Ο Γιαννάκος Καρτάλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης στις 20 Οκτωβρίου του 1930, σύμφωνα τουλάχιστον με τα έγγραφα της κοινότητας. Ωστόσο, ο ίδιος πιστεύει ότι η πραγματική χρονολογία γέννησής του είναι το 1929. Η εξήγησή που δίνει είναι ότι εκείνη την εποχή οι γονείς δήλωναν λίγο κατοπινή χρονολογία γέννησης στα αγόρια, προκειμένου να καθυστερήσουν κάπως τη στρατιωτική τους θητεία, εφόσον αυτή τότε κρατούσε πολύ και η μακρά απουσία των αγοριών της οικογένειας δυσκόλευε πολύ τις αγροτικές εργασίες. Η Νέα Κεσσάνη δημιουργήθηκε στις αρχές του 1923 από Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες μετά τον ξεριζωμό τους από τις πατρογονικές τους εστίες και στην αρχή ονομάστηκε «Πλαστήρια» προς τιμήν του Νικόλαου Πλαστήρα.

Ο Γιαννάκος ανήκει στη δεύτερη γενιά προσφύγων και ο πατέρας του, ο Χρήστος Καρτάλης (γεννηθείς το 1902), από το χωριό Μπασαΐτ της Ανατολικής Θράκης, υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του χωριού. Μητέρα του ήταν η Γιαννούλα Νοικοκυρίδου (γεννηθείσα το 1907) από το χωριό Μπεγεντίκιοϊ και αρχικά είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά της στο χωριό Μάνθια – Ιτέα του Έβρου. Εκεί ήρθε το προξενιό από τα Πλαστήρια και το 1927 ο 25ετής Χρήστος και η 20ετής Γιαννούλα παντρεύτηκαν και ξεκίνησαν την εξαιρετικά δημιουργική κοινή ζωή τους.

Ο Γιαννάκος είναι ουσιαστικά το πρώτο παιδί της οικογένειας, γιατί ένα κοριτσάκι που έφερε στον κόσμο η μαμά του πριν από αυτόν πέθανε μόλις πέντε ημερών, πριν προλάβουν να το χαρούν. Το 1932 γεννήθηκε ο Δημητρός, το 1934 (πάντα σύμφωνα με την κοινότητα) ο Κωνσταντής και το 1936 η αδερφούλα τους, Βιργινία. Δυστυχώς, κι ο Κωνσταντής έμελλε να φύγει από τη ζωή νωρίς, αφού, όπως θυμάται ο Γιαννάκος, στα δέκα του μόλις χρόνια αρρώστησε βαριά (μάλλον από πνευμονία) και πέθανε. Ο Γιαννάκος, που αγαπούσε πολύ τον αδερφούλη του και θυμάται ότι ήταν πολύ έξυπνος και με εξαιρετική μνήμη, έδωσε το όνομά του στον δεύτερο γιο του, για να τιμήσει τη μνήμη του.

Ο Γιαννάκος (αριστερά) με τους 1950: (από αριστερά) ο Γιαννάκος Καρτάλης, ο πατέρας του Χρήστος, η μητέρα του

γονείς του και τα αδέρφια του, Γιαννούλα, ο Δημητρός, η Βιργινία και οι ξαδέρφες τους Δημητρούλα και

Δημητρό και Βιργινία Κωνσταντινιά Καρτάλη.

Ο Γιαννάκος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε δύσκολες εποχές. Οι πρόσφυγες απέκτησαν επιτέλους τίτλους ιδιοκτησίας για τα χωράφια που τους είχαν διανεμηθεί μόλις το 1931 και οι συνθήκες στο νεοϊδρυθέν χωριό με τις σχεδόν ανύπαρκτες υποδομές ήταν πολύ σκληρές. Και το πόσιμο νερό ακόμα ήταν δυσεύρετο και το έφερναν από τον κάμπο μέσα σε ξύλινα βαρέλια με τα κάρα μία φορά την εβδομάδα. Παρ’ όλ’ αυτά ο πατέρας του, Χρήστος, ήταν εξαιρετικά δραστήριος και ικανός, με αποτέλεσμα μέσα στη δεκαετία του 1930 να δημιουργήσει την οικογένειά τους, να φτιάξει δικό τους σπίτι, για να φύγουν από το πατρικό του να αποκτήσει κι άλλα χωράφια και να εκλεγεί Πρόεδρος του χωριού!

Παρά τις δυσκολίες λοιπόν η δεκαετία του ’30 ήταν περίοδος μεγάλης εξέλιξης και προόδου για την οικογένεια Καρτάλη. Ο Γιαννάκος έχει και όμορφες αναμνήσεις από τα παιδικά εκείνα χρόνια του. Θυμάται που όταν ερχόταν πλανόδιος πωλητής έδινε στα παιδάκια σφυρίχτρες, για να πάνε σε όλο το χωριό και να ειδοποιήσουν τις νοικοκυρές να πάνε να ψωνίσουν ωραία υφάσματα, για να ράψουν τα ρούχα τους, αφού καταστήματα με έτοιμα ενδύματα δεν υπήρχαν. Που τα Χριστούγεννα έβγαιναν τα παιδιά για κάλαντα την παραμονή το βράδυ και οι συγχωριανοί – ελλείψει ρευστού – τους δώριζαν μπριζόλες από το χοιρινό που είχαν σφάξει για τα γιορτινά τραπέζια ∙ που την Πρωτοχρονιά η Βασιλόπιτα ήταν συνήθως μια πλούσια και πεντανόστιμη τυρόπιτα, στην οποία έβαζαν και άλλα σημάδια εκτός από φλουρί, για να δουν κάθε μικρό παιδί της οικογένειας με τι θα ασχοληθεί στη ζωή του κι άλλα πολλά. Το 1936 ο Γιαννάκος ξεκίνησε το δημοτικό σχολείο, όμως λίγα χρόνια μετά ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κι έτσι κατάφερε να πάει μόνο μέχρι την Τρίτη τάξη.

Η περίοδος της γερμανοβουλγαρικής κατοχής που ακολούθησε ήταν φυσικά πολύ δύσκολη. Το σπίτι τους επιτάχτηκε πρώτα από Γερμανούς και μετά από Βούλγαρους αξιωματικούς. Το φάσμα της πείνας απείλησε και το χωριό μας, όμως οι χωρικοί βρήκαν τρόπους να κρύβουν λίγα τρόφιμα, προκειμένου να επιβιώσουν. Ο Γιαννάκος θυμάται ότι έφτασαν στο σημείο να τρώνε χελώνες της περιοχής και μια φορά που ο παππούς του έβραζε στην αποθήκη του τέτοιο κρέας του έδωσε να δοκιμάσει και η γεύση του έμοιαζε με κοτόπουλο. Αυτό που ως παιδί του έκανε εντύπωση ήταν ότι οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν καλύτερα ντυμένοι και οπλισμένοι από τους συμμάχους τους, Βούλγαρους. Μια μέρα που ο Γιαννάκος βοσκούσε τα βόδια τους μέσα σε κάτι χωράφια στα οποία είχαν εγκαταστήσει οι Βούλγαροι μονάδα με κανόνια και άλογα, τον πλησίασε ένας στρατιώτης και με αυστηρό τόνο του ζήτησε λάδι. Όταν το παιδί του είπε «δεν έχω» ο στρατιώτης του ζήτησε τη ζώνη του, γιατί είχε μόνο ένα σκοινί για να συγκρατεί το παντελόνι του.

Δυστυχώς για την πατρίδα μας, μετά από το τέλος του πολέμου και την απελευθέρωση δεν ήρθε η ειρήνη, αλλά ένας νέος, χειρότερος πόλεμος, ο εμφύλιος. Κατά τη διάρκειά του δύο φορές ήρθαν αντάρτες στο χωριό. Αυτοί κρύβονταν στο δάσος και την πρώτη φορά προσπάθησαν να στρατολογήσουν κόσμο από τις αλυκές. Τη δεύτερη φορά ζήτησαν τρόφιμα. Ήταν απόγευμα και ο Γιαννάκος έκανε βόλτα με τρεις φίλους του, όταν τους σταμάτησαν δύο αντάρτες και προσπάθησαν να τους πείσουν για τις ιδέες τους. Η αλήθεια είναι ότι ο Γιαννάκος φοβήθηκε μήπως τον κατηγορήσουν ότι έχουν πολλά χωράφια, γιατί ήδη είχαν αγοράσει αρκετά στρέμματα στο Φανάρι του νομού Ροδόπης, όμως τελικά οι αντάρτες μάζεψαν μόνο κάποια τρόφιμα κι έφυγαν.

Ένα τρομερό γεγονός που μάλλον συνέβη στη διάρκεια της δεκαετίας του ’40 είναι το εξής: μια μέρα ο Γιαννάκος μετέφερε γάλα με τη βοήθεια δύο αλόγων, καθώς ίππευε το ένα και οδηγούσε το άλλο δεμένο με ένα σκοινί. Ενώ περνούσε από την πλατεία, ένα κοριτσάκι τρόμαξε τα άλογα, αυτό το οποίο καβαλούσε τον έριξε, έπεσε πάνω σε μία πέτρινη μάντρα και χτύπησε άσχημα. Εκείνη την εποχή η ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη και οι χωρικοί βασίζονταν στη λαϊκή ιατρική και στα γιατροσόφια, για να θεραπευθούν. Έτσι, ο παππούς του, ο Χρήστος, αμέσως έσφαξε ένα πρόβατο, τον τύλιξε με το δέρμα του και τον έσωσε από τα αιματώματα που είχε υποστεί, αφού αυτά απορροφήθηκαν στη διάρκεια της νύχτας.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1940 άρχισε και πάλι να λειτουργεί το σχολείο του χωριού, όμως ο Γιαννάκος δε συνέχισε, γιατί είχε πια μεγαλώσει και οι ανάγκες της οικογένειας επέβαλλαν στους γιους να βοηθήσουν τους γονείς τους στις γεωργικές εργασίες που ήταν πολλές και δύσκολες, αφού όλα γίνονταν με τα χέρια ∙ η σπορά με το δισάκι, το πότισμα, ο θερισμός, το αλώνισμα, όλα απαιτούσαν πολλά και δυνατά εργατικά χέρια, συνεπώς το σχολείο και οι σπουδές ήταν άπιαστη πολυτέλεια για τους νέους άνδρες κάθε οικογένειας. Ελάχιστοι της δεύτερης γενιάς πήγαν στο Γυμνάσιο στην Ξάνθη. Γι’ αυτό δάσκαλοι, ιερείς, γραμματείς στην κοινότητα έρχονταν να υπηρετήσουν στο χωριό από άλλα μέρη, αφού πολλοί μορφωμένοι δεν υπήρχαν.

Ένα τραγικό γεγονός που θυμάται ο Γιαννάκος από τα χρόνια της επαναλειτουργίας του σχολείου συνέβη τον καιρό που δάσκαλος ήταν κάποιος Σιγώνης Γιάνταης, ο οποίος πήγε μαζί με μια συνάδελφό του τα παιδιά στην Ποταμιά για εκδρομή. Από εκεί περνούσε ένα ποτάμι, όπου τα παιδιά άρχισαν να κολυμπούν. Υπήρχε όμως ένα δέντρο πεσμένο μέσα σ’ αυτό το ποτάμι όπου παγιδεύτηκαν δύο παιδιά, ο γιος του Θανάση Καρτάλη, ο Γιώργος, και ο Θανάσης Κοτσαλάς και πνίγηκαν. Το ένα παιδί το έβγαλαν γρήγορα, όμως για το άλλο (το Γιώργο) ειδοποίησαν τον πατέρα του, εκείνος έτρεξε και με πολλή προσπάθεια το ανέσυραν κι αυτό νεκρό. Μετά από αυτήν την τραγωδία ο δάσκαλος έφυγε από το χωριό κακήν κακώς, για να μην υπάρξουν περισσότερα προβλήματα.

Εν πάση περιπτώσει, ο Γιαννάκος και ο αδερφός του, ο Δημητρός, μεγαλώνοντας αφοσιώθηκαν στην καλλιέργεια των χωραφιών της οικογένειας και στη φροντίδα των ζωντανών. Ακόμα και η μητέρα κι η αδερφή τους δούλευαν αγόγγυστα, αν και ασταμάτητα. Καλλιεργούσαν σιτάρι, ρόβη, κεχρί, σουσάμια και είχαν ωραία αμπέλια στα οποία ο πατέρας τους είχε μεγάλη αγάπη και τα περιποιόταν επιμελώς. Από ζώα είχαν πρόβατα, γελάδια, βόδια ακόμα και άλογα, όπως μια φοράδα για τα αλώνια, ενώ μίσθωναν βοσκούς, οι οποίοι ζούσαν στα μαντριά και φρόντιζαν τα ζώα. Ήταν όλοι δουλευταράδες και προκομένοι και υπό την αυστηρή καθοδήγηση του πατέρα, Χρήστου, τα κατάφερναν τόσο καλά, ώστε η οικογένεια να είναι εύρωστη οικονομικά και αξιοσέβαστη.

Ήταν επίσης και πολύ αγαπητοί, γιατί ήταν γενναιόδωροι και βοηθούσαν όσους είχαν ανάγκη, όπως την Αγγελική Μουσικάκη, η οποία είχε έρθει από την πατρίδα χήρα με τρία μικρά παιδιά και κάποιες φορές χρειαζόταν γάλα. Επίσης, ακόμα και αρκετά χρόνια αργότερα πήγαιναν στα χωράφια συγχωριανών και τους βοηθούσαν στο θερισμό, γιατί ήταν από τους πρώτους που κατάφεραν να αγοράσουν θεριστική μηχανή. Η δουλειά ήταν ασταμάτητη, χαράματα ξεκινούσαν, με το δειλινό σταματούσαν. Όπως θυμάται όμως ο Γιαννάκος, μετά τη σκληρή δουλειά οι νέοι είχαν το κουράγιο να βγαίνουν βόλτα στο χωριό, μ’ ένα φορητό γραμμόφωνο – βαλίτσα, σαν αυτό που είχε ο Πασχάλης Ντάφος, να πηγαίνουν σε σπίτια φίλων, ειδικά σ’ εκείνα όπου υπήρχαν ελεύθερα κορίτσια και να χορεύουν τα ωραία τραγούδια της μεταπολεμικής εποχής. Πάντα σεμνά, με σεβασμό και υπό το βλέμμα των γονέων, φυσικά.

Επειδή, όμως οι νέοι άνδρες είχαν υποχρεώσεις και προς την πατρίδα, το 1952 ο Γιαννάκος ξεκίνησε τη στρατιωτική του θητεία και παρουσιάστηκε στη Θήβα στο πυροβολικό. Μετά πέρασε τη σχολή μαγείρων για 3 περίπου μήνες στη Γλυφάδα και πήρε την ειδικότητα του μάγειρα. Συνέχισε στη Θεσσαλονίκη στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά» για ένα χρόνο και μετά στη Θήβα στην 176η αντιαεροπορική μοίρα για ένα χρόνο ακόμα, ως μάγειρας. Επέστρεψε στο χωριό το 1954 και πήρε τη σκυτάλη ο αδερφός του, ο Δημητρός, για άλλα δύο χρόνια.

Επόμενο μεγάλο βήμα στη ζωή του Γιαννάκου ήταν ο γάμος του με την όμορφη Νίκη Παπαντωνίου, κόρη του Ευλάμπιου και της Άννας. Ο Γιαννάκος γνώριζε τη Νίκη και την οικογένειά της, γιατί στο παρελθόν για ένα διάστημα τους είχαν φιλοξενήσει σε ένα σπίτι που είχαν κληρονομιά από ένα συγγενή, όμως δεν την είχε πλησιάσει πριν την απόφαση να τη ζητήσει σε γάμο, γιατί ο πατέρας της ήταν αυστηρών αρχών και εκείνη πολύ σεμνή. Η Νίκη ήταν η πρώτη του αγάπη και η μοναδική στη ζωή του. Παντρεύτηκαν στις 21 Οκτωβρίου του 1956 και τα πρώτα χρόνια έμειναν στο πατρικό του Γιαννάκου με τους γονείς του και τα αδέρφια του.

Ο Γιαννάκος και η Νίκη αρραβωνιασμένοι

Στιγμή από το γάμο τους

Το ζευγάρι απέκτησαν τρία παιδιά, το Χρήστο (ή αλλιώς Τάκη Ψηλό) το 1957, τον Κώστα το 1958 και τη Γιάννα το 1961. Έτσι, ο Γιαννάκος πραγματοποίησε την επιθυμία του να αποκτήσει πρώτα δύο αγόρια που να είναι κοντά στην ηλικία, για να μεγαλώσουν μαζί, και μετά από λίγα χρόνια ένα κορίτσι, για να ολοκληρωθεί η ευτυχία τους. Όπως ήταν εκείνος με τα αδέρφια του. Επίσης, έχτισαν δικό τους σπίτι κοντά στην πλατεία του χωριού, στο οικόπεδο όπου κάποτε είχαν φιλοξενήσει την οικογένεια Παπαντωνίου και μετακόμισαν εκεί.

Και ο Γιαννάκος με τη Νίκη υπήρξαν θαυμάσιοι γονείς. Πράοι, γλυκομίλητοι, με κατανόηση, ποτέ δε χρειάστηκε να φωνάξουν ή να σηκώσουν χέρι στα παιδιά τους, τα άφησαν ελεύθερα να φτιάξουν τη ζωή τους όπως ήθελαν εκείνα, στηρίζοντας πάντα κάθε τους επιλογή, ακόμα κι αν δεν την καταλάβαιναν, όπως όταν ο Κώστας τους είπε ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος και η μητέρα του απλώς αναρωτήθηκε αν αυτό είναι πραγματική δουλειά! Μόνο χαρούμενες στιγμές θυμούνται τα παιδιά τους. Ούτε μεταξύ τους δε μάλωναν. Η ανιψιά τους Χρυσούλα Αχτάρη (κόρη της Βιργινίας) θυμάται ότι ακόμα κι αν κάποιες φορές διαφωνούσαν όλος ο «καυγάς» τους ήταν η κουβέντα του Γιαννάκου «Ε, ρε Νίκη κι εσύ!», γι’ αυτό και απολάμβανε, όταν ήταν μικρή, να περνάει χρόνο στο σπίτι τους.

Κι έτσι πορεύτηκαν στη ζωή ο Γιαννάκος με τη Νίκη. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν, ο Χρήστος σπούδασε στη Ρουμανία και μετά από κάποια χρόνια δουλειάς στην Αθήνα επέστρεψε στην Ξάνθη, πάντα κοντά τους με πολλή αγάπη, ο Κώστας σπούδασε και δούλεψε ως δημοσιογράφος στην Αθήνα όπου ζει ακόμα, όπως και η Γιάννα, η οποία ακολούθησε στην πρωτεύουσα τον αδερφό της και έκανε επίσης μια πετυχημένη καριέρα. Μετά τα παιδιά τους το αγαπημένο ζευγάρι αξιώθηκαν να καμαρώσουν και τα εγγόνια τους, τέσσερα στο σύνολο, τα οποία συνεχίζουν την παράδοση της οικογένειας στην αξιοσύνη και την αρετή. Είναι ο Γιάννης και ο Θάνος, γιοι του Κώστα (Καρτάλη) και της Μαρίας (Παντσέλια), ο Γιάννης, γιος του Χρήστου (Καρτάλη) και της Γιαννούλας (Μαλάκη) και η Νίκη, κόρη του Τριαντάφυλλου (Ανδρικόπουλου) και της Γιάννας (Καρτάλη). Και τα εγγόνια χάρηκαν τους παππούδες τους, αφού οι γονείς τους φρόντιζαν να τους βλέπουν συχνά και για καιρό, ιδίως το καλοκαίρι, γιατί οι αναμνήσεις με τον παππού και τη γιαγιά είναι ανεπανάληπτες! Μέχρι και ωραία ταξίδια φρόντισαν τα παιδιά τους να οργανώσουν μαζί τους, για να χαίρονται κάθε στιγμή. Η μόνη πληγή που σημάδεψε τον καλόκαρδο Γιαννάκο ήταν η απώλεια του αγαπημένου του αδερφού τον Ιανουάριο του 1998 μετά από μια πολύ οδυνηρή μάχη με τον καρκίνο. Πρόσφατα, το Μάρτιο του 2023, έχασε και την αγαπημένη του Νίκη. Έχει όμως την αγάπη και την άριστη φροντίδα από τα παιδιά του, που είναι πάντα κοντά του, όπως του αξίζει.

Ο Γιαννάκος Καρτάλης είναι ένας γλυκός, τρυφερός, ευαίσθητος άνθρωπος (δεν είναι τυχαίο το όνομά του), που όλη του τη ζωή δούλευε για το καλό των άλλων. Υπομονετικός, πράος, μετριόφρων, πολύ εργατικός, όπως όλοι σ’ αυτήν την οικογένεια, αλλά και γλεντζές, έξυπνος, με εκλεπτυσμένο χιούμορ και αυτοσαρκαστική διάθεση. Ένας υπέροχος άνθρωπος που του αξίζουν τα καλύτερα!

Ο Δημητρός, η Βιργινία, ο Γιαννάκος. Τα τρία αγαπημένα αδέρφια, πριν φύγει από τη ζωή ο Δημητρός (δεκαετία 1990)

Ο Γιαννάκος και η Νίκη με την κόρη τους, Γιάννα, και την εγγονούλα τους, Νίκη (2006/7).

Εδώ με το Γιάννη, γιο του Τάκη του Ψηλού και τη μικρή Νίκη (2008/9).

Με τον μικρούλη Γιάννη, γιο του Κώστα (1991).

Ο Θάνος, ο δεύτερος γιος του Κώστα (1994)