Γλώσσα
Ιστορία της Νέας Κεσσάνης
«Πήγαινε λοιπόν στα δημοτικά τραγούδια, στη δημοτική τέχνη και στη χωριάτικη και τη λαϊκή ζωή για να βρεις τη γλώσσα σου και την ψυχή σου, και, μ’ αυτά τα εφόδια, αν έχεις ορμή μέσα σου και φύσημα, θα πλάσης ό,τι θέλεις, παράδοση και πολιτισμό και αλήθεια και φιλοσοφία.»
Ίων Δραγούμης, ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αθήνα 1927
Κοπέλες από την ανατολική Ρωμυλία, δεξιά η Κυριακή Φωτιάδου, αριστερά η Κυρατσάκη Χριστοφόρου
Kάποια χαρακτηριστικά του Θρακικού ιδιώματος και λεξιλογίου που έχουμε στο χωριό μας, τη Νέα Κεσσάνη.
ΓΡΑΜΜΑΤΙΙΚΗ
- Κλίση του άρθρου: αρσενικό ο, του, το ή ντου, ε – οι, απ’ τσι, τσι, ε. Θηλυκό η, τση, τη ή ντη, ε – οι, απ’ τσι, τσι, ε. Ουδέτερο το, του, το, ε – τά, απ’ τα, τα ε.
- Κλίση ονόματος: αποφεύγουμε τη γενική πληθυντικού των ονομάτων και χρησιμοποιούμε την πρόθεση και την αιτιατική. Η δε γενική των ουδετέρων σε -μα και -α σχηματίζεται: του πραματιού, του δεματιού, του χωματιού (αν και όχι πάντα). Ο πληθυντικός των ουδετέρων συχνά σχηματίζεται έτσι: τα κέρδητα, τα εθίματα.
- Αριθμητικά διανεμητικά: ένας-ένας ή από ένας, δυο-δυο ή από δυο, τρεις-τρεις ή από τρεις κλπ. Πολλαπλασιαστικά, διπλός, τριπλός ή τρίδιπλος, τετράδιπλος.
- Παραθετικά: καλός, επίσης καλός, ακόμα καλός, ακόμα πιο καλύτερος.
Κλίση ρημάτων:
- Ο τόνος των ρημάτων σ’ όλα τα πρόσωπα μένει σχεδόν πάντα στη θέση που είναι και στο πρώτο πρόσωπο του ενικού, δεν τον κατεβάζει ακόμα κι όταν τονίζονται οι τύποι πριν την προπαραλήγουσα π.χ. έγραφα, έγραφατε/ι, έγραφαμε/ι, φυλάγουμαι, φυλάγουμαστε κλπ
- Η κλίση των αρχαίων περισπώμενων ρημάτων αυστηρά, είτε κατά την πρώτη συζυγία, είτε κατά τη δεύτερη αγαπώ, αγαπάς, αγαπά, αγαπάμι, αγαπάτι, αγαπάνι ή αγαπώ, αγαπείς, αγαπεί, αγαπούμι, αγαπείτε, αγαπούνι
- Το «είμαι» στον παρατατικό κάνει: ήμ’να, ήσ’να, ήντανε, ήμαστανε/ι, ήσαστανε/ι, ήντανε/ι.
- Το ρήμα «γίνομαι»: γένουμαι/ι στον Ενεστώτα: γένουμαι/ι, γένισαι/ι, γένιται/ι, γέν’μαστε, γένεστε, γέν’νται ή γένονται. Στον Αόριστο: γίν’κα, γίν’κες, γίν’κε, γίν’καμε, γίν’κατε, γίν’καν. Στο Μέλλοντα: θα γένω, θα γέν’ς, θα γέν’, θα γέν’με, θα γέν’τε, θα γέν’νε
- Tο ρήμα «μαζεύω» στο Μέλλοντα κάνει: θα μάσω.
- Στένωση των άτονων ε, αι και ο,ω σε ι και ου (αντίστοιχα) π.χ. νιρό, πιδί, άνθρουπους, γιμόζου κλπ.
- Στένωση του αρσενικού άρθρου ο σε ου: ου κόσμους, ου μπαμπάς, μερικές φορές έχουμε και στένωση του ου σε ι: ι Κώτσους, ι μπαμπάς κλπ.
- Ανάπτυξη του ι στο σύμπλεγμα σμ: θκόζιμ (δικός μου), ι πατέραζιμ (ο πατέρας μου).
- Ανάπτυξη γι ανάμεσα σε δύο συνεχόμενα φωνήεντα μέσα στη λέξη ή στα όρια δύο λέξεων: θιγιός (Θεός), τρίγια, ιγιάλλους (ο άλλος).
- Τα διπλά σύμφωνα γκ, μπ, ντ προφέρονται μέσα στη λέξη ένρινα (π.χ. κάμμπος) ή άρρινα (π.χ. γκουντίνος), σαν τα λατινικά (r, b, d).
- Λένε τοθ Θεό, τοκ κριάς’ (το κρέας), δε γξέρω, τον νείπνα, την νείδα, δε γκαταλαβαίνω.
- Στα σύμφωνα κ,γ,χ και λ,ν προ αποβαλλόμενου φωνήεντος συνηχεί ένα ελαφρό ι: Ελενάκ(ι), φωτίκ(ι), φωήχ(ι) και οι Έλλην(ι)(=οι Έλληνες).
- Το κτ γίνεται χτ και το χθ, χτ, ενώ το φθ γίνεται φτ.
- Έξέλιξη της κατάληξης –πτω σε –φτω ή και –βω: κόπτω-κόφτω, καλύπτομαι- καλύβουμαι.
- Το γ μπορεί να τραπεί σε χ και το θ σε δ (π.χ. θυγατέρα-δυχατέρα).
- Το θ και το ν αποβάλλονται συνήθως απ’ την αρχή των μορίων θα και να: α πα’ να φέρω, α πάγω, α φύγω.
- Αποβάλλεται κι η τελευταία συλλαβή του ρήματος «πάγω» όταν προηγείται των λέξεων να και θα (θα πα’ να … ).
- Το σ δεν προφέρεται ανάμεσα σε δυο φωνήεντα: θα λιώσεις-θα λιώεις.
- Ο τόνος στα συμπλέγματα ιο και ια μετακινήθηκε στο δεύτερο φωνήεν, π.χ. θείος, θειός, αγίασμα-αγιάσμα ή άγιασμα.
- Συνεκφώνηση δύο γειτονικών φωνηέντων ή διφθόγγων (κατάληξης και πρώτης συλλαβής δύο λέξεων) ως μία συλλαβή, ο τόνος πέφτει στο πρώτο φωνήεν: π.χ. πούεισι; πούηντανε; εσύησαν; τίειν’ αυτό;
- Στα τοπικά επιρρήματα «κάτου» και «πάνου» χάνεται το τελικό -ου όταν ακολουθεί η πρόθεση σε: π.χ. κατ’ στου γιαλό, πάν’ στου τραπέζ’. Συνήθως πριν τα κατ’ και πάν’ (όταν δεν ακολουθεί τίποτα, απλά δηλώνουν τόπο). μπαίνει το επίθημα σα (ακούγεται παχύ σα): σαπάν’, σακάτ’. Ομοίως και με τα επιρρήματα εδώ, εκεί, πέρα: σα’δώ, σα’κεί, σαπέρα και στο ερωτηματικό που.
- Το «από» αποβάλλει το α πριν απ’ τα τοπικά επιρρήματα: ’πο μπροστά, ’πο λόγερα, πο πίσου κλπ, ενώ στην ερώτηση “από που;” γίνεται “που πού;”
- Έχουμε συχνά αλλαγή γενών: το στόμα – ο στόμας, το θάρρος – η θάρρητα, ο αρραβών – η αρραβώνα
- Το άτονο -ι στο τέλος λέξης χάνεται, όπως και κάθε άλλο φωνήεν, αν ακολουθεί λέξη που αρχίζει από φωνήεν: του σπίτ’ αυτό, ήρτ’ η ώρα, έψην’ ο φούρνος. Σε μερικές λέξεις όμως (κείνο, ένα, άλλο) χάνεται το τελικό φωνήεν κι όταν το άρθρο που ακολουθεί αρχίζει από τ ή ντ: Κειν’ ντο χρόνο, ντον άλλ’ ντο μήνα.
- Συγκόβουμε φωνήεντα και διφθόγγους στο μέσο της λέξης αν δεν τονίζονται, ακόμα και συλλαβές ολόκληρες: κοιμήθ’κε, σ’κων’μαι (σηκώνουμαι), λούσ’κα (λούστηκα).
- Αντί του θα, λέμε “θα ’λα”: θά’ λα πάει αύριο. Θα ’λα φώναζα, αλλά είχε κόσμο κλπ.
- Μεταπλάθουμε τα ρήματα σε -αίνω και -ενω, σε -ίσκω: πεθνίσκω (πεθαίνω), μνήσκω (μένω)
- Τα θηλυκά ανδρωνυμικά και επαγγελματικά σχηματίζονται σε -έσσα αν τα αρσενικά τονίζονται στη λήγουσα (γιατρός-γιατρέσσα), σε -αινα, αν τονίζονται στην παραλήγουσα (μπακάλης-μπακάλαινα) και σε -ινα αν το αρσενικό είναι προπαροξύτονο (δήμαρχος-δημαρχίνα)
- Ουδέτερα υποκοριστικά σε -ούδι (κουρτσούδι) και -πουλον αντί -άκι (παιδόπλο, χερόπλο)
- Θηλυκά υποκοριστικά σε -ουδα, όπως Βασιλ’κούδα.
Η γιαγιά Αφεντία Ντετάκη και η γιαγιά Δροσερή Μπουταρά.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
- Στις προσωπικές αντωνυμίες του ενικού αριθμού χρησιμοποιείται η αιτιατική «με» αντί της γενικής «μου»: φέρε με (/μου), να σε στείλω, ντον έγραψα (του έγραψα).
- Αλλαγή της σύνταξης του ρήματος «αρέσω» (αντί + γενική + αιτιατική): τον άρεσε (της άρεσε αυτός), την άρεσε (του άρεσε αυτή).
- Πως εκφέρεται η ευχή: Να έδιν’ ο Θεός…., να ήντανε να….
- Πως εκφέρεται η υπόθεση ή η επιθυμία: Να είχα μπάρεμ (=τουλάχιστον) παράδις.
- Πως εκφέρεται η αμφιβολία: Τάχατες ήρτε;
- Χρήση των μορίων «για» και «μα»: ναι για! γιατί για; Οχ’ μα. Τι φκιάν’ς μα; και χρήση του «για» αντί του διαζευκτικού «ή», σα’ δω για σα’ κει;
Στο καφενείο του Αντωνάκη εν έτει 1959. Στα δεξιά με άσπρο σακάκι είναι ο Φωτίδης Γιώργος, μεθεπόμενος στη σειρά ο Ζήζηκας Ηλίας, μετά ο Ξανθόπουλος Πολυχρόνης, Ευάγγελος … , ο Κοψαλίδης Χρήστος και ο Καρτάλης Αδάμ. Από τα παιδιά πίσω αριστερά ο Χριστοφόρου Λευτέρης και ο Γιαλαμίδης Γιώργος. Παραπέρα ο Βαθρακέας Αντώνης.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Α
α= θα
αβαρία= ζημιά
αβγαταίνω/ αβγατίζω= πληθαίνω, περισσεύω
αβραμηλιά= κορομηλιά
άγανο= το άχυρο απ’ τον καρπό του σιταριού
αγγελοκόβομαι= τρομάζω την ώρα του θανάτου
αγνατιρντίζω= βλέπω, παρατηρώ
αγροικώ= καταλαβαίνω
αγώι= αγώγι, κόμιστρο
αδερφουπαίδ’= ανηψιός-α
αθέρστους= αθέριστος
αϊλιάκ’ς-κου= άνεργος
ακαπίστρουτους= χωρίς καπίστρι, (μτφ)ατίθασος
ακράνης= συνομήλικος (και ακράνια με)
αλάργα= μακριά
αλαχανταμού= καλοκάγαθος
αλέτηρ= αλέτρι
αλλισ’βιρισ’= συναλλαγή
αλλιώτ’κους= διαφορετικός
αλουγόκαρο= ιππήλατο όχημα
αλ’τσιάκ’ς= φοβιτσιάρης
αλών’= ο χώρος που γινόταν το αλώνισμα
αμάκα= δωρεά
αμανέτ’= ενέχυρο
αμπάς= όγκος, εγχώριο χοντρό ύφασμα
αμπατή = πορτάκι, (διαφορετικό από την κεντρική είσοδο του οικοπέδου) που οδηγούσε σε άλλη γειτονιά
αμπντάλ’ς= άχαρος, αλλόκοτος
ανάβρα= πηγή
ανδεξιμιός-ά= βαφτιστικός-ιά
ανεχαράζω= μηρυκάζω
ανέχεια= φτώχεια
άνιφτους= άπλυτος
ανοιχτοσύν’ = εξοχή
αντάρα= ομίχλη
αντέτ’= έθιμο
αντί= εξάρτημα αργαλειού
αντίκρια= απέναντι
Αντριανού= Αδριανούπολη
άξεις;= άκουσες;
αποκριεύου= νηστεύω από κρέας
απόλ’κα= άφησα, απόλυσα
απόμνα= έμεινα πίσω, κουράστηκα
απόπατος= αποχωρητήριο
αποσώνω= τερματίζω, φλυαρώ
αραλίκ’= χαραμάδα, καθισιό
αργιάνι= ρόφημα από νερωμένο γιαούρτι
αρετλίκης= φίλος
αρίδα= τρυπάνι, (μτφ) το πόδι
αρκουδίζου= περπατάω στα τέσσερα
αρμιά= αλάτι, παστωμένες τροφές
αρναούτς= χοντροκέφαλος
αρπάχνου= αρπάζω
αρσίζης= αναιδής
αρταίνουμι= τρώω μη νηστήσιμα φαγητά
αρτσιάλ(ι)= τριγωνικό σίδερο με το οποίο έξυναν τις ρόδες του άροτρου
αρτσιώνουμι= θυμώνω
αρύ= αραιό
αρχίτερα= νωρίτερα
ασαμάρουτους= χωρίς σαμάρι
αστριχιά= το γείσο της στέγης
ατόφιους= ολόκληρος, σώος
άτσαλους= απρόσεχτος
ατυράν’στους= απαίδευτος
αυλακιά= σειρά, αράδα του χωραφιού
αυτνοί= αυτοί
αφαλός= ομφαλός
άφτρα= άφθα
αχαράμστους= αδικοσκορπισμένος
αχαμνός= κακός, ιδιότροπος
αχμάκ’ς = χαζός, αργόσχολος
αχόνι= αχόρταγος
αχούρ’= σταύλος
Παππούς Ντέτος μπροστά στο βόδι, παππούς Ανάστος πίσω, επάνω στο βόδι, Φώτης Κατσούκας από Άβατο.
Β
βαγισμένος= λυγισμένος
βαζγκεστώ= απαυδώ, παραιτούμαι προσπάθειας
βακούφ= εκκλησιαστικό κτήμα
βαλτίσιους= από το βάλτο
βάνου= βάζω, τοποθετώ
βαντραλίζω= φλυαρώ
βαρβάτους= δυνατός, (για ζώο) που δεν ευνουχίστηκε
βαργιός ή βαριά= μεγάλο σφυρί
βασκαίνω= ματιάζω
βάσκαμα= μάτιασμα
βατσινιά= βάτος
βεργί= στεφάνι βαρελιού
βιγκλίζω= κρυφοβλέπω
βιδολόγος – κατσαβίδι
βίζιτα= επίσκεψη
βίντσ’= γερανός, φορτωτής
βιταλιά= λαγάνα
βίτσα= λεπτή βέργα
βολά= φορά
βουζούνι= σπυρί πυώδες
βουίζ’= σφυρίζει το κεφάλι μου
βουλκιά= παχύτατος άνδρας ή γυναίκα
βουνιά= κοπριά αγελάδας
βραδιάσ’κα= με βρήκε το βράδυ
βρακουζώνα= ζώνη για τη βράκα
Ο Γκαμτσίδης Νίκος με την παροιμώδη αίσθηση του χιούμορ μεταξύ δύο φίλων του.
Γ
γαϊδουρογκλίστρα= στενός τόπος
γαίμα= αίμα
γεμενιά(τα)= ανδρικά παπούτσια (χωριάτικα)
γεννήματα= προϊόντα της γης, κυρίως σιτηρά
γερλεστίζω= βάζω σε τάξη, βολεύω
γεύτου= δοκιμάζω (προστ. γέψε= δοκίμασε)
γιαζίκ’= κρίμα
γιακ= στοίβα από στρώματα
γιαλαμάς= η πληγή στα χείλη, μτφ ο αδύναμος άντρας
γιάντες (το)= στοίχημα
γιαρμάς= τροφή ζώων (αλεσμένα κριθάρι,βρώμη, πίτυρα)
γιαρ= χαράδρα, φαράγγι
γιασμάκ’= διακοσμητικό πανί για το τζάκι
γιατάκ’= κλίνη, φωλιά
γιέλα= έλα
γιορντάνι= περιδέραιο, μτφ το λίπος κάτω από το σαγόνι
γιουβάν’ς= κορόιδο, ανόητος
γιουκι= πρόχειρη εντοιχισμένη ντουλάπα
γιουφκάς= χυλοπίτα
γκαζάκ’= μπίλια
γκαλέτσια= ξυλοπάπουτσα
γκεβεζές ή κεβεζές= αερολόγος, φλύαρος
γκιοζλεμές= μεγάλη τηγανίτα
γκιόνουμι= πεισματώνω, πάω κόντρα
γκιόλα= μικρή λίμνη
γκιουμ’= χάλκινο δοχείο
γκουρουλτί= θόρυβος
γκιργκιλιάνος= λάρυγγας,
γκοντογκάμτζαλο= κοντομάνικο πουκάμισο
γκότσινα= σπίτι γουρουνιού
γκόρτσα= απίδια, αχλάδια
γκουντούκ’= γάιδαρος
γκουντούλ’= χοντρό ξύλο
γκουρλώνω= ανοίγω τα μάτια
γκουτζούκης= κοντός, κολοβός
γκρατσούνα= ανοιχτή κολοκύθα
γλήουρα= γρήγορα
γούλα= λαιμαργία
γουλιάρης= λαίμαργος
γουμίδια= γεμίσματα μαξιλαριών
γούρνα= λάκκος με νερό, πέτρινη λεκάνη της βρύσης
γουστέρα= σαύρα
γραμματ’κός= μορφωμένος, εγγράμματος
γρούν’= γουρούνι
Στην πάνω σειρά: (δύο πρώτοι αριστερά από το Σέλινο), Παπαντωνίου Αθανάσιος, Καρτάλης Ιωάννης, Τσολακίδης Γεώργιος, Μαζαράκης Γεώργιος, Αργυρίου Θεόδωρος. Στην επόμενη σειρά όλοι από το Σέλινο εκτός από τους Τσαμουρτζή Δημήτρη και Ντάφο Ιωάννη. Παρακάτω από αριστερά: Κοτσαλάς Φώτης, Κατερίδης Κων/νος, Χριστοφόρου Γεώργιος, διευθυντής Αμερικάνικης Σχολής Θεσ/νίκης, Γεωργιάδης, που ήταν γεωπόνος από Ξάνθη, οι επόμενοι δύο από Σέλινο, Φυλαχτάκης Γιάννης, Τοπάκης Παρασκευάς, Μπαλαμπάνης Σταυρής. Στην κάτω σειρά από το χωριό είναι ο Κουτάλιος Κώστας, τρίτος από δεξιά.
Δ
δα=θα
δακράκια= ζουμπουλάκια
δαμάλ’= θηλυκό μοσχάρι
δάχλου= δάχτυλο
δεξίμ= βαφτιστικό
δέουντα= χαιρετίσματα
διάζουμι= βιάζομαι
διάφορο= τόκος
διες= δες
δικέλ’= τσάπα με δύο δόντια
δοξάκα= μακρύ ξύλο, καμπυλωτό στη μέση, το έβαζαν στον ώμο και στερέωναν στις άκρες κουβάδες για να τους μεταφέρουν
δοσίματα= φόρος
δουκράνα ή δοκάν’ ή ντομάνα= γεωργικό εργαλείο, με το οποίο μαζεύουν τα χόρτα
δουκρανίζω= ρίχνω ψηλά στον αέρα για να ξεχωρίσω το σιτάρι από τα άχυρα
δουράκ’να= ροδάκινα
δραγάτ’ς= αγροφύλακας
δριμόν’= εργαλείο για καθάρισμα οσπρίων
δύμ’τον= δύμιτο, δηλαδή το διά δύο μίτων ή το διπλά υφασμένο ύφασμα
δυχατέρα= θυγατέρα
Γιώργος Τσολακίδης (του Σπύρου), Πετσιάνης Παρασκευάς, Τσατράλης Σταύρος, Απόστολος Αλεξανδρίδης και Γιώργος Τσολακίδης (του Θεόδωρου).
Ε
είδια= είδα
έμασα= μάζεψα
εμέν= μόλις
επαύριο= επομένη
Ζ
ζαβά= ανάποδα, στραβά
ζαβλακώνουμι= ζαλίζομαι
ζακίνια= εργαλεία ψαρέματος
ζαμακώνου= στριμώχνω στη γωνία
ζαμουρώνω=κουλουριάζομαι
ζανταρμάς= χωροφύλακας
ζαπώνου= κυριεύω, αποκτώ παράνομα
ζαρ-ζαρ= πρόκληση φθόνου
ζαρζαβάτ’= λαχανικά
ζ’γούρ= χρονιάρικο κατσίκι
ζεμπερέκι (το)= έλασμα για το κλείσιμο της πόρτας
ζεύγλες= ράβδοι στο ζυγό της άμαξας
ζεύλα= το καμπυλωτό μέρος του ζυγού που μπαίνει στον τράχηλο του ζώου
ζιάζομαι= ζυγίζομαι
ζίφσει= έσβησε
ζνάρ’= ζωνάρι, ζώνη
ζούδ’= μικρό, άγριο ζώο
ζουκώνω= κεντρίζω, σουβλίζω
ζούλια= ζήλια
ζουντίμ’= παιδί ζωηρό
ζούρα= ασθενικότητα, γκρίνια
ζουρλαμάς= στραμπούληγμα, υπερκόπωση
ζουρλαντίζω= πιέζω, βιάζω, καταναγκάζω, στραμπουλώ
Από αριστερά: ο Παγωνάκης Θεόδωρος, ένας άγνωστος, ο Ζήζηκας Ηλίας, ο Χριστοφόρου Χριστόφορος, ο Αλεξανδρίδης Απόστολος, ο Τσολακίδης Νίκος, το παιδί δεξιά από το δέντρο είναι ο Ζήζηκας Θανάσης και μπροστά μπροστά είναι ο Εκμεκτσής Αντώνης και ο Καμπάκης Θανάσης.
Η
ήντανι= ήταν
ήγεμα= γητειά, μαγικό
ήρτι= ήρθε
Θ
Θαμάζουμι= σκέφτομαι θαμάσ’κα= βρέθηκα σε αμηχανία
θάρ’σα= νόμισα
θέρμη =πυρετός
θημουνιά= σωρός από δεμάτια
θκόζιμ’,θκιαμ’,θκομ’= δικός μου, δική μου, δικό μου
θουρώ= βλέπω
θρυψίδια=ψίχουλα
Ι
ιβλουγημένη=ανεμοβλογιά
ιγώ= εγώ
ίλεμ= σώνει και καλά
ινάτι= γινάτι, πείσμα
ισνάφ(ι) (το) = επάγγελμα ίψουμα= ύψωμα,
Κ
κα= καθόλου
καβούνι= πεπόνι
κα(γ)ιντίζω= ολισθαίνω
καν καμιά= καμιά
καζίκ’= πάσσαλος, (μτφ) συμφορά
καθάρσιου= ρετσινόλαδο
κακάβι (το)= μπακιράκι κακαβούνης= ανόητος
καλαγκάθι= οδυνηρή φλεγμονή δαχτύλου
καλαμπαλίκι= αποσκευή, ανακατωσούρα από πράγματα πολλά
καλλίνες= παράνυφες
καλούπ’= η φόρμα όπου στοιβάζουν τα καπνά
καλπαζάν’ς= τεμπέλης
καλπάκ’(ι)= αντρικό καπέλο
κάλπ’ς= τεμπέλης
καλωσκαιρίζω= γεύομαι το πρώτο οπωρικό κλπ
κάμουμα= κατόρθωμα
καμπάθ’κου(το)= όχι σκληρό
καμπανταής=παλικαράς
καμώνουμι=προσποιούμαι
κάνου ζευγάρ’= οργώνω
καπλαντίζω= επενδύω, πάπλωμα με σεντόνι
καρδάρα= ξύλινος κάδος αρμέγματος
καρίκ’(ι) (το)= αυλάκι σε χωράφι για σπορά ή για πότισμα
καρικώνω= μαντάρω ρούχα καρκατζέλι= καλικάντζαρος
καρλαντίζου= υπολογίζω
καρσί= απέναντι
καρτάλι = αετός
κασαβέτι= φροντίδα, έννοια κασαμπάς= πόλη, κωμόπολη
κασαμπαλής= αστός, πρωτευουσιάνος
κάσια= κρέμα (που προσέφεραν για τους νεκρούς)
κασκαρίκα= φάρσα, καψώνι
κάτ’= φύλλο, πτυχή
καταπόδ’= από πίσω, στα ίχνη κάποιου<καταπουδιάζω
κατίκ’= στραγγιστό γιαούρτι
κατλαβάκι= κωλοτούμπα
κατσαμάκ’(ι) = χυλός από αλεύρι καλαμποκιού
κάτσιασι= μαράζωσε
κατσ’βιλιά= τσαπατσουλιά
κατσίβελους= τσιγγάνος, γύφτος
κατσιποδιά= ατυχία
κατσιποδιάζω = αδιαθετώ
κατσιρντώ/ίζω= μου ξεφεύγει, πέφτω (αόρ. κατσιρντίσ’κα= έπεσα)
κατσούλα= κουκούλα
κατώι= υπόγειο
κεζάπι= νιτρικό οξύ
κελεμές= αμπέλι ξεριζωμένο, χωράφι άσπαρτο
κενώνου= σερβίρω
κερπίτσ’= πλίνθος, πολύ ξερός (επίθ.)
κιάρι= κέρδος
κιϊντίζω= αποφασίζω δύσκολα,ή κόβω κιμά
κιόρης= τυφλός
κιλίμι= μάλλινο ή βαμβακερό χαλί σπιτικής ύφανσης
κιρκινέζι= γεράκι
κιουγκ’(ι)= σωλήνας πήλινος
κιουτρούμ=δυσκίνητος (από πάχος)
κλάπα= ξύλο που ενώνει δύο σανίδες
κλασίνα= άχυρο χοντρό
κληματσίδα= κληματόβεργα
κλυμνιά= τα τέσσερα όρθια ξύλα της άμαξας
κολάϊ= ευκολία
κόν’δα= αβγό ψείρας
κόπανους= ξύλο με το οποίο χτυπούσαν τα χοντρά ρούχα στην πλύση
κόπτσα= κουμπί
κόρδουμα= τέντωμα, (μτφ)περηφάνια
κόρ’ζα= κοριός
κόρφους= στήθος
κόσα= δρεπάνι
κότσ’= αστράγαλος
κουζάς= το κλειστό βαμβάκι
κουϊτί= απάνεμο μέρος
κουκώνα= αρχόντισσα, περιποιημένη γυναίκα
κουλιά= τα πισινά
κουμάσι= κοτέτσι, κακός χαρακτηρισμός
κουμπίκ’ =παιχνίδι-τιμωρία- έπεφταν όλα τα παιδιά σωρός επάνω στο ένα
κουμσάλ’= αμμουδερό έδαφος
κουμούτσι/κουμούτσα= ξεροκόμματο
κουντουρντίζω= είμαι ζωηρός, λυσσάζω
κουπάνα= η σκάφη
κουπούκας= άξεστος, αγράμματος, πάμφτωχος
κουρκούτ’= είδος φαγητού από αλεύρι
κουρμπάνι= θυσία
κουρουλτνίζομαι= επαίρομαι
κουρουτζής= αγροφύλακας
κουρφουλόγ’μα= κόψιμο κορυφής των βλαστών του αμπελιού
κουσάς= μεγάλο δρεπάνι για το κόψιμο του τριφυλλιού
κουσεύου(ή κουσάω)=τρέχω
κούσπος= η γωνία
κρένου= μιλώ, απαντώ
κριάς (το)=κρέας
κρούω= χτυπώ
κ’τσός= κουτσός
κυρατσούδα= κουνιάδα
Λ
λαγήνα= στάμνα
λαγούμι= υπόνομος
λαιμαριά= λουρί περασμένο στο λαιμό του ζώου
λαλαγκίτα (η) ή λαλάγκια (τα) = τηγανίτες
λαμπουγυάλ’= το γυαλί της λάμπας
λανάρα= εργαλείο ξυσίματος του μαλλιού των ζώων
λαρδί= χοιρινό λίπος
λαφιάτ’ς= πρασινοκίτρινο φίδι μήκους 1,5μ.
λαφριά= ανόητη
λειχούδι= βρέφος
λειχούσα= λεχώνα
λειψό= ελλειπές
λεμόντουζου= το κιτρικό οξύ (το ξινό)
λέσ’= πτώμα ζώου, βρωμιά
λίγδα= χοιρινό λίπος
λιγκρίζουμι= φλερτάρω
λιμπίζομαι= επιθυμώ
λιουγκούρς= αφελής, μεγαλόσωμος άνδρας
λιχνίζου – λίχνισμα= χωρίζω με τίναγμα το σιτάρι από το άχυρο
λόυρα= ολόγυρα
λουξ= δυνατή λάμπα που καίει βενζίνη
λουπουδίτς= λωποδύτης, τυχοδιώκτης
λοκμάδες= λουκουμάδες
λουλένουμι= τρελαίνομαι
Ο Στέφανος Αλεξιάδης
Μ
μαγιασίλι= αιμορροΐδες
μαγ’λαράς= με μεγάλα μάγουλα
μαζώνω= μαζεύω, αόρ. έμασα, μέλ. θα μάσω
μαθέ= βέβαια, πράγματι
μακαράς= τροχαλία
μακαριά= το τραπέζι για τους νεκρούς
μαμαλίγκα(η)= μπομπότα
μαμούδ’= έντομο
μανιώνομαι= θυμώνω
μαξούλ’ = (το) προϊόν της γης, σοδειά
μάξους= επίτηδες
μαρ= μήπως
μαργιά= γριά προβατίνα
μαργώνω= μουδιάζω, μαραζώνω
μαρ’κέται= μηρυκάζει
μαρκούτσ’= λαστιχένιος σωλήνας
μαρμάγκαλος= μεγάλη αράχνη
μαρτζέλια= φλουράκια στη μαντήλα
μασαλεύου= κουβεντιάζω
μασάλ’= κουβέντα, ανέκδοτο, ιστοριούλα, φράση
μασλάτ’= ανέκδοτο, αστείο
μασιά= πυράγρα
μασούρι= στενό καλάμι, όπου τυλίγεται η κλωστή
μαστραπάς= χάλκινο μεγάλο ποτήρι με λαβή
ματσαλίζω= μασώ
ματογυάλια= γυαλιά οράσεως
μαχανάς= φταίξιμο, δικαιολογία
μεϊντάνι= ανοιχτό μέρος, μικρή πλατεία
μερακλαντίζω= κατέχομαι από μεράκι
μεράς= δάσος, βοσκή
μεσάλα= τραπεζομάντηλο
μηλαδέρφια= αδέρφια εξ αγχιστείας ή επειδή ο ένας ήταν ψυχοπαίδι στην οικογένεια του άλλου, αλλά από διαφορετικούς γονείς
μηλίνα= πίτα, μπουγάτσα
μικίκια= είδος λουκουμά (σε σχήμα κουλουριού μικρού)
μισιακός= συνεταιρικός
μισίρι= κούρκος,γαλοπούλα
μισκίνης-α-ικο=βρωμιάρης
μιτάρια= εξαρτήματα αργαλειού
μομίτσες= βουλγάρες χωριατοπούλες
μονόκερο= ξύλινο σταυρουδάκι με θαυματουργικές ιδιότητες. Το βάζαν στο νερό, τ’ αφήναν ολόκληρο βράδυ και πίναν για να γιατρευτούν
μουλντουβάνα= άχαρη, άκομψη
μουναχουσιά= μοναξιά
μούρτζος= ο λερωμένος στο πρόσωπο
μουρός, μουρούνα= ηλίθιος, βλάκας
μουσλούκ’= μικρός νιπτήρας
μούτλα= τα κενά ανάμεσα στα ξύλα της στέγης
μουχάν’= εργαλείο του σιδηρουργού
μπαγιά= (επιρ.) αρκετά
μπαΐρ’= ανήφορος, λόφος μπακαλούμ= ας δούμε
μπαμπατζάν’ς= παλληκαράς
μπαμπάτσ’κους= μεγαλόσωμος
μπάμπου= η γιαγιά
μπαντάκ’= λάσπη, βούρκος
μπαράζ’= μάλωμα, κατσάδα
μπάρεμ= τουλάχιστον
μπαχτσές= κήπος λαχανικών- μπαχτσεβάν’ς= κηπουρός
μπιζ= είδος ομαδικού παιχνιδιού
μπιμπλιά= τα στραγάλια
μπινάς= η εσωτερική οροφή του σπιτιού
μπλαστρώνω= κάνω μασάζ, αλείφω
μπλιγούρι= φαγητό από σιτάρι αλεσμένο
μπολ’= εμβόλιο – μπόλιασμα= εμβολιασμός
μπομπόλι= το εσωτερικό από τα φασολάκια, τα κουκιά κλπ
μποστάν-κουρκουλούκ’= σκιάχτρο
μπουγάζ’= κρύο ρεύμα αέρα ή στομάχι, μτφ μεγάλη όρεξη
μπουγάς= ταύρος
μπουζάτος= καθαρός, λευκός
μπουζχανάς= το ψυγείο, μτφ ο κρύος άνθρωπος
μπουκλούκι= σκουπίδι, κοπριά
μπουλίτσα= ράφι με πιάτα διακοσμητικά για το τζάκι
μπουμπό= (για βρέφη) γλύκισμα
μπουμπούνα= φωτιά με μεγάλες φλόγες
μπουνάκης= που παλιμπαιδίζει
μπουνακλαντίζω= ξεμωραίνομαι
μπούρλα= αρμαθιά
μπουρντίζω= στρίβω, περιστρέφω, ευνουχίζω
μπουχτίζω= βαριέμαι
μπουχτσιάς= μπόγος
μπρουμτίζω= πέφτω προς τα μπρος
Κοψαλίδης Γιώργος, Καρτάλης Δημήτρης, Κοψαλίδης Κώστας και Ευάγγελος, Μπλιούμης Θεμιστοκλής.
Ν
ναλέτ’ς-ικο= ανάποδος άνθρωπος
νεβατό= το κέντημα ανεβατό
νειριάσ’κες= ονειρώθηκες
νέτζουρα= έπαρση
νησ’κάδα= πείνα
νίβουμι= πλένομαι
νισάφι= περιορισμός, φθάνει
πλέον, έλεος
νοντατσκάκ’= μικρός οντάς, υπνοδωμάτιο
νουρά= ουρά
ντάβανους= μεγάλη αλογόμυγα
νταβραντίζω= αναθρέφω, καρδαμώνω
νταγιαντίζω/ντώ= στηρίζομαι
νταγούνι= βλάκας
νταλακιάζω= φουσκώνω από το νερό
ντάλ’= κλαδί
νταλιάνι= ιχθυοτροφείο
νταλντίζω= χώνομαι, καταδύομαι, τολμώ
ντάμ’= στάβλος, αχούρι
νταμκάς= λεκές, ουλή
νταμουζλίκ’= αρσενικό ζώο για αναπαραγωγή
νταμουζλούκ’=αναπαραγωγή
ντιγκίζ’ (το) = άξονας
ντιλιμπάσης= τρελός
ντίμπιντους= απολύτως τίποτα
ντλαβ’= μασιά για τα κάρβουνα
ντολαμάς= κοντή γυναικεία ζακέτα
ντοντουρμά= παγωτό
ντουβαλέτα= σκουφάκι ύπνου για το κρύο
ντουγκουρτζιούμ’= μικρή θημωνιά με 14-17 δεμάτια σιταριού
ντούζ’κα= μπροστά, ευθεία
ντούζ’κους= ευθύς, σταράτος
ντουκάνα= εργαλείο αλωνισμού
ντούμους= γάτος
ντούμπλα= νόμισμα χρυσό
ντουρντουβάκ’= καταναγκαστικός εργάτης
ντραβαλίζω= φλυαρώ
ντρουβάνα= κωνοειδές βαρέλι για τη μετατροπή του γάλακτος σε βούτυρο
ντρουβανίζω= χτυπώ το γάλα για να γίνει βούτυρο
νυφουστόλ’(ι) (το) = γαμήλια πομπή
νυχοπούρια= νύχια
Μικρές μαθήτριες στο σπίτι της δασκάλας τους Πετσάνη Δόμνας. Τα παιδιά από αριστερά: Τσατράλη Μαρία, Χαλκοποιού Φωτούλα και Ζαφειρούλα, Γιαλαμίδου Στεριανή, Τσατράλη Σούλα, Μιχαηλίδου Ζαφειρούλα, Σταυρακάρα Δάφνη, Αλεξιάδου Αλεξάνδρα, Καρακατσάνη Βαγγελίτσα, Μαλάκη Ξανθή, Μιχαηλίδου Τασούλα, Τοπάκη Καλούδα, Φλατσάρα Παρασκευή.
Ξ
ξαγιάζω= διορθώνω, συμμαζεύω το σπίτι
ξαδειάζω= ξεφορτώνω, ευκαιρώ
ξαίνω= ανοίγω τα μαλλιά των προβάτων και τα ετοιμάζω για λανάρισμα
ξαρίζω= καθαρίζω το στάβλο
ξεκαπαρντίζω= αποσπώ
ξεπονώ= χαλαρώνει η σχέση αγάπης προς κάποιον (συνήθως συγγενή)
ξεράδι= λεπτό ξηρό ξύλο, μτφ. ο πολύ λεπτός άνθρωπος
ξιβουτάνισμα=ξεχορτάριασμα
ξίκης= ελαφρόμυαλος
ξικλουναρίζου= κλαδεύω
ξιπατώνου= καταστρέφω,εκριζώνω
ξιπάζομαι= επαίρομαι, εκπλήσσομαι
ξισκαλίζου= ανακατεύω, θυμάμαι
ξυλοκέρατα= χαρούπια
ξυστρί= μεταλλική χτένα για ζώα
ξφούνια= κάλτσες. τσουράπια
Ο
όλι,όλι,όλι= επιφώνημα πόνου όλουμ= παιδί μ’
ορταλίκι= περιοχή, περίχωρα, πλήθος
ούου= κράξιμο (και άλλες έννοιες)
ούλνα= όλοι
ουντάς= κάμαρα
ουρλό= ωμό αβγό
ουρμάν’= δάσος
ουρνίθ’= κότα
οχλαντίζω/ντώ= αναστενάζω
Φωτογραφία από το μάζεμα του βαμβακιού και πάλι στα τσιφλίκια του Μεμέτ – Αλή. Μεταξύ αυτών: Καρακατσάνης Νικόλαος, Τσατράλη Βασιλική, Παγωνάκη Παναγιώτα, Καραμουσαλίδου Γιαννούλα, Τσαμουρτζή Σουλτάνα, Καμπάκη Ζαφειριώ, Μιχαηλίδου Ευαγγελία, Μπαμπατζάνη Αθανασία, Ουζουνίδου Φωτούλα.
Π
παγιένου/ παένου = πηγαίνω
παιδομάν’= πολλά παιδιά
παλάντζα= ζυγαριά
παναθύρι= παράθυρο
πανακοπλύτς= πανί για το πλύσιμο των πιάτων
παππούδες= ποπ-κορν
παραπόρτι= μεσόθυρο
παρασόλ’= ομπρέλα
παραφέρνου= παρομοιάζω
παραχώνου= σκεπάζω με χώμα
παρλαντίζουμι= καταλαβαίνω, παίρνω είδηση
παρμάκια= ξύλινα κάγκελα
παρτσάλ’= κουρέλι
παστάλ’= ματσάκι από φύλλα καπνού < πασταλιάζω
πατέκα= μονοπάτι
πατλάκια= ποπ κορν
πατλάνια= ξύλινα μεγάλα δοχεία για το πάστωμα
πατόφκιαρου= είδος φτυαριού
πατσιάς= κεφάλι, σβέρκος
περπατόπιτα= πίτα που φτιάχνουμε όταν το μωρό αρχίζει να περπατά και τη διαβάζουμε στην εκκλησία για να μάθει να περπατάει σωστά
πεσκέσ’= δώρο
πετμέζ’= μούστος βρασμένος, όπως και οπωρικά βρασμένα σε πετμέζι
πθάρ’= πιθάρι
πιάσ’κι= πιάστηκε
πιδούδι/πιδαρέλ’= παιδάκι
πιδημός= κούραση
πινακουτή= είδος σκαφίδας με μικρές θήκες στις οποίες έβαζαν
τη ζύμη του ψωμιού
πιριλαβαίνου= αναλαμβάνω
πισμανεύου= αλλάζω γνώμη
πισμάνης= μετανοιωμένος
πιτσκάρ’σε= βγήκε κάτι από το καλούπι του
πίτσκου= μικρό παιδί
π’λάδα= η κότα που δε γέννησε ακόμα
π’λαλώ= τρέχω
πλανίζω= λειαίνω το ξύλο
πλατέγια= πλατεία
πλιάτσ’κου= λεηλασία
ποδοπάνια= πάνινα παπούτσια
πορπόδι= μάλλινο ύφασμα γύρω από τη γάμπα πριν το τσαρούχι
πόστα= τα μέσα
ποτούρ’ ή πουτούρι ή πουτούλι ή μπουτούρι= φαρδύ παντελόνι γερόντων (Ανατολ. Ρωμυλία)
πουδουνάρ’= περισκελίδα
πουλούκ’= σιδερένιο αλέτρι για βαθύ όργωμα
πουρδουκλώνουμι= σκοντάφτω
πουρπατησιά ή περπατησιά= βήμα
πουρτιάκα= μεγάλη πόρτα
πράματα= οικόσιτα ζώα (βουβάλια, βόδια, αγελάδες κτλ)
προυβουδώ= ξεπροβοδίζω
προυγκίζω/προυγκώ= ξαφνιάζω, διώχνω με φωνές
πυρουστιά= κυκλικό τρίποδας για μαγείρεμα
Ο Δημοσθένης Ντάφος με τη σύζυγο και το γιο του.
Ρ
ρακούδα= ρακί
ραχατλής= τεμπέλης
ρεντές= τρίφτης
ρετσέλι= γλύκισμα
ρουκώνουμαι= χώνομαι
ρωγοβύζι= θήλαστρο
Σ
σαβουρντίζω= πετώ, εκσφενδονίζω
σαγιάκ’= το ζεματισμένο μαλλί
σαζάνι= γριβάδι
σάζια= βρύα
σαϊμπής= ιδιοκτήτης
σαΐτα= εξάρτημα του αργαλειού
σαλαμούρα= άλμη
σάλιαγκας= σαλιγκάρι
σαμόλαδου= σησαμέλαιο
σαντρατζάνα= αντρογυναίκα, καπάτσα
σαπτίζω= αλλάζω δρόμο
σάρα= επιληψία
σαρμάς= φαγητό με το συκωτάκι, τη μαντήλα του ζώου και ρύζι
σασκίν’ς= βλάκας, χαζός
σαστίζω= τα χάνω
σατίρ= μεγάλο μαχαίρι για κρέατα
σατσάκι= ξύλινος προφυλακτήρας κεραμιδιών της στέγης
σάτσ’= τετράγωνο ταψί από λαμαρίνα
σαψάλης= ανοικοκύρευτος σβάρνα= είδος γεωργικού εργαλείου
σερμπέζ’ς= ζωηρός, μπεσαλής
σερσέμ’ς= χαζός, ανόητος σημαδιακός= που έχει σωματικό ελάττωμα
σιάπκα= σκούφος
σίτα= κόσκινο
σιακάτ’-σιαπάν’= προς τα κάτω- προς τα πάνω
σιαλβάρα= φαρδιά βράκα που φορούσαν οι παππούδες
σιασιρντίζω= μπερδεύομαι, τα χάνω
σιμίτ’= κουλούρι μαλακό
σινί= ρηχό ταψί
σιντίζω= εκμηδενίζομαι, μπουχτίζω
σκανιάζου= στεναχωριέμαι σκαντζηλήθρα= σπινθήρας
σκαφίδ’= ξύλινη σκάφη για ζύμωμα
σκίζα= σκισμένος κορμός
σου= σώνει και καλά
σουπιέρα= μεγάλη βαθιά πιατέλα σουράτ’= μούτρα, άγριο πρόσωπο σούρβα= κλαδί κρανιάς
σουρντίζω= παρατραβώ, μακρηγορώ
σουρτάρα= μονοπάτι προβάτων σουρτούκης= αυτός που περιφέρεται
σουφράς= το χαμηλό τραπέζι (κάθονταν οκλαδόν για να φάνε όλοι από ένα σκεύος)
σπαθόλαδο= λάδι που έμεινε στον ήλιο με σπαθόχορτο και απέκτησε αντισηπτικές και επουλωτικές ιδιότητες
σπίρτου= οινόπνευμα
σπουριά= έκταση ενός στρέμματος
σταλίζου= για πρόβατα όταν αναπαύονται στη σκιά – στάλισμα
στημόνι= οι εγκάρσιες κλωστές του υφάσματος που υφαινόταν στον ιστό
στουμπέτσ’= ανθρακικός μόλυβδος για την παρασκευή λευκών χρωμάτων
στρέ(χ)ου= συμφωνώ
στρουσίδια= στρώματα, χαλιά
στυλιάρ’= ξύλινη χειρολαβή εργαλείων
συντάβληστρο= σιδερένια ράβδος που έτριβε τα κάρβουνα στο φούρνο
συντυχαίνω= συνομιλώ
σφούγγια= κουρελόπανο για σφουγγάρισμα
Τ
ταγκίλα= άσχημη μυρωδιά από βούρκο
τακάτ(ι)= δύναμη
ταμαχκιάρ’ς= πλεονέκτης
ταμπιέτ’= ελάττωμα
τανίζου= τεντώνω
ταχιά= πρωί πρωί
τεζέκι= όγκος συμπαγούς χώματος
τεκνεφέζης= αρρωστιάρης
τερλίκια= μάλλινα πλεχτά ή υφασμάτινα υποδήματα
τζακλίκ’= διακοσμητικό πανί για το τζάκι
τζαμάλα= έθιμο στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, καμήλα τζαμαντάλ’= γιλέκο
τζάτζαλα= κουρέλια
τζερτζελούδια= βερίκοκα
τιβικέλ’ς= αλλόκοτος, ψηλός και άχαρος
τιμαρεύω= συμμαζεύω
τλιγαδιάζου= τυλίγω το νήμα στη ρόκα
τόκα= το τσούγκρισμα των
ποτηριών για πρόποση
τοκάς= πόρπη
τόπ’= μπάλα
τοπούζ’= ρόπαλο
τορβάς= υφασμάτινο πουγκί, όπου βάζουν τον τραχανά, τις
χυλοπίτες κλπ
τούζλα= αλυκή
τουλούμ’= ασκός, όπου βάζουν το τυρί
τουλούμπα= αντλία νερού,
τούντς’= μπίλια από ρουλεμάν, ανόητος
τουπάτσ’= σβώλος
τούρλα= σωρός
τριβόλ’= αγκαθωτό αγριόχορτο
τριχιά= σκοινί
τριχούλ’= ρόδα αμαξιού
τρουβιά= πέτρα, που έτριβαν το αλάτι
τρυπογάζι (Ανατ. Ρωμυλία) ή αζούρι (Ανατ. Θράκη)= κέντημα στα μαξιλάρια
τσαγκαρώνου= σκαρφαλώνω, αρπάζω, πιάνω
τσακάτ’= κρανίο
τσακμακίζω= σπινθηρίζω
τσάκνα= φρύγανα
τσακνί= εύθραυστο κλαδί
τσαλκαντίζω= ανακατώνω υγρό
τσαπαλάκ’= παιχνίδι της αποκριάς στην Ανατ. Ρωμυλία
τσάρκου= σπιτάκι γουρουνιού
τσατμάς= ελαφρά κατασκευή οικοδομής
τσάτσκα= φλιτζάνι
τσέκια= στρώματα γεμισμένα μαλλί
τσέργα= σκιά άμαξας
τσέφλι= κέλυφος
τσιακμάκ’= αναπτήρας
τσιαλίμ’= επιδεξιότητα, κόλπο
τσιάμ’= είδος δέντρου
τσιαρπούκους= απότομος τσιατάλ’= δίχαλο
τσιατλαντίζου= σπάζω
τσιατμάς= τοίχος από ξυλοδοκούς που ενδιάμεσα συμπληρωνόταν από πλιθιά
τσιβί= κομμάτι ξύλου, αγκάθι
τσιγαρίδα ή τσιγαρίθρα= ό, τι μένει από χοιρινά κομμάτια λίπους μετά από επίμονο τσιγάρισμα
τσιγαρίζω= σοτάρω
τσικίτσ’= μικρό σφυρί
τσικνώνου= καίω κάτι που βγάζει τσίκνα
τσιλίκ’-τσουμάκ= παιδικό παιχνίδι με ξύλα
τσινές= αυθάδεια, πολυλογία
τσιουρμπάς= αραιή σούπα
τσιρβούλια= τσαρούχια
τσιροπούλ’= σπουργίτι
τσομπανίκα= ποιμενική ράβδος
τσορμπατζής= προύχοντας, πλούσιος
τσότρα= ξύλινο δοχείο του κρασιού ή του ούζου με το οποίο κερνούσαν τους χωριανούς για να τους καλέσουν στο γάμο
τσούκνα= φούστα παραδοσιακή τσουράπια= υποδήματα γυναικεία
Όρθιοι οι: Παπαντωνίου Αθανάσιος, Αλμπανίδης Κώστας, Παπαντωνίου Γιώργος. Καθιστοί οι: Ελευθερίου Γαϊτάνης, Μάντζαρης Κώστας, Μαζαράκης Κώστας, Μητρέλης Γιάννης.
Υ
υφάδι = οι οριζόντιες κλωστές του υφάσματος που υφαινόταν στον ιστό
Φ
φαϊντάς= όφελος
φακιόλι= κεφαλόδεσμος γυναικών
φέσι= κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού (Ανατ.Θράκη)
φιλί= φέτα φρούτου
φκιαρ’= φτυάρι
φκιασίδ’= είδος κρέμας
προσώπου για τις γυναίκες
φουρκάλ’= η σκούπα
φουρλαντίζου= ρίχνω κάποιον κάτω βίαια – φουρλάντσμα
φουρνίζου= βάζω το ψωμί στο φούρνο
φτουριστικός= επαρκής
Χ
χαβάν’= δεξαμενή
χάβρα= συναγωγή Ιουδαίων
χαγιάτι= ανοιξιάτικο καθιστικό
χαϊβάνι= ζώο, κότα (μτφ) ανόητος
χαΐνης= οκνηρός
χαΐρι= προκοπή
χαϊρλής= ωφέλιμος, αγαθοποιός
χακίμπαμπά= προίκα σε χρήματα χαλάλι= ευχάριστη προσφορά χαμπέρ’= είδηση
χαντούμ’ς= ευνούχος
χαρά= γάμος
χαράμι= δυσάρεστη προσφορά
χάρτς= ασβεστοκονίαμα
χασές= βαμβακερό ύφασμα
χασίλ’ (το)= χωράφι σπαρμένο με σιτηρά ειδικά για τη βοσκή ζώων
χάσ’κο= καθαρό, λευκό, γνήσιο
χάχας= χαζοχαρούμενος
χιγιανέτης= ανοικονόμητος
χιλιάζου= φτάνω στα χίλια
χλιάρ’= κουτάλι
χλιάρα= μεγάλη κουτάλα, πολυλογού γυναίκα
χλιαρουθήκ’= κουταλοθήκη
χουγιάζου= φωνάζω – χούγιασμα
χουζούρ’= ανάπαυση – χουζουρεύω
χούι= ελάττωμα
χουματένιους= πήλινος
χουσμέτ’= υπηρεσία, μικροδουλειά του σπιτιού
χτάζου= κοιτάζω
χτηματάρ’ς= κτηματίας
χτικιάζω= παθαίνω φυματίωση, αδυνατίζω πολύ
χτικιό= φυματίωση
Ψ
ψιχούδα= ψίχα ψωμιού
ψυχουχάρτ’= χαρτί όπου είναι γραμμένα τα ονόματα των νεκρών μελών μιας οικογένειας για να τα μνημονεύσει ο ιερέας στην εκκλησία
Ω
Ωλελέ= επιφώνημα οδύνης
Φωτογραφία της ομάδας Διαγόρας του χωριού 1960. Όρθιοι από αριστερά: Μαζαράκης Κων/νος, Κοτσαλάς Νίκος, Καμπάκης Θανάσης, Τσιλιγγίρης Βασίλης, Αμαξηλάτης Βασίλης, Ελευθερίου Γαϊτάνης, Τσατράλης Σταύρος, Σούλας Μενέλης, Φωτίδης Φώτης, Αργυρίου Θόδωρος. Καθιστοί: Τσολακίδης Νίκος, Αλεξανδρίδης Απόστολος, Μπαλαμπάνης Ευάγγελος, Πειρουνίδης Ευάγγελος, Κοψαλίδης Χρήστος.
ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ
Εκτός από τα συνηθισμένα χριστιανικά και εβραϊκά ονόματα που έχουμε, υπάρχουν και λιγότερο συνηθισμένα ονόματα μεταξύ των κατοίκων της Νέας Κεσσάνης. Πρόκειται για παραδοσιακά ονόματα, τα οποία προέκυψαν για διάφορους λόγους. Άλλα σημαίνουν λουλούδι ή φυτό όμορφο και μυρωδάτο, άλλα πολύτιμο υλικό, κάποια είναι αρχαιοελληνικά, ονόματα διάσημων πόλεων και κάποια εκφράζουν απλώς κάτι θετικό. Ένας από τους λόγους που υιοθετήθηκαν τέτοια ονόματα είναι ότι επί τουρκοκρατίας συχνά πυκνά απαγορεύονταν τα χριστιανικά ονόματα. Έτσι από γενιά σε γενιά κρατήθηκαν ονόματα όπως τα εξής: Μαργαρίτα, Τριανταφυλλιά, Λουλούδα, Ζουμπουλιά, Νεραντζούλα, Μοσχοκάρφη, Μαλαματένια, Χρυσάνθη, Χρυσούλα, Χρυσόπουλος, Αργυρή, Συρματένια, Ζαφειρένια, Κρυστάλλω, Δανάη, Χαρίκλεια, Αγλαΐα, Ηλέκτρα, Μόρφω, Ακριβή, Πανώρια, Γραμματική, Χάιδω, Ξανθή, Σταλαχτή, Αφεντία, Αφεντούλης, Γαϊτάνης, Περιστέρης κ.α.
Ολοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού έχουν από ένα παρατσούκλι. Κάποιων μάλιστα τα επώνυμα προέρχονται από παρατσούκλια των γονιών τους. Μερικά παρωνύμια είναι και τα εξής:
Μπανταντούμ: γιατί μια μέρα έριξε μια μεγάλη πέτρα στο νερό και ο θόρυβος ήταν κάπως έτσι.
Λοιπόν: γιατί έλεγε υπερβολικά συχνά τη λέξη αυτή
Σιρμπέζης= υπερήφανος
Πατέκας: γιατί αφηγούμενος συχνά μέρες του στο κυνήγι έλεγε πολλές φορές τη λέξη “πατέκα” που σημαίνει μονοπάτι
Γκούρης: γιατί κάποιος πρόγονός του είχε μια θεία που την έλεγαν Αργυρώ, αλλά επειδή ήταν μικρός τη φώναζε Γκωρήλω, κι έτσι έμεινε.
Τζαπόν’ς: γιατί μικρός ζητούσε από τη μητέρα του να του φτιάξει ζιπούνι, αλλά δεν κατάφερνε να το πει καθαρά κι έλεγε “τζαπούν’”, οπότε του ’μείνε
Ακόμη: “Σασάκας”, “Χαμζάς”, “Μαστιχάς”, “Πιστολάς”, “Γκλ’κας”, “Πούρτσιος”, “Ντούμους”, “Ντέλιους”, “Πατσής”, “Ψύλλους”, ’Μαρμάγκαλους”, “Μπράτσας”, “Ποντίκι”, “Κυρουλιός”, “Μπουμπού” “Γκουτζούκω” κλπ.
Αυτοσαρκαστικά και πολύ διασκεδαστικά τα παρατσούκλια δείχνουν το υψηλό χιούμορ και τον ακομπλεξάριστο χαρακτήρα τους. Όπως είναι φανερό είναι προνόμιο των αντρών τα παρατσούκλια. Για τις γυναίκες ήταν μάλλον προσβολή να τους δοθεί κάποιο παρωνύμιο, εκείνες εξάλλου δεν συμμετείχαν ποτέ στις παρέες και τα πειράγματα των ανδρών, που ήταν ο κύριος χώρος και αφορμή δημιουργίας των ονομάτων αυτών. Μόνο εκείνες που είχαν κάποιο πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (αρνητικό συνήθως) μπορούσαν να αποκτήσουν κάτι τέτοιο. Όσες δε είναι πολύ φλύαρες, δυναμικές ή και αυταρχικές τις φωνάζουν με το υπερθετικό -άρα στο όνομά τους (π.χ. Αγγελικάρα, Δεσποινάρα κλπ). Το άλλο ιδιαίτερο, χαρακτηριστικό των παρωνύμιων είναι ότι είναι κληρονομικά. Σήμερα πάντως η συνήθεια να πλάθουν παρατσούκλια τείνει να εγκαταλειφθεί.
Μεγάλο γκρουπ από τη Νέα Κεσσάνη σε εκδρομή στην Ακρόπολη, ντυμένοι με αυθεντικές παραδοσιακές φορεσιές από την πατρίδα. Μεταξύ αυτών μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε τους: Μουσικάκη Μελωδία, Ντάφου Σοφία, Μυρτζάνη Σμαραγδή, Σταυρακάρα Γιαννούλα, Μαζαράκη Σοφία, Βαθρακέα Ελένη, Δράκο Χρήστο, Γκαλιμαρίδη Σάββα.