Εν ολίγοις (συνοπτικά)
Η Ματθίλδη Παπαδάτου, η Ματίλντα, γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Αυγούστου του 1965. Οι γονείς της, ο Διονύσης Παπαδάτος και η Κλειώ Αγγελή, κατάγονται από τη Ζάκυνθο και τη Λέσβο αντίστοιχα, όμως παντρεύτηκαν και έζησαν στην Αθήνα, που ήταν και ο μόνος τόπος που γνώρισε καλά ως παιδί η Ματίλντα, αφού δεν είχε επαφή με τα δύο νησιά καταγωγής των γονιών της.
Η Ματίλντα είναι η σύζυγος του Χρήστου Καρτάλη, δηλαδή του Τάκη του Αμερικάνου, ο οποίος μεγάλωσε στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης. Το ζευγάρι γνωρίστηκαν στην Αθήνα παντρεύτηκαν και δημιούργησαν μια όμορφη, αγαπημένη οικογένεια. Η Νέα Κεσσάνη είναι το μόνο χωριό το οποίο γνώρισε η Ματίλντα και με το οποίο έχει κάποια σχέση.
Τα παιδικά χρόνια της Ματίλντα ήταν ήρεμα και αρμονικά, γεμάτα αγάπη, με μόνο πρόβλημα τη φιλάσθενη κράση της. Η εκπαίδευση που έλαβε ήταν πολύ αξιόλογη, ενώ από μικρή έδειξε τη μεγάλη της αγάπη για τα βιβλία. Οι γονείς της δούλευαν πολλές ώρες στο συμβολαιογραφικό γραφείο τους και όταν δεν την πρόσεχε η γιαγιά της Μαριγώ (μητέρα της μαμάς της), η Ματίλντα βρισκόταν μαζί τους και μεγαλώνοντας τους βοηθούσε. Δεν ήθελε όμως να ακολουθήσει το επάγγελμά τους ∙ έτσι επεδίωξε και πέτυχε να περάσει στη σχολή Γαλλικής Φιλολογίας, λόγω της αγάπης της για τη Γαλλία, αν και στην πορεία ανακάλυψε ότι περισσότερο ακόμα την ενδιέφερε ο κλάδος της Ψυχολογίας.
Το 1990, σε ηλικία 25 ετών, γνώρισε μέσω κοινών φίλων το Χρήστο Καρτάλη, με τον οποίο την ένωσε η αληθινή αγάπη και το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Οκτώβριο του 1992. Το 1995 γεννήθηκε ο γιος τους, Δημήτρης, και το 1996 η κόρη τους, Κλειώ. Το 1998 έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του Χρήστου, ο οποίος είχε μεγάλη αδυναμία στη νύφη του. Μεγάλη αγάπη και εκτίμηση τρέφουν και οι γονείς της Ματίλντα για τον γαμπρό τους και τα αισθήματα είναι αμοιβαία.
Το 1999 ο Χρήστος, στέλεχος πλέον της εταιρείας Bristol Myers Squibb, κλήθηκε να αναλάβει μια σημαντική θέση στην Ταϊλάνδη και τότε αρχίζει μια δημιουργική και πλούσια σε εμπειρίες (καλές και κακές) περίοδος στην καριέρα του και στη ζωή τους. Η Ματίλντα, που πάντα τον στηρίζει στις επιλογές του, τον ακολούθησε και στάθηκε βράχος για εκείνον και τα παιδιά τους μπροστά σε κάθε πρόκληση, αφού είχε αναλάβει αποκλειστικά όλες τις υποθέσεις των παιδιών και της οικογένειας, μιας και ο Χρήστος δούλευε ασταμάτητα. Στην Ταϊλάνδη έμειναν 3 χρόνια, μέχρι το 2002, και αγάπησαν τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ακολούθησαν δύο ευχάριστα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη (2002 – 2004) και τρία στο αγαπημένο της Παρίσι (2004 – 2007).
Το 2007 ο Χρήστος αποφάσισε να φύγει από την ΒΜS και να ξεκινήσει σχεδόν από την αρχή την καριέρα του στην Ελλάδα. Στην πατρίδα έμειναν για 6 χρόνια, ως το 2013, και μετά πήραν μια ακόμα μεγάλη απόφαση, να φύγουν και πάλι προς κάποια από τις χώρες της Ανατολής που είχαν αγαπήσει. Τελικά, σήμερα βρίσκονται στο Ντουμπάι, γεγονός που τους ικανοποιεί πλήρως, γιατί χαρακτηριστικό του τόπου είναι το υψηλό βιοτικό επίπεδο και το αίσθημα ασφάλειας.
Η Ματίλντα είναι ένας χαρισματικός, βαθιά καλλιεργημένος και ευαίσθητος άνθρωπος. Ταυτόχρονα είχε και έχει τη δύναμη να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες και τις προκλήσεις, να βρίσκει λύσεις σε προβλήματα, να διατηρεί τις ισορροπίες και να παίρνει τις ορθολογικά σωστές αποφάσεις. Με το Χρήστο Καρτάλη είναι το ιδανικό ζευγάρι και η οικογένεια που δημιούργησαν είναι αξιοζήλευτη. Δικαίως καμαρώνουν τα παιδιά τους που συνεχίζουν την αξιοθαύμαστη οικογενειακή παράδοση.
Εν πολλοίς (λεπτομερώς)
Εισαγωγικά
Η Ματθίλδη Παπαδάτου, γνωστή σε όλους ως Ματίλντα, γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Αυγούστου του 1965. Οι γονείς της, ο Διονύσης Παπαδάτος και η Κλειώ Αγγελή, κατάγονται από τη Ζάκυνθο και τη Λέσβο αντίστοιχα, γνωρίστηκαν όμως (στον κοινό εργασιακό τους χώρο, ένα συμβολαιογραφικό γραφείο) και δημιούργησαν την οικογένειά τους στην Αθήνα. Η Αθήνα ήταν και ο μόνος τόπος που γνώρισε καλά ως παιδί η Ματίλντα, αφού δεν είχε επαφή με τα δύο νησιά καταγωγής των γονιών της, λόγω των οδυνηρών συνθηκών υπό τις οποίες εκείνοι τα είχαν εγκαταλείψει.
Η Ματίλντα είναι η σύζυγος του Χρήστου Καρτάλη, δηλαδή του Τάκη του Αμερικάνου, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης. Το ζευγάρι γνωρίστηκαν στην Αθήνα, μέσω κοινών φίλων (όταν εκείνος μετά τις σπουδές του στην Αμερική εργαζόταν στην πρωτεύουσα), παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1992 και δημιούργησαν μια αρμονική και αγαπημένη οικογένεια. Η Νέα Κεσσάνη είναι το μόνο χωριό το οποίο γνώρισε η Ματίλντα και με το οποίο έχει κάποια σχέση.
Πρώτα παιδικά χρόνια
Η Ματίλντα είναι μοναχοπαίδι, μοναχοκόρη, πράγμα που έχει τα θετικά και τα αρνητικά του ∙ οι γονείς της, δύο πολύ αξιόλογοι και τρυφεροί άνθρωποι, τη λατρεύουν, όμως (όπως η ίδια δηλώνει) στα νεανικά της χρόνια υπήρξαν κάπως αυστηροί μαζί της. Ίσως ένας λόγος για την πολύ στενή επίβλεψη υπό την οποία μεγάλωσε να ήταν η μονίμως εύθραυστη υγεία της, όταν ήταν παιδί. Μάλιστα, η Ματίλντα θεωρεί ότι χρωστάει τη ζωή της στον παιδίατρός της, ο οποίος έπρεπε να μετακινείται κάθε μέρα με τη συγκοινωνία από την Ακαδημία όπου έμενε, στο Περιστέρι όπου εκείνοι ζούσαν, μόνο και μόνο για να τη δει. Ένα χαρακτηριστικό γεγονός, ένδειξη του πόσο φιλάσθενη ήταν μικρή, είναι ότι μία χρονιά χρειάστηκε να παραμείνει στο σπίτι λόγω κάποιας ίωσης στις 28 Οκτωβρίου και κατάφεραν να τη βγάλουν αγκαλιά στην αυλή μόλις την 1η Μαΐου! Βασικά το πρόβλημά της ήταν οι αμυγδαλές της, που προκαλούσαν λοιμώξεις με πολύ υψηλό πυρετό, ώσπου τις αφαίρεσε και συνήλθε.
Πέρα από την ταλαιπωρία των πολλών ασθενειών της, μια από τις πρώτες αναμνήσεις της Ματίλντα αφορά ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός από την περίοδο της χούντας. Θυμάται ότι η γιαγιά της είχε πάρει έναν τενεκέ για αποθήκευση λαδιού, τον άδειασε, άναψε φωτιά και άρχισε να καίει βιβλία. Αυτό βεβαίως δεν το έκανε οικειοθελώς, απεναντίας υπέφερε, γιατί αυτή η πράξη ήταν απολύτως αντίθετη προς το χαρακτήρα και τις αριστερές ιδέες της. Ο φόβος ήταν που την ανάγκασε να εξαφανίσει με αυτόν το δραματικό τρόπο τα βιβλία απαγορευμένων για την εποχή συγγραφέων, όπως ο Λουντέμης, ο Καζαντζάκης, ο Ντοστογιέφσκι. Η Ματίλντα πιστεύει ότι αυτό το γεγονός την επηρέασε υποσυνείδητα, ώστε να θεωρεί το βιβλίο κάτι ιερό. Άλλωστε είναι λάτρης της λογοτεχνίας και δεν ζει χωρίς να διαβάσει μια μέρα. Της αρέσει τόσο πολύ το διάβασμα, ώστε όπου κι αν πάει, έχει πάντα μαζί της κάνα δυο βιβλία, σε τσάντες και βαλίτσες, έτσι για ώρα ανάγκης. Σχετικά με τις προτιμήσεις της, δεν την ενδιαφέρουν πολύ τα ιστορικά, τα πολιτικά βιβλία, τα οικονομικά, ή αυτά που αφορούν τις νέες τεχνολογίες, δηλαδή αυτά που είναι εξειδικευμένα. Λατρεύει τη λογοτεχνία, πεζογραφία και ποίηση. Αγαπημένος της πεζογράφος είναι ο Μενέλαος Λουντέμης και ποιητής ο Κωνσταντίνος Καβάφης (από Έλληνες).
Πάντως όσον αφορά τα παιδικά χρόνια της, η Ματίλντα θυμάται ότι πέρασαν ήρεμα. Ήταν ένα ήσυχο, καλόβολο, υπάκουο παιδάκι, το οποίο είχε μόνο πρόβλημα με την ασθενή κράση του και κατά τα άλλα δεν δημιουργούσε προβλήματα.
Όταν επρόκειτο να πάει στο σχολείο (5-6 ετών) η οικογένεια μετακόμισε από το Περιστέρι στο Παγκράτι και η μικρή Ματίλντα ξεκίνησε να φοιτά στα «Σύγχρονα Εκπαιδευτήρια Μαρίας Χουρδάκη», ένα ιδιωτικό σχολείο στη νέα Σμύρνη, που ήταν πράγματι σύγχρονο και προοδευτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Για παράδειγμα, δε φορούσαν ποδιές από τότε. Είχανε βέβαια μια ξεχωριστή ενδυμασία, αλλά όχι τη χαρακτηριστική ποδιά της εποχής. Επίσης κάνανε μάθημα πέντε μέρες την εβδομάδα, ενώ τότε ήταν υποχρεωτικό και το Σάββατο για τα δημόσια σχολεία. Για την ακρίβεια, τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο το Σάββατο, αλλά δεν έκαναν μαθήματα ∙ ασχολούνταν με εναλλακτικές και δημιουργικές δραστηριότητες, όπως μουσική, θέατρο, ζωγραφική, καλλιτεχνικά κτλ, οι οποίες συνέβαλλαν στην ευρύτερη καλλιέργεια των μαθητών και προήγαν την αγωγή τους. Επίσης, οι δασκάλες ήταν όλες φιλικές, με φιλελεύθερες και προοδευτικές ιδέες, εντελώς διαφορετικές από το πρότυπο της αυστηρής δασκάλας της εποχής. Ήταν πράγματι ένα πολύ ωραίο σχολείο και η Ματίλντα έχει από αυτό πολύ καλές αναμνήσεις.
Από τη μαθητική της ζωή το γεγονός που θυμάται έντονα δεν έχει σχέση με το σχολείο της, αλλά με τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο το 1973. Παρ’ όλο που ήταν μόνο 8 ετών, η εμπειρία αυτή έχει χαραχτεί βαθιά στη μνήμη της ως μια οδυνηρή ανάμνηση. Για την ακρίβεια ήταν λίγο μετά την εξέγερση των φοιτητών εναντίον της Χούντας και τα σχολεία ήταν κλειστά λόγω της γενικής αναστάτωσης που είχε επέλθει και φυσικά της βίας από το καθεστώς που είχε επικρατήσει. Επειδή ήταν πολύ μικρή και δεν μπορούσαν να την αφήσουν στο σπίτι, οι γονείς της, οι οποίοι πάντα δούλευαν ατελείωτες ώρες, την είχαν πάρει μαζί τους στο συμβολαιογραφείο. Άλλωστε αυτό έκαναν σε όλες τις γιορτές και τις αργίες, όταν δεν μπορούσε να την κρατήσει η γιαγιά. Η κατάσταση όμως στο κέντρο της πρωτεύουσας ήταν πολύ άσχημη ∙ το καθεστώς προσπαθούσε να «επιβάλει την τάξη» με τα όπλα, πολίτες συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν ή και σκοτώνονταν εν ψυχρώ και ο φόβος κυριαρχούσε. Εκείνη την ημέρα είχανε ξεκινήσει διαδηλώσεις και ακούγονταν από παντού πυροβολισμοί, ενώ είχαν βγει τα άρματα στους δρόμους. Τα δακρυγόνα γέμιζαν τον αέρα και συχνά αναμιγνύονταν με το νερό από τις Αύρες που εκτοξευόταν στους διαδηλωτές.
Οι γονείς της Ματίλντα κατάλαβαν ότι έπρεπε να φύγουν από το γραφείο τους και από το κέντρο και αποφάσισαν να πάνε με τα πόδια στο σπίτι τους, που τότε ήτανε στα σύνορα του Βύρωνα με το Παγκράτι. Ξεκίνησαν από την Ομόνοια και χρειάστηκε να περπατήσουν σαν κυνηγημένοι σχεδόν το γύρο της Αθήνας, καθώς προσπαθούσαν να αποφύγουν τις ταραχές. Κάποια στιγμή μπήκαν στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, για να βρουν ένα πρόχειρο καταφύγιο από τις βιαιότητες που εκτυλίσσονταν μπροστά τους. Τότε η Ματίλντα αισθάνθηκε την πόρτα πίσω της να ανοίγει και ένα χέρι να την τραβάει μέσα στο κτίριο. Ήταν μια κυρία, η οποία λυπήθηκε το μικρό παιδί και το έβαλε μέσα στην πολυκατοικία μέχρι να περάσουν οι Αύρες. Οι γονείς της έμειναν απ’ έξω, περίμεναν λιγάκι να διαλυθούν τα δακρυγόνα και μετά πήραν τη μικρή και συνέχισαν το δρόμο τους, περνώντας δίπλα από σπίτια ερμητικά κλειστά, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι, οι άνθρωποι φοβόντουσαν και δεν άνοιγαν εύκολα την πόρτα τους. Μετά από πέντε ώρες αγωνιώδες περπάτημα έφτασαν ασφαλείς, αλλά σοκαρισμένοι και ταλαιπωρημένοι στο σπίτι τους.
Είναι γεγονός ότι οι γονείς της Ματίλντα περνούσαν περισσότερο χρόνο στο γραφείο τους παρά στο σπίτι. Γιατί δούλευαν ασταμάτητα. Δεν είχαν ημέρα, ούτε νύχτα. Τα συμβολαιογραφεία γενικά είχαν (και έχουν ακόμα και σήμερα) πολύ φορτωμένο και αυστηρό πρόγραμμα και το ζεύγος Παπαδάτου, ως ευσυνείδητοι και εργατικοί άνθρωποι, ήθελαν πάντα να είναι άψογοι απέναντι στους πελάτες τους, όμως αυτό είχε ένα κόστος στην καθημερινότητά τους. Κι επειδή δούλευαν μαζί, έχοντας συχνά και το κοριτσάκι τους κοντά τους, έφταναν στο σημείο ακόμα και τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά να κάθονται στο γραφείο μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο πατέρας της Ματίλντα ήθελε η κόρη του να συνεχίσει το επάγγελμά του και να γίνει κι εκείνη συμβολαιογράφος. Ωστόσο, η ίδια δεν είχε καθόλου αυτήν την πρόθεση, αφού το αντικείμενο αυτό δεν της ταίριαζε και κυρίως την είχε κουράσει πριν καν ξεκινήσει. Γιατί καθώς μεγάλωνε, άρχισε να βοηθάει τους γονείς της στη δουλειά, αρχικά βάζοντας σφραγίδες και κόβοντας χαρτόσημα, ενώ αργότερα πηγαίνοντας σε δημόσιες υπηρεσίες για κάποια τυπικά έγγραφα. Γρήγορα λοιπόν κατάλαβε ότι δεν ήθελε όλη της τη ζωή να κάνει αυτό το πράγμα. Η επιθυμία της έγινε σεβαστή. Άλλωστε η αγάπη, ο σεβασμός και η κατανόηση ήταν πάντα χαρακτηριστικά της οικογένειάς τους.
Αγαπημένοι συγγενείς
Η Ματίλντα γνώρισε μόνο τους γονείς της μαμάς της. Αρχικά ζούσαν σε μια παραδοσιακή αυλή με δύο σπιτάκια, όπου στο ένα ζούσε εκείνη με τους γονείς της και στο άλλο ο παππούς Γιώργος Αγγελής, η γιαγιά Μαρία και τα τρία ανύπαντρα αδέρφια της μητέρας της. Ο παππούς Γιώργος ήταν ένας άνθρωπος πολύ ιδεολόγος, πολύ γλεντζές, πολύ έξω καρδιά και πολύ δοτικός. Ήθελε να βοηθήσει όλο τον κόσμο, να δώσει και την ψυχή του για τους άλλους. Η Ματίλντα θυμάται ότι λέγανε χαρακτηριστικά πως στην κατοχή πολλές φορές άφηνε την οικογένειά του νηστική, για να δώσει το φαγητό που είχε σε οικογένειες που είχαν παιδιά και πεινούσαν περισσότερο. Πέθανε πλήρης ημερών και εν τέλει ικανοποιημένος από τη ζωή του, γιατί είδε τα παιδιά του να είναι καλά και να προκόβουν. Η γιαγιά Μαρία ή Μαριγώ, όπως τη λέγανε, ήτανε επικεφαλής της οικογένειας. Από αυτήν εξαρτιόνταν όλα. Η Ματίλντα τη θυμάται πολύ καλά, γιατί εκείνη τη μεγάλωσε, αφού την φρόντιζε όσο δούλευαν οι γονείς της, δηλαδή νυχθημερόν, όπως όλοι τότε. Η Μαριγώ ήτανε μια σκληρή γυναίκα, πολύ δυνατή, πολύ δυναμική για την εποχή της. Μάλιστα φαινόταν τελείως αντίθετη με τον παππού, σε σημείο να αναρωτιέται κανείς πώς ταιριάξανε ∙ πάντως ήταν ένα αγαπημένο αντρόγυνο.
Ένα άλλο πρόσωπο που επηρέασε βαθιά τη Ματίλντα ήταν ο αδερφός της γιαγιάς της, ο παππούς Σάββας, τον οποίο γνώρισε σε μεγάλη ηλικία, γιατί εκείνος ζούσε στη Μυτιλήνη τον περισσότερο καιρό. Και αυτός ήταν αριστερός και ιδεολόγος. Ήταν ένας πάρα πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Είχε πολεμήσει σε όλους τους πολέμους, Μικρασιατικό, Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο, είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο, είχε τραυματιστεί σοβαρά κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως ποτέ δε διεκδίκησε χρηματική αποζημίωση (σύνταξη), ως βετεράνος ανάπηρος πολέμου. Έλεγε μάλιστα: «Εγώ ό,τι έκανα, το έκανα για την πατρίδα, όχι για τα λεφτά!».
Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο αγωνιζόταν ως απλός στρατιώτης και μια φορά έσωσε κάποιον συστρατιώτη και συναγωνιστή του κουβαλώντας τον στην πλάτη του. Η γενναιότητα και η αλληλεγγύη που επέδειξε τότε του βγήκε σε καλό αργότερα στη Μακρόνησο, όπου τον είχανε στείλει. Σε μια τακτική επιθεώρηση όταν ακούστηκε το όνομά του, Σάββας Βεργής, ο στρατιώτης που τους διέταζε, τον κάλεσε να κάνει ένα βήμα μπροστά και τον ρώτησε αν κατάγεται από την Καλλονή Λέσβου ∙ ο Σάββας πίστεψε τότε ότι αυτό ήταν και το τέλος του, όμως έκανε λάθος. Ο στρατιώτης εκείνος ήταν ο γιος του συναγωνιστή του τον οποίο είχε σώσει κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ήθελε να τον ανταμείψει για το καλό που είχε κάνει στον πατέρα του. Για την ακρίβεια τον πήρε παράμερα και, αφού του συστήθηκε, του είπε χαμηλόφωνα: «Τώρα εγώ θα κάνω ότι σε χτυπάω και εσύ θα κάνεις ότι πονάς» κι έτσι τον έσωσε.
Ακόμα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αξιωματικός, παρ’ όλο που ήταν τραυματισμένος και είχε χάσει μέρος της παλάμης και τα δάκτυλά του, προσπάθησε ώστε μέχρι και ο τελευταίος στρατιώτης του να είναι ασφαλής, να βρει στέγη, να βρει κάπου να μείνει και μόνο στο τέλος φρόντισε τον εαυτό του. Και πάλι η ζωή τον αποζημίωσε για την αυτοθυσία του ∙ όταν χρόνια αργότερα ο γιος του σπούδαζε νομική και έπρεπε να κάνει δήλωση μετανοίας, γιατί ήταν αριστερός, ένας καθηγητής του τον βοήθησε να πάρει το πτυχίο του, γιατί ήταν συγγενής με έναν από τους φαντάρους που ο Σάββας είχε φροντίσει ως αξιωματικός το 1940. Ο Σάββας Βεργής ήταν ένας αφανής ήρωας. Πέθανε κι αυτός πλήρης σε ημέρες και σε χαρές, κοντά στην οικογένεια, στα παιδιά και στα εγγόνια του.
Δυστυχώς, η Ματίλντα δε γνώρισε τους γονείς του πατέρα της, γιατί έφυγαν από τη ζωή πολύ νέοι. Ο πατέρας της γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Είχε τέσσερα αδέρφια και μαζί τους έμενε η γιαγιά του και η αδερφή του πατέρα του, η θεία Γιοβάννα. Στη διάρκεια της κατοχής έμειναν μόνο τα τρία από τα αδέρφια, ενώ η μαμά τους έζησε για λίγο καιρό μετά και έφυγε κι εκείνη, ταλαιπωρημένη από τις κακουχίες και την ψυχική οδύνη που είχε υποστεί. Η Ματίλντα θυμάται ότι αποκαλούσε «γιαγιά» τη γυναίκα του αδερφού του παππού της, την Κατερίνα Πατίρη. Ήτανε η χαρακτηριστική φιγούρα της γιαγιάς, μικροκαμωμένη και λεπτούλα, με το μαγκουράκι της, που δεν άκουγε καλά, αλλά είχε τόσο γλυκιά ψυχή, τόσο καλή καρδιά, που σπάνια συναντά κανείς. Είχε δύο κόρες, την Αγγέλικα και τη Μαρίκα και φώναζε τη Ματίλντα «Μετίρντε», γιατί έτσι λέγανε τη γιαγιά της στη Ζάκυνθο. Η ανάμνησή της γιαγιάς Κατίνας είναι ακόμη πολύ ζωντανή μέσα της. Αυτές οι γυναίκες και τα αδέρφια του πατέρα της είναι και οι μόνοι συγγενείς που γνώρισε η Ματίλντα από τη Ζάκυνθο.
Γιατί ο πατέρας της έφυγε πολύ νέος από το νησί, όταν εκείνος ήταν 18 ετών, ο ένας αδερφός του λίγο πιο μεγάλος και ο μικρός γύρω στα 15 – 16. Στην Αθήνα μέσα από πολλές αντιξοότητες σπούδασε στη νομική. Ένα δραματικό γεγονός που απέτρεψε τον πατέρα της Ματίλντα από το να έχει σχέση με τη Ζάκυνθο ήταν ο μεγάλος σεισμός που ισοπέδωσε το νησί το 1953 μαζί με μια καταστροφική πυρκαγιά. Από το πατρικό σπίτι, το οποίο είχε στην πρόσοψή του 18 κουφώματα, απέμεινε μόνο 1,5 κουταλάκι του γλυκού! Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική και έκοψε κάθε δεσμό που θα μπορούσε να έχει ο Διονύσης Παπαδάτος με τη γενέτειρά του.
Οι γονείς της Ματίλντα είχαν και έχουν αρμονικές σχέσεις με τα αδέρφια τους. Η μητέρα της είχε τρία αδέρφια: το Γιάννη, τη Βάνα και τη Νούλα. Ο Γιάννης ζει στην Αμερική, όπου έχει κάνει τη δική του οικογένεια και είναι καλά. Έφυγε κι αυτός κατά την περίοδο της χούντας, λόγω του αριστερού ιστορικού του ∙ είχε τότε ένα μικρό παιδί και φοβόταν μήπως τον συλλάβουν ή τον εξορίσουν. Κρατάει όμως επαφή με την πατρίδα και τους οικείους του. Η Νούλα από την άλλη δεν παντρεύτηκε ποτέ και έμενε μαζί με την οικογένεια της αδερφής της τον περισσότερο καιρό. Η Βάνα δημιούργησε μια ωραία οικογένεια με δύο παιδιά, αγαπημένα ξαδέρφια για τη Ματίλντα, αλλά δυστυχώς έφυγε από τη ζωή νέα, γύρω στα 60, από καρκίνο.
Ο πατέρας της Ματίλντα είχε 2 αδέρφια. Ο μεγάλος του αδερφός, νονός της Ματίλντα, ο Αντώνης, ήταν ένας πάρα πολύ αξιόλογος άνθρωπος, δικηγόρος κι αυτός στο επάγγελμα. Είχε κάνει πολύ καλές σπουδές, είχε πολλές γνώσεις νομικής και, ενώ θα μπορούσε να έχει χτίσει μια καριέρα από τις λίγες, δεν εκμεταλλεύτηκε αρκετά τις γνώσεις του, γιατί του αρκούσε να κατέχει ο ίδιος την αλήθεια του Δικαίου και δεν τον ένοιαζε η άποψη των άλλων. Κι αυτός είχε πολύ μεγάλη αγάπη για τα βιβλία. Η βιβλιοθήκη που είχαν στο σπίτι τους κάλυπτε έναν τοίχο πάνω από 10μ. Ήξερε επίσης την αγάπη που είχε η ανιψιά του για τα βιβλία και γι’ αυτό της έκανε δύο πολύ χαρακτηριστικά δώρα, τα οποία η Ματίλντα δεν θα ξεχάσει ποτέ. Το πρώτο ήταν μάλλον στη γιορτή του πατέρα της, όταν ο θείος Αντώνης έφερε στη Ματίλντα μια κούτα από γάλατα εβαπορέ. Όταν η μικρή άνοιξε απορημένη την κούτα, αντίκρυσε με δέος κι ενθουσιασμό μια σειρά βιβλίων με τα Άπαντα του Μενέλαου Λουντέμη, τα οποία βεβαίως ξεκοκκάλισε σ’ ένα καλοκαίρι. Το δεύτερο δώρο ήταν πιο εντυπωσιακό ακόμα και της το χάρισε όταν πέρασε στο πανεπιστήμιο ∙ ήταν τα άπαντα του Μολιέρου σε χειρόγραφο! Πρόκειται για ένα θησαυρό που έχει η Ματίλντα χάρη στον καλό της θείο και νονό, που ήταν αληθινός λάτρης των βιβλίων.
Ο μικρότερος αδερφός του πατέρα της, ο θείος Σπύρος ζει στην Αμερική. Η Ματίλντα τον γνώρισε μάλλον μεγάλη, επειδή ο Σπύρος είχε φύγει πολύ νέος, μικρό παιδί στην Αμερική. Αυτό ήταν πάντα και το παράπονό του, δηλαδή ότι οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί του δεν μπόρεσαν να τον κρατήσουν κοντά τους και τον στείλανε σε κάποιους συγγενείς στις Η.Π.Α. Δικαιολογημένο παράπονο, όμως η δύσκολη επιλογή του Διονύση και του Αντώνη να εξασφαλίσουν μια άνετη, ασφαλή ζωή για το μικρό τους αδερφό, έστω και τόσο μακριά τους ήταν ρεαλιστική και μάλλον αναπόφευκτη, αφού κι εκείνοι ήταν σχεδόν παιδιά, όταν έφυγαν από το νησί για την Αθήνα (γύρω στο 1948). Ήταν νεαροί φοιτητές, δούλευαν και οι δύο, για να επιβιώσουν και να σπουδάσουν, και δεν είχαν κανέναν να τους βοηθήσει. Ζούσαν σ’ ένα δωματιάκι σε μια αυλή με δέκα δωμάτια γύρω γύρω και ένα κοινό μπάνιο, όπως αυτά που βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες. Και όλο το δωμάτιό τους ήταν 2 μονά κρεβάτια με ένα τραπέζι στη μέση. Οι συνθήκες ήταν αποκαρδιωτικές και αν ο έφηβος τότε Σπύρος έμενε μαζί τους, θα στερούνταν όλα όσα έχει ανάγκη ένα παιδί σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία. Άλλωστε στην Αμερική τα κατάφερε πολύ καλά. Οι άνθρωποι στους οποίους πήγε τον φρόντισαν με αγάπη. Σπούδασε, προόδευσε και έγινε διευθυντής της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας στην Αμερική. Επίσης, δημιούργησε μια όμορφη οικογένεια, αφού παντρεύτηκε μια Ελληνίδα, μια Ζακυνθινιά και απέκτησε 2 παιδιά, το Στάθη και τη Μαρία, που είναι δύο θαυμάσιοι άνθρωποι και διατηρούν επαφή με την πατρίδα και την υπόλοιπη οικογένεια.
Είναι πλέον φανερό ότι η Ματίλντα έχει ένα ιδιαίτερο και πολύ αξιόλογο οικογενειακό υπόβαθρο και ότι είχε από μικρή πολύ υψηλά πρότυπα, τα οποία επηρέασαν βαθιά την πορεία της στη ζωή.
Γυμνάσιο και σπουδές
Στο σχολείο ήταν πάντα μια καλή μαθήτρια, χωρίς να αγωνιά για την πρωτιά. Της άρεσε το διάβασμα, οπότε οι καλές της επιδόσεις ήταν απλώς αποτέλεσμα της πνευματικής της καλλιέργειας και φυσικά της επιμέλειάς της. Μετά το δημοτικό τέθηκε το ερώτημα αν θα συνέχιζε σε κάποιο ιδιωτικό σχολείο ή όχι. Το ιδιωτικό σχολείο θα ήταν βολικό, εφόσον η Ματίλντα θα μετακινούνταν με το σχολικό λεωφορείο και το ωράριό της θα ήταν σταθερά πρωινό, ενώ των δημοσίων σχολείων ήταν πρωί – απόγευμα. Για τους γονείς όμως της Ματίλντα το θέμα ήταν περισσότερο ηθικής. Ήθελαν το παιδί τους να γνωρίσει την πραγματικότητα της κοινωνίας στην οποία μεγάλωνε, να ωριμάσει και να δυναμώσει παλεύοντας μέσα σ’ αυτήν. Έτσι, πήγε στο Γυμνάσιο Παγκρατίου, το οποίο είναι απέναντι από το άλσος. Φυσικά και εκεί τα πήγε καλά. Χρειάστηκε λίγο χρόνο στην αρχή, για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, όμως κατάφερε να κοινωνικοποιηθεί, παρ’ όλο που ήταν πάντα χαμηλών τόνων και λιγάκι εσωστρεφής και δημιούργησε καλές φιλίες τις οποίες διατηρεί ακόμα, όπως τη φιλία με τη Δήμητρα, την οποία γνώρισε στην πρώτη γυμνασίου και την Αννέτα.
Την πιο στενή φιλία όμως την ανέπτυξε με τρεις αδερφούλες, τη Ράνια, τη Μαρία και τη Γωγώ, οι οποίες μετακόμισαν με τους γονείς τους στην πολυκατοικία όπου έμενε η Ματίλντα λίγο πριν ξεκινήσει το Γυμνάσιο. Αυτή η φιλία είναι αδελφική. Χαρακτηριστικά η Ματίλντα λέει ότι βιολογικά αδέρφια δεν απέκτησε, όμως το κενό το αναπλήρωσαν άριστα τα τρία κορίτσια του παπά Βασίλη, που κι εκείνος έλεγε ότι δεν έχει τρεις κόρες, αλλά τέσσερις. Από 11 χρονών οι τέσσερις φίλες ήταν συνέχεια μαζί. Κάθε μέρα, στο ίδιο σχολείο, στην ίδια τάξη, πολλές φορές στο ίδιο τμήμα, μετά μαζί στο πανεπιστήμιο, στην ίδια σχολή, ειδικά με τη μία που αργότερα έγινε νονά της κόρης της, ήταν πάντα μαζί ∙ συχνά φορούσαν και τα ίδια ρούχα, τις ίδιες ποδιές, που έραβε η μαμά των κοριτσιών, η Πηγή. Ακόμα και διακοπές πέρασαν πολλές μαζί, γιατί οι γονείς της Ματίλντα δούλευαν ασταμάτητα και δεν μπορούσαν να απολαύσουν πολυήμερα ταξίδια. Κάποιες φορές μόνο έφευγαν για 3-4 μέρες, έκαναν κάποια σύντομα ταξίδια στη Χίο, τη Σαντορίνη, την Κέρκυρα, αλλά κατά κανόνα ακόμα και τα καλοκαίρια δούλευαν διαρκώς. Έτσι, η Ματίλντα έκανε τα μπάνια της παρέα με την οικογένεια του παπά Βασίλη. Μια αγαπημένη της στιγμή ήταν όταν η κ. Πηγή έφτιαχνε ένα ταψί γεμιστά, έπαιρνε τη φέτα και το φρέσκο ψωμάκι και μετά το μπάνιο πήγαιναν όλοι μαζί για πικ νικ στον Διόνυσο. Συνεχίζουν λοιπόν τα κορίτσια να είναι πάρα πολύ καλές φίλες και θα είναι για πάντα. Και παρ’ όλο που τις χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα, όποτε βρίσκονται είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Κάπως έτσι ομορφαίνει η ζωή.
Μετά το Γυμνάσιο, τέθηκε το ζήτημα σε ποια σχολή θα σπούδαζε η Ματίλντα. Από την αρχή εκείνη είχε αποκλείσει τη Νομική, παρ’ όλο που ο πατέρας της θα ήθελε να συνεχίσει η κόρη του το επάγγελμά του. Πάντως αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να σπουδάσει στην Αθήνα, σε όποια σχολή κι αν ήθελε, γιατί μόνη της στην επαρχία δεν ήταν διατεθειμένος να τη στείλει. Ήθελε να έχει υπό τη στοργική προστασία και υπό την επίβλεψή του τη μονάκριβη κόρη του, την οποία είχε αναθρέψει με αυστηρές αρχές και αξίες και είχε φροντίσει να είναι μετριόφρων και συνετή παρά την οικονομική άνεση και την ανώτερη κοινωνική τους θέση.
Η Ματίλντα λοιπόν αγαπούσε τα Γαλλικά και την γοήτευε η χώρα της Γαλλίας. Έτσι, μπήκε στο τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας στην Αθήνα, όμως βίωσε μεγάλη απογοήτευση από το επίπεδο της σχολής. Πήγαινε στα μαθήματα, περνούσε στις εξετάσεις, όμως συμβατικά και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η μεγάλη αλλαγή συνέβη στο τέταρτο έτος, όταν γνώρισε έναν καθηγητή, τον Ντίνο Σιδερίδη, από τον οποίο είχε ζητήσει βοήθεια για κάποια μαθήματα. Ήταν ένας πολυμαθής και βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος, με ποικίλες σπουδές στην ιατρική, στη φιλοσοφία κ.α., ο οποίος κατάφερε να της ξυπνήσει το ενδιαφέρον για εμβάθυνση στο αντικείμενο των σπουδών της πέρα από τα στεγανά της σχολής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συνεχίσει με ένα μεταπτυχιακό στη θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν στη Γαλλία, για το οποίο βέβαια λίγοι γνωρίζουν. Επίσης, της ξύπνησε το ενδιαφέρον για την ψυχολογία και κάποια χρόνια μετά έδωσε εξετάσεις και πέρασε σε μια σχολή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γαλλίας και πάλι, όμως αναγκάστηκε να σταματήσει στο δεύτερο έτος. Κι αυτό, γιατί ενώ η φοίτηση μπορούσε να γίνει δι’ αλληλογραφίας, ήταν υποχρεωτικό μία φορά το χρόνο να δίνει εξετάσεις αυτοπροσώπως στη σχολή και στο δεύτερο έτος δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στη Γαλλία, επειδή ήταν έγκυος στο γιο της και λόγω κάποιων επιπλοκών στην εγκυμοσύνη έπρεπε να παραμείνει κλινήρης. Πάντως, η ψυχολογία είναι ένας τομέας ο οποίος άρχισε να την ενδιαφέρει από τον καιρό που ήταν ακόμα στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο και έκαναν κάποια μαθήματα σχετικά, και μάλιστα η Ψυχολογία στην Εκπαίδευση, όμως δεν επέτρεψαν οι συγκυρίες να ασχοληθεί όπως ήθελε.
Μια άλλη συγκυρία που επηρέασε πολύ τη ζωή της ήταν η κακή της σχέση με τη γλώσσα των Αγγλικών. Όπως όλα τα παιδάκια, έτσι και η Ματίλντα ξεκίνησε αρχικά να μαθαίνει ως ξένη γλώσσα τα Αγγλικά, όμως γρήγορα τα μίσησε και της ήταν σχεδόν αδύνατον να τα μάθει. Εστίασε λοιπόν αμέσως μετά στα Γαλλικά που τα αγαπούσε και της ταίριαζαν. Τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί ξανά με τα Αγγλικά στα 18 της, ώριμη πια και συνειδητοποιημένη. Στο φροντιστήριο των Αγγλικών που πήγε γνώρισε και έγινε καλή φίλη με την Έφη Καράβα κι αυτή ήταν μια πολύ σημαντική γνωριμία, γιατί αργότερα η Έφη έγινε ο συνδετικός της κρίκος με τον Χρήστο Καρτάλη, τον άνδρα της.
Η γνωριμία και η σχέση με το Χρήστο Καρτάλη
Η Έφη είναι πολύ καλός άνθρωπος, πολύ αγνή ψυχή και η Ματίλντα θεωρεί πολύτιμη τη φιλία τους. Γι’ αυτό όταν στα τέλη Οκτωβρίου του 1990 η καλή της φίλη, που ήταν έγκυος και είχε κι ένα μικρό παιδί, της ζήτησε να τη βοηθήσει για ένα τραπέζι που είχε κανονίσει ο άνδρας της, ο Κώστας, με ζευγάρια (υποτίθεται) συναδέλφους, εκείνη δεν μπορούσε να της αρνηθεί. Πού να φανταστεί ότι το σκηνικό ήταν στημένο, για να τη γνωρίσουν μ’ ένα καλό παιδί, συνάδελφο του άνδρα της Έφης στη Johnson and Johnson, γιατί πίστευαν ότι είναι ταιριαστοί! Μάλιστα, η Έφη της ζήτησε να πάει την ώρα του φαγητού, για να βοηθήσει στο σερβίρισμα και μετά στην καθαριότητα.
Πρόθυμη και αλληλέγγυα πάντα η Ματίλντα κατέφθασε στο σπίτι των φίλων της φορτωμένη με όλα τα απαραίτητα και εκεί είδε ότι καλεσμένος ήταν ένας, ο Χρήστος Καρτάλης, αλλά δεν πονηρεύτηκε αμέσως. Στα δέκα λεπτά της γνωριμίας τους η οικοδέσποινα τους ζήτησε να πάνε για λίγο στο υπνοδωμάτιο, γιατί έπρεπε να κοιμίσει το μικρό της γιο, ο οποίος αρνούνταν να ησυχάσει όσο έβλεπε ότι υπάρχει παρέα και δράση στο σπίτι. Μόλις μπήκαν λοιπόν στο υπνοδωμάτιο και έκλεισε η πόρτα, ο Χρήστος επιστράτευσε όλη τη γοητεία του και της είπε: «Είδες; 10 λεπτά γνωριζόμαστε και είμαστε ήδη στην κρεβατοκάμαρα!». Η αλήθεια είναι ότι η Ματίλντα δεν εκτίμησε αμέσως το θάρρος και το χιούμορ του. Άλλωστε είχε ακόμα την εντύπωση ότι οι φίλοι της είχαν καλέσει ζευγάρια και ότι σύντομα θα κατέφθανε και η σύζυγος του Χρήστου!
Μετά το δείπνο η Έφη της εξήγησε ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως τα φανταζόταν και ότι ο γοητευτικός φίλος τους που της γνώρισαν ήταν ελεύθερος και είχε πολύ καλές και πολύ ξεκάθαρες προθέσεις για εκείνη. Πράγματι ο Χρήστος στο τέλος της βραδιάς είχε πει στο φίλο του, τον Κώστα, «Εγώ αυτήν την κοπέλα θα την παντρευτώ». Οπότε ουσιαστικά ο Χρήστος δεν της έκανε ποτέ πρόταση γάμου, γιατί εξ αρχής θεωρούσε δεδομένη την κατάληξη της γνωριμίας τους. Αυτό θα πει «έρωτας με την πρώτη ματιά»!
Επειδή όμως η Ματίλντα δεν ήταν εξ αρχής το ίδιο αποφασισμένη και η ενθουσιώδης άνεση του Χρήστου την είχε λίγο τρομάξει, η γνωριμία προχώρησε κάπως διστακτικά∙ στην αρχή έβγαιναν παρέα με τους κοινούς τους φίλους και χρειάστηκε λίγος καιρός για να νιώσει άνετα και να βγουν οι δυο τους μόνοι. Από ‘κει και πέρα όμως η Ματίλντα κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο άνθρωπός της. Όπως η ίδια τονίζει, τον εκτίμησε βαθιά ως άνθρωπο, γιατί από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι ο Χρήστος πάταγε πολύ γερά στα πόδια του. Ήξερε τι ήθελε από τη ζωή, παρ’ όλο που ήταν νέος, 28-29 χρονών, είχε στόχους, είχε φιλοδοξίες, είχε όνειρα. Και είχε τη θέληση και τη δύναμη να τα πετύχει όλα. Μαζί της ήτανε πολύ ξεκάθαρος από την πρώτη στιγμή και της άνοιξε την καρδιά του. Της μίλησε για τα χρόνια στην Αμερική, για τις δυσκολίες που πέρασε για να φτάσει εκεί που έφτασε, για το πόσο προσπάθησε, ώστε να αποδείξει την αξία του, αφού ήταν απλά ένα παιδί από κάποιο χωριό, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, χωρίς ένα όνομα πίσω του, στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί. Επίσης, της ξεκαθάρισε από την αρχή ότι η δουλειά του και η καριέρα του ήτανε η ζωή του και του έδιναν ζωή. Και σιγά σιγά τον αγάπησε. Παρ’ όλο που για εκείνη δεν ήταν έρωτας από την πρώτη ματιά, κάποια στιγμή κατάλαβε ότι: «αν είναι ο Χρήστος μέσα σε ένα δωμάτιο, για μένα δεν υπάρχει κανένας άλλος! Όλοι οι άλλοι είναι πολύ μικροί, πολύ λίγοι, για να είναι δίπλα μου».
Τους γονείς της τους γνώρισε πολύ γρήγορα ∙ άλλωστε δεν είχε λόγο να καθυστερεί. Ήταν πολύ ξεκάθαρο από την αρχή το τι επιθυμούσε από τη σχέση τους. Και οι γονείς της πραγματικά είδαν αυτά που είχε δει κι εκείνη. Ήταν πολύ άμεσος και πολύ ντόμπρος μαζί τους. Βέβαια, η πρώτη εκείνη συνάντηση ήταν λίγο δύσκολη, καθώς ο μπαμπάς Διονύσης ήταν παραδοσιακά αυστηρός, όσον αφορά τις γνωριμίες της κόρης του. Η Ματίλντα θυμάται χαρακτηριστικά ότι στα 21 της, όταν πήγαινε στο Φροντιστήριο Αγγλικών Χαμπάκη, ο πατέρας της την «πέρασε από ανάκριση», επειδή της είχε τηλεφωνήσει ένας συμμαθητής της από το τμήμα ενηλίκων όπου φοιτούσε, για να του δώσει τα μαθήματα που είχε χάσει λόγω ασθένειας, με ερωτήσεις του τύπου: «Με ποιο δικαίωμα και από που βρήκε το τηλέφωνο μας και σε πήρε στο σπίτι αυτός ο νεαρός; Και πήρε την άδειά μου για να τηλεφωνήσει στο σπίτι;». Ο χαρακτήρας όμως του Χρήστου και το ήθος του δεν άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης, ούτε καν από τον αυστηρό πατέρα. Ήταν ξεκάθαρος μαζί τους. Οπότε τον δέχτηκαν και τον δέχτηκαν με αγάπη, γιατί αμέσως είδαν ότι ήταν ένα καλό, ηθικό και άξιο παιδί, με αρχές, με αξίες, με όνειρα, που αγαπούσε πραγματικά τη μοναχοκόρη τους.
Κατόπιν, ήρθαν στην Αθήνα οι γονείς του Χρήστου, ο Δημητρός και η Φωτούλα Καρτάλη, για να γνωρίσουν τα συμπεθέρια, αλλά και για να δώσει ο κ. Διονύσης στην κόρη του την άδεια να ταξιδέψει με τον καλό της στο χωριό του (στη Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης), και να γνωρίσει ολόκληρο το σόι του, στο γάμο του αδερφού του, Σάκη, με τη Βαγγελίτσα Μπλιούμη. Ήταν Πάσχα του 1991, όλοι την υποδέχθηκαν με αγάπη και όλα πήγαν θαυμάσια! Μάλιστα, ήταν η πρώτη επαφή της Ματίλντα με κάποιο χωριό και της άρεσε πολύ, όπως και η πόλη της Ξάνθης για τους ανθρώπους της, τη διασκέδαση και τη ζωντάνια της.
Με τους γονείς του Χρήστου η Ματίλντα είχε εξ αρχής πολύ καλή σχέση. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να ζήσει τον πεθερό της πολλά χρόνια, γιατί λίγο αφότου γνωρίστηκαν, ξεκίνησαν τα σοβαρά προβλήματα υγείας του. Πρόλαβε όμως να εκτιμήσει τις αρετές του∙ ο Δημητρός Καρτάλης ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος που γνώρισε ποτέ. Δεν είχε τυπική μόρφωση, είχε όμως υψηλή παιδεία και οξεία αντίληψη, ώστε να μπορεί να σταθεί ισότιμα και να συζητήσει εποικοδομητικά με οποιονδήποτε για οποιοδήποτε θεμα. Η Ματίλντα τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε τόσο, ώστε να πιστεύει ότι αν ζούσε ο Δημητρός, η παρουσία του θα τους είχε κάνει καλύτερους ανθρώπους.
Κι εκείνος όμως της είχε αδυναμία. Και εμπιστοσύνη. Όταν αρρώστησε, έμενε στο σπίτι τους στην Αθήνα 6, 7 μήνες το χρόνο, γιατί έκανε εκεί τις θεραπείες του. Μετά την πρώτη του εγχείρηση δεν έτρωγε, αν δεν ήταν η Ματίλντα στο νοσοκομείο μαζί του κι αν δεν τον τάιζε εκείνη. Ήτανε Μεγάλη Πέμπτη. Όταν βγήκε από την εντατική, ο Δημητρός δεν ήθελε να φάει με τίποτα, αρνιότανε, πρώτον γιατί ήταν δύσκολος στο φαγητό και δεύτερον γιατί το πρώτο του γεύμα μετά την ταλαιπωρία της εγχείρησης θα ήταν φιδές. Ο γιατρός και η πεθερά της είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σ’ εκείνη, για να τον καταφέρει να φάει κάτι. Μάλιστα η πεθερά της την περίμενε με αγωνία μπροστά στο ασανσέρ να γυρίσει από τις υποχρεώσεις της σε βαφτιστήρια, για να τον αναλάβει εκείνη, αφού κανέναν άλλον δεν άκουγε. Η Ματίλντα πήγε κρυφά στα μαγειρεία, παρακάλεσε τους μαγείρους να στραγγίσουν το πολύ ζουμί από το φιδέ, για να μη φαίνεται ότι είναι σούπα, του το έφερε στο δωμάτιο και τον κατάφερε να φάει, πείθοντάς τον με τον γλυκό της τρόπο ότι ήταν ζουμερά μακαρόνια.
Γενικά, η Ματίλντα ήταν η μόνη που είχε εξειδικευθεί τόσο στο ζήτημα της διατροφής του πεθερού της. Είχε βρει διάφορα τεχνάσματα, για να καταναλώνει τις τροφές που υποδείκνυαν οι γιατροί λόγω των προβλημάτων του και τις οποίες κανονικά εκείνος αρνούνταν να φάει. Προς το τέλος προσπαθούσαν να του δίνουν όσο περισσότερη χαρά μπορούσαν. Έφτασαν στο σημείο να του παίρνουν ένα ψητό κοτόπουλο που του άρεσε ιδιαίτερα από ένα ψητοπωλείο στη γειτονιά τους στην Αθήνα, να αγοράζουν εισιτήριο και να του το στέλνουν αεροπορικώς, για να το παραλάβει ο Σάκης από το αεροδρόμιο και να του το φέρει, να χαρεί, έστω κι αν έτρωγε μόνο τρεις μπουκιές, αφού παραπάνω δεν μπορούσε έτσι κι αλλιώς.
Ο Δημητρός λάτρευε τα εγγόνια του! Όσα πρόλαβε να γνωρίσει, δηλαδή. Ήταν η ζωή του και έλαμπε από ευτυχία όταν τα είχε κοντά του, αλλά τα παιδιά του Χρήστου και της Ματίλντα δεν πρόλαβε να τα χαρεί πολύ ∙ όταν έφυγε, η Κλειώ ήταν 1 έτους και ο Δημήτρης 3. Επίσης, είχε πηγαίο χιούμορ. Μια φορά που ήταν η Ματίλντα στο σπίτι στο χωριό (είχαν έρθει για γιορτές) και εκείνος καθόταν στο μεγάλο τραπέζι και έριχνε πασιέντζες, τη φώναξε κοντά του και της λέει: «Κόρη μου ξέρεις να ρίχνεις πασιέντζες;», «Δεν ξέρω» του απάντησε εκείνη, «Έλα δω, να σε μάθω να ρίχνεις πασιέντζες, γιατί με τον άντρα που βρήκες θα περάσεις πολλές ώρες μόνη σου!». Ο στοργικός πεθερός ήξερε ότι η δουλειά του γιου του θα τον κρατούσε συχνά μακριά από το σπίτι του και ήθελε να προειδοποιήσει την καλή του νύφη.
Και με την πεθερά της η Ματίλντα έχει μια ειλικρινή σχέση αγάπης. Στην αρχή λιγάκι δυσκολεύτηκαν λόγω των διαφορετικών συνηθειών και αντιλήψεών τους, όμως, όπως τονίζει η Ματίλντα, ποτέ δεν της έλειψε η αγάπη. Ο αδερφός του Χρήστου, ο Σάκης, υπήρξε ένας θαυμάσιος κουνιάδος. Είναι ένα παιδί έξω καρδιά, πρόσχαρος, δοτικός, άξιος, αφοσιωμένος στην οικογένειά του και πιστός στην εντολή του πατέρα του να είναι τα δύο αδέρφια πάντα αγαπημένα.
Η οικογενειακή ζωή
Ο Χρήστος και η Ματίλντα λοιπόν παντρεύτηκαν στις 24 Οκτωβρίου του 1992 στην Αθήνα και ξεκίνησαν μια αρμονική και δημιουργική κοινή πορεία. Η Ματίλντα αφοσιώθηκε πλήρως στην οικογένειά της. Πριν το Χρήστο δούλευε σε κάποια εταιρεία, όπου και γνώρισε μια καλή της φίλη, η οποία την είχε παροτρύνει να προχωρήσει μαζί του και αργότερα έγινε η νονά του γιου τους, την Ελενα. Στη δουλειά αυτή ήταν καλά, όμως επειδή ήθελε να κάνει κι άλλα πράγματα που απαιτούσαν χρόνο, όπως να πάρει δεύτερο πτυχίο, αναγκαστικά σταμάτησε γρήγορα. Όταν αποφάσισαν με το Χρήστο να κάνουν οικογένεια, έπρεπε να πάρουν μια μεγάλη απόφαση για το ποιος θα συνέχιζε να δουλεύει, εφόσον αν είχαν και οι δύο ένα ωράριο 8 π.μ. – 9 μ.μ., θα ήταν αδύνατον να ανοίξουν σπίτι. Και αποφάσισαν να σταματήσει εκείνη και να εστιάσει στις ανάγκες της οικογένειας και τα ενδιαφέροντά της στον ελεύθερο χρόνο της. Βέβαια, για ένα διάστημα δούλεψε ως καθηγήτρια σε σχολείο και κυρίως έκανε πολλά ιδιαίτερα μαθήματα. Της άρεσε περισσότερο η πιο άμεση επαφή με το κάθε παιδί και προσπαθούσε πάντα να βρίσκει παιδάκια που είχαν κάποιες ιδιαιτερότητες, ώστε να μπορέσει να τα βοηθήσει. Προσπαθούσε, δηλαδή, να κάνει μαθήματα σε παιδιά με προβλήματα δυσλεξίας, με κάποια μαθησιακή διαταραχή ή με κινητικά προβλήματα. Για παράδειγμα, για ένα διάστημα έκανε μάθημα σε ένα κοριτσάκι παραπληγικό που δεν μπορούσε ούτε καν να γράψει. Η προσφορά σε αυτά τα παιδιά της γέμιζε την καρδιά.
Τα παιδιά του ζευγαριού, ο Δημήτρης και η Κλειώ, ήρθαν λίγα χρόνια μετά το γάμο τους (το ’95 και το ’96 αντίστοιχα), γιατί η Ματίλντα δυστυχώς έχασε το πρώτο παιδάκι που κυοφόρησε, γεγονός που της στοίχισε πάρα πολύ. Δεν το περίμενε, δεν είχε ακούσει για παρόμοιες περιπτώσεις και δεν είχε τύχει ποτέ σε κάποιον από το περιβάλλον της, οπότε ήταν πρωτόγνωρη και οδυνηρή εμπειρία.
Εύλογα λοιπόν, η δεύτερη εγκυμοσύνη ήταν για εκείνη κάτι ιερό και ήταν διατεθειμένη να κάνει τα πάντα, προκειμένου να πάνε όλα καλά. Και πράγματι, είχε και πάλι κάποιες επιπλοκές και χρειάστηκε να μείνει στο κρεβάτι για επτά ολόκληρους μήνες, αφού οι οποιεσδήποτε μετακινήσεις μπορεί να οδηγούσαν σε ακόμη μία αποβολή. Ήταν τόσο κρίσιμη η κατάσταση, ώστε, όταν έπρεπε ο γιατρός να τη δει, της τηλεφωνούσε, τη ρωτούσε αν αισθάνεται τις κινήσεις του παιδιού και εφόσον του απαντούσε θετικά, της ζητούσε να παραμείνει στο κρεβάτι και να μην πάει στο ιατρείο του. Ευτυχώς, η εγκυμοσύνη είχε αίσια εξέλιξη και η Ματίλντα έφερε στον κόσμο το γιόκα της, το Δημήτρη, στις 10 Φεβρουαρίου του 1995, την εποχή που ζούσαν στην Αθήνα και ο Χρήστος δούλευε στην εταιρεία Johnson and Johnson. Μάλιστα, ο Χρήστος ήταν παρών στη γέννα. Ο Δημήτρης ήταν ένα γλυκύτατο μωράκι ∙ όπως σχολιάζει η μαμά του ήταν από τα παιδιά που βλέπουμε στις διαφημίσεις. Ήταν όμως και δύσκολο παιδάκι (πάντα κατά τα λεγόμενα της μαμάς του). Ίσως κι εκείνη να έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα, γιατί φοβόταν υπέρ το δέον και φυσικά γιατί ήταν ακόμη πρωτάρα.
Σύντομα ήρθε και το δεύτερο παιδάκι της οικογένειας, η Κλειώ, η οποία γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1996 και έχει με τον αδερφό της 22 μήνες διαφορά. Η αλήθεια είναι ότι η Κλειώ ήρθε κάπως απρόσμενα, γιατί η Ματίλντα ήταν ακόμα ταλαιπωρημένη από την πρώτη εγκυμοσύνη και το ζευγάρι είχαν σκοπό να προχωρήσουν σε δεύτερο παιδί λίγο αργότερα, όμως αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια μπροστά στη χαρά που τους έδωσε ο ερχομός της. Και σε αυτήν την εγκυμοσύνη χρειάστηκε η Ματίλντα να παραμείνει κλινήρης, όμως αυτή τη φορά με την πρότερη πείρα και με περισσότερο θάρρος.
Επεισοδιακή ήταν όμως η γέννα της Κλειώς. Όπως λέει η μαμά της: «Η Κλειώ γεννήθηκε γιατί εγώ ήθελα να ζήσει». Γιατί αν άκουγε την τελευταία συμβουλή του γιατρού της και δεν επέμενε να προχωρήσει στη γέννα την ημέρα εκείνη, η Κλειώ δε θα ζούσε. Γιατί το μωρό ήταν μπλεγμένο με τον ομφάλιο λώρο και κανείς δεν το είχε δει, σε καμία εξέταση, μέχρι το τέλος. Όταν λοιπόν πήγε η Ματίλντα στο μαιευτήριο, ο γιατρός την εξέτασε και τη διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί θα γεννούσε άλλη μέρα. Όμως το δικό της ένστικτο της έλεγε ότι έπρεπε να μείνει και να γεννήσει το κοριτσάκι της, γιατί αλλιώς θα το έχανε. Όταν λοιπόν ήρθε η μαία, για να τη ρωτήσει τι επρόκειτο να συμβεί εκείνη της είπε αποφασιστικά: «Γεννάμε, γεννάμε, γεννάμε! Ετοίμασέ με!». Ο γιατρός απόρησε με την επιμονή της, της ξαναείπε ότι δεν είναι έτοιμη για γέννα, όμως εκείνη δεν άκουγε κουβέντα. Τελικά συμβούλεψε τον άνδρα της να την αφήσει να ηρεμήσει για κανένα δίωρο σε κάποιο δωμάτιο και μετά να γυρίσουν σπίτι τους. Ο δε Χρήστος είχε μια πολύ δύσκολη ημέρα στη δουλειά και μέσα στην παραζάλη του της είπε: «Φρόντισε να μη γεννήσεις σήμερα! Σήμερα δεν μπορώ!». Η απάντησή της; «Εγώ θα γεννήσω σήμερα! Εσύ κάνε ό,τι θέλεις».
Και το ένστικτο της μάνας δε λάθεψε. Όσο περίμενε στο δωμάτιο η Ματίλντα, ξεκίνησαν οι πόνοι. Και η Κλειώ γεννήθηκε ομαλά και ήταν ένα υγιέστατο κοριτσάκι, χάρη στο θάρρος και την αποφασιστικότητα της μαμάς της. Κάποια στιγμή μάλιστα, οι γιατροί είπαν στη Ματίλντα ότι και τα 2 παιδιά της γεννήθηκαν από τη θέλησή της να τα φέρει στον κόσμο. Γιατί και οι δύο εγκυμοσύνες ήταν πολύ επισφαλείς, ειδικά του Δημήτρη, ενώ η Κλειώ πιθανότατα θα γεννιόταν νεκρή, αν έφευγε από το μαιευτήριο εκείνη την ημέρα η μαμά της. Αφού λοιπόν όλα πήγαν καλά, ο ευτυχής – για δεύτερη φορά – πατέρας πρώτα τηλεφώνησε στην εταιρεία, για να ελέγξει αν όλα λειτουργούσαν όπως έπρεπε, και μετά στους γονείς του, για να τους ανακοινώσει το χαρούμενο νέο!
Έτσι ολοκληρώθηκε η όμορφη οικογένεια και εξίσου όμορφη ήταν η ζωή τους στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο Χρήστος δούλευε πολλές ώρες, πάρα πολλές ώρες, πράγμα που φυσικά δεν εκπλήσσει κανέναν, αφού η ακάματη εργατικότητα είναι το γνώρισμα κατατεθέν της οικογένειας Καρτάλη. Κι επειδή εκτός από εργατικός ήταν πάντα πολύ επιτυχημένος, εξασφάλιζε στην οικογένειά του όλα εκείνα τα μέσα και τα υλικά εφόδια, ώστε να ζουν άνετα και η Ματίλντα να έχει τη βοήθεια που χρειαζόταν στην απαιτητική καθημερινότητά της με δυο μωρά και τη μαμά της να εργάζεται και να μην μπορεί να της συμπαρασταθεί παρά μόνο ηθικά.
Το 1996 ήρθε η στιγμή που ο Χρήστος αποφάσισε να αλλάξει δουλειά, να φύγει από την Johnson & Johnson και να δεχτεί τη θέση που του πρότεινε μια άλλη μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία, την Bristol Myers Squibb. Η απόφαση αυτής της αλλαγής δεν ήταν εύκολη και αρχικά τους προκάλεσε αρκετό άγχος, όμως γρήγορα αποδείχθηκε ότι ήταν σωστή και τελικά τους βγήκε σε καλό. Γιατί η νέα θέση ήταν πολύ καλύτερη, με πολύ καλύτερες προοπτικές και πολύ καλύτερα χρήματα. Παρέμεναν βέβαια στην Ελλάδα και δεν άλλαξε τίποτα στον τρόπο ζωής τους, ο οποίος ούτως ή άλλως ήταν πάντα μετρημένος, με μια ήρεμη καθημερινότητα. Αυτό που πάντα απολάμβαναν ήταν τα ταξίδια, τόσο ως ελεύθερο ζευγάρι, όσο και αργότερα ως οικογένεια. Ακόμα και όταν τα παιδιά ήταν μωρά ταξίδευαν πολύ, σε πιο κοντινές βέβαια αποστάσεις.
Στην Ταϊλάνδη
Το 1999 ήρθε η στιγμή να πάρουν μια ακόμα μεγάλη απόφαση, για το αν θα μείνουν στην Ελλάδα ή θα φύγουν στο εξωτερικό λόγω της δουλειάς του Χρήστου. Η απόφαση ήταν δύσκολη για τη Ματίλντα. Γιατί ως μοναχοπαίδι αισθανόταν μεγάλη ευθύνη απέναντι στους γονείς της. Από την άλλη πλευρά, ήξερε ότι η δουλειά ήταν πολύ σημαντική για το Χρήστο και ότι αν δεν τον ακολουθούσε, αν τον εμπόδιζε έτσι να προχωρήσει όπως επιθυμούσε και όπως του άξιζε, θα τον έχανε και θα διαλυόταν η οικογένειά τους. Συνεπώς, από την πρώτη στιγμή γνώριζε τι έπρεπε να γίνει, όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό. Άλλωστε οι υπέροχοι γονείς της δεν την εμπόδισαν, αντιθέτως τους υποστήριξαν πολύ στην απόφαση που πήραν. Η νέα τους έδρα επρόκειτο να γίνει η Ταϊλάνδη και πρώτος έφυγε ο Χρήστος τον Αύγουστο του 1999. Πριν φύγει, η οικογένεια μετακόμισε εσπευσμένα στο σπίτι που είχαν φτιάξει στη Βαρυμπόμπη μαζί με τους γονείς της Ματίλντα. Το πλάνο ήταν να μείνει η Ματίλντα μαζί με τα παιδιά στο καινούριο σπίτι για λίγο καιρό, προκειμένου να το τακτοποιήσει και μετά να ακολουθήσει κι εκείνη τον άνδρα της στο μακρινό νησί της Ασίας. Όμως τα σχέδια άλλαξαν, γιατί την ημέρα που είχαν κανονίσει να έρθει συνεργείο, για να τους κάνει τη μετακόμιση από Ελλάδα στην Ταϊλάνδη, δηλαδή στις 7 Σεπτεμβρίου του ‘ 99, χτύπησε την Αθήνα ένας μεγάλος, καταστροφικός σεισμός και μάλιστα με επίκεντρο κοντά στο σπίτι τους! Ευτυχώς στάθηκαν τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, γιατί δεν έπαθαν τίποτα και το σπίτι έμεινε άθικτο. Χρειάστηκε όμως να μείνουν κάποιες ημέρες στο ύπαιθρο, από το φόβο των μετασεισμών και όταν τελικά η Ματίλντα με τα παιδιά έφυγαν για Ταϊλάνδη, δεν μπόρεσαν αν μεταφέρουν τα πράγματά τους, αλλά είχαν μαζί τους τα παιδιά από ένα μικρό τσαντάκι πλάτης και η Ματίλντα ένα σακ βουαγιάζ.
Ο Δημήτρης ήταν τότε 4,5 ετών και η Κλειώ 2,5. Η διαδρομή τους με το αεροπλάνο ήταν Αθήνα – Σιγκαπούρη και Σιγκαπούρη – Ταϊλάνδη. Ο Δημήτρης καθόταν σε θεσούλα δίπλα στη μαμά του κι εκείνη είχε την Κλειώ αγκαλιά, επειδή δεν είχαν καταφέρει να βρουν άλλο εισιτήριο. Το αστείο ήταν ότι ο μεγάλος γιος ήταν ήσυχος και υπάκουος, ενώ η μικρούλα Κλειώ, ανεξάρτητη και δυναμική από μωρό παιδί, έλεγε σε όλη τη διάρκεια της πτήσης: «Εγώ θέλω να γυρίσω σπίτι μου. Εμένα δεν με νοιάζει. Πες τους να ανοίξουν την πόρτα. Θέλω να κατέβω!». Αδίκως η μαμά της προσπαθούσε να τη συγκρατήσει. Εκείνη ήθελε να κατέβει και να γυρίσει στο σπίτι της.
Το δυναμικό ταπεραμέντο της Κλειώς είναι άλλωστε παροιμιώδες και φάνηκε από πολύ μικρή ηλικία. Όταν ήταν 1,5 έτους πήγαν μια εκδρομή μάλλον για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Καθώς λοιπόν ετοιμάζονταν να πάνε στη θάλασσα και η Ματίλντα προσπαθούσε να εξηγήσει κάτι στο Χρήστο, ενώ εκείνος διαφωνούσε φωνάζοντας, η μικρή, αλλά πολύ προχωρημένη για την ηλικία της, Κλειώ του είπε σοβαρά: «Μπαμπά σταμάτα! Όταν οι γυναίκες μιλούν, οι άνδρες ακούν και υπακούν!». Κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό ο Χρήστος! Από μέσα του όμως καμάρωνε, γιατί ήξερε ότι αυτόν τον φλογερό δυναμισμό τον είχε κληρονομήσει από εκείνον.
Αφού λοιπόν δεν κατάφερε η Κλειώ να γυρίσει το αεροπλάνο πίσω στην Αθήνα, έφτασαν στην Ταϊλάνδη και ξεκίνησε ένα νέο, συναρπαστικό κεφάλαιο στη ζωή της οικογένειας του Χρήστου και της Ματίλντα. Η ζωή τους εκεί φαινόταν ότι θα είναι πολύ καλή. Η εταιρεία τούς παρείχε ό,τι κι αν χρειάζονταν ή επιθυμούσαν. Ήταν άλλωστε η αποζημίωση που τους άξιζε, εφόσον είχαν εγκαταλείψει γονείς και πατρίδα και είχαν έρθει μόνοι τους με δύο μικρά παιδιά να ζήσουν σ’ έναν ξένο τόπο. Σίγουρα, το πρώτο διάστημα, μέχρι να προσαρμοστούν, ήταν λιγάκι δύσκολο, ειδικά για τη Ματίλντα.
Πρώτ’ απ’ όλα, το μέρος τούς ήταν παντελώς άγνωστο και η Ματίλντα ως επικεφαλής του νοικοκυριού και των παιδιών έπρεπε να βρει λύσεις σε θέματα του τύπου «από πού να πάρουμε ψωμί» ή «σε ποιον παιδίατρο να απευθυνθούμε;». Επίσης, για αρκετό καιρό είχε το φόβο μήπως χάσει τα παιδιά της κάπου στον ξένο τόπο και τα καημένα δε θα μπορούσαν ούτε σ’ έναν αστυνομικό να μιλήσουν, γιατί ήταν πολύ μικρά και δε μιλούσαν καμία ξένη γλώσσα. Μέχρι που ο Χρήστος σκέφτηκε να τους κάνουν τατουάζ ένα τηλέφωνο επικοινωνίας σε περίπτωση που χαθούν, αλλά η Ματίλντα απέρριψε την ιδέα να τα μαρκάρουν σαν μικρές αγελάδες. Τελικά βρήκαν κάτι καρτελάκια, τα οποία θα κρεμούσαν στο λαιμό των παιδιών με το όνομα και τη διεύθυνσή τους, αλλά τα παιδιά δεν τα φόρεσαν ποτέ, γιατί ένιωθαν μεγαλύτερη ανασφάλεια με αυτά. Ακόμα και τώρα θυμούνται ο Δημήτρης και η Κλειώ πως όταν αναγκαζόταν η Ματίλντα να τα πάρει μαζί της κάπου έξω, τα κρατούσε τόσο σφιχτά από τα χεράκια τους, επειδή φοβόταν τρομερά μην τα χάσει, ώστε τα πονούσε.
Μια άλλη αιτία φόβου και ανασφάλειας στην Ταϊλάνδη ήταν οι επιθετικές συμπεριφορές πολλών ντόπιων οι οποίοι θεωρούσαν το Χρήστο και την εταιρεία του υπεύθυνους για τις ελλείψεις που υπήρχαν στο κράτος σε φάρμακα για την αντιμετώπιση της τρομακτικής ασθένειας του Έιτζ, η οποία είχε έξαρση τότε. Μέχρι και απειλές για τη ζωή τους είχαν δεχθεί! Γιατί ο απλός λαός δε γνώριζε ότι η κυβέρνησή του δεν ήταν ικανή να συνεργαστεί με τις φαρμακευτικές εταιρείες, ώστε να προμηθευτεί τα αναγκαία φάρμακα. Πάντως η Ματίλντα για ένα διάστημα ζητούσε από τα παιδιά της να παίζουν σε συγκεκριμένο μέρος της αυλής, για να τα βλέπει ανά πάσα στιγμή και συχνά στεκόταν έξω από το σχολείο τους, για να ελέγχει αν είναι καλά και ασφαλή. Ευτυχώς με το πέρασμα ου χρόνου και την αποτελεσματική δουλειά του Χρήστου τα προβλήματα αυτά άρχισαν αν εξομαλύνονται και να ηρεμούν τα πράγματα.
Τέλος, ήταν δύσκολο όταν αρρώσταιναν τα μικρά και έπρεπε η Ματίλντα να κυνηγάει στην αυλή την ασυγκράτητη Κλειώ, για να της δώσει αντιπυρετικό, επειδή είχε 39 πυρετό, ή να παρηγορεί τον ευαίσθητο Δημήτρη, γιατί είχε δέκατα και «υπέφερε». Μία σημαντική παράμετρος ήταν η προστασία όλων, ειδικά των παιδιών, από τις ασθένειες που ήταν γνωστές για τους ντόπιους, αλλά άγνωστες και επικίνδυνες για τους Ευρωπαίους. Έτσι, χρειάστηκε να κάνουν ό,τι εμβόλιο υπήρχε και δεν υπήρχε, όχι μόνο αυτά που κάνανε στην Ελλάδα, αλλά ακόμα και για ασθένειες, όπως η γιαπωνέζικη εγκεφαλίτιδα. Τέλος πάντων, μετά από λίγο καιρό κατάφεραν και ισορροπήσανε σε όλους τους τομείς.
Ο Χρήστος με τη δουλειά του πήγαινε πάρα πολύ καλά και η οικογένεια μπορούσε να απολαμβάνει όλα τα αγαθά. Η οικονομική τους άνεση τους επέτρεπε να φέρνουν συχνά πυκνά τον τρυφερό παππού Διονύση και τις γλυκιές γιαγιάδες Φωτούλα και Κλειώ, για να χαίρονται εκείνοι τα εγγονάκια τους, για να μη χάσουν τα παιδιά την επαφή με την οικογένεια, αλλά και για να χρησιμοποιούν πιο εντατικά τα ελληνικά, ώστε να μην υπάρξει καμία πιθανότητα να αλλοιωθεί η μητρική τους γλώσσα, εφόσον ήταν πολύ μικρά όταν έφυγαν από Ελλάδα. Κι επειδή ήταν μεγάλο ταξίδι, οι παππούδες έμεναν δύο – τρεις μήνες κάθε φορά, όποτε και το ζευγάρι είχαν παρέα, κυρίως η Ματίλντα, που συχνά έμενε μόνη της, αφού ο Χρήστος δούλευε ασταμάτητα και ταξίδευε πολύ.
Τα παιδιά πήγαιναν πάντα σε αγγλόφωνο σχολείο στο οποίο και διδάχτηκαν άριστα την αγγλική γλώσσα, ενώ μέσα στο σπίτι μιλούσαν μόνο ελληνικά. Αυτή ήταν η οδηγία που τους είχαν δώσει στο σχολείο σχετικά με το πώς έπρεπε να μιλούν στα παιδιά, ώστε να τα διευκολύνουν στην καθημερινότητά τους στον ξένο τόπο. Μάλιστα τους είχαν τονίσει ότι δεν πρέπει να ανακατεύουν τις δύο γλώσσες όταν τους μιλούν στο σπίτι, γιατί υπήρχε κίνδυνος να τα μπερδέψουν. Ακολούθησαν λοιπόν τη σοφή συμβουλή και τα παιδιά έμαθαν να μιλούν άψογα και τη μητρική τους γλώσσα κα τη διεθνή αγγλική.
Έτσι, σε γενικές γραμμές όλοι θυμούνται με νοσταλγία τα τρία χρόνια που πέρασαν στην Ταϊλάνδη, και έχουν πολλές και όμορφες αναμνήσεις. Γι’ αυτό άλλωστε έχουν ταξιδέψει άλλες δύο φορές εκεί, για αναψυχή και τους αρέσει πολύ ο τόπος.
Στην Τουρκία
Μετά την Ταϊλάνδη και, ενώ το αρχικό σχέδιο ήταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, το σχέδιο άλλαξε και ήρθε η απόφαση να πάνε στην Τουρκία για δύο χρόνια. Επρόκειτο για ακόμα ένα δύσκολο βήμα, κυρίως για τη Ματίλντα. Για το Χρήστο δεν ήταν τόσο δύσκολο, γιατί από το ένα εργασιακό περιβάλλον πήγαινε σε ένα άλλο παρόμοιο, πολλές φορές και με τους ίδιους συναδέλφους και με παρόμοιους όρους, δηλαδή πολλά ταξίδια και ατέλειωτη δουλειά. Βέβαια, ενώ η Ματίλντα είχε ένα φόβο για το πώς θα μπορούσε να ενταχθεί στην κοινωνία της Τουρκίας, τελικά δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα, γιατί οι ντόπιοι τους αγκάλιασαν και τους καλοδέχτηκαν. Τα παιδιά συνέχισαν να φοιτούν στο Διεθνές Βρετανικό Σχολείο απρόσκοπτα, οπότε ούτε για εκείνα υπήρξε κάποια δραματική αλλαγή, ούτε ταλαιπωρήθηκαν κάπως. Το μόνο που τους έλειπε ήταν οι σταθεροί φίλοι, εφόσον δεν έμεναν κάπου μόνιμα, αλλά αυτό μάλλον το είχαν συνηθίσει.
Και στην Τουρκία υπήρξαν γεγονότα που έθεσαν σε κάποιο κίνδυνο την οικογένεια. Όταν ξεκίνησε η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, όλες οι αμερικανικές εταιρείες μπήκαν στο στόχαστρο. Και ο Χρήστος όχι μόνο δούλευε σε αμερικάνικη εταιρεία, ήταν ο Πρόεδρος των αμερικανικών φαρμακευτικών εταιρειών στην περιοχή. Αυτό τους είχε καταστήσει νούμερο ένα στόχο. Περισσότερο δηλαδή τη Ματίλντα και τα παιδιά, που έμεναν μόνιμα και μόνοι εκεί, ενώ ο Χρήστος διαρκώς ταξίδευε αναγκαστικά για τη δουλειά. Την είχε πάρει τηλέφωνο ο ίδιος ο πρόξενος της Ελλάδας στην Τουρκία και της είχε πει να έχει πάντα έτοιμα δύο σακ βουαγιάζ, το ένα με τα έγγραφά τους, κοσμήματα και κάποια ρούχα και στο άλλο φάρμακα και κάποια τρόφιμα. Αν χρειαζόταν, θα της τηλεφωνούσαν, για να την απομακρύνουν μαζί με τα παιδιά της από τυχόν κίνδυνο. Για δύο – τρεις μήνες η Ματίλντα κοιμόταν με τα δύο σακ βουαγιάζ έτοιμα διά παν ενδεχόμενο, μέσα στην ντουλάπα βέβαια, για να μην τα βλέπουν τα παιδιά και ανησυχούν.
Όταν πέρασε η μεγάλη αναστάτωση, ηρέμησαν τα πράγματα και μπόρεσαν να εστιάσουν στα θετικά της διαμονής τους στην Κωνσταντινούπολη. Σε γενικές γραμμές, στην Τουρκία έζησαν 2 χρόνια πολύ ωραία, με καλούς φίλους και την πατρίδα κοντά. Γενικά, πέρα από τις αντικειμενικές συνθήκες ο Χρήστος και η Ματίλντα φρόντιζαν να περνούν ήρεμα και ευχάριστα την καθημερινότητά τους όπου κι αν βρίσκονταν, ώστε να μεταδίδουν στα παιδιά τους τη θετική και αισιόδοξη διάθεσή τους και όχι ανασφάλειες και γκρίνιες.
Στη Γαλλία
Μετά την Τουρκία ακολουθεί η περίοδος στη Γαλλία από το 2004 έως το 2007. Προφανώς η Γαλλία για τη γαλλομαθή Ματίλντα ήταν ο παράδεισος! Λάτρευε το γεγονός ότι θα πήγαινε να ζήσει στη χώρα που θαύμαζε και της οποίας τη γλώσσα και τον πολιτισμό είχε σπουδάσει. Και πράγματι έζησαν πολύ ωραία χρόνια στο λαμπερό Παρίσι. Ήταν και τα παιδιά πιο μεγάλα, οπότε ήταν κι εκείνη κάπως πιο ήρεμη. Τα ταξίδια του Χρήστου συνεχίζονταν ∙ τον έβλεπαν τα Σαββατοκύριακα, ίσως και κάποια Δευτέρα ή Παρασκευή. Σε γενικές γραμμές όμως τα πράγματα ήταν πιο εύκολα στο Παρίσι. Το περιβάλλον ήταν πιο οικείο ως ευρωπαϊκό, ενώ η γειτονιά τους ήταν πολύ όμορφη, με γείτονες που είχαν επίσης ζήσει στο εξωτερικό, οπότε είχαν κοινές εμπειρίες και μια πιο διεθνή κουλτούρα. Μάλιστα είχαν την τύχη στο διπλανό σπίτι να ζει μια οικογένεια με 3 παιδάκια, με μπαμπά Γάλλο και μαμά Αγγλίδα, οπότε τα παιδάκια μιλούσαν τελεία αγγλικά, δηλαδή μπορούσαν να συνεννοούνται άνετα και να παίζουν με το Δημήτρη και την Κλειώ, που δε μιλούσαν ακόμη γαλλικά. Παράλληλα τα παιδιά έκαναν πιο εντατικά μαθήματα ελληνικών, πράγμα απαραίτητο, αφού το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωναν, κοινωνικό και σχολικό, ήταν ξενόγλωσσο.
Η αλλαγή στην καριέρα του Χρήστου
Πριν το επόμενο βήμα, το ζευγάρι έπρεπε και πάλι να πάρει μια μεγάλη απόφαση. Η εταιρεία είχε προτείνει στο Χρήστο να συνεχίσει την καριέρα του στην Αμερική, πράγμα που εκείνος απέρριψε κατηγορηματικά. Μια άλλη επιλογή ήταν η επιστροφή στην Ελλάδα, όπου όμως θα ξεκινούσε την καριέρα του από την αρχή. Το επέλεξαν όμως με την προσδοκία τα παιδιά να έχουν στενότερη επαφή με την πατρίδα και την κουλτούρα της, αλλά και γιατί ο Χρήστος επιθυμούσε βαθιά να δουλέψει και να προσφέρει στην Ελλάδα όπως δούλευε και πρόσφερε στις ξένες εταιρείες. Προσπάθησαν λοιπόν να στεριώσουν εδώ, όμως το περιβάλλον της ελληνικής αγοράς και οι αγκυλώσεις που την ταλανίζουν δεν επέτρεψαν στο Χρήστο να δουλέψει όπως ήξερε και όπως επιθυμούσε. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν ότι όλοι οι φίλοι κι οι γνωστοί τους είχαν μάθει να ζουν χωρίς την παρουσία τους και έπρεπε να ξαναμπούν και να εγκλιματιστούν ξανά, από το μηδέν, σαν να ήταν σ’ έναν ξένο τόπο. Ειδικά για τη Ματίλντα που έπρεπε μόνη της να συντονίσει τη νέα καθημερινότητα και τις επαφές τους το εγχείρημα ήταν αρκετά δύσκολο. Άλλωστε εκείνη ήταν εξ αρχής της άποψης να παραμείνουν μερικά ακόμη χρόνια στο εξωτερικό και μετά να επιστρέψουν οριστικά στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα λοιπόν έζησαν για τα επόμενα 6 χρόνια, έως το 2013. Τα παιδιά συνέχισαν το αγγλόφωνο, το βρετανικό σχολείο της πρεσβείας. Ήτανε ένα πολύ καλό σχολείο και τα παιδιά προόδευαν σταθερά, με πρόγραμμα και με αρχές, που τους δώσανε καλά εφόδια στη ζωή. Ο Δημήτρης δεν ήταν ποτέ το παιδί που διάβαζε πολύ. Δε χρειαζόταν δηλαδή, γιατί η ευφυία του τού επέτρεπε να μαθαίνει ό,τι χρειαζόταν με την πρώτη. Η Κλειώ, επίσης ευφυής, ήταν από μικρή βιβλιοφάγος σαν τη μαμά της. Απολάμβανε να διαβάζει ακόμα κι όταν οι υπόλοιποι κοιμούνταν.
Ο Δημήτρης τέλειωσε το σχολείο, με πολύ καλό βαθμό και ακολουθώντας την παραίνεση των γονιών του για σπουδές στην Ιατρική (με την προοπτική της επαγγελματικής αποκατάστασης) πέρασε σε ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο στην Ουγγαρία. Ξεκίνησε, όμως από την πρώτη στιγμή δεν του άρεσε καθόλου και σύντομα άλλαξε πορεία. Μάλιστα, είχε ήδη βρει την εναλλακτική που του άρεσε και τον είχαν ήδη δεχτεί, όταν ανακοίνωσε τις προθέσεις του στους γονείς του, οι οποίοι φυσικά δεν του έφεραν αντίρρηση. Έτσι, ξεκίνησε στο King’s College στην Αγγλία να σπουδάζει Οικονομική Γεωγραφία. Κάπου προς το τρίτο έτος κατάλαβε ότι το αντικείμενο αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και θέλησε να εμβαθύνει πέρα από το πλαίσιο της σχολής. Αφού πήρε το πτυχίο του δούλεψε 2 χρόνια, ένα στην Αγγλία και ένα στη Νότια Αφρική στην Πραιτόρια, πράγμα που ήταν μάθημα ζωής και του άνοιξε το δρόμο. για ένα πάρα πολύ καλό μεταπτυχιακό.
Η Κλειώ από μικρή ήξερε ότι ήθελε να γίνει δικηγόρος. Μάλλον έμοιασε τους δύο παππούδες της: ο Διονύσης συμβολαιογράφος και ο Δημητρός με αξεπέραστο αίσθημα δικαίου, το οποίο φάνηκε από μικρό παιδάκι ότι διέθετε η εγγονή. Όταν για παράδειγμα διαφωνούσε με τη μαμά της, ειδικά στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας, όταν οι διαφωνίες ήταν συχνές, η σταθερή επωδός της ήταν: «Αυτό δεν είναι δίκαιο!». Κατά τα τελευταία 2 χρόνια της Κλειώς στο σχολείο ήρθε μια άλλη μεγάλη αλλαγή στη ζωή της οικογένειας. Ο Δημήτρης είχε φύγει για σπουδές και ο Χρήστος για Ινδία. Η Ματίλντα έπρεπε να μείνει με τη μικρή στην Ελλάδα, μέχρι να τελειώσει κι εκείνη το σχολείο και να ξεκινήσει τις δικές της σπουδές, ώστε να φύγει και η Ματίλντα στο Ντουμπάι με τον άνδρα της. Ήταν μια πολύ απαιτητική και δύσκολη περίοδος για όλους, η οποία όμως πέρασε χωρίς σοβαρά προβλήματα.
Η Κλειώ λοιπόν τελείωσε το σχολείο με επιτυχία και αποφάσισε να πάει για σπουδές στη Νέα Υόρκη στο New York College στο Μανχάταν, με αντικείμενο τις πολιτικές επιστήμες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κάτι που την εξέφραζε πάρα πολύ. Βέβαια, ήταν μια δύσκολη απόφαση, ειδικά για τον μπαμπά της, που της έχει αδυναμία και δεν ήθελε καθόλου το κοριτσάκι του να πάει στην Αμερική, όμως είχε πάρει την απόφασή της. Ωστόσο, κατάφερε και έκανε τον πρώτο χρόνο στη Γαλλία, όπου και τελειοποίησε τα Γαλλικά της. Μετά πήγε για μεταπτυχιακό στην Αγγλία και πέτυχε κι εκεί.
Η Ματίλντα δικαίως καμαρώνει για τα παιδιά της, στα οποία δηλώνει ότι υπήρξε αρκετά αυστηρή, πράγμα όμως που μάλλον τους βγήκε σε καλό. Ο Δημήτρης μοιάζει εξωτερικά στον μπαμπά του και εσωτερικά στη μαμά του. Είναι πιο συνεσταλμένος, πιο συναισθηματικός, πιο ήπιος και συζητήσιμος. Η Κλειώ μοιάζει εξωτερικά τη μαμά της και εσωτερικά τον μπαμπά της. Έχει φλογερό ταπεραμέντο, ισχυρά πιστεύω και αδάμαστη θέληση. Και οι δύο νέοι έχουν υψηλές ηθικές αρχές και αξίες, δύναμη και αποφασιστικότητα. Άλλωστε, στην οικογένεια υπήρχε πάντα ισορροπία και σταθερότητα, ακόμα και κατά τις στιγμές των συγκρούσεων.
Ο Δημήτρης τώρα δουλεύει στην Αγγλία, πολύ και επιτυχώς, και είναι παντρεμένος με μια κοπέλα από την Ινδία, που γνωρίζονταν από το πανεπιστήμιο σαν φίλοι. Πρόκειται για μια όμορφη και γλυκιά κοπέλα με την οποία η Ματίλντα έχει μια ζεστή και υγιή σχέση (όπως τονίζει, δεν είναι η κλασική πεθερά). Η Κλειώ μετά το μεταπτυχιακό της στην Αγγλία παρέμεινε και δουλεύει εκεί στο τμήμα προσωπικού μιας μεγάλης εταιρείας, ασχολείται και με νομικά θέματα και είναι ικανοποιημένη με τη ζωή της.
Η Ματίλντα πιστεύει ότι τα παιδιά της δεν θα έρθουν ποτέ να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, γιατί έχουν χτίσει τις ζωές τους στο εξωτερικό. Βέβαια, επισκέπτονται τη χώρα μας, έρχονται κάποιες φορές στο χωριό, στη Νέα Κεσσάνη, τους αρέσει πολύ, είναι πολύ κοντά με τα ξαδέρφια τους, με τους θείους και λοιπούς συγγενείς, αλλά για λίγο, αφού οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις δεν τους αφήνουν την πολυτέλεια του χρόνου.
Όσον αφορά την απόφαση να συνεχίσει την καριέρα του ο Χρήστος στο Ντουμπάι, αυτή πάρθηκε γιατί η Σιγκαπούρη, που ήταν η άλλη πιθανή επιλογή, φαινόταν δυσπρόσιτη και γιατί είχαν επισκεφτεί το Ντουμπάι ως ταξιδιώτες και τους άρεσε πολύ. Είναι ένας πολύ ωραίος και ασφαλής τόπος για να ζήσει κανείς και είναι εύκολα τα ταξίδια από και προς αυτόν. Οπότε τώρα ζουν εκεί τα τελευταία 8 χρόνια. Η Ματίλντα αισθάνεται ότι πλέον εκεί είναι το σπίτι τους και η ζωή τους είναι όμορφη και άνετη. Ο φιλικός κύκλος τους περιλαμβάνει αρκετούς Έλληνες, αλλά διάφορες συνθήκες έχουν περιορίσει τις στενές κοινωνικές επαφές.
Ως οικογένεια και όσο τα παιδιά τους ακολουθούσαν, ο Χρήστος και η Ματίλντα φρόντιζαν να πηγαίνουν όλοι μαζί όμορφα ταξίδια, είτε σε νέα μέρη, είτε σε αυτά που είχαν ζήσει στο παρελθόν. Ο σκοπός ήταν να διευρύνουν τους γνωστικούς και πνευματικούς ορίζοντες των παιδιών και να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες τους.
Από ψυχαγωγία, η Ματίλντα αγαπάει πολύ το διάβασμα και της αρέσει η μουσική, κυρίως η κλασική, και το θέατρο. Ίσως στο μέλλον επιστρέψουν στην Ελλάδα, όμως το ιδανικό για εκείνη θα ήταν να ζουν έξι μήνες εδώ και τους υπόλοιπους έξι να τους μοιράζουν στα παιδιά τους, στα ταξίδια και στο Ντουμπάι Όνειρό της είναι ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, ένα μικρό εξοχικό.
Η Ματίλντα είναι ένας χαρισματικός, βαθιά καλλιεργημένος και ευαίσθητος άνθρωπος. Ταυτόχρονα είχε και έχει τη δύναμη να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες και τις προκλήσεις, να βρίσκει λύσεις σε προβλήματα, να διατηρεί τις ισορροπίες και να παίρνει τις ορθολογικά σωστές αποφάσεις. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο του αγαπημένου άνδρα της : «Αν δεν είχα μια καλή οικογενειακή ζωή, δε θα μπορούσα να καταφέρω πολλά από αυτά που κατάφερα». Με το Χρήστο Καρτάλη είναι το ιδανικό ζευγάρι και η οικογένεια που δημιουργήσανε είναι αξιοζήλευτη. Δικαίως καμαρώνουν τα παιδιά τους που συνεχίζουν την αξιοθαύμαστη οικογενειακή παράδοση.