Οικογένεια Παπαντωνίου: οι γονείς Ευλάμπιος Παπαντωνίου και Άννα (το γένος Μπουραζάνη), Φωτούλα (η μεγάλη κόρη), Νίκη (η μικρή), Φρόσω (το μωρό) και Θανάσης.
Ο Ευλάμπιος Παπαντωνίου γεννήθηκε το 1894 (ή το 1896) στο χωριό Μπασαΐτ της Ανατολικής Θράκης, το οποίο ήταν αμιγώς ελληνικό και πλούσιο χωριό.
Οι γονείς του ονομάζονταν Δημήτρης και Αναστασία και είχε έναν αδελφό, τον Αντώνη. Το επίθετό του μάλλον προέκυψε από τον παππού του, ο οποίος ήταν ιερέας και ο όνομά του ήταν Αντώνης … ο παπά Αντώνης. Ο παπά Αντώνης λοιπόν ήθελε τα παιδιά του να μάθουν γράμματα ή κάποια χρήσιμη τέχνη. Έτσι, τον ένα γιο τον έκανε ράφτη και τον άλλον, το Δημητρό, τον έστειλε στην πόλη να μάθει γράμματα∙ όμως εκεί μια θεία του τον αποπήρε, τον πρόσβαλε, γιατί ήταν από χωριό και είχε την απαίτηση να μορφωθεί, κι εκείνος παρεξηγημένος γύρισε πίσω στο πατρικό του. Του έμεινε όμως το παρατσούκλι «Διάκος», ο «Δημητρός ο Διάκος». Τελικά ασχολήθηκε με την καλλιέργεια των χωραφιών και τη φροντίδα των ζωντανών της οικογένειας, όπως και οι περισσότεροι συγχωριανοί του. Ο Δημήτρης Παπαντωνίου, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, φυγάδευσε τους δύο γιους του για δύο χρόνια στη Βουλγαρία, για να μην αναγκαστούν να καταταγούν στον τουρκικό στρατό. Οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν τους δύο γονείς και τους φυλάκισαν για έξι μήνες, επειδή δεν αποκάλυπταν πού βρίσκονταν τα παιδιά τους, όμως τελικά τους αποφυλάκισαν, αφού πείστηκαν ότι πράγματι δε γνώριζαν πού είχαν κρυφτεί και δεν είχε πλέον νόημα να τους κρατούν.
Όταν οι δύο αδελφοί επέστρεψαν κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό και συμμετείχαν στη Μικρασιατική εκστρατεία. Ο Ευλάμπιος διηγούνταν για πολλά χρόνια μετά τις συνταρακτικές εμπειρίες που βίωσε, ειδικά στα αγαπημένα του εγγόνια, όταν τα μάζευε κοντά του. Τους έλεγε για το Βενιζέλο, ο οποίος υποσχόταν στο στράτευμα ότι δε θα το εγκαταλείψει, για τους Τούρκους που τους κυνηγούσαν κι εκείνοι κρύφτηκαν στο δάσος, για να γλιτώσουν, ενώ κάποια στιγμή τους έφτασαν σε απόσταση αναπνοής και από μεγάλη τύχη δεν τους σκότωσαν. Θυμόταν τις κακουχίες και την πείνα που βασάνιζαν το στρατό, με αποτέλεσμα συχνά να ζητούν ψωμί από τους κατοίκους των χωριών που έβρισκαν στο δρόμο τους ∙ μια φορά ζήτησαν από κάποιες γυναίκες ψωμί, για να στυλωθούν και να συνεχίσουν τη δύσκολη πορεία τους και κατάλαβαν ότι ήταν Ελληνίδες από το σταυρό που εκείνες χάραζαν στο ζυμάρι. Δεν ξεχνούσε βέβαια και τις ασχήμιες που έκαναν κάποιοι συμπολεμιστές του (ιδίως οι «Παλιοελλαδίτες») εναντίον ντόπιων γυναικών, πράγμα που τον έθλιβε βαθιά. Μετά την κατάρρευση του μετώπου στην Ανατολία και την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού οι στρατιώτες που είχαν γλιτώσει έφτασαν στη Χίο και τη Λέσβο, μαζί με τους στρατηγούς Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά και από εκεί τους έστειλαν πίσω στη Θράκη, για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους να διαφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Ευλάμπιος και ο Αντώνης έτρεξαν να βοηθήσουν τους γονείς και τους συγχωριανούς τους να πάρουν το δρόμο της φυγής, μακριά από τις πατρογονικές εστίες τους, προς το άγνωστο, μέσα στην τραγωδία που βίωνε όλος ο ελληνισμός της Θράκης. Μάζεψαν ό,τι μπορούσαν, άλλα απαραίτητα, άλλα πολύτιμα, τα φόρτωσαν σε δύο κάρα και ξεκίνησαν. Πριν φύγουν, ο Ευλάμπιος φρόντισε να διασώσει τη μεγάλη εικόνα της Παναγίας Οικονομίσσης από την εκκλησία του χωριού και τη μετέφερε στην Ελλάδα. Όταν έφτασαν στον ποταμό Έβρο, του ζητήθηκε από το στρατό να βοηθήσει όσους πρόσφυγες μπορούσε, να περάσουν το ποτάμι που χώριζε οριστικά πια την αιματοβαμμένη παλαιά πατρίδα από την ελεύθερη, αλλά άγνωστη ακόμη για εκείνους Ελλάδα.
Ο δρόμος που έπρεπε να τραβήξουν ήταν μακρύς και δύσκολος, μέσα σε τραγικές συνθήκες! Ο προορισμός τους ήταν άγνωστος. Η Ανάγκη τους οδηγούσε, ανάμικτη με την Ελπίδα αυτών που δεν έχουν τίποτα άλλο για να πιαστούν. Κάποια στιγμή σταμάτησαν στο Σουφλί και μετά στην Κομοτηνή, στο χωριό Λύκειο, όπου κατέλυσαν για λίγο καιρό στα σπίτια που είχαν εγκαταλείψει οι προηγούμενοι Τούρκοι κάτοικοί τους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο Λύκειο ο Ευλάμπιος νυμφεύθηκε την αγαπημένη του, Άννα, κόρη του Συμεών Μπουραζάνη, με καταγωγή επίσης από το Μπασαΐτ, γεννηθείσα το 1902 (ή 1904). Σύμφωνα με τα πρώτα δημοτολόγια της κοινότητας του χωριού μας, ο γάμος έγινε στις 17/02/1923. Όμως δεν επρόκειτο να χτίσουν εκεί τη νέα τους ζωή. Σύντομα έφυγαν από το Λύκειο και συνέχισαν δυτικά. Μάλιστα κάποιοι συγγενείς και συγχωριανοί χωρίστηκαν και πήραν το δρόμο προς την Ηράκλεια Σερρών παίρνοντας μαζί τους και την ιερή εικόνα, ενώ στις Σέρρες πάλι χωρίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε τρία χωριά, στην Ηράκλεια, στο Δασοχώρι και στο Βαλτερό, όπου βρίσκεται ακόμα η εικόνα, στον ιερό ναό Αγίας Τριάδος και εορτάζεται κάθε χρόνο στις 2 Οκτωβρίου. Στην οικογένεια του Ευλάμπιου Παπαντωνίου έστειλαν ένα αντίγραφό της μόλις πρόσφατα (το 2022).
Η εικόνα στο Βαλτερό Σερρών (πηγή: f/b Ανατολική Θράκη, ρίζες και μνήμες)
Επόμενη στάση λοιπόν των νεόνυμφων ήταν στο Καβακλί και αργότερα έφτασαν στο Τεπέ Τσιφλίκ, μαζί με άλλους ταλαιπωρημένους Θρακιώτες πρόσφυγες. Η παράδοση θέλει το στρατηγό Πλαστήρα να μεριμνά ο ίδιος για την αποκατάσταση των προσφύγων, στους οποίους δόθηκαν κάποια απαραίτητα μέσα, για να χτίσουν σπίτια, γι’ αυτό άλλωστε ονόμασαν το χωριό που δημιούργησαν «Πλαστήρια».
Τα πρώτα εκείνα σπίτια ήταν διπλοκατοικίες και ο Ευλάμπιος έχτισε το πρώτο του σπίτι μαζί με τον αδερφό του Αντώνη. Τα σπίτια αυτά είχαν έναν κοινό τοίχο, στον οποίο υπήρχε ένα παραθυράκι, ώστε οι δύο οικογένειες να ανταλλάσσουν τα απαραίτητα, όταν χρειαζόταν. Οι άξιοι Θρακιώτες δούλεψαν συλλογικά, με αλληλεγγύη και μαζί με τα σπίτια άρχισαν να χτίζουν μια νέα ζωή. Η οικογένεια του Ευλάμπιου άρχισε να μεγαλώνει όταν το 1926 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, η Φωτούλα, και το δεύτερο, ο Δημήτριος, το 1927, αν και πολύ σύντομα το μωράκι αυτό έφυγε από τη ζωή, πράγμα που δεν ήταν σπάνιο εκείνη τη δύσκολη εποχή. Το τρίτο παιδί ήταν ο Θανάσης που γεννήθηκε το 1929 και το τέταρτο η Νίκη. Η Νίκη γεννήθηκε το 1934 και το όνομά της δεν είναι υποκοριστικό του «Νικολέτα» ∙ ο πατέρας της, Ευλάμπιος, θερμός βενιζελικός, τη βάφτισε «Νίκη», ελπίζοντας στη νίκη των Βενιζελικών όταν το Μάρτιο του 1935 (χρονιά που βαφτίστηκε η μικρή του κόρη) έκαναν κίνημα εναντίον της φιλοβασιλικής κυβέρνησης του Παναγή Τσαλδάρη.
Μετά από λίγα χρόνια, μάλλον το 1938, η Άννα, αρρώστησε από ελονοσία, η οποία θέριζε εκείνη την εποχή. Ο Ευλάμπιος, μαζί με τον αδερφό του Αντώνη, αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να μετακομίσει στο χωριό Μαυρόπετρα του Έβρου, όπου ζούσαν σαράντα οικογένειες Ποντίων, ελπίζοντας ότι η αλλαγή κλίματος θα βοηθήσει την υγεία της γυναίκας του. Εκεί νοίκιαζε με το γιο του κάποια χωράφια και καλλιεργούσε μπαχτσέ ∙ από τα λαχανικά που έβγαζε τις πιπεριές τις προτιμούσαν οι Βούλγαροι και τα υπόλοιπα τα πουλούσε στο χωριό Άβαντας. Μια πελάτισσά του εκεί είχε φούρνο και, επειδή τον καιρό που οι Τούρκοι έκαναν τους πρώτους διωγμούς στην Ανατολική Θράκη η οικογένειά της είχε βρει καταφύγιο για έναν ολόκληρο χρόνο στο πατρικό σπίτι του Ευλάμπιου, κάθε φορά έστελνε στα παιδιά του κι ένα ψωμάκι δώρο. Επίσης, δούλευε στα μεταλλεία, στο χωριό Κίρκη. Όμως δεν ήταν γραφτό να μείνουν εκεί, γιατί σύντομα ξεκίνησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και μετά η σκληρή γερμανική και βουλγαρική κατοχή. Μάλιστα τον Απρίλιο του 1941 η Άννα έχασε τον αδερφό της, Πολίτη Μπουραζάνη, ο οποίος έπεσε πολεμώντας ηρωικά εναντίον των Γερμανών στο οχυρό του Ρούπελ. Ο Ευλάμπιος, που στο μεταξύ, το 1940, είχε αποκτήσει την τρίτη κόρη του, την Ευφροσύνη, θεώρησε ότι ένα άλλο χωριό του Έβρου θα ήταν κάπως πιο ασφαλές για την οικογένεια του, ο Άβαντας, όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο Άβαντας ήταν μεγάλο και πλούσιο χωριό, με κατοίκους από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, μορφωμένους και προκομένους. Είχε φούρνο, αστυνομικό τμήμα, υφασματοπωλείο, υποδηματοποιείο, ό,τι μπορούσε να ζητήσει κάποιος. Εκεί νοίκιαζαν ένα σπιτάκι, δούλευαν σχεδόν όλοι, για να τα βγάλουν πέρα, και παρέμειναν για 7 χρόνια. Γείτονές τους ήταν κάποιες ηλικιωμένες κυρίες, Θρακιώτισσες κι αυτές, αλλά και ένας Γάλλος με την Ελληνίδα γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του.
Ο Άβαντας λοιπόν ήταν ένα θαυμάσιο μέρος για να μείνουν, όμως ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου τρόμαξε τη μαμά Άννα, η οποία ανησυχούσε μήπως οι αντάρτες έπαιρναν τα μικρά παιδιά της. Άλλωστε είχε υπάρξει ένα τέτοιο δραματικό περιστατικό στην οικογένεια, αφού οι αντάρτες είχαν απαγάγει τα τρία παιδιά του κουνιάδου της, Αντώνη. Τα παιδιά κατάφεραν να δραπετεύσουν και να γυρίσουν στην Κίρκη, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς τους μετά τη Μαυρόπετρα, όμως αυτό δεν κατάφερε να καθησυχάσει την Άννα. Παρακάλεσε έντονα τον άνδρα της να επιστρέψουν στα Πλαστήρια, γιατί, όπως έλεγε, το χωριό ήταν στον κάμπο, μακριά από τα βουνά, το ορμητήριο των ανταρτών. Άλλωστε ένιωθε ότι αυτό ήταν το χωριό τους. Οι παρακλήσεις της εισακούστηκαν ∙ ο Ευλάμπιος έβαλε τη γυναίκα και τα τρία από τα παιδιά του στο τρένο και ο ίδιος μαζί με τη Νίκη, που του είχε αδυναμία, φόρτωσε στο κάρο τα υπάρχοντά τους και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Στα Πλαστήρια, λοιπόν, έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Το σπίτι που είχαν φτιάξει αρχικά, όταν έφυγαν για Μαυρόπετρα, το είχε παραχώρησε η Άννα σε έναν ανιψιό της και δεν ήθελε να τον βγάλει από αυτό όταν επέστρεψαν. Έτσι, για ένα διάστημα 3 περίπου ετών η οικογένεια φιλοξενήθηκε από το Χρήστο Καρτάλη , σ’ ένα σπιτάκι που είχε στην κατοχή του. Μετά έχτισαν το δικό τους σπίτι, στο πρώτο στενό δεξιά μετά την κεντρική πλατεία, στην ανατολική πλευρά του χωριού. Ασχολήθηκαν βεβαίως με τη γεωργία. Ο Ευλάμπιος είχε κάποια χωράφια, τα οποία είχε παραχωρήσει για το διάστημα που έλειπαν από το χωριό σε έναν κουμπάρο του, για να τα δουλεύει, και όταν επέστρεψαν τα ανέλαβε ο ίδιος. Δούλευε όλη η οικογένεια, εκτός από τη Νίκη και τη Φρόσω, οι οποίες έπρεπε να πάνε στο σχολείο, τουλάχιστον για να τελειώσουν το δημοτικό. Άξιοι άνθρωποι τα κατάφεραν και πρόκοψαν. Σιγά σιγά αύξησαν τα χωράφια τους, πήραν τρακτέρ και τα απαραίτητα μηχανήματα, αγόρασαν ζώα (βουβάλια, γελάδια, γαϊδούρια), τα οποία εξέτρεφαν και ζούσαν αξιοπρεπώς. Ήταν όμως δύσκολη η δουλειά και απαιτούσε δυνάμεις που εμείς σήμερα μάλλον δε διαθέτουμε.
Η σκληρή ζωή όμως δεν έκανε και τον Ευλάμπιο σκληρό, ούτε αυστηρό ως πατέρα. Ποτέ δεν μάλωσε αυστηρά τα παιδιά του, ούτε τα χτύπησε, αλλά τους έδειχνε κατανόηση και αγάπη. Ήταν ένας ήσυχος, καλοπροαίρετος άνθρωπος, αφοσιωμένος στην οικογένεια του. Η μόνη του ψυχαγωγία, μετά τη δουλειά το βράδυ, ήταν να πάει στο καφενείο του Γιάννη Φυλαχτάκη, να μάθει τα νέα και να πει μια κουβέντα με τους συγχωριανούς. Ούτε έπινε πολύ, ούτε διασκέδαζε με παρέες. Τον ενδιέφερε όμως πολύ η πολιτική. Άλλωστε είχε ζήσει από κοντά κάποια από τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα του 20ου αιώνα, είχε ταξιδέψει και είχε μείνει σε διάφορα ενδιαφέροντα μέρη και είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Επόμενο ήταν να έχει ανοιχτούς ορίζοντες και να τον ενδιαφέρουν όσα συνέβαιναν στην πολιτική σκηνή της πατρίδας μας. Ωστόσο, δεν επεδίωξε να αναλάβει και πολιτική δράση, συμμετέχοντας ενεργά στα κοινά. Ομοίως χαμηλών τόνων ήταν και η γυναίκα του, η Άννα, που περνούσε το χρόνο της είτε δουλεύοντας, είτε κοντά στα παιδιά της, να τα φροντίζει και να τα νουθετεί. Η συμβουλή τους στα παιδιά τους, που πάντα την έλεγαν ήρεμα και με αγάπη, ήταν να είναι καλά και αξιοπρεπή ∙ ειδικά τα κορίτσια να προσέχουν πολύ «να μην τους προσβάλουν». Γνωρίζουμε πόσο σημαντική ήταν η «τιμή» και το «καλό όνομα» των κοριτσιών εκείνο τον καιρό. Ο Ευλάμπιος ήταν πολύ προσεκτικός με τα κορίτσια του και δεν τους επέτρεπε πολλές διασκεδάσεις. Για παράδειγμα, όταν κάποιοι νέοι του χωριού στις αρχές της δεκαετίας του ’50 συνήθιζαν να πηγαίνουν στα σπίτια συνομηλίκων τους, για να χορέψουν υπό τους ήχους ενός φορητού γραμμόφωνου, στο σπίτι του Ευλάμπιου γνώριζαν ότι δεν επιτρεπόταν να πάνε.
Πάντως μέσα στη δεκαετία του ’50 παντρεύτηκαν δύο από τις κόρες του. Το Νοέμβριο του 1953 η Φωτούλα παντρεύτηκε τον Αλμπανιδη Κωνσταντίνο, γιο του Γιώργου και της Γιαννούλας Αλμπανίδη, με καταγωγή επίσης από το Μπασαΐτ της Κεσσάνης. Μάλιστα ο Γιώργος ο Αλμπανάς, όπως τον ήξεραν όλοι, ήταν από τους πρώτους Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες που έφτασαν στον τόπο και τον επέλεξαν για να ιδρύσουν τα Πλαστήρια. Λίγο αργότερα, το 1957 η Νίκη παντρεύτηκε το Γιαννάκο Καρτάλη, γιο του Χρήστου και της Γιαννούλας Καρτάλη, οι οποίοι είχαν επίσης καταγωγή από το Μπασαΐτ και ήταν από τους θεμελιωτές του χωριού. Ακολούθησε το Δεκέμβριο του 1961 η Φρόσω, η οποία παντρεύτηκε τον Βορειοθρακιώτη Δρακούλη Τσατράλη, ενώ την ίδια περίπου εποχή ο Θανάσης Παπαντωνίου παντρεύτηκε την Παναγιώτα …
Γάμος του Γιαννάκου Καρτάλη με τη Νίκη Παπαντωνίου
Γάμος του Δρακούλη Τσατράλη με τη Φρόσω Παπαντωνίου
Γάμος του Θανάση Παπαντωνίου και της Παναγιώτας Μπαΐρα
Έτσι ο Ευλάμπιος και η Άννα Παπαντωνίου είχαν τη χαρά να δουν τα παιδιά τους να ευτυχούν παντρεμένα με δόξα και τιμή, μέσα στο χωριό. Άλλωστε αυτή ήταν η μεγάλη επιθυμία της Άννας. Εκείνη δεν είχε συγγενείς στο χωριό, γιατί όλοι είχαν εγκατασταθεί στην Ηράκλεια Σερρών. Ούτε με τον αδερφό της, Θανάση, είχε στενή σχέση γιατί η δεύτερη γυναίκα του (η πρώτη είχε πεθάνει στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μόλις έφτασαν στο χωριό από την πατρίδα) απέφευγε τις πολλές επαφές με την κουνιάδα της και περνούσε το χρόνο της με τους δικούς της συγγενείς. Εύλογα λοιπόν η μαμά Άννα ήθελε τα παιδιά της να παραμείνουν κοντά της. Άλλωστε κι εκείνη και ο άνδρας της ήταν πολύ διακριτικοί, καλοπροαίρετοι και δοτικοί ως πεθερικά και όλοι τους αγαπούσαν.
Και η οικογένεια μεγάλωνε και γέμιζε χαρά από τον ερχομό των νέων μελών. Ο Κώστας και η Φωτούλα απέκτησαν δύο παιδιά, το Γιώργο και τη Γιαννούλα. Ο Θανάσης με την Παναγιώτα απέκτησαν τρία παιδιά, τον Ευλάμπιο, το Δημήτρη και την Άννα (όμως το Δημήτρη τον έδωσε για υιοθεσία η μητέρα του στον αδερφό της, ο οποίος δεν είχε παιδιά). Ο Γιαννάκος και η Νίκη απέκτησαν τρία παιδιά, τον Τάκη, τον Κώστα και τη Γιάννα, ενώ η Φρόσω άλλα δύο, το Φώτη και τον Κώστα. Εκτός από καλός πατέρας ο Ευλάμπιος Παπαντωνίου ήταν και πολύ καλός παππούς, ήρεμος και γλυκομίλητος. Του άρεσε πολύ να μαζεύει τα εγγόνια του κοντά του, πάνω στο κρεβάτι του και να τους λέει ιστορίες και ειδικά τις περιπέτειές του από τη μικρασιατική εκστρατεία.
Έτσι πορεύτηκαν ο Ευλάμπιος και η Άννα Παπαντωνίου, με αγάπη, υπομονή και πολλή δουλειά. Βίωσαν τις δραματικές περιπέτειες που επεφύλαξε στο έθνος μας ο 20ος αιώνας, επεβίωσαν, δημιούργησαν μια όμορφη οικογένεια και ευτύχησαν να δουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν και να προκόβουν. Έφυγαν από τη ζωή με διαφορά τεσσάρων ετών, ο Ευλάμπιος το 1980 και η Άννα το 1984. Η μνήμη τους τιμάται με σεβασμό από τους απογόνους τους.
Ο παππούς Ευλάμπιος Παπαντωνίου με τον εγγονό του Κώστα Τσατράλη
Η Άννα Παπαντωνίου.