέον μαυροφορούνται και το πένθος διαρκούσε κάποτε για πάντα για την χήρα, (εκτός αν ξαναπαντρεύονταν) και από ένα έως τρία χρόνια για τα άλλα μέλη της οικογένειας. Οι άντρες μένουν αξύριστοι και φορούν μαύρο πουκάμισο ως το μνημόσυνο των σαράντα ημερών. Ακόμη, παλιότερα τις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα) πήγαιναν μεν στην Εκκλησία, αλλά δεν κοινωνούσαν, δεν καθάριζαν το δωμάτιο του νεκρού, είχαν το παράθυρο του ανοιχτό, για να μπαινοβγαίνει εύκολα η ψυχή του, δεν μαγείρευαν, αλλά τους έστελναν φαγητό οι γείτονες και οι συγγενείς. Μέχρι να χρονίσει ο νεκρός δεν κερνούσαν γλυκό στο σπίτι, αλλά καφέ και ρακί. Για δύο χρόνια ακόμη, δεν πλένονταν και δεν λούζονταν το Σάββατο, και το Πάσχα δεν βάφανε αυγά, ή βάφανε μαύρα. Η γειτονιά συμπαραστεκόταν στο πένθος των συγγενών, δεν τους άφηναν μόνους, ούτε έκαναν γλέντια για αρκετό χρονικό διάστημα.

Τα μνημόσυνα θεωρούνται ότι πιο σημαντικό για την ψυχή και τη γαλήνη της στον άλλο κόσμο, κι όταν δεν γίνονται, ο νεκρός δεν ησυχάζει, εμφανίζεται στα όνειρα των συγγενών, τους ενοχλεί και δεν αποκλείεται να πάθουν κάτι κακό, ως τιμωρία για την αδιαφορία τους. Τα μνημόσυνα που έχει καθιερώσει η Εκκλησία είναι τα εξής: τα τρίμερα, τα εννιάμερα, τα εικοσαήμερα, τα σαράντα, τα τρίμηνα, εξάμηνα, εννιάμηνα, του χρόνου, τα δίχρονα, τα τρίχρονα και όταν τον ξεχωματιάσουν στα επτά χρόνια. Κατά τα μνημόσυνα ετοιμάζουν το στάρι το βρασμένο τα κόλλυβα δηλαδή, τα πηγαίνουν στην εκκλησία να διαβαστούν, κάνουν τρισάγιο στον τάφο και μοιράζουν τα κόλλυβα. Στα τρίμερα και τα εννιάμερα δεν βάζουν στο στάρι αλεύρι, ούτε ζάχαρη, μόνο μυρωδικά, κύμινο, κανέλλα και από πάνω σχηματίζουν σταυρό με καρύδι. Τα σαράντα γίνονται πάντα Κυριακή και πάντα λίγες μέρες νωρίτερα από την κανονική ημερομηνία. Φτιάχνουν πολλά κόλλυβα και γίνεται με συλλείτουργο, ανάβουν όλες οι καντήλες της εκκλησίας και μοιράζουν κεριά, όταν βράζουν το στάρι, το αφήνουν ξεσκέπαστο για να πηγαίνει ο αχνός στην ψυχή, μετά το μνημόσυνο κάνουν τραπέζι για το “σχώριο”. Οι Ανατολικορωμυλιώτες για τους νεκρούς έφτιαχναν ένα πιατάκι “κάσια”, δηλαδή κρέμα κουρκούτι με γάλα και αλεύρι, ένα ψωμάκι ζεστό και μοίραζαν. Έβαζαν σ’ ένα ταψί ένα θυμιατό, την κάσια, ένα μπουκαλάκι νερό και μια κουλούρα αν ο νεκρός ήταν άντρας ή λειτουργιά αν ήταν γυναίκα και τα μοίραζαν στη γειτονιά κάθε μέρα για 40 μέρες, δεν μοίραζαν ποτέ αυγά, γιατί όπως έλεγαν “στουν άλλου κόσμο βρίσκονταν κουτσ’λιές”, ούτε και κρέας.

Σε επτά χρόνια γίνεται το ξεχωμάτιασμα ∙ το Σάββατο μετά το μεσημέρι παίρνουν τον παπά και πάνε στο κοιμητήριο, κάνουν τρισάγιο και ξεχωματιάζουν τον νεκρό, πλένουν τα κόκαλα με κρασί και τα βάζουν όλα σε ένα σακουλάκι, συγγενείς και γείτονες πάνε κεριά, λουλούδια, θυμίαμα και αφού ανάψουν τα κεριά, θυμιάζουν τα κόκαλα και μοιράζονται τα κόλλυβα.

Άλλες ημέρες αφιερωμένες στη λατρεία των νεκρών είναι τα Ψυχοσάββατα, είναι κυρίως τέσσερα το χρόνο, από τα οποία αυτό που προηγείται της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος λέγεται “Μεγάλο Ψυχοσάββατο”. Είναι παράδοση πανάρχαια κάποιες συγκεκριμένες μέρες να λατρεύονται οι νεκροί και πανελλήνια αυτές οι μέρες να είναι τα Ψυχοσάββατα, τότε ακριβώς, λέει η παράδοση, οι ψυχές των νεκρών σαν πνεύματα αόρατα, επισκέπτονται το σπίτι και τον τάφο τους και μένουν έξω ένα εικοσιτετράωρο. Γι’ αυτό και είναι υποχρέωση των συγγενών να τα περιποιούνται ιδίως τα τρία πρώτα χρόνια.

Έτσι οι σπιτικοί του νεκρού επισκέπτονται τον τόπο του φέρνοντας λουλούδια, λάδι, λιβάνι, κεριά, κόλλυβα και κρασί ή νερό, καθαρίζουν τον τάφο, τον στολίζουν με τα λουλούδια, ανάβουν την καντήλα και τα κεριά και κάνουν τρισάγιο, ο παπάς ρίχνει το κρασί ή το νερό στον τάφο επάνω – οι σπονδές των Αρχαίων Ελλήνων – και μοιράζουν το κόλλυβα στους παριστάμενους.