Εν ολίγοις (συνοπτικά)

Ο Χρήστος Καρτάλης, γιος του Δημητρού Καρτάλη και της Φωτούλας Σταυρακάρα, γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1962 στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης και έχει έναν αδερφό, το Σάκη Καρτάλη. Από το χωριό έφυγε 18 ετών, για να σπουδάσει στην Αμερική, όπως από μικρός επιθυμούσε, γι’ αυτό είναι σε όλους γνωστός πίσω στο χωριό ως “Τάκης ο Αμερικάνος”.

Τα παιδικά του χρόνια στο χωριό ήταν χαρούμενα και ξέγνοιαστα. Κυρίαρχη μορφή στην οικογένεια ήταν ο παππούς του, Χρήστος Καρτάλης, ο οποίος συντόνιζε όλες τις αγροτικές εργασίες και την καθημερινότητά τους. Οι γονείς του Τάκη, Δημητρός και Φωτούλα, δούλευαν ασταμάτητα, για να παρέχουν στα δύο παιδιά τους όλα τα αγαθά που είχαν ανάγκη, όμως η μεγαλύτερη μέριμνά τους ήταν η αγωγή και η μόρφωσή τους. Οι γονείς του, πάρα τις αρχικές τους αντιρρήσεις, υποστήριξαν την επιθυμία του Τάκη να φύγει για σπουδές στην Αμερική, όταν τελείωσε το Λύκειο, το 1980.

Στην Αμερική έμεινε μέχρι το 1988 και σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και μάρκετινγκ, πρώτα στο κολλέγιο Haverhill  Community College (για δύο χρόνια) και μετά στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, όπου έκανε και το μεταπτυχιακό του. Παράλληλα με τις σπουδές του δούλευε σε ελληνικές πιτσαρίες, για να ενισχύει τα οικονομικά του. Επίσης, από μικρός ασχολούνταν με τον αθλητισμό και στην Αμερική ιδιαίτερα με την πυγμαχία.

Μετά το μεταπτυχιακό του επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου πήγε στρατό και μετά από ένα διάστημα αναζήτησης, βρήκε δουλειά στην εταιρεία Πλαστικων με Εδρα την Αθηνα, την “Κρις Παν”. Ως φιλόδοξος άνθρωπος, συνέχισε να αναζητά την εξέλιξη και σύντομα προσελήφθη στην εταιρεία Johnson & Johnson, όπου γρήγορα καταξιώθηκε και εξελίχθηκε. Επίσης, στο διάστημα αυτό, το 1990, γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, τη Ματίλντα Παπαδάτου, με την οποία παντρεύτηκε το 1992 και απέκτησε δύο υπέροχα παιδιά, το Δημήτρη το 1995 και την Κλειώ το 1996. Δυστυχώς, το 1998 έχασε τον αγαπημένο του πατέρα, Δημητρό (σε ηλικία 66 ετών), μετά από χρόνια μάχης με τον καρκίνο.

Επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν η πρόσληψή του το 1996 από την εταιρεία Bristol Myers Squibb. Στην ΒΜS επίσης γρήγορα καταξιώθηκε και το 1999 βρέθηκε στη Ταϊλάνδη ως Γενικός Διευθυντής της περιοχής της Ινδοκίνας. Η δουλειά του εκεί ήταν πολύ επιτυχημένη και οι συνθήκες ζωής, με τις πλούσιες παροχές της εταιρείας, πολύ ευχάριστες. Η οικογένεια αγάπησε τη χώρα και τους ανθρώπους της.

Ακολούθησαν δύο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη (2002 – 2004) και τρία στη Γαλλία (2004 – 2007). Κατά την παραμονή του στο Παρίσι συνέγραψε το εξαιρετικά επιτυχημένο βιβλίο του με τίτλο «The Performance Cockpit» (εκδόσεις Παπασωτηρίου), πολύτιμο εγχειρίδιο για πολλούς μελλοντικούς manager.

Μετά τη Γαλλία, ο Τάκης πήρε τη μεγάλη απόφαση να φύγει από την BMS και να κάνει μια νέα αρχή στην καριέρα του τώρα πια στην Ελλάδα. Εδώ δούλεψε για τις εταιρείες Lavipharm και BAUSCH HEALTH και κατόπιν πήρε μαζί με τη Ματίλντα μια ακόμη μεγάλη απόφαση, να φύγουν από τη χώρα μας και να εργαστεί σε εταιρείες της Ανατολής και συγκεκριμένα της Ινδίας. Έτσι, έγινε διευθύνων σύμβουλος στη μεγαλύτερη ινδική φαρμακευτική εταιρεία, τη CIPLA INTL, και έμεινε στη Βομβάη για σχεδόν 2 χρόνια. Από το 2015 μέχρι και σήμερα ζει με τη Ματίλντα στο Dubai.

Από το 2020 έχει τη δική του εταιρεία που λέγεται REINDEER BIOHEALTH, επενδύοντας στο χώρο του φαρμάκου ανά τον κόσμο:

α) TLG PHARMA, εταιρεία που δραστηριοποιείται στην Αφρική,  μαζί με τη μεγάλη ανά τον κόσμο Επενδυτική Εταιρεία TLG CAPITAL με έδρα το Λονδίνο.

β) CONCERTO BIOTECH με έδρα το Ντουμπάι με δραστηριότητα ανά τον κόσμο με φάρμακα από Ινδία τα οποία εμπορεύονται παγκοσμίως, με ιδιαίτερή παρουσία στη Λατινική Αμερική και την Ασία.

Ο Χρήστος είναι ένας οραματιστής, ένας “dreamer”, όπως θα ‘λεγε ο ίδιος. Γι’ αυτό πέτυχε όσα ήθελε στη ζωή του. Ξεκίνησε ως παιδί από ένα μικρό χωριό της Ελλάδας και με σκληρή δουλειά, επιμονή κι αποφασιστικότητα κατέκτησε τον κόσμο! Όμως η μεγάλη επιτυχία δεν αλλοίωσε το ήθος του. Εξακολουθεί να πατάει γερά στη γη, να αυτοσαρκάζεται και να νοιάζεται για τους άλλους. Θεωρεί, βέβαια, ότι υπήρξε πολύ τυχερός στη ζωή του: για την οικογένειά του στο χωριό, για το πώς μεγάλωσε εκεί αλλά και για την οικογένεια που δημιούργησε με την αγαπημένη του Ματιλντα, τα πεθερικά του (το Διονύση και την Κλειώ) και τα δύο υπέροχα παιδιά τους. Για το Δημήτρη και την Κλειώ ο Χρήστος και η Ματίλντα ειναι πιο υπερήφανοι από οτιδήποτε άλλο γράφτηκε παραπάνω! Ο Δημήτρης με την όμορφη σύζυγό του Σακίνα και η Κλειώ αρχίζουν τώρα την καριέρα τους στο Λονδίνο μετά από πολύ καλές σπουδές στην Αμερική και στην Αγγλία. Τα πλούσια χαρίσματά τους, η άριστη ανατροφή τους και οι έως τώρα επιτυχίες τους διαγράφουν το μέλλον τους φωτεινό.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Εν πολλοίς (λεπτομερώς)

Ο Χρήστος Καρτάλης, γιος του Δημητρού Καρτάλη και της Φωτούλας Σταυρακάρα, γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1962 στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης και έχει έναν αδερφό, το Σάκη Καρτάλη. Από το χωριό έφυγε 18 ετών, για να σπουδάσει στην Αμερική, όπως από μικρός επιθυμούσε, γι’ αυτό είναι σε όλους γνωστός ως Τάκης ο Αμερικάνος.

Παιδικά και εφηβικά χρόνια (1962 – 1980)

Τα παιδικά χρόνια του Τάκη ήταν ξέγνοιαστα και χαρούμενα. Το χωριό έσφυζε από ζωή, καθώς η τρίτη γενιά των κατοίκων του, η γενιά του Τάκη, μεγάλωνε και το πλούτιζε. Οι παππούδες τους, οι ιδρυτές και πρώτοι κάτοικοι του χωριού, με καταγωγή από το Μπασαΐτ της Ανατολικής Θράκης, συνέχιζαν τον αγώνα για προκοπή. Ήταν ο Χρήστος και η Γιαννούλα Καρτάλη, ο Θανάσης και η Ανθούλα Σταυρακάρα.

Μέχρι το 1963 ο Τάκης με τους γονείς του ζούσαν μαζί με τον παππού Χρήστο και τη γιαγιά Γιαννούλα, το θείο του Γιαννάκο με τη γυναίκα του, Νίκη Παπαντωνίου, και τα παιδιά τους, Χρήστο (Τάκη Ψηλό), Κώστα και Γιάννα και τη θεία Βιργινία (ο Σάκης, γεννήθηκε τα 1966). Η γιαγιά Γιαννούλα, επικεφαλής του νοικοκυριού, φρόντιζε τα μικρά παιδιά της οικογένειας, όταν οι υπόλοιποι πήγαιναν για δουλειά στα χωράφια, τα οποία είχαν καταφέρει να είναι αρκετά. Το 1963 έχτισε το δικό του σπίτι ο Γιαννάκος και μετακόμισε εκεί με την οικογένειά του, ενώ σύντομα παντρεύτηκε στην πόλη της Ξάνθης η Βιργινία και πήγε εκεί να ζήσει με τον άνδρα της, τον Νίκο Αχτάρη. Έτσι, στο πατρικό σπίτι έμειναν οι παππούδες Χρήστος και Γιαννούλα και η οικογένεια του Τάκη.

Ο Τάκης μπροστά στον παππού του, Χρήστο, ενώ δίπλα του είναι το ξαδέρφια του, Τάκης ο Ψηλός και Γιάννα Καρτάλη, μαζί με τη γιαγιά τους Γιαννούλα. Τέρμα δεξιά ο μικρός Σάκης Σταυρακάρας (του Φώτη).

Αδιαμφισβήτητος ηγέτης όλης της οικογένειας ήταν ο παππούς Χρήστος, ένας ευφυής και δυναμικός άνθρωπος. Ο Τάκης τον θυμάται να συντονίζει εκτός από τους γιους του και τα υπόλοιπα μέλη του «Καρταλέικου», αλλά και τους δεκάδες εργάτες που μίσθωναν, για να βγει η δουλειά στα πολλά στρέμματα χωράφια που καλλιεργούσαν. Όλο το σόι, άνδρες και γυναίκες, δούλευαν ασταμάτητα και κοιμόντουσαν το βράδυ επί τόπου, στο χωράφι και τα παιδιά στην πλατφόρμα. Ο Τάκης μαζί με τα άλλα παιδιά ακολουθούσαν τους μεγάλους και βοηθούσαν όπως μπορούσαν. Για παράδειγμα, τα καλοκαιρινά απογεύματα μετά το θερισμό μάζευαν τις μπάλες με άχυρο για τα ζώα και γύριζαν τα τριφύλλια, για να τα χτυπήσει ο ήλιος την άλλη μέρα.

Βέβαια, οι αγροτικές εργασίες ποτέ δεν άρεσαν στον Τάκη και παρ’ όλο που κανείς δεν έφερνε αντίρρηση στον παππού Χρήστο, όταν αυτός έδινε εντολές, ο Τάκης κατάφερνε συχνά να ξεφεύγει. Χαρακτηριστικά θυμάται έναν φίλο του, τον Ξάνη Κώστα, ο οποίος μια φορά που ο πατέρας του τον πήρε κακήν κακώς από το παιχνίδι στην πλατεία, διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένος και δείχνοντας με το δάχτυλο τον Τάκη, ρώτησε: «Αυτός γιατί δεν πάει ποτέ στα χωράφια;», πράγμα που δείχνει ότι όντως απέφευγε τις αγροτικές εργασίες. Αντίθετα, ο αδερφός του ο Σάκης λάτρευε να δουλεύει με τον παππού στα χωράφια, γι’ αυτό άλλωστε και εξελίχθηκε σε πολύ επιτυχημένο αγρότη.

Πάντως χαρακτηριστικό αυτής της οικογένειας ήταν ότι όλοι (οι μεγάλοι τουλάχιστον) δούλευαν διαρκώς και κανείς ποτέ δεν έλεγε «κουράστηκα». Ο Τάκης λέει χαρακτηριστικά ότι ο παππούς ήταν «ο στρατάρχης της οικογένειας» και «τους είχε όλους σε επίταξη», αφού όλοι δούλευαν υπό τις εντολές του. Ο πατέρας του Τάκη, ο Δημητρός, δούλευε από μικρό παιδί. Όταν δούλευε στα χωράφια, έφευγε με το χάραμα και γυρνούσε το βράδυ. Συχνά η γυναίκα και τα παιδιά του δεν τον έβλεπαν.

Χάρη στη σκληρή δουλειά και το πνεύμα οικονομίας που τους χαρακτήριζε, η οικογένεια του Τάκη ήταν από τις πιο εύπορες στο χωριό και είχαν προοδεύσει πολύ σε σχέση με τους περισσότερους χωριανούς, παρ’ όλο που όλοι είχαν ξεκινήσει λίγο πολύ από την ίδια αφετηρία, όταν ήρθαν πρόσφυγες από την πατρίδα. Έτσι, όπως θυμάται ο Τάκης, οι γονείς του είχαν τη δυνατότητα να τους παίρνουν πράγματα που επιθυμούσαν. Όταν ήταν μικρός ήταν από τους λίγους που είχαν ποδήλατο με ταχύτητες, ένα όμορφο, μοντέρνο, κίτρινο ποδήλατο. Βέβαια στους αγώνες δρόμου που έκαναν τα αγόρια του χωριού στην πλατεία νικούσαν οι άλλοι που είχαν απλά ποδήλατα, χωρίς ταχύτητες, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Στην πλατεία τα αγόρια έπαιζαν κυρίως μπάλα και μάλιστα ξυπόλητα, ιδίως το χειμώνα, γιατί τα παπούτσια κολλούσαν στη λάσπη, που υπήρχε παντού, και δυσκόλευαν το τρέξιμο, ενώ ξέρανε ότι θα έπεφτε ξύλο, αν έμπαιναν στο σπίτι με λασπωμένα παπούτσια.

Ωραία χρόνια, ανέμελα, με πολλούς φίλους και πολύ παιχνίδι! Στο σχολείο ο Τάκης υπολογίζει ότι ήταν γύρω στα 100 παιδιά. Το κτίριο δεν ήταν σε καλή κατάσταση, αλλά οι δάσκαλοι και οι δασκάλες, όπως η Χρυσούλα Καρακατσάνη και ο Φώτης Φωτίδης, ήταν εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί, που ενδιαφέρονταν πρώτα για την αγωγή των μαθητών τους και μετά για τις γνώσεις τους.

Ο Τάκης μαθητής

Ιστορία στο χωριό έγραψε ο δάσκαλος Δημήτρης Παλιάτσος, ο οποίος φρόντισε να φτιάξει βιβλιοθήκη στο σχολείο, να αγοράσει όργανα για τα μαθήματα της Φυσικής, της Χημείας και των Μαθηματικών και να βοηθήσει πολλούς νέους να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο και σε ανώτερες σπουδές. Ο Τάκης θυμάται να βρίσκεται κάποια χειμωνιάτικα βράδια στο σπίτι του θείου του Γιαννάκου και να περνάει ο Παλιάτσος μες στην παγωνιά, για να ελέγξει αν τα μεγαλύτερα ξαδέρφια του, ο Τάκης ο Ψηλός και ο Κώστας έκαναν τα μαθήματά τους (μάλιστα στην πρώτη τάξη ο Ψηλός διάβαζε με τη λάμπα, αφού το ρεύμα ήρθε στο χωριό μάλλον το 1964). Στο χώρο του σχολείου φορούσαν στολές, για να μην υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των παιδιών, και κάπου κάπου ερχόταν στο χωριό ο Ερυθρός Σταυρός και μοίραζε στα παιδιά παιχνίδια, όπως πλαστικά τρακτεράκια, τα οποία ο Τάκης έπαιρνε, παρ’ όλο που δεν τα είχε ανάγκη, και πάλι για να μην ξεχωρίζει από τους συμμαθητές του. Από το χωριό περνούσαν επίσης αποστολές της εταιρείας Colgate για διαφημιστικούς λόγους και μοίραζαν στα παιδιά οδοντόκρεμες, πράγμα που τα βοήθησε να αρχίσουν να πλένουν τα δόντια τους (έστω στα 7 ή 8 τους χρόνια).

Ένα οδυνηρό γεγονός που θυμάται έντονα από τα παιδικά του χρόνια ο Τάκης, είναι ο τραγικός θάνατος του παππού του, Θανάση Σταυρακάρα (πατέρα της μητέρας του) σε τροχαίο δυστύχημα, σε ηλικία 54 ετών. Ήταν 21 Ιουλίου του 1968, ο Τάκης ήταν 6 ετών παιδάκι και έπαιζε στην αυλή του σπιτιού τους, ενώ οι γονείς του δούλευαν στα κτήματα. Το σπίτι του παππού Θανάση και της γιαγιάς Ανθούλας βρισκόταν στο διπλανό δρόμο, δίπλα στην εκκλησία και ο μικρός αγαπούσε να πηγαίνει συχνά να τους βλέπει. Εκείνη τη μέρα, καθώς έπαιζε αμέριμνος είδε από μακριά ότι κάτι έγινε στη δημοσιά, στο δρόμο που οδηγεί στο χωριό από τα ανατολικά και μετά από λίγο είδε έναν έφιππο άνδρα, τον Κουτάλιο Δημήτρη, να πλησιάζει. Όταν ο άνδρας έφτασε έξω από το σπίτι, ρώτησε το μικρό παιδί αυστηρά: «Η μάνα σου είναι στο σπίτι;», γιατί προφανώς έψαχνε τις γυναίκες της οικογένειας, για να τους πει το τραγικό νέο. Ο Τάκης δε θυμάται τι του απάντησε. Θυμάται όμως το δέος που ένιωσε μπροστά στο μεγάλο άλογο και τον άνδρα που τους έφερνε ένα τόσο τραγικό νέο. Θυμάται και τον πόνο που πλημμύρισε το πατρικό σπίτι της μαμάς του, αφού 44 μέρες νωρίτερα, στις 7 Ιουνίου, είχε φύγει από τη ζωή και ο αδερφός της, ο Φάνης, 27 ετών παλικάρι, από καρκίνο!

Ο παππούς Θανάσης και η γιαγιά Ανθούλα, οι γονείς της μαμάς του Τάκη (της Φωτούλας), ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, χαμηλών τόνων, γλυκομίλητοι και ήσυχοι.

Ο Αθανάσιος Σταυρακάρας όρθιος με την κόρη του Φωτούλα και μπροστά του καθιστή η μητέρα του, Μαρία. Δίπλα του η σύζυγός του, Ανθούλα και μπροστά της, καθιστή, η μητέρα της, Ελεονώρα Κουτάλιου.

Η γιαγιά Ανθούλα αγαπούσε τα βιβλία και διάβαζε πολύ λογοτεχνία, οπότε μπορούσε και να βοηθάει τα εγγόνια της με τα μαθήματά τους. Ήταν φτωχή οικογένεια, όμως ήταν πολύ εργατικοί και ζούσαν αξιοπρεπώς. Το σπίτι τους είχε τρία δωμάτια και χρησιμοποιούσαν το γιατάκι του σπιτιού, για να βάζουν τα σιτηρά που παρήγαν, εφόσον δεν είχαν μεγάλες αποθήκες. Τα παιδιά της οικογένειας περνούσαν πολύ χρόνο στο σπίτι της γιαγιάς Ανθούλας, αφού όλοι από το άλλο σόι, του μπαμπά, ήταν μονίμως στα χωράφια.

Στο σόι του μπαμπά, όπως είπαμε, κυρίαρχη μορφή ήταν ο παππούς Χρήστος Καρτάλης. Παρομοίως δυναμική, αλλά και σκληρή ήταν η γυναίκα του, η γιαγιά Γιαννούλα, η οποία διοικούσε το εσωτερικό του σπιτιού με τη σιδηρά πυγμή που απαιτούσαν οι δύσκολες συνθήκες της ζωής, αλλά και τα ήθη της εποχής. Τότε η νύφη που έμπαινε σ’ ένα σπίτι όφειλε απόλυτη υπακοή στην πεθερά της και αφοσίωση στη δουλειά, χωρίς διαμαρτυρίες. Άλλωστε η ίδια η Γιαννούλα δούλευε πολύ σκληρά και απαιτούσε το ίδιο από τις νύφες της, ιδίως τη Φωτούλα, αφού ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Ήταν όμως και η ζωή σκληρή και οι καθημερινές εργασίες, που έπρεπε να γίνουν μέσα και έξω από το σπίτι, συχνά ήταν δυσβάσταχτες. Γι’ αυτό ο Τάκης θυμάται πολλές φορές τη μαμά του, μια όμορφη, ευγενική και τρυφερή γυναίκα, να κλαίει από κούραση σωματική, αλλά και ψυχολογική.

Η Φωτούλα (Σταυρακάρα) Καρτάλη με το γιο της.

Ο Δημητρός ήταν ένας πραγματικά καλός σύζυγος και πατέρας, ωμός βέβαια ως άνθρωπος της δουλειάς και του καθήκοντος, απόλυτα όμως πιστός και δοτικός στην οικογένειά του.


Ο Δημητρός και η Φωτούλα Ο Τάκης (αριστερά) με τους γονείς, τον αδερφό του και αρραβωνιασμένοι. το θείο τους, Παναγιώτη Τανανάκη.

Ο Τάκης χαρακτηρίζει τον αγαπημένο πατέρα του «σύγχρονο Ζορμπά». Λόγω του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και μετά του εμφυλίου, δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει κανονικά τις τάξεις του δημοτικού (όπως όλοι στη γενιά του) και πήρε το απολυτήριο σε μεγάλη ηλικία. Ό,τι του έλειψε όμως σε εκπαίδευση το είχε σε παιδεία και όλοι τον εκτιμούσαν για το ήθος και την αξία του. Όλη του τη ζωή δούλευε, ακαταπόνητος και υπομονετικός, κι όταν δε δούλευε, χόρευε, γιατί ήταν πολύ γλεντζές και χορευταράς. Ουσιαστικά ζούσε, για να δουλεύει, και δούλευε, για να έχει η οικογένειά του τα πάντα. Οι γιοι του δεν στερήθηκαν τίποτα ως παιδιά, χωρίς όμως καμία διάθεση για επίδειξη και μεγαλώνοντας φρόντισε να έχουν όλες τις ευκαιρίες να μορφωθούν και να κάνουν αυτό που επιθυμούν, χωρίς ποτέ να τους υποδείξει κάποια επαγγελματική κατεύθυνση. Χαρακτηριστικό δείγμα της επιθυμίας του να μορφωθούν τα αγόρια του ήταν το γεγονός ότι μία ή δύο φορές το χρόνο γυρνούσε από το χωράφι μαζί με κάποιον που πουλούσε εγκυκλοπαίδειες. Προφανώς, ήθελε να προσφέρει στα παιδιά του ό,τι ο ίδιος είχε στερηθεί, την ανώτερη μόρφωση, αλλά και την ελευθερία επιλογής του επαγγέλματός τους.

Βέβαια, όπως οι περισσότεροι μπαμπάδες τότε, έτσι και ο Δημητρός δεν ήταν πολύ εκδηλωτικός και τρυφερός με τα παιδιά του. Δεν εξέφραζε την αγάπη του με αγκαλιές, φιλιά ή με πολλά λόγια, αλλά με την ανεξάντλητη κατανόηση και την αποδοχή. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι το εξής: όταν ο Τάκης ήταν γύρω στα 15, πήρε το αυτοκίνητο του μπαμπά του, ένα Seat 124 σε καφέ χρώμα (ήταν το πρώτο τους, αγορασμένο το 1972), και μαζί με το Φώτη Παπαντωνίου πήγαν βόλτα στο διπλανό χωριό, στο Σέλινο. Ο δρόμος τότε ήταν χωμάτινος και στο γυρισμό το αυτοκίνητο έφυγε από το δρόμο κι έπεσε σ’ ένα μεγάλο χαντάκι στο πλάι, χωρίς ευτυχώς να χτυπήσουν τα παιδιά. Ο Τάκης πανικοβλήθηκε, μιας και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Για καλή τους τύχη περνούσε εκείνη τη στιγμή ένας εργάτης από αυτούς που στρώνανε το χωματόδρομο. Τους βοήθησε να το βγάλουν από το χαντάκι και να το γυρίσουν στο σπίτι. Ο Τάκης, χωρίς να ομολογήσει κάτι, το έβαλε στη θέση του, λερωμένο όμως και χτυπημένο, και περίμενε τις συνέπειες. Ο Δημητρός βρήκε σε κακό χάλι το αυτοκίνητό του, δεν είπε όμως τίποτα, ούτε στον γιο του, ούτε καν στη γυναίκα του και το επισκεύασε χωρίς να το κάνει θέμα, ενώ γνώριζε ποιος είχε κάνει τη ζημιά.

Ένα χατίρι δεν έκανε στον Τάκη, να του αγοράσει μηχανάκι. Κατά τη δεκαετία του ’70 κυκλοφορούσαν πολλά μηχανάκια στο χωριό, γιατί οι αγρότες που δεν είχαν τρακτέρ, αγόραζαν μηχανάκι, για να πηγαίνουν στο χωράφι τους πιο άνετα από ό,τι με το κάρο και τα βόδια (αργότερα απέκτησαν οι περισσότεροι αυτοκίνητα). Οι πιο δημοφιλείς μηχανές τότε ήταν οι Kreidler Florett, οι θρυλικές Φλορέτες, όμως ο Τάκης λαχταρούσε να αποκτήσει μια μηχανή μάρκας Suzuki, γιατί μια τέτοια είχε ο γιος του νονού του, του Φώτη Σταυρακάρα. Ήταν το μόνο πράγμα που του αρνήθηκε ο πατέρας του. Το είχε λοιπόν απωθημένο ο Τάκης και κάποια χρόνια αργότερα, όταν γύρισε από Αμερική και βρήκε δουλειά, για να του περάσει το μεράκι, αγόρασε μία μεγάλη μηχανή Yamaha Diversion 600. Την κράτησε 6-8 μήνες και έκανε μόνο 185 χλμ, γιατί είχε κι ένα αυτοκίνητο BMW 220, του οποίου είχε συνηθίσει τις ανέσεις. Έτσι, όταν ανέβηκε στη μηχανή, παρ’ όλο που νόμιζε ότι θα τον ενθουσιάσει η εμπειρία, διαπίστωσε με απογοήτευση ότι ήταν ενοχλητικό που η μηχανή δεν είχε κλιματισμό και που δεν μπορούσε να ακούσει τα αθλητικά του, όπως έκανε κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά, οπότε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μάλλον είχε δίκιο ο μπαμπάς του που δεν του έπαιρνε μηχανάκι, όταν ήταν μικρός. Τελικά, την πούλησε σ’ ένα φίλο του.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι όλοι οι νεαροί του χωριού αγαπούσαν τις μηχανές. Τα καλοκαίρια έπαιρναν τις Φλορέτες των μεγάλων και πήγαιναν στα διπλανά χωριά, κυρίως στο Σέλινο και στη Συδινή, για να κάνουν εκεί τη βραδινή βόλτα τους, με σκοπό φυσικά να γνωρίσουν κορίτσια. Το φλερτ όμως ήταν πολύ αθώο και περιοριζόταν σε λίγες κουβέντες και ίσως ένα άγγιγμα στο χέρι ή στον ώμο. Πάντως ο Τάκης ομολογεί ότι δεν είχε επιτυχίες στα κορίτσια εκείνη την εποχή.

Μεγάλη επιτυχία είχε μ’ έναν πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό, τον οποίο έστησε, όταν ήταν περίπου 14-15 ετών, μαζί με τον καλό του φίλο Φώτη Παπαντωνίου, στο δεύτερο όροφο του σπιτιού τους τον καιρό που τον έχτιζαν. Ονόμασε το σταθμό … «Άγιος Κάντιλακ» και έπαιζε τις κασέτες που του έδινε ο ξάδερφός του Κώστας Καρτάλης, ο οποίος πάντα είχε εξαιρετικό γούστο στη μουσική. Έτσι, ο σταθμός έπαιζε ξεχωριστά ελληνικά και ξένα τραγούδια, διαφορετικά από τα συνηθισμένα λαϊκά, που άκουγαν στα σπίτια και στα γλέντια στο χωριό, με αποτέλεσμα αρκετά από αυτά να μην τα γνωρίζει καν. Ακόμα και τώρα, όταν τα ακούει ο Τάκης, καταλαβαίνει πόσο προχωρημένα ήταν και του δίνουν την ευκαιρία να θυμάται και να νοσταλγεί εκείνα τα χρόνια. Βέβαια, για να είναι σίγουρη η επιτυχία, έπαιζαν και τα δημοφιλή λαϊκά της εποχής και, φυσικά, το αγαπημένο όλων ήταν οι αφιερώσεις. Ελλείψει τηλεφώνων, οι παραγγελιές γίνονταν την προηγούμενη μέρα ∙ τα κορίτσια, που συνήθως αρέσκονταν να κάνουν αφιερώσεις, έβρισκαν στην καθιερωμένη απογευματινή βόλτα μπροστά στο σχολείο τον Τάκη ή το Φώτη, και τους έδιναν – πολύ διακριτικά – το χαρτάκι με το τραγούδι και την αφιέρωση που ήθελαν να κάνουν. Η εμβέλεια του σταθμού ήταν πολύ μικρή, αλλά όταν είχε καλό καιρό, τον άκουγαν μέχρι το Πόρτο Λάγος και το Φανάρι. Ένας φίλος τους, ο Γιώργος Τσιλιγγίρης (με το παρατσούκλι «Χίτλερ»), ο οποίος έβοσκε τα πρόβατα του μπαμπά του, τα έφερνε να βοσκήσουν σε χωράφια που δεν είχαν πολύ πράσινο, αλλά ήταν εντός της εμβέλειας του σταθμού, για να τον ακούει.

Ένας άλλος ευχάριστος τρόπος να περνούν τα καλοκαιρινά τους απογεύματα ήταν, όπως θυμάται ο Τάκης, παίζοντας «Μπονάντσα» (μια αμερικάνικη σειρά γουέστερν που πρόβαλλε η ΕΡΤ), στα θεμέλια του σπιτιού του Μπουρλούκα. Τα σπίτια τότε χτίζονταν σιγά σιγά, πρώτα τα θεμέλια, μετά από καιρό η πλάκα και μετά ένα ένα τα δωμάτια σε διάστημα ακόμα και χρόνων. Έτσι, ο Τάκης με τους καλούς του φίλους, τον Κώστα Κατσίκα, τον Σπύρο Τσολακίδη, τον Γιώργο Τσιλιγγίρη, τον Φώτη Παπαντωνίου, τον Κώστα Μητρέλη και τον Σάκη Τσολακίδη έπαιζαν την «Άγρια Δύση» για αρκετό καιρό εκεί.

Όσα παιδιά από το χωριό ήθελαν να πάνε στο Γυμνάσιο, αρρένων ή θηλέων, της Ξάνθης έπρεπε είτε να πηγαινοέρχονται στην Ξάνθη με το λεωφορείο, είτε να νοικιάζουν κάποιο δωμάτιο, συνήθως με συγκάτοικο. Υπήρχε και η μαθητική εστία «Μέγας Αλέξανδρος» για όσους δεν είχαν τη δυνατότητα να νοικιάσουν, η οποία παρείχε επίσης γεύματα στους Γυμνασιόπαιδες, πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Ο Τάκης την πρώτη χρονιά του Γυμνασίου φιλοξενήθηκε στο σπίτι της θείας του της Βιργινίας και το δεύτερο χρόνο έμενε σ’ ένα δωματιάκι στο παζάρι μαζί με τον ξάδερφό του, τον Κώστα, γιο του Γιαννάκου. Ο Τάκης θεωρεί ότι το διάστημα που πέρασε με τον ξάδερφό του τον επηρέασε πολύ θετικά. Εκτιμά και θαυμάζει τον Κώστα για την εξυπνάδα, τη μόρφωση, το υψηλό γούστο του στη μουσική και την τέχνη γενικά και τον θεωρεί «διανοούμενο» της οικογένειας. Ο Κώστας μελετούσε περισσότερο από οποιονδήποτε και αυτό του έδινε τη δυνατότητα να έχει βαθιά γνώση και εμπεριστατωμένη άποψη για τα πράγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι από μικρός ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, πράγμα που πέτυχε εξαιρετικά.

Τον τρίτο χρόνο του Γυμνασίου ο Τάκης έμεινε με τον καλό του φίλο, Δοξάκη Αρβανιτίδη και μετά με τον Γιώργο Τσιλιγγίρη (τον Χίτλερ). Στα δωματιάκια αυτά γινόταν φυσικά ένας μικρός χαμός που σπανίως περιελάμβανε διάβασμα. Πάντως περνούσαν πολύ καλά. Για θέρμανση είχαν μικρές σόμπες πετρελαίου. Τρώγανε στην εστία, όπου το φαγητό ήταν πολύ προσεγμένο και το πρωί (ψωμί, βούτυρο, μέλι και γάλα) και το μεσημέρι (δύο φαγητά και σαλάτα). Μετά το μεσημεριανό φαγητό, το εστιατόριο γινόταν αναγνωστήριο και παρέμεναν τα παιδιά εκεί, για να διαβάσουν τα μαθήματά τους, υπό επιτήρηση βεβαίως, πράγμα που βοηθούσε στην επίδοσή τους. Πάντως λίγο πολύ όλα τα παιδιά από το χωριό που πήγαιναν στο Γυμνάσιο είχαν παρόμοιες δυσκολίες και εμπειρίες. Κοντά στο σπίτι όπου νοίκιαζε ο Τάκης και οι φίλοι του, έμεναν σε παρόμοια ενοικιαζόμενα δωμάτια άλλοι φίλοι από το χωριό, ο Κώστας ο Κατσίκας, ο Σπύρος ο Τσολακίδης και ο Σάκης ο Τσολακίδης. Όλοι άγουροι έφηβοι που έπρεπε να ζουν μόνοι τους κι αυτό τους ωρίμασε και τους ενδυνάμωσε. Κάθε Παρασκευή βράδυ το λεωφορείο που έπαιρνε τους Γυμνασιόπαιδες, για να τους γυρίσει στα χωριά τους ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Ο Τάκης δε θυμάται να κάθισε ποτέ σε θέση αυτού του λεωφορείου.

Χαρακτηριστικό της μαθητικής αυτής περιόδου του Τάκη, όπως ο ίδιος ομολογεί, είναι ότι δεν ήταν καλός μαθητής. Το απολυτήριό του είχε τον πολύ μέτριο βαθμό 13 και 12/13. Βέβαια, εκείνη την εποχή καλοί βαθμοί θεωρούνταν το 16 και το 17 και όσοι τους πετύχαιναν προορίζονταν για καθηγητές, άρα το 13 και το 14 δεν ήταν και τόσο χαμηλή επίδοση. Πάντως στη Γυμναστική έπαιρνε σταθερά 20 και ήταν καλός στην Ιστορία και στα Θρησκευτικά (γύρω στο 16/17). Στα υπόλοιπα οι βαθμοί του ήταν χαμηλοί και στα Αγγλικά δυσκολευόταν πολύ, πράγμα που συνιστά ειρωνεία της τύχης, αν σκεφτεί κανείς ότι μετά σπούδασε στην Αμερική και έχτισε μια αξιοθαύμαστη καριέρα μιλώντας … Αγγλικά! Τον έλεγχο επίδοσης του Τάκη τον έπαιρνε η μαμά του, η Φωτούλα, μιας και ο μπαμπάς του δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτά τα θέματα. Ερχόταν λοιπόν στην Ξάνθη, φορτωμένη πίτες και περνούσε την απαραίτητη χρονοβόρα διαδικασία της επίδοσης των βαθμών μόνη της. Ο Τάκης με τους φίλους του, τον Ανέστη Χατζόπουλο, τον Φώτη Κοντό, τον Κώστα Τσεντικόπουλο κ.α., είχαν βρει έναν πολύ έξυπνο τρόπο, για να παρουσιάζουν τους χαμηλούς βαθμούς του ως επιτυχίες: όταν έβλεπε η μαμά Φωτούλα 9 ή 10 στον έλεγχο, πήγαιναν από κοντά οι φίλοι και του έλεγαν με θαυμασμό «Έλα ρε, τι λες τώρα, σου ‘βαλε 9; Δεν υπάρχει άλλο εννιάρι, όλοι εξάρια πήραν!». Οπότε εκείνη επέστρεφε στο σπίτι με την ικανοποίηση ότι ο Τάκης τα πήγαινε καλύτερα από τους υπόλοιπους μαθητές κι εκείνος γλίτωνε την κατσάδα.

Ένα άλλο αστείο περιστατικό συνέβη όταν ο Τάκης πήγε στο σχολείο του, για να πάρει τα απαραίτητα έγγραφα, προκειμένου να φύγει για Αμερική. Η καθηγήτρια που τους δίδασκε Αγγλικά τον ρώτησε πού επρόκειτο να πάει για σπουδές κι όταν της απάντησε ότι θέλει να πάει στην Αμερική, εκείνη γέλασε έκπληκτη και τον ρώτησε «Και τι γλώσσα θα μιλάς εκεί βρε Καρτάλη;». Πάντως την τελευταία χρονιά πριν φύγει ο Τάκης το πήρε ζεστά και αποφάσισε να μάθει μόνος του Αγγλικά. Αγόρασε έναν τόμο για την εκμάθηση της Αγγλικής άνευ διδασκάλου και μελετούσε για 4/5 μήνες, 4 ώρες κάθε μέρα, πράγμα εντυπωσιακό για κάποιον που ως τότε δε διάβαζε ιδιαίτερα.

Όσον αφορά την απόφασή του να πάει για σπουδές στην Αμερική, βασικός λόγος ήταν η λαχτάρα του να φύγει από το περιορισμένο και περιοριστικό περιβάλλον του χωριού και της ελληνικής επαρχίας. Αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι ο πατέρας του δε διανοήθηκε καν να αποτρέψει το γιο του από μια τόσο παράτολμη και πρωτοφανή για τα δεδομένα του μικρού μας χωριού απόφαση. Άλλωστε χάρη στη σκληρή δουλειά του είχε την οικονομική δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την εκπλήρωση των ονείρων του παιδιού του, όποια κι αν ήταν αυτά. Ήξερε ότι οι αγροτικές εργασίες δεν του άρεσαν καθόλου, σε αντίθεση με τον αδερφό του, Σάκη, ο οποίος τις αγαπούσε ∙ ούτε άλλα τεχνικά επαγγέλματα τον ενδιέφεραν. Ήταν πολύ καλός στη γυμναστική και παρ’ όλο που αρίστευσε στις εξετάσεις των αθλημάτων, επειδή είχε χαμηλό βαθμό απολυτηρίου, δεν μπόρεσε να περάσει στη Γυμναστική Ακαδημία. Έτσι, η καλύτερη επιλογή φαινόταν να είναι οι σπουδές στο εξωτερικό. Σε άλλες χώρες, Αγγλία, Γαλλία δεν ήθελε να πάει, αλλά είχε εξ αρχής επιλέξει την Αμερική. Ίσως λόγω της αμερικάνικης κουλτούρας που ήταν πολύ δημοφιλής τότε, με τα τραγούδια, τις ταινίες και όλα τα εντυπωσιακά που ακούγονταν για τις Η.Π.Α., πάντως εκεί είχε εστιάσει τα όνειρά του. Βέβαια, όπως πολύ συχνά ομολογεί, εν τέλει μετά από τα χρόνια που πέρασε εκεί σπουδάζοντας και δουλεύοντας, οι Η.Π.Α. δεν του άρεσαν καθόλου και δε θα μπορούσε να περάσει εκεί όλη τη ζωή του, ούτε να μεγαλώσει τα παιδιά του και «να τα κάνει Αμερικανάκια».

Φυσικά η επιθυμία του να σπουδάσει στην Αμερική δεν ήταν αρκετή. Πρώτ’ απ’ όλα ήταν δύσκολο να εξασφαλίσει βίζα. Βίζες τότε έδιναν σε πολύ πλούσιους νέους ή σε νέους των οποίων οι γονείς ήταν δικηγόροι, γιατροί, βουλευτές κτλ. Και σίγουρα όχι γεωργοί. Έτσι, χρειάστηκε για 8 με 12 μήνες περίπου να μένει στη Θεσσαλονίκη, για να παρακολουθεί μαθήματα Αγγλικών σε ένα φροντιστήριο, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσει μία βίζα μέσω αυτού του φορέα, ο οποίος είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις. Στη Θεσσαλονίκη φιλοξενούνταν στο διαμέρισμα που νοίκιαζε ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής ο καλός του φίλος (και μετέπειτα κουμπάρος του), Κώστας Τσεντικόπουλος (μαζί με τον Κώστα Σαμαρά και τον Δημήτρη Κοντό). Ο Τάκης κοιμόταν στο δωμάτιο του Τσεντικόπουλου, το οποίο όμως είχε μόνο ένα ράντζο, οπότε ξάπλωνε στο πάτωμα στρωματσάδα. Η ποιότητα της φιλίας των δύο νέων φαίνεται κι από το γεγονός ότι κάθε πρωί που ο Κώστας σηκωνόταν, για να πάει στο μάθημά του, ως επιμελής φοιτητής, σήκωνε το φίλο του από το πάτωμα και τον έβαζε στο ράντζο του, για να συνεχίσει εκεί, πιο άνετα τον ύπνο του.

Η βίζα λοιπόν, την οποία του εξασφάλισε το φροντιστήριο (αφού βέβαια πρώτα δωροδόκησαν έναν υπάλληλο της πρεσβείας), του έδινε τη δυνατότητα να μείνει στις Η.Π.Α. για ένα ή δύο χρόνια δουλεύοντας ως ξεναγός και ήταν η μόνη ευκαιρία για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Τον πρώτο όμως καιρό, προκειμένου να γίνουν όλες οι απαραίτητες διαδικασίες με το φροντιστήριο, έπρεπε να κάνει τη διαδρομή Ξάνθη – Θεσσαλονίκη πολλές φορές και ο πατέρας του δεν μπορούσε να τον πηγαινοφέρνει, αφού δούλευε νυχθημερόν στα χωράφια. Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε ο θείος του Τάκη, αδερφός της μαμάς του, ο Κώστας Σταυρακάρας, ο οποίος άφηνε τη δουλειά του και πήγαινε με το άσπρο αγροτικό του αυτοκίνητο κάθε τόσο (10-15 φορές) τον Τάκη στη Θεσσαλονίκη, για τις απαραίτητες διαδικασίες. Ο Τάκης θυμάται αυτήν την προσφορά του θείου του με πολλή ευγνωμοσύνη και εκτίμηση προς το πρόσωπό του. Άλλωστε δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση εκείνη την εποχή ένα αυθημερόν ταξίδι στη Θεσσαλονίκη από τον παλιό δρόμο. Όμως ο θείος Κώστας αγόγγυστα και με πολλή αγάπη βοήθησε τον αγαπημένο του ανιψιό και χάρη σ’ εκείνον μπόρεσε ο Τάκης να πετύχει το στόχο του, να ταξιδέψει στην Αμερική για σπουδές. Τέτοιας ποιότητας ήταν κάποτε οι συγγενικές σχέσεις.

Ο θείος Κώστας Σταυρακάρας με τη σύζυγό του, Λουλούδα.

Στην Αμερική (1980 – 1988)
Πήρε λοιπόν την πολυπόθητη βίζα ως ξεναγός το 1980 και πήγε στην Αμερική, όπου έζησε για τα επόμενα 8 – 9 χρόνια. Μπορούμε να φανταστούμε ότι ένα τόσο μακρινό ταξίδι για ένα παιδί της ελληνικής επαρχίας, που έμπαινε για δεύτερη φορά στη ζωή του σε αεροπλάνο, ήταν μια μεγάλη πρόκληση. Ένα πρώτο πρόβλημα, για παράδειγμα, ήταν πώς θα έφτανε στον προορισμό του, δηλαδή στο Staten Island, μετά την άφιξή του στο αεροδρόμιο του Μανχάταν. Τη λύση την έδωσε, ως από μηχανής θεός, ένας Έλληνας ναυτικός τον οποίο γνώρισε στο αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευε και ο οποίος πήγαινε στο Μανχάταν, για να μπαρκάρει μετά από το Staten Island. Αυτός με ένα βανάκι που ήρθε να τον παραλάβει πήγε τον Τάκη στον προορισμό του και στο σχολείο του. Όταν έφτασε ο Τάκης είχε μαζί του 500 δολάρια. Στο σχολείο που πήγε αρχικά, έπρεπε να πληρώνει 800 δολάρια το μήνα για φαγητό και στέγαση, που ήταν μεγάλο ποσόν. Έτσι, έμεινε μόνο δύο μήνες και έκανε κάποια μαθήματα. Ένας φίλος του, ο Δημήτρης Βαζάκας, που είχε επίσης καταφέρει να πάρει βίζα, του πρότεινε να τον ακολουθήσει στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, όπου εκείνος είχε συγγενείς και όπου θα μπορούσαν να γραφτούν σε ένα πανεπιστήμιο το οποίο θα τους εξασφάλιζε φοιτητική βίζα. Πήρε λοιπόν το λεωφορείο και ταξίδεψε για 6-7 ώρες, όμως όταν έφτασε στο σταθμό των λεωφορείων μέσα στην παγωμένη νύχτα, δεν τον περίμενε κανείς. Δεν ήξερε πού να πάει, ούτε τι να κάνει και είχε αρχίσει να απελπίζεται, όταν μετά από μισή ώρα ανησυχίας, τον πλησίασε με ορμή και σταμάτησε μπροστά του ένα πανέμορφο κόκκινο αυτοκίνητο Spitfire, με οδηγό τον ξάδερφο του Βαζάκα και συνοδηγό εκείνον.

Έτσι κινηματογραφικά, ξεκίνησε η ζωή του Τάκη στις Η.Π.Α. Νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με το Δημήτρη και έναν συντοπίτη του από την Αλεξάνδρεια της Ημαθίας και δούλευε σε μια πιτσαρία, όπως έκαναν τότε όλοι οι Έλληνες φοιτητές στην Αμερική. Το σπίτι τους το νοίκιαζε ο θείος του Θανάση Ανδρεαδάκη που ήταν τότε συμφοιτητής και φίλος τους και τώρα είναι στέλεχος της Τράπεζας Πειραιώς και κουμπάρος του Τάκη. Δουλειά στην πιτσαρία ξεκίνησε 3 ή 4 μέρες αφότου έφτασε στη Βοστόνη και έφτιαχνε σάντουιτς. Δούλευε Τρίτη και Παρασκευή απόγευμα και όλο το Σάββατο. Κι έτσι πλήρωνε τα έξοδά του, εκτός από τα χρήματα που του έστελνε ο πατέρας του.

Τότε οι Έλληνες της Αμερικής διατηρούσαν σχέσεις μεταξύ τους και είχαν αλληλεγγύη. Για παράδειγμα, όταν στην αρχή για γραφειοκρατικούς μάλλον λόγους ο πατέρας του δεν μπορούσε να του στείλει χρήματα, ο Τάκης βοηθήθηκε με το πολύ μεγάλο ποσό των 900 δολαρίων από τον Τζίτζικα Θανάση, ο οποίος είχε φαστφουντάδικο στη Νέα Υόρκη. Τα χρήματα τα επέστρεψε στο Θανάση ο Δημητρός όταν βρέθηκαν στην Ελλάδα. Επίσης, δύο συγχωριανοί μας, ο Αφεντούλης Ντίνος και ο Πετσιάνης Τάκης που ζούσαν στη Νέα Υόρκη, έτρεξαν να τον συναντήσουν, γιατί ήταν ο πρώτος από το χωριό που βρισκόταν εκεί. Τότε οι μετανάστες πολύ σπάνια επισκέπτονταν την πατρίδα και η παρουσία κάποιου συμπατριώτη τους τούς συγκινούσε. Ο πατέρας του Τάκη του έστελνε κάθε μήνα 500 δολάρια για τα πρώτα 4 χρόνια, προκειμένου να πληρώνει τα δίδακτρά του, παρ’ όλο που πήγαινε σε κρατικό πανεπιστήμιο. Παράλληλα συνέχιζε τη δουλειά στις πιτσαρίες. Η ζωή του τα πρώτα χρόνια περιοριζόταν στις σπουδές και στη δουλειά. Ευτυχώς το αμερικάνικο πανεπιστήμιο ήταν εύκολο, ακόμα και για έναν «κακό μαθητή», όπως συνηθίζει να λέει για τον εαυτό του ο Τάκης. Το αντικείμενο των σπουδών του ήταν Business, δηλαδή ένα γενικό αντικείμενο με μερικά μαθήματα οικονομικών, marketing κ.α., όχι πολύ απαιτητικά.

Μάλιστα, αρχικά σπούδασε για δύο χρόνια σε ένα μικρό κολλέγιο, το Haverhill  Community

College στην πόλη του Haverhill, όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες, εφόσον οι επιδόσεις του στα μαθήματα δεν του επέτρεπαν κάποιο καλό πανεπιστήμιο. Πρώτα βέβαια έδωσε εξετάσεις, οι οποίες περιορίζονταν στη συγγραφή μιας έκθεσης για … το πώς πέρασε το καλοκαίρι! Εφόσον γνώριζαν εκ των προτέρων το θέμα της έκθεσης, ο συνάδελφός και συγκάτοικός του τότε, ο Άρης Αθανασόπουλος, του έγραψε την έκθεση, την απομνημόνευσε και την έγραψε, οπότε πέρασε. Από εκεί και πέρα έμαθε αγγλικά και προχώρησε.

Η ζωή στην Αμερική ήταν πολύ ακριβή. Ωστόσο, κάποια στιγμή ο πατέρας του τού έστειλε 4.000 δολάρια, πολλά λεφτά τότε, και αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, ένα Golf Volkswagen Rapid, σε όχι πολύ καλή κατάσταση, παρ’ όλο που με τα χρήματα του μπορούσε να αγοράσει ένα μεγάλο, καινούριο αμερικάνικο. Ως Ευρωπαίος προτίμησε το παλιό Golf. Ο Τάκης θυμάται με συγκίνηση ένα περιστατικό που συνέβη τον καιρό που έμενε στο Hudson του New Hampshire (μία ώρα δρόμο από τη Βοστόνη) ∙ μια μέρα διαπίστωσε ότι δεν είχε επάνω του καθόλου χρήματα, το ψυγείο ήταν άδειο και το αυτοκίνητο είχε βενζίνη ίσα για να πάει να δουλέψει στην πιτσαρία. Μες στην απελπισία του κάτι τον έσπρωξε να πάει στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού κι εκεί βρήκε ένα γράμμα από Ελλάδα. Ήταν από τη γιαγιά Ανθούλα Σταυρακάρα, η οποία, ω του θαύματος, του είχε στείλει 50 δολάρια! Πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή, η Ελληνίδα γιαγιά με την αγάπη και το ενδιαφέρον της έσωσε την κατάσταση.

Γενικά η δουλειά στις πίτσες ήταν αποδοτική και οι Έλληνες εργοδότες εκτιμούσαν τον Τάκη για την ταχύτητά του, απαραίτητο προσόν για υπάλληλο ταχυφαγείου, στο οποίο οι πελάτες έπρεπε να εξυπηρετηθούν και να φάνε στο μισάωρο διάλειμμά τους κάθε μεσημέρι. Η αμοιβή του ήταν 12 δολάρια την ώρα. Πριν φύγει από την Αμερική, επί 8 μήνες δούλευε 90 ώρες τη βδομάδα, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα, για να αγοράσει αυτοκίνητο (ένα BMW 1800), ένα ψυγείο, κλιματιστικό, τηλεόραση και στερεοφωνικό. Κι αυτό γιατί όλα αυτά ήταν πανάκριβα στην Ελλάδα, ενώ όποιος τα έφερνε από το εξωτερικό γλίτωνε τους φόρους. Βέβαια κανένα δε χρησιμοποίησε ο ίδιος, το ψυγείο πάντως ακόμη δουλεύει στο πατρικό του σπίτι στο χωριό.

Μετά λοιπόν από τα δύο πρώτα χρόνια στο Haverhill  College, ο Τάκης εγγράφεται στο πανεπιστήμιο του Lowel, που σήμερα λέγεται Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και είναι πολύ καλό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Εκεί παρακολουθεί την τρίτη και τέταρτη χρονιά μαθημάτων στο business και πλέον αρχίζει να το βρίσκει ενδιαφέρον ως αντικείμενο. Στα πανεπιστήμια της Αμερικής οι φοιτητές εκτός από τα υποχρεωτικά μαθήματα κάθε χρόνο, πρέπει να επιλέξουν μερικά ακόμα από μία ευρεία ποικιλία μαθημάτων επιλογής. Ο Τάκης διάλεγε όποιο μάθημα είχε σχέση με τον αθλητισμό, γιατί ήταν πολύ καλός σ’ αυτά και μπορούσε έτσι να ανεβάζει τους βαθμούς του. Επίσης, μια φορά επέλεξε το μάθημα «Ελληνική Ιστορία» με την προσδοκία ότι ως Έλληνας εύκολα θα τα πήγαινε καλά. Επειδή όμως η καταγωγή του δεν ήταν αρκετή, ώστε να του εξασφαλίσει τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις, αλλά έπρεπε και να διαβάζει, ο καθηγητής του, Έλληνας της ομογένειας, τον συμβούλεψε κατ’ ιδίαν και πολύ ευγενικά να «ρίξει» το μάθημα και να διαλέξει κάποιο άλλο.

Με τα πολλά πήρε το πτυχίο του (το Bachelor’s Degree) και για το Master’s του στο marketing συνέχισε στο ίδιο Πανεπιστήμιο, όμως με συγκεκριμένους όρους, επειδή το πτυχίο του είχε βαθμό κάτω από 3 (άριστα ήταν το 4). Τότε όμως συνέβη η μεγάλη αλλαγή ∙ στο νέο πρόγραμμα σπουδών του μεταπτυχιακού τα μαθήματα δεν ήταν πλέον μόνο θεωρητικά, αλλά περιελάμβαναν και τη μελέτη συγκεκριμένων ρεαλιστικών περιπτώσεων επίλυσης προβλημάτων (case studies). Ως πρακτικό και ευφυές πνεύμα, ο Τάκης αποδείχτηκε πολύ καλός σε αυτό το αντικείμενο. Η ικανοποίηση και το θάρρος που εισέπραξε από αυτήν τη θετική εξέλιξη τον ώθησαν να αρχίσει να διαβάζει και να βελτιώνεται γοργά. Το γεγονός – σταθμός για την εποχή εκείνη συνέβη όταν ο Τάκης πήρε το μάθημα με τον τίτλο «Organizational Behavior», στο οποίο οι φοιτητές αξιολογούνταν ως προσωπικότητες και μελλοντικοί εργαζόμενοι / επιχειρηματίες. Η αξιολόγηση αυτή γινόταν μέσω μιας σειράς από ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, σχετικές με το χαρακτήρα, τη ζωή και το παρελθόν τους και στο τέλος εξαγόταν από τα αποτελέσματα μια πολύ σύντομη περιγραφή. Από τα 80 άτομα που παρακολουθούσαν το μάθημα, μόνο ο Τάκης και ένας Ινδός φοιτητής πέτυχαν την αξιολόγηση: «Most likely to succeed», δηλαδή «Με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να πετύχει»! Όταν όλοι στο αμφιθέατρο γύρισαν και κοίταξαν τους δύο επιτυχόντες, ο Τάκης κατάλαβε ότι πλέον είχε ξεχωρίσει και ότι η καριέρα του διαγραφόταν λαμπρή! Έτσι, από τότε η αυτοπεποίθησή και οι επιδόσεις του απογειώθηκαν! Μιλούσε πρώτος στην τάξη, όχι τελευταίος, έλεγε τη γνώμη του με σιγουριά, όταν χρειαζόταν διαφωνούσε με τον καθηγητή και γενικά αναδείκνυε τις ξεχωριστές δεξιότητές του, που ως τότε ούτε ο ίδιος δε γνώριζε.

Όσον αφορά την καθημερινότητα εκεί, ένα χαρακτηριστικό ήταν ότι μαζί με τους φίλους του (όλοι εξαιρετικά επιτυχημένοι επαγγελματίες σήμερα) άλλαζαν τα σπίτια όπου διέμεναν ανά τρεις ή τέσσερις, κάθε χρόνο κι αυτό γιατί δεν πλήρωναν. Ο Τάκης πάντα είχε κάποια χρήματα, όμως κάποια στιγμή ο ένας από την παρέα αδυνατούσε να πληρώσει το νοίκι του και μετά από δυο τρεις μήνες σταματούσαν και οι υπόλοιποι. Τελικά μάζευαν τα λιγοστά μπογαλάκια τους και μετακόμιζαν. Σε ένα από τα διαμερίσματα που είχε νοικιάσει μαζί με τους καλούς του φίλους, Δημήτρη Βαζάκα και Τσίτσα Γιάννη, το δικό του δωμάτιο ήταν τόσο μικρό, ώστε ένας φίλος που τους επισκέφτηκε το πέρασε για την αποθήκη του σπιτιού και τους ρώτησε πού κοιμάται ο Τάκης.

Μία άλλη ξεχωριστή ανάμνηση του Τάκη από τα χρόνια που πέρασε στην Αμερική είναι η ενασχόλησή του με το μποξ, το οποίο του άρεσε πολύ, παρ’ όλο που, όπως ο ίδιος ομολογεί, ήταν πολύ κακός μποξέρ. Βέβαια, στο γυμναστήριο όπου προπονούνταν τον αποκαλούσαν «doc», γιατί ήταν ο μόνος εκεί μέσα που είχε σπουδάσει, και αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στους (προφανώς όχι ιδιαίτερα μορφωμένους) θαμώνες του χώρου. Ένας από τους πυγμάχους που γυμναζόταν εκεί ήταν ο Dick Eklund, ο οποίος, αν και πολύ λεπτός, ήταν ο μόνος που είχε πετύχει ισοπαλία με τον θρυλικό Sugar Ray Leonard και του οποίου ο αδερφός έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής στην πυγμαχία. Πολλά χρόνια αργότερα το γυμναστήριο όπου προπονούνταν φιλοξένησε τα γυρίσματα της ταινίας «The Fighter» του 2010. Ένα άλλο άθλημα που αγαπάει πολύ ο Τάκης είναι το μπάσκετ. Ως φοιτητής στην Αμερική υποστήριζε θερμά τους Boston’s Celtics και κάποτε έφτασε στο σημείο να διασχίσει τους αποκλεισμένους από το χιόνι δρόμους της περιοχής όπου έπαιζε η ομάδα, για να καταφέρει έστω μία φορά να τους δει από κοντά.

Όσο ήταν ο Τάκης στην Αμερική ήρθε και ο αδερφός του, ο Σάκης, για να σπουδάσει εκεί, έμεινε ένα χρόνο, όμως δεν του άρεσε καθόλου ο τρόπος ζωής, ούτε το αντικείμενο των σπουδών του και γρήγορα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά αγαπούσε, την καλλιέργεια της γης και τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, στον οποίο είναι πλέον εξαιρετικά επιτυχημένος.

Ο Τάκης λοιπόν πήρε το Master’s Degree στο Marketing και μάλιστα ο βαθμός του ήταν μέσα στην πρώτη πεντάδα! Οι γονείς του, ο Δημητρός και η Φωτούλα, ταξίδεψαν στην Αμερική, για να τον καμαρώσουν περήφανοι στην ορκωμοσία του και να θαυμάσουν την εξέλιξη του γιου τους, ο οποίος βέβαια τους είχε πει ότι δουλεύει σε εταιρία, όχι σε πιτσαρία. Ο Τάκης θυμάται ότι οι γονείς του έμειναν στην Αμερική περίπου τρεις εβδομάδες. Στις βόλτες που έκαναν στην πόλη όπου διέμεναν η θεοσεβής μαμά Φωτούλα ρωτούσε το γιο της για τις εκκλησίες που συναντούσαν στο δρόμο τους κι εκείνος (που φυσικά δεν είχε ιδέα σε ποιους Αγίους ήταν αφιερωμένες, αφού δεν τον ενδιέφεραν ποτέ αυτά τα πράγματα) της έλεγε τυχαία ονόματα Αγίων και μάλλον της είχε αναφέρει πολλές φορές το όνομα της Αγίας Αικατερίνης, με αποτέλεσμα να νομίζει ότι οι περισσότερες εκκλησίες στην Αμερική για κάποιο λόγο είναι αφιερωμένες στην Αγία Αικατερίνη.

    

Επιστροφή στην Ελλάδα
Μετά το μεταπτυχιακό του ο Τάκης δούλεψε άλλους οχτώ μήνες στην πιτσαρία και μάζεψε αρκετά χρήματα, ώστε να αγοράσει αργότερα από το Βέλγιο μαζί με τον αδερφό του ένα αυτοκίνητο BMW λευκό, με κίτρινα φανάρια, το οποίο μάλιστα οδήγησαν, για να το φέρουν στην Ξάνθη. Επιστρέφοντας από την Αμερική, έκανε τη στρατιωτική του θητεία, για έξι μήνες, λόγω της πράσινης κάρτας που είχε και ο επόμενος σταθμός του ήταν η Αθήνα. Εκεί τον βοήθησε πολύ ο καλός του ξάδερφος, ο Κώστας Καρτάλης. Για αρκετό διάστημα τον φιλοξένησε και, όσο έψαχνε για δουλειά, τον πήγαινε στις συνεντεύξεις, γιατί τότε ο Τάκης δε γνώριζε την Αθήνα και τις συγκοινωνίες της. Ακόμη νιώθει ευγνώμων στον Κώστα γι’ αυτήν την ανιδιοτελή και πολύ σημαντική βοήθεια. Τελικά βρήκε δουλειά ως πωλητής στην εταιρεία «Κρις Παν» που παρήγε πλαστικά είδη και κλούβες για τα αγροτικά προϊόντα. Για 6 ή 8 μήνες, μεταξύ άλλων, ο Τάκης επισκεπτόταν αγροτικούς συνεταιρισμούς και προωθούσε αυτές τις κλούβες για τα προϊόντα τους. Εκτίμησε όμως τη δουλειά αυτή, γιατί οι εργοδότες του ήταν καλοί άνθρωποι και τον αγαπούσαν και γιατί ήταν μια καλή αρχή. Παράλληλα αναζητούσε μια καλύτερη θέση εργασίας και έδινε συνεντεύξεις, όπου εμφανιζόταν με πολύ θάρρος, ή μάλλον θράσος, και αυτοπεποίθηση.

Στην εταιρεία Johnson & Johnson
Μια από τις συνεντεύξεις έγινε στα γραφεία της εταιρείας Johnson & Johnson, η οποία τότε θεωρούνταν κορυφαία στο χώρο της. Τον είδε ο τότε Γενικός Διευθυντής Μανώλης Χλουβεράκης, με τον οποίο πλέον τον δένει στενή φιλία ∙ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Τάκης κατάλαβε ότι τα πήγαινε καλά, όταν άκουσε τον Διευθυντή να λέει στη γυναίκα του στο τηλέφωνο ότι έχει μια πολύ σημαντική συνέντευξη μ’ ένα νεαρό. Πράγματι τον προσέλαβαν ως υπεύθυνο για την προώθηση των οδοντιατρικών ειδών της εταιρείας, με μισθό 160.000 δρχ το μήνα και δώρο ένα αυτοκίνητο. Εν έτει 1989 αυτοί ήταν τόσο καλοί όροι εργασίας, ώστε στο δρόμο της επιστροφής από τα γραφεία της εταιρείας προς τον Πειραιά, όπου έμενε, σταμάτησε και πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του, για να της πει τα ευχάριστα νέα. Στην Johnson & Johnson λοιπόν ο Τάκης δούλεψε για 6 χρόνια και κάθε χρόνο έπαιρνε προαγωγή, γιατί εκτιμούσαν την αστείρευτη ενεργητικότητά του και τις επιτυχίες του σε κάθε στόχο που έθετε στη δουλειά. Ταυτόχρονα μάθαινε καλύτερα το αντικείμενό του και καλλιεργούσε τις δεξιότητές και τις γνώσεις του, πράγμα που και η ίδια η εταιρεία επεδίωκε, αφού έστελνε τους υπαλλήλους της ανά τακτά διαστήματα στο εξωτερικό για εκπαίδευση και εξειδίκευση.

Ο γάμος με τη Ματίλντα
Εκείνο περίπου το διάστημα, για την ακρίβεια το 1990, ο Τάκης γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, τη Ματίλντα Παπαδάτου (οι λεπτομέρειες για τη γνωριμία, τη σχέση και τα παιδιά τους βρίσκονται παρακάτω στην ενότητα «Οικογένεια»), οι δύο χαρισματικοί νέοι αγαπήθηκαν αληθινά και παντρεύτηκαν το 1992. Απέκτησαν δύο υπέροχα παιδιά, το Δημήτρη το 1995 και την Κλειώ το 1996.

Η απώλεια του πατέρα
Δεν ήταν όμως όλα στη ζωή του Τάκη ρόδινα. Ο πατέρας του αρρώστησε από καρκίνο στον πνεύμονα γύρω στο 1993 και είχαν ένα μακρύ και επίπονο αγώνα να περάσουν. Όταν αρρώστησε ο Δημητρός, τα παιδιά του έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να τον βοηθήσουν και φρόντισαν να κάνει τις καλύτερες δυνατές θεραπείες στην Αθήνα (όπως ένα νέο και σπάνιο φάρμακο, το Fetanil, το οποίο προμηθεύονταν σε μεγάλες ποσότητες, μήπως και βοηθήσει), χωρίς ωστόσο επιτυχία. Για να μην τον επιβαρύνουν ψυχολογικά, δεν του έλεγαν ότι πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα, αλλά ότι έχει πρόβλημα με το στομάχι του κι εκείνος δεχόταν αυτήν την εξήγηση, ίσως γιατί ήθελε να την πιστέψει. Προς το τέλος πονούσε φριχτά! Μια φορά προσπάθησαν οι δύο γιοι του να τον βάλουν στο αυτοκίνητο, για να τον πάνε να δει τα χωράφια του, όμως από τον πόνο, δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί. Λίγο πριν πεθάνει κάλεσε τους γιους του, τη νύφη του, Βαγγελίτσα, και τη γυναίκα του, Φωτούλα, και τους μίλησε. Η σημαντικότερη συμβουλή που έδωσε στα αγόρια του ήταν να μη μαλώσουν ποτέ, όπως και έκαναν. Ο Τάκης θυμάται ότι ο πατέρας του ξεψύχησε στις 2 Ιανουαρίου του 1998 στα χέρια του προσπαθώντας να πάρει μία ακόμα βαθιά ανάσα, γεγονός που τον σημάδεψε.

Στην εταιρεία Bristol Myers Squibb
Επιστρέφοντας στα επαγγελματικά του, η δημιουργική και επιτυχημένη θητεία του στην Johnson & Johnson ολοκληρώθηκε όταν δέχτηκε μια πολύ δελεαστική πρόταση από μια άλλη μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία, την Bristol Myers Squibb. Ήταν τότε διευθυντής του τμήματος φαρμακείων. Όταν πήρε την απόφαση να παραιτηθεί, μπήκε στο γραφείο του προϊσταμένου του, Μανώλη Χλουβεράκη, κι εκείνος, ευφυής και διορατικός, αμέσως κατάλαβε το λόγο της παρουσίας του εκεί. Επειδή ήξερε πόσο πολύτιμος ήταν ο Τάκης για την εταιρεία, προσπάθησε επίμονα να τον αποτρέψει από την παραίτηση, όμως όταν άκουσε την πρόταση που του είχε γίνει, κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να προσπαθεί να τον περιορίσει. Η Bristol του είχε προσφέρει μια πολύ καλή θέση, μαζί με 40.000.000 δρχ για ένα χρόνο και ένα πολύ καλό αυτοκίνητο (μία BMW 520)!

Έτσι, ξεκίνησε στην BMS το 1996 στη θέση του γενικού διευθυντή του τμήματος των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων πρώτα στην Ελλάδα και μετά στη Μέση Ανατολή. Συγκεκριμένα είχε αναλάβει την προώθηση του Depon και μέσα σε δύο χρόνια διπλασίασε τον τζίρο του. Το δεύτερο χρόνο ήταν που του έδωσαν και τη Μέση Ανατολή. Το επόμενο βήμα ήταν να γίνει στην εταιρεία μία συγχώνευση του τμήματος που ήταν διευθυντής ο Τάκης σε ένα κλάδο που κάλυπτε μια μεγάλη γκάμα φαρμάκων και θα οριζόταν ένας γενικός διευθυντής σε όλη την Ελλάδα για αυτά. Αυτό σήμαινε ότι η θέση που κάλυπτε ο Τάκης θα καταργούνταν.

Τότε η BMS ήταν η τρίτη μεγαλύτερη φαρμακευτική εταιρεία στον κόσμο με 42.000 υπαλλήλους και αναζητούσε ανά τον κόσμο νέα ταλέντα, για να αναπτύξουν τις νέες αγορές ή να τους στέλνουν σε χώρες στις οποίες υπήρχαν μεγάλες ευκαιρίες ή στις οποίες η εταιρεία είχε μεγάλα προβλήματα. Έτσι κάθε χρόνο προσλάμβαναν δέκα οικονομικούς διευθυντές και δέκα γενικούς διευθυντές, για αυτές τις δύσκολες αποστολές και μάλιστα τους αποκαλούσαν “marines”, δηλαδή «πεζοναύτες, καταδρομείς». Επειδή η δουλειά τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ενίοτε και επικίνδυνη, πληρώνονταν διπλάσια ποσά και είχαν εντυπωσιακές παροχές, ώστε: «Το μόνο που σκεφτόσουν ήταν η δουλειά σου, γιατί όλα τα άλλα σου τα δίνανε», όπως τονίζει ο Τάκης. Μια τέτοια θέση ήθελε λοιπόν να διεκδικήσει και συγκεκριμένα θέση γενικού διευθυντή, οπότε μπήκε ξανά στη διαδικασία των συνεντεύξεων, που αυτή τη φορά ήταν πολύ δύσκολες και απαιτητικές. Είχε δε να ανταγωνιστεί υποψηφίους από όλο τον κόσμο. Ήταν 110 υποψήφιοι και τελικά επιλέχτηκαν 30 ή 40. Οι συνεντεύξεις κράτησαν για τρεις μέρες και κάθε μία ή δύο ώρες οι επικεφαλής εξέταζαν έναν υποψήφιο, προφορικά ή γραπτά.

Το μεγάλο αφεντικό τότε για όλες τις χώρες εκτός από την Ευρώπη και την Αμερική ήταν ο Zeto Sartarelli, που ήταν και ο τελικός κριτής. Ο Τάκης τον είχε ξαναδεί σε μια συνάντηση στο Ντουμπάι, όπου είχε πάει ως υπεύθυνος για μια συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων που προωθούνταν στη Μέση Ανατολή. Στη συνάντηση εκείνη κάθονταν οι συμμετέχοντες σε ένα τραπέζι σε σχήμα Π, με τον Sartarelli στη μια πλευρά του Π, ώστε να βλέπει την οθόνη των παρουσιάσεων και στην ίδια σειρά, λίγο πιο πέρα ήταν ο Τάκης, ως ένας «μικρός παίκτης», λόγω της μικρής σημασίας των προϊόντων που εκπροσωπούσε. Ωστόσο, κάθε φορά που παρουσίαζε μια χώρα, ο Τάκης έλεγε τη γνώμη του καλή ή κακή, χωρίς να αφήνει τίποτα σημαντικό ασχολίαστο, δείχνοντας ότι έχει και τις γνώσεις και το θάρρος, για να εκφέρει άποψη. Όποτε λοιπόν μιλούσε ο Τάκης, ο Σαρταρέλλι τον παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Σ’ εκείνο το ταξίδι το δεξί χέρι του μεγάλου αφεντικού ήταν ένας Ινδός ονόματι Σιούρες, τον οποίο ο Τάκης γνώριζε από ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο και ήταν λίγο φίλοι, οπότε είχε το θάρρος να του ζητάει επίμονα να δει τον Σαρταρέλλι, όμως τελικά δεν τα κατάφερε.

Μετά από εκείνες τις επίπονες συνεντεύξεις, λοιπόν, για τη θέση του Γενικού Διευθυντή, η τελική ακρόαση γινόταν από τον Σαρταρέλλι. Ο Τάκης μπήκε στο γραφείο, το μεγάλο αφεντικό τον υποδέχτηκε με χαμόγελο, του έκανε μερικές ασήμαντες ερωτήσεις και τον ευχαρίστησε. Ο Τάκης απογοητεύτηκε πιστεύοντας ότι τον είχε απορρίψει και, με το γνωστό του θάρρος, ζήτησε να μάθει τους λόγους της απόρριψης. Τότε τον εξέπληξε το μεγάλο αφεντικό: «Πραγματικά πιστεύεις ότι απέτυχες; Είσαι η πρώτη επιλογή μας.» του είπε και του εξήγησε πόση εντύπωση του είχε κάνει η επιμονή του τότε στο Ντουμπάι να τον συναντήσει, αφού ο βοηθός του, ο Σιούρες, τον είχε πρήξει να του λέει ότι ένας Χρήστος Καρτάλης ζητά μια συνάντηση!

Στην Ταϊλάνδη (1999 – 2002)
Έτσι, μετά από δύο μήνες, εν έτει 1999, πήρε την εντολή να πάει Γενικός Διευθυντής στην Ινδοκίνα και ειδικά στην Ταϊλάνδη. Στη χώρα αυτή ο Τάκης είχε ταξιδέψει με τη γυναίκα του, τη Ματίλντα Παπαδάτου, για το γαμήλιο ταξίδι τους, δεν την είχε φανταστεί όμως ως επαγγελματική του έδρα. Επέλεξε, ωστόσο, να πάει εκεί, γιατί η χώρα αυτή είχε πληγεί βαριά από την ασθένεια του AIDS και εκείνος ήταν υπεύθυνος για τα φάρμακα που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Το πόσο αποτελεσματική ήταν η δουλειά του φαίνεται από το γεγονός ότι όταν πήγε στην Ταϊλανδη η BMS ήταν στην έκτη θέση μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών και όταν έφυγε, μετά από τρία χρόνια, ήταν στη πρώτη θέση. Η επιτυχία αυτή προϋπέθετε βέβαια, εκτός από το ελληνικό δαιμόνιο, ατελείωτες ώρες δουλειάς, όμως η σκληρή δουλειά ποτέ δεν πτόησε κανέναν Καρτάλη.

Ανάλογες με τις απαιτήσεις της θέσης του ήταν και οι παροχές που είχαν από την εταιρεία. Έμενε με την οικογένειά του σ’ ένα σπίτι με 6 – 7 δωμάτια, που βρισκόταν δίπλα σε μια τεχνητή λίμνη, είχαν υπηρέτες, αυτοκίνητα, οδηγούς και καθετί που μπορεί να χρειάζονταν. Όταν τους επισκέπτονταν οι γονείς τους (μόνο ο πατέρας του ο Δημητρός είχε φύγει από τη ζωή) έμεναν άναυδοι με το επίπεδο ζωής των παιδιών και των εγγονών τους. Επίσης, εκτός από τους καταπληκτικούς ντόπιους, η οικογένεια είχαν τη χαρά να έχουν έναν πολύ αγαπητό κύκλο Ελλήνων (συνολικά ήταν 30 οι Έλληνες της Ταϊλάνδης) και έκαναν πολύ καλή παρέα με αξιόλογους ανθρώπους, όπως ο πρέσβης της Ελλάδας στην Ταϊλάνδη, ο Νίκος Ζαφειρόπουλος. Μάλιστα ο Έλληνας πρέσβης τους καλούσε σε κάθε δείπνο που παρέθετε σε επίσημους προσκεκλημένους του, με αποτέλεσμα η Ματίλντα – γιατί πολύ συχνά ταξίδευε ο Τάκης και δεν μπορούσε να τη συνοδεύει – να έχει γνωρίσει πολλούς πρώην Υπουργούς και άλλους αξιωματούχους. Ο Τάκης ταξίδευε πολύ, γιατί ο προϊστάμενός του είχε υπό την ευθύνη του 10 χώρες, όπως το Βιετνάμ, η Καμπότζη και η Μαλαισία, το οποίο σήμαινε ότι κάθε έξι εβδομάδες επισκέπτονταν και μία χώρα για τις απαραίτητες συναντήσεις. Επίσης, όποτε πετύχαιναν τους στόχους τους, τους έκαναν δώρο ένα μεγάλο ταξίδι με τις οικογένειές τους. Ένα από αυτά έγινε στην Αυστραλία και η τελευταία στάση τους ήταν στη Μελβούρνη, όπου κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο τόσο, ώστε ο μικρός τότε γιος του Τάκη, ο Δημήτρης, να θέλει να μείνουν εκεί. Γενικά πάντως η Ταϊλάνδη είναι ένας τόπος που πάντα θα αγαπούν και θα θυμούνται με νοσταλγία.

Στην Τουρκία (2002 – 2004)
Ο επόμενος στόχος του Τάκη ήταν η Κίνα, όμως καθυστερούσε η αποστολή του εκεί και στο μεταξύ ο νέος προϊστάμενός του, ο Άντονι Χούπερ, που είχε πάρει τη θέση του Σαρταρέλλι, του πρότεινε μια σημαντική θέση στην Τουρκία. Όταν μάλιστα του το πρότεινε του είπε να ρωτήσει και τη γνώμη της γυναίκας του, αφού η Τουρκία θα μπορούσε να μην είναι πολύ ευχάριστος τόπος διαμονής για μια γυναίκα και δη Ελληνίδα. Η Ματίλντα, φυσικά, όπως έκανε πάντα, υποστήριξε την επιλογή του άντρα της και πήγαν στην Τουρκία το 2002. Η εταιρεία έστειλε τον Τάκη στην Τουρκία, γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε να αντιμετωπίσει τα πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετώπιζε σ’ αυτή τη χώρα. Πρώτη του μέριμνα ήταν να μάθει τη γλώσσα, για να προσεγγίζει τους ντόπιους πιο αποτελεσματικά και πράγματι τα κατάφερε και πάλι, πάντα με ατελείωτη δουλειά. Μέσα σε δύο χρόνια έλυσε τα προβλήματα, διπλασίασε τον τζίρο και τριπλασίασε τα κέρδη. Οι παροχές στην οικογένεια ήταν και πάλι εντυπωσιακές (π.χ. η εταιρεία πλήρωνε 9.000 ευρώ το μήνα μόνο για το ενοίκιο του σπιτιού τους) και η ζωή τους εκεί ήταν πολύ ευχάριστη με πολλούς καλούς φίλους. Άλλωστε ήταν μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο μακριά από την Ξάνθη, οπότε πήγαιναν αρκετά συχνά στο χωριό.

Στη Γαλλία (2004 – 2007)
Επόμενος σταθμός στην καριέρα του Τάκη ήταν η Γαλλία. Το 2004 βρέθηκε στο Παρίσι, αφού πήρε μια προαγωγή την οποία δεν περίμενε, όμως ασφαλώς άξιζε, ως αντιπρόεδρος Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Για την ακρίβεια είχε στη δικαιοδοσία του την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, δηλαδή ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των δραστηριοτήτων της εταιρείας, με αρκετές χιλιάδες υπαλλήλους. Στο Παρίσι έμεναν σ’ ένα πολύ όμορφο προάστιο με ειδυλλιακό περιβάλλον και όλες τις ανέσεις. Βέβαια, ο Τάκης δεν είχε την ευκαιρία να απολαμβάνει ιδιαίτερα τις ανέσεις του σπιτιού του, γιατί η δουλειά του απαιτούσε να ταξιδεύει συνέχεια στις χώρες που ήταν στη δικαιοδοσία του. Μάλιστα, πάντα ταξίδευε κατά τη διάρκεια της νύχτας, προκειμένου να μη χάνει ούτε λεπτό από την εργασία της ημέρας. Εκτός του ότι το πρόγραμμα του ήταν ασφυκτικά γεμάτο, ήθελε επίσης να δίνει το καλό παράδειγμα στους υφισταμένους του δουλεύοντας περισσότερο από εκείνους. Τα χρόνια λοιπόν στο Παρίσι χαρακτηρίζονταν κυρίως από πάρα πολλή και εξαιρετικά αποδοτική δουλειά.

Επιστροφή στην Ελλάδα (2007 – 2013)
Από το Παρίσι έφυγαν το 2007 και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο Τάκης θα μπορούσε να συνεχίσει στην BMS και να ανέλθει σε υψηλότερες θέσεις, όμως αυτό προϋπέθετε να έχει ως έδρα του τις Η.Π.Α. κι αυτό ήταν απαγορευτικό για εκείνον, επειδή ούτε η ζωή στην Αμερική του άρεσε, ούτε η ιδέα ότι τα παιδιά του θα υιοθετήσουν την αμερικάνικη κουλτούρα και «θα γίνουν Αμερικανάκια». Άλλωστε θα έπρεπε να αναλάβει για τρία χρόνια ένα τμήμα έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων, το οποίο ως αντικείμενο δεν τον ενδιέφερε.

Έτσι επέστρεψαν στην Ελλάδα και ουσιαστικά ξεκίνησε από την αρχή την καριέρα του. Πρώτα έγινε επενδυτής / συνιδιοκτήτης σε μια μικρή ελληνική εταιρεία, την Apivita, η οποία πήγε πολύ καλά και μετά δούλεψε ως Γενικός Διευθυντής στην εταιρεία Lavipharm για 1,5 χρόνο. Συνέχισε με την εταιρεία BAUSCH HEALTH πρώτα ως Γενικός Διευθυντής για την Ελλάδα, μετά για την Τουρκία και μετά για τα Βαλκάνια, Ελλάδα, Τουρκία, Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική επί 5 πολύ καλά χρόνια. Κατόπιν, έπρεπε να πάρουν μια απόφαση για τα επόμενα βήματά τους: τα παιδιά θα πήγαιναν στο πανεπιστήμιο και επειδή τους είχε λίγο κουράσει η ζωή στην Ελλάδα, θέλησαν να φύγουν. Το όνειρό τους ήταν να πάνε σε κάποιο από τα μέρη που τους άρεσαν: Ταϊλάνδη, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, οπότε ο Τάκης αναζήτησε δουλειά εκεί, αλλά δεν προέκυψε κάποια προσφορά από εταιρείες στα μέρη αυτά.

Στην Ινδία (2013 – 2015) και στο Ντουμπάι (2015 – σήμερα)
Προέκυψαν όμως προτάσεις από ινδικές εταιρείες. Έτσι, ο Τάκης έγινε διευθύνων σύμβουλος στη μεγαλύτερη ινδική φαρμακευτική εταιρεία που λέγεται CIPLA INTL και έμεινε στη Βομβάη για σχεδόν 2 χρόνια, ενώ η Ματίλντα ήταν στην Ελλάδα για τα τελευταία 2 χρονιά της Κλειώς στο λύκειο. Το 2015 η Κλειώ έφυγε για σπουδές στην Αμερική και η Ματίλντα με τον Τάκη μετακόμισαν στο Ντουμπάι, όπου διαμένουν ακόμη.

Τέλος, από το 2020 ο Τάκης έχει τη δική του επενδυτική εταιρεία που λέγεται

REINDEER BIOHEALTH με έδρα το Ντουμπάι. Μέσω αυτής της οικογενειακής εταιρείας, επενδύει σε διάφορες δραστηριότητες στο χώρο του φαρμάκου ανά τον κόσμο. Μέχρι σήμερα οι κύριες επενδύσεις τους, που επίσης διευθύνει ο ίδιος, είναι:

α) TLG PHARMA, εταιρεία που δραστηριοποιείται στην Αφρική,  μαζί με τη μεγάλη ανά τον κόσμο Επενδυτική Εταιρεία TLG CAPITAL με έδρα το Λονδίνο.

β) CONCERTO BIOTECH με έδρα το Ντουμπάι με δραστηριότητα ανά τον κόσμο με φάρμακα από Ινδία τα οποία εμπορεύονται παγκοσμίως, με ιδιαίτερή παρουσία στη Λατινική Αμερική και την Ασία.

Η οικογένεια

Η Ματίλντα
Με την αγαπημένη του σύζυγο, Ματίλντα, γνωρίστηκαν, όπως είπαμε, το 1990 μέσω ενός κοινού φιλικού ζευγαριού, οι οποίοι δούλευαν στην εταιρεία Johnson & Johnson μαζί με τον Τάκη. Ήταν ο Κώστας Καράβας και η γυναίκα του, Έφη, που «συνωμότησαν», για να φέρουν τους δύο καλούς τους φίλους κοντά. Για την ακρίβεια, η Έφη είπε στη Ματίλντα ότι τη χρειαζόταν, για να τη βοηθήσει σ’ ένα τραπέζι που θα παρέθεταν σε συναδέλφους του Κώστα. Βέβαια, ο συνάδελφος ήταν μόνο ένας, ο Τάκης (που φυσικά ήξερε ότι το σκηνικό της γνωριμίας ήταν στημένο). Η ανυποψίαστη Ματίλντα εξεπλάγη με το γεγονός, αλλά ως αφοσιωμένη φίλη παρέμεινε να βοηθήσει, όπως είχε υποσχεθεί. Στα 10 – 15 λεπτά της γνωριμίας τους η οικοδέσποινα τους ζήτησε να πάνε για λίγο στο υπνοδωμάτιο, γιατί έπρεπε να κοιμήσει το μικρό της γιο, ο οποίος αρνούνταν να ησυχάσει όσο έβλεπε ότι υπάρχει παρέα και δράση στο σπίτι. Μόλις μπήκαν λοιπόν στο υπνοδωμάτιο και έκλεισε η πόρτα, ο Τάκης επιστράτευσε όλη τη γοητεία του και της είπε: «Είδες; 10 λεπτά γνωριζόμαστε και είμαστε ήδη στην κρεβατοκάμαρα!». Η αλήθεια είναι ότι η Ματίλντα δεν εκτίμησε αμέσως το θάρρος και το χιούμορ του, όμως η ιστορία έδειξε ότι η συνέχεια της γνωριμίας τους θα ήταν εξαιρετική. Ο Τάκης ήταν ήδη σίγουρος για τις προθέσεις του όταν στο τέλος της βραδιάς, λίγο πριν φύγουν, πλησίασε το φίλο του και του είπε: «Να ξέρεις, εγώ αυτήν την κοπέλα θα την παντρευτώ». Ο Κώστας θυμάται ακόμα αυτήν τη δήλωση.

Αυτό που χαρακτηρίζει τον Τάκη και τη Ματίλντα ως ζευγάρι είναι ότι συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν ο ένας τον άλλον. Ο Τάκης χαρακτηριστικά λέει ότι εκείνος είναι ωμός, ευθύς ανυπόμονος και αλαζόνας, αφού πιστεύει ακράδαντα ότι πάντα έχει δίκιο, ενώ η Ματίλντα είναι ένα ευαίσθητο πλάσμα κι ένα βαθιά καλλιεργημένο πνεύμα. Η κοινή τους ζωή μετράει πλέον πάνω από τριάντα χρόνια και ήταν πάντα γεμάτη αγάπη, ευημερία και συναρπαστικές εμπειρίες. Οι γονείς της Ματίλντα είναι θαυμάσιοι άνθρωποι και δέχτηκαν στην οικογένειά τους τον Τάκη με εκτίμηση και αγάπη, ενώ η σχέση τους με τη δική του οικογένεια υπήρξε πάντα αρμονική και ζεστή. Ο Τάκης μιλά με αίσθημα ευγνωμοσύνης για όλη τη βοήθεια που τους έχουν προσφέρει, υλική και ηθική. Το γεγονός ότι η μοναχοκόρη τους χρειάστηκε να ακολουθήσει τον άνδρα της μακριά τους, σε διάφορα μέρη του κόσμου, μπορεί να ήταν δυσάρεστο για εκείνους, όμως ποτέ δε θέλησαν να επηρεάσουν το ζευγάρι και ποτέ δεν το θεώρησαν αρνητικό παράγοντα στη σχέση τους με το γαμπρό τους. Αντιθέτως, η εκτίμηση, η αγάπη και η αφοσίωση που τους δένουν εκμηδενίζουν τις αποστάσεις.

Ο Τάκης και η Ματίλντα εκτός από διαφορετικούς χαρακτήρες, είχαν πάντα και διαφορετικές «αρμοδιότητες» μέσα στο σπίτι. Από τότε που δημιούργησαν την οικογένειά τους έγινε σαφές ότι εκείνος θα δούλευε ασταμάτητα, λείποντας συχνά σε επαγγελματικά ταξίδια, ενώ εκείνη θα έπρεπε να αναλάβει όλα τα ζητήματα που αφορούσαν το σπίτι και τα παιδιά. Για παράδειγμα, στα σχολεία των παιδιών πήγαινε μόνο η Ματίλντα, με αποτέλεσμα οι καθηγητές να υποδέχονται τον Τάκη με μεγάλη έκπληξη τις ελάχιστες φορές που εμφανιζόταν κι εκείνος. Όπως μάλιστα τονίζει, ποτέ δεν είχαν προβλήματα με τα θέματα που διαχειριζόταν η Ματίλντα, αλλά μόνο με τα θέματα της δουλειάς του.

«Αν δεν είχα μια καλή οικογενειακή ζωή, δε θα μπορούσα να καταφέρω πολλά από αυτά που κατάφερα.»: αυτή η δήλωση από έναν τόσο επιτυχημένο άνθρωπο, που κατά τα άλλα χαρακτηρίζει τον εαυτό του «αλαζόνα», είναι αποκαλυπτική τόσο για το ήθος του, όσο και για τη σπάνια ποιότητα της σχέσης του με τη γυναίκα του ∙ τη γυναίκα, η οποία άφησε πίσω τη δουλειά, τους γονείς και τον τόπο της, για να τον ακολουθεί όπου κι αν πήγαινε, να τον στηρίζει και να κρατά δεμένη την οικογένειά τους.

Ο Δημήτρης και η Κλειώ
Το αγαπημένο ζευγάρι απέκτησαν δύο παιδιά, το Δημήτρη και την Κλειώ. Ο Δημήτρης μοιάζει εξωτερικά με τον πατέρα του και έχει το χαρακτήρα της μητέρας του. Είναι ήπιος χαρακτήρας, τρυφερός, σκέφτεται πολύ, είναι πολύ καλός και δοτικός με φίλους και συγγενείς και είναι αυτός που παίρνει τακτικά τηλέφωνο τις γιαγιάδες του, για να δει τι κάνουν. Η Κλειώ πήρε την ομορφιά της μαμάς της και το χαρακτήρα του μπαμπά της. Είναι άμεση, ευθύς και δυναμική, δεν έχει πολλή υπομονή και αμελεί λιγάκι τα τηλεφωνήματα στις γιαγιάδες. Πάντως και τα δύο είναι πολύ καλά παιδιά, πανέξυπνα και επιτυχημένα στους τομείς που επέλεξαν. Μεγάλωσαν σε ποικίλα και πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα, γεγονός που, εκτός από το προσόν της γλωσσομάθειας, τους χάρισε ευρύ και ανήσυχο πνεύμα, ενώ κατέστησε απίθανο το ενδεχόμενο να δέσουν τη ζωή τους με κάποιον Έλληνα της διπλανής πόρτας. Πράγματι, ο Δημήτρης παντρεύτηκε πρόσφατα μια κοπέλα από την Ινδία, τη Σακίνα, με την οποία ήταν συμφοιτητές στο Λονδίνο, ενώ η Κλειώ έχει μια σοβαρή σχέση μ’ έναν νεαρό Βρετανό. Η σχέση των δύο παιδιών με τους γονείς τους είναι αρμονική, γερά θεμελιωμένη στην αγάπη, την αποδοχή και τον αμοιβαίο σεβασμό.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Οι νεόνυμφοι Δημήτρης και Σακίνα

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Η Κλειώ με τον σύντροφό της και τους γονείς της στο γλέντι του γάμου του αδερφού της.

Το βιβλίο (2007)

Ένα από τα πολύ σημαντικά επιτεύγματα του Τάκη είναι το βιβλίο του: «The Performance Cockpit» (εκδόσεις Παπασωτηρίου), το οποίο κυκλοφορεί στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά και διδάσκεται σε πανεπιστημιακές σχολές για business και marketing, καθώς και στους νέους γενικούς διευθυντές των εταιρειών στις οποίες δούλεψε. Πρόκειται για ένα πολύτιμο εγχειρίδιο, που περιέχει συστήματα για την επίλυση όλων των πιθανών προβλημάτων που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας manager στη δουλειά του.

Οι ιδέες που περιέχονται στο σύγγραμμα ξεκίνησαν ως σημειώσεις του Τάκη τον καιρό που ήταν στην Ταϊλάνδη και αντιμετώπιζε μεγάλα και ποικίλα προβλήματα και τον βοηθούσαν να διαμορφώνει συστήματα με τα οποία τα έλυνε. Άλλωστε είχε παρατηρήσει ότι στις μεγάλες εταιρείες όπως η BMS, τα συστήματα που υπήρχαν εξυπηρετούσαν μόνο τα κεντρικά γραφεία και δε διευκόλυναν τους τοπικούς παράγοντες, άρα υπήρχε ένα κενό που έπρεπε να συμπληρωθεί. Κρατώντας λοιπόν τις δικές του σημειώσεις και ρωτώντας φίλους του που είχαν ανάλογες θέσεις αλλού, αποθησαύρισε έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών για τις δυσκολίες της δουλειάς του manager και την αντιμετώπισή τους. Όταν έφυγε από την Ταϊλάνδη είχε συγκεντρώσει διακόσιες σελίδες με τέτοιες σημειώσεις, οι οποίες αυξήθηκαν ραγδαία, όταν πήγε στην Τουρκία και εκεί βρήκε άλλα προβλήματα, τα οποία επίσης έλυνε, καθιερώνοντας τα αντίστοιχα συστήματα. Διαπίστωσε μάλιστα κάποια στιγμή ότι η BMS χρησιμοποιούσε τα συστήματά του σε άλλες χώρες όπου επιχειρούσε. Γι’ αυτό άλλωστε πήρε την προαγωγή και έγινε αντιπρόεδρος της εταιρείας, όταν πήγε στη Γαλλία.

Αυτό του έδωσε την ώθηση να καταγράψει σ’ ένα βιβλίο τα συστήματα που είχε εφαρμόσει και όσο ήταν στη Γαλλία, επί τρία χρόνια, κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή αφιέρωνε τέσσερις ώρες γράφοντας τα βιβλίο αυτό. Την επιμέλεια του βιβλίου έκανε ένας Αμερικανός, ο Robert Goodman. Η επιμέλεια ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της προετοιμασίας του βιβλίου, γιατί έπρεπε πολλές φορές να αναθεωρεί αυτά που είχε γράψει σύμφωνα με τις οδηγίες του επιμελητή. Η έκδοση του βιβλίου έγινε από τον οίκο «Παπασωτηρίου», το 2007, όταν γύρισαν στην Ελλάδα μετά τη Γαλλία. Στην παρουσίαση συμμετείχαν ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών, Πέτρος Δούκας, ο πρώην γενικός Διευθυντής της Johnson & Johnson, Μανώλης Χλουβεράκης και ο εκδότης του «Κόσμου του Επενδυτή», Νίκος Φελέκης.

Το βιβλίο αναγνωρίζεται πλέον ως ένα από τα σημαντικότερα στον κόσμο των επιχειρήσεων, με διθυραμβικά σχόλια από τους ειδικούς στην οικονομία και διδάσκεται σε μεγάλα πανεπιστήμια. Ο Τάκης αρκετές φορές ανακάλυψε ότι η φήμη του λόγω του βιβλίου – παγκόσμια πλέον – προηγούνταν της γνωριμίας του με κάποιους ανθρώπους. Έχει μάλιστα στα σκαριά ένα ακόμα βιβλίο, πάλι με συστήματα, το οποίο θα έχει τον τίτλο «The Leadership Cockpit». Θα το εκδώσει όταν πάρει τη μεγάλη απόφαση να υποστεί την ταλαιπωρία του editing (της επιμέλειας).