Σύντομη Βιογραφία Διονύση Παπαδάτου
Ο Διονύσης Παπαδάτος γεννήθηκε στο πατρικό του σπίτι στη Ζάκυνθο στις 2 Ιουνίου του 1930, αν και η ταυτότητά του αναγράφει την ημερομηνία «2 Ιουνίου 1931», γεγονός που οφείλεται σε μια σειρά από δραματικά γεγονότα τα οποία συνέβησαν στο νησί στα μέσα του 20ου αιώνα. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Ματθίλδη Παπαδάτου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά πέντε γιους: τον Αντώνη (το 1924), τον Κωνσταντίνο (Κωστάκη, το 1927), το Διονύση (Διονυσάκη, το 1930), το Γεράσιμο, ο οποίος πέθανε μωρό, και το Σπύρο (το 1936).
Η οικογένεια του πατέρα του, του Νικόλα, καταγόταν από το χωριό Μαχαιράδο της Ζακύνθου και είχαν το προσωνύμιο «Τσιγάντες», γιατί ήταν μεγαλόσωμοι και τους έλεγαν «Γίγαντες» ή «Γιγάντες». Ο παππούς του Νικόλα Παπαδάτου άφησε το χωριό, μετακόμισε στην πόλη της Ζακύνθου και άνοιξε καροποιείο, το καλύτερο στην πόλη, το οποίο κληροδοτήθηκε μαζί με τη δύσκολη τέχνη του καροποιού στους απογόνους του με τελευταίο άξιο τεχνίτη το Νικόλα. Γονείς του Νικόλα ήταν ο Αντώνης και η Μαρία Παπαδάτου και είχε τρία αδέρφια, το Σπυρίδωνα (Σπύρο), την Αθηνά και την Ιωάννα (Γκιωβάννα). Ήταν όλοι άνθρωποι εργατικοί, τίμιοι και τις ιστορίες τους καταγράφει γλαφυρά ο Διονύσης Παπαδάτος στην αυτοβιογραφία του.
Η μητέρα του, μια πραγματική Αρχόντισσα όπως την περιγράφει ο ίδιος, ήταν γόνος της ηρωικής και φημισμένης οικογένειας Μαυρογένη, η οποία πρόσφερε στη πατρίδα ιστορικές προσωπικότητες όπως η Μαντώ Μαυρογένους και ο Νικόλαος Μαυρογένης, ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας και μάρτυρας του Γένους. Γονείς της ήταν ο Διονύσης και η Ευγενία Μαυρογένη και είχε άλλα δύο αδέρφια, την Αικατερίνη (Κατίνα) και τον Κωνσταντίνο (Ντάντο). Η Ματθίλδη, ή αλλιώς Μετίρντε, είχε σπουδάσει την τέχνη της δημιουργίας καπέλων και ήταν πολύ επιτυχημένη ∙ μάλιστα στο εργαστήρι της είχε κοπέλες που μαθήτευαν κοντά της. Εγκατέλειψε το επάγγελμα αυτό όταν παντρεύτηκε το Νικόλα Παπαδάτο και απέκτησε το πρώτο της παιδί. Η Ματθίλδη είχε ιδιαίτερη αδυναμία στο Διονύση, τον οποίο επιθυμούσε να δει σπουδαγμένο, όπως και τους άλλους γιους της. Δυστυχώς κατά τη διάρκεια της κατοχής έχασε πρώτα τον δευτερότοκο γιο της, τον Κωστάκη, από πλευρίτιδα και μηνιγγίτιδα (το 1943) και μετά τον άνδρα της (το 1944).
Ο Νικόλας Παπαδάτος έφυγε από τη ζωή με τρόπο οδυνηρό και δραματικό κατά τη διάρκεια της κατοχής από την πείνα, την αβιταμίνωση και το βαριάς μορφής ζάχαρο που έπαθε από την κατανάλωση σταφίδας, που ήταν το μόνο διαθέσιμο τρόφιμο τότε. Η Ματθίλδη δεν ξεπέρασε ποτέ τον πόνο από τις δύο αυτές τρομερές απώλειες και έφυγε κι εκείνη από τη ζωή στις 23 Απριλίου του 1950. Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ οδυνηρός για το Διονύση, ο οποίος ζούσε μόνος μαζί της στη Ζάκυνθο, αφού τα δύο αδέρφια του, ο Αντώνης και ο Σπύρος ζούσαν στην Αθήνα. Ήταν τέτοιος ο πόνος και η απελπισία του, ώστε έφτασε στο σημείο να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, ευτυχώς αποτυχημένη.
Μερικές μέρες μετά το θάνατο της μητέρας του ο Διονύσης έφυγε από τη Ζάκυνθο και πήγε στην Αθήνα. Στην αρχή φιλοξενήθηκε – υπό δύσκολες συνθήκες – μαζί με τον μεγάλο του αδερφό (τον Αντώνη) από το θείο τους Αντώνη (πρώτο ξάδερφο του πατέρα του), ο οποίος είχε σπουδάσει μουσική στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και είχε προσληφθεί στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο αδερφός του Διονύση, ο Αντώνης, σπούδαζε στη Νομική Σχολή Αθηνών.Εν τω μεταξύ, το 1949 ο Διονύσης είχε πετύχει σε εξετάσεις για το Πάντειο Πανεπιστήμιο, όμως δε φοίτησε ποτέ, γιατί δεν το επέτρεπαν τα οικονομικά τους. Αυτό που προείχε ήταν να βρει μια δουλειά και να καταφέρουν να μετακομίσουν τα δύο αδέρφια σ’ ένα δικό τους δωμάτιο, για να μην επιβαρύνουν πλέον το θείο.
Πράγματι, εκτός από στέγη ο θείος Αντώνης φρόντισε να βρει δουλειά στον ανιψιό του και σύστησε το Διονύση σε ένα γνωστό του συμβολαιογράφο, τον Διονύση Λιβέρη, ο οποίος τον προσέλαβε αμέσως μόλις άκουσε το όνομα του πατέρα του, αφού τον γνώριζε και τον θαύμαζε για την αξία και την τιμιότητά του. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει στο συμβολαιογραφείο του κ. Λιβέρη και να μαθαίνει τη δουλειά με επιτυχία. Κατάφερε μάλιστα μαζί με τον Αντώνη να νοικιάσει ένα μικρό δωματιάκι τα Κάτω Πετράλωνα, όπου και γρήγορα μετακόμισαν, για να απαλλάξουν πια το θείο Αντώνη από το βάρος της φιλοξενίας τους. Βέβαια, όταν μιλάμε για δουλειά, εννοούμε το απάνθρωπο ωράριο 8 το πρωί έως 11 ή 12 το βράδυ, όμως λόγω της νεαρής ηλικίας του είχε τις απαραίτητες αντοχές.
Επίσης, το Σεπτέμβριο του 1951 έδωσε εξετάσεις και πέτυχε την είσοδό του στη Νομική Σχολή Αθηνών, στην οποία φοίτησε, αλλά με πολύ μεγάλες αντιξοότητες, γιατί δεν είχε καθόλου χρόνο για διάβασμα και ακόμα και στις εξετάσεις με δυσκολία κατάφερνε να πάει. Ωστόσο, δε σταμάτησε να προσπαθεί με υπομονή κι επιμονή. Τον Αύγουστο του 1953 έγινε μεγάλος σεισμός στη Ζάκυνθο, ενώ ό,τι δεν είχε ισοπεδώσει η δόνηση το κατέστρεψε η πυρκαγιά που ακολούθησε. Μεταξύ των κτιρίων που χάθηκαν ήταν και το πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπές πατρικό σπίτι του Διονύση κι έτσι κόπηκε κάθε δεσμός του με το νησί.
Τον Απρίλιο του 1954 ο Διονύσης παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Κορίνθου (Κ.Ε.Ν. Κορίνθου), για να εκπληρώσει το χρέος τα προς την πατρίδα. Τον Αύγουστο κατατάχθηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Διαβιβάσεων (Σ.Α.Δ.), που είχε έδρα στο Χαϊδάρι. Μετά από 7μηνη εκπαίδευση και επειδή πέτυχε στις εξετάσεις της σχολής, παρέμεινε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων ως εκπαιδευτής και βοηθός στα Γραφεία της Διοίκησης. Και σε αυτό το γραφείο δούλευε πολύ και ευσυνείδητα, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να δίνει και κάποια μαθήματα στις εξετάσεις της Νομικής. Χάρη στις ικανότητές του έγινε απαραίτητος στο Γραφείο και πέρασε στην Αθήνα όλη τη θητεία του. Μάλιστα πριν φύγει ετοίμασε μια λεπτομερή έκθεση λειτουργίας του Στρατοπέδου, η οποία καθιερώθηκε ως επίσημος οδηγός για όλους τους Διοικητές.
Ο Διονύσης Παπαδάτος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας μαζί με τον αδερφό του, Αντώνη.
Όταν τελείωσε η θητεία του επέστρεψε στην εργασία του, στο συμβολαιογραφείο του Διονύση Λιβέρη, ο οποίος πλέον τον αντιμετώπιζε ως πολύ αγαπητό του πρόσωπο και γι’ αυτό του ζήτησε να τον παντρέψει. Και ενώ από τον καιρό της θητείας του ο Διονύσης βρισκόταν στη δίνη μιας οδυνηρής ερωτικής περιπέτειας, τον Οκτώβριο του 1956 ήρθε στο γραφείο τους να δουλέψει ένα «κοριτσάκι με μεγάλα εκφραστικά μάτια και μακριές πλεξίδες», όπως την περιγράφει στην αυτοβιογραφία του. Ήταν η Κλειώ Αγγελή με καταγωγή από τη Λέσβο και έμελλε να γίνει η αγάπη της ζωής του, η σύζυγός του και μητέρα της πολυαγαπημένης κόρης του, Ματθίλδης. Για την ακρίβεια, αρραβωνιάστηκαν στις 20 Ιανουαρίου του 1963 και παντρεύτηκαν στις 10 Μαΐου του 1964 στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη στον λόφο της Πνύκας, απέναντι από την Ακρόπολη. Γαμήλιο ταξίδι πήγαν στην Κέρκυρα. Η αρμονία και η ευτυχία που βίωνε στην προσωπική ου ζωή του έδωσε την ώθηση να τελειώσει τις σπουδές του στη Νομική και να πάρει το πτυχίο του σε λιγότερο από 1,5 χρόνο. Η κορούλα τους, η Ματθίλδη ή μάλλον η Ματίλντα, γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1965 και ολοκλήρωσε την ευτυχία τους.
Στα 45 του χρόνια ο Διονύσης Παπαδάτος ξεκίνησε τις διαδικασίες, για να πραγματοποιήσει του όνειρό του να γίνει συμβολαιογράφος. Πέρασε «διά πυρός και σιδήρου» όμως τα κατάφερε. Ο πρώτος του διορισμός ήταν στη Σίκινο, όμως η απόσταση από την οικογενειακή εστία ήταν πολύ δυσάρεστη και τα ταξίδια τότε στα νησιά δύσκολα. Έτσι μετά από λίγο καιρό προσπάθησε και πέτυχε να πάρει μετάθεση στην Ελευσίνα και μετά από ειδικές εξετάσεις να κατοχυρώσει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημα του συμβολαιογράφου στην Αθήνα. Άνοιξε λοιπόν γραφείο και δούλευε μαζί με την αγαπημένη του Κλειώ. Βέβαια η δουλειά τους ήταν πολύ απαιτητική. Η κόρη τους θυμάται ότι δούλευαν ατέλειωτες ώρες, ασταμάτητα και κάποιες φορές την είχαν μαζί τους, όταν δεν μπορούσε να την κρατήσει η γιαγιά Μαρία (η μητέρα της Κλειώς). Ήταν όμως πολύ αγαπημένο ζευγάρι και η ζωή τους κυλούσε ομαλά. Απέκτησαν το σπίτι τους στη Βαρυμπόμπη, όπου και μένουν σήμερα, και πέτυχαν με τη σκληρή δουλειά τους να ζουν μια άνετη και ευκατάστατη ζωή.
Ο Διονύσης Παπαδάτος βίωσε κάποιες από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας του 20ου αιώνα και γεύτηκε την πίκρα της απώλειας αγαπημένων προσώπων, αλλά και την ταλαιπωρία της ανέχειας και της βιοπάλης υπό πολύ δύσκολες συνθήκες. Παρ’ όλ’ αυτά κατάφερε να σταθεί όρθιος, να αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες, να σπουδάσει, να κυνηγήσει το όνειρό του, να καταξιωθεί, αλλά και να γνωρίσει την πραγματική αγάπη και να δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια. Είναι ένας ενάρετος άνθρωπος, με υψηλό ήθος και ιδανικά. Ένας Άρχοντας και ταυτόχρονα ένας μετριόφρων σοφός. Σήμερα, καμαρώνει τη λατρεμένη του κόρη και τον γαμπρό του, το Χρήστο Καρτάλη, τον οποίο θαυμάζει και αγαπά σαν παιδί του, αλλά και τα εγγόνια του, το Δημήτρη και την Κλειώ, τα οποία τον κάνουν υπερήφανο με την πρόοδο, το χαρακτήρα και τα χαρίσματά τους.
Το ιδιόχειρο χειρόγραφο του Διονύση Παπαδάτου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Φίλτατέ μου αναγνώστη, είμαι ο Διονύσιος Παπαδάτος ίου Νικολάου και της Ματθίλδης, το γένος Διονυσίου Μαυρογένη, συνταξιούχος Συμβολαιογράφος, κάτοικος Οικισμού Βαρυμπόμπης του Δήμου Αχαρνών Αττικής στην οδό Λεύκης αριθμός 2 και πλατεία Βαρυμπόμπης αριθμός 3 (γωνία) και έχω γεννηθεί στη πόλη της Ζακύνθου , στην οδό Κάλβου αριθμός 40, στις 2 Ιουνίου 1930, Έλληνας υπήκοος και Χριστιανός Ορθόδοξος.
Και τώρα που σου συστήθηκα θα συνεχίσω, αν θέλεις να μάθεις για τη ζωή μου και τη καταγωγή μου. Αν δεν ενδιαφέρεσαι ούτε, έστω, από περιέργεια, άσε το «ανά χείρας» στη βιβλιοθήκη σου. Ίσως κάποιος, κάποτε να το προσέξει και να ενδιαφερθεί να το διαβάσει, έστω και από απλή περιέργεια.
Ξέρω ότι είμαι ένα αναλώσιμο προϊόν της ανθρώπινης αναπαραγωγικής διαδικασίας, όπως και εσύ και όλοι οι άνθρωποι, αλλά και κάθε ζωή στη φύση ακολουθεί την ίδια διαδικασία.
Γέννηση, Ζωή, Θάνατος, τρία φαινόμενα, που διατηρούν την αιωνιότητα στο Πλανήτη μας. Ο άναρχος και ατελεύτητος φυσικός νόμος της ύπαρξης και λειτουργίας του Σύμπαντος Κόσμου.
Ξέρω ότι είμαι μία ασήμαντη μονάδα μέσα στον άπειρο χωροχρόνο, που κάποτε θα έρθει ο θάνατος και θα τη μηδενίσει, όπως και εσένα και όλους και όλα όσα ζούνε στη φύση.
Ξέρω ότι, συνήθως, όταν ο θάνατος μηδενίζει την ανθρώπινη μονάδα, έρχεται η φθονερή Λήθη και εξαφανίζει από τη μνήμη των επιζώντων τη μνήμη των μονάδων, που έσβησε ο θάνατος.
Αυτό δεν συμβαίνει όμως, για τους μεγάλους σοφούς και για τους μεγάλους εγκληματίες.
Εγώ δεν ανήκω ούτε στη πρώτη κατηγορία αυτών των ανθρώπων, ούτε στη δεύτερη
Εγώ ανήκω στη μεγάλη κατηγορία των αναρίθμητων ψυχών, που ήρθαν στη Γη και έφυγαν, χωρίς να αφήσουν σε αυτή τα αποτυπώματά τους..
Η επιθυμία μου, λοιπόν, να αντιδράσω στο μισητό έργο της Λήθης και η προτροπή ενός αγαπημένου μου προσώπου, με ώθησε στην εκπόνηση του «ανά χείρας», για να διατηρήσω, έστω και για λίγο χρόνο, στους συγγενείς μου, στους φίλους μου και σε όσους με γνώρισαν, τη μνήμη της μικρής παρουσίας μου, στο Πλανήτη Γη.
Με το παρόν δεν επιδιώκω ούτε λογοτεχνικούς, ούτε συγγραφικούς τίτλους, αλλά λίγο σεβασμό και μία γλυκιά ανάμνηση, από το πέρασμά μου από τη Γη.
Αν έχεις την περιέργεια να μάθεις αυτά που γράφω, τότε συνέχισε να διαβάζεις, αν δεν σε ενδιαφέρει το «ανά χείρας» άφησέ το, ξεχασμένο σε μία γωνία.
Αν όμως το ενδιαφέρον σου ή έστω η περιέργειά σου, σε προτρέπουν να συνεχίσεις να διαβάζεις, δείξε επιείκεια στα λάθη μου, γιατί «ουδείς αναμάρτητος».
Το λάθος είναι μία από τις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης, αρκεί να μη γίνεται με δόλο και με πρόθεση, γιατί αν γίνεται το λάθος με πρόθεση τότε είναι πράξη κολάσιμη και πρέπει να ελέγχεται και να καταλογίζεται στο άτομο η ευθύνη για την ηθελημένη λανθασμένη πράξη του.
Ευχαριστώ και καλή συνέχεια.
Βαρυμπόμπη 2020 Διονύσης
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΝΉΜΕΣ ΜΟΥ
Ομολογώ ότι δεν μου είναι ευχάριστο να μιλώ για τον εαυτό μου και για τη ζωή μου, πολύ δε περισσότερο να γράφω για αυτά.
Η αφήγηση αυτού του βιογραφικού μου μνημονίου είναι επιθυμία του γαμπρού μου, Χρήστου Κάρταλη, που αγαπώ σαν φυσικό παιδί μου και για το λόγο αυτό, δεν μπορώ να του χαλάσω το χατίρι.
Πρόθεσή μου είναι να είμαι στην αφήγησή μου αυτή, όσο γίνεται, περισσότερο αντικειμενικός, αληθινός, ακριβής και να μάθει, από πρώτο χέρι, την ιστορία μίας ζωής ενενήντα (90) χρόνων, μεστής από ποικίλα γεγονότα.
Ήδη, λοιπόν, έχω το προνόμιο να βαδίζω το ενενηκοστό έτος της ηλικίας μου και ελπίζω και εύχομαι να προφτάσω να τελειώσω τούτη την αφήγησή μου, πριν να προφτάσει να την διακόψει ο θάνατος, που παραμονεύει στη γωνία, για να με υποχρεώσει να πληρώσω το χρέος μου, στη μητέρα Φύση.
Δεν μπορώ να προβλέψω, αν στη διαδρομή της αφήγησής μου θα κατορθώσω να μην υποκύψω στο δαιμόνιο του πλατειασμού και της σχολαστικότητας. Αν αποτύχω σε αυτή τη προσπάθειά μου, ζητώ από τον αναγνώστη εκ των προτέρων συγγνώμη.
Και τώρα, ας αρχίσω να αναφέρομαι στο γενεαλογικό ιστορικό των οικογενειών των γονέων μου, του πατέρα μου «Παπαδάτου» ή «Τσιγάντε» και της μητέρας μου «Μαυρογένη» και την αφήγηση με λίγα λόγια, των διαφόρων σημαντικών ή και ασήμαντων γεγονότων της ζωής τους, αρχίζοντας πρώτα από τον προσδιορισμό της ημερομηνίας γέννησής μου.
Η πραγματική ημερομηνία της γέννησής μου είναι η δευτέρα (2α) Ιουνίου χίλια εννιακόσια τριάντα (1930) και όχι αυτή που αναφέρεται στη ταυτότητά μου, η δευτέρα (2°) Ιουνίου χίλια εννιακόσια τριάντα ένα (1931) που είναι λάθος.
Εκείνα τα χρόνια ,ιδιαίτερα στην επαρχία, οι γονείς δήλωναν τη γέννηση των παιδιών τους όταν τα βάφτιζαν και όχι όταν τα γεννούσαν. Εγώ λοιπόν, γεννήθηκα στις 2 Ιουνίου 1930 και βαφτίστηκα στο τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουάριου 1931 και τότε δηλώθηκε στη Δημαρχία Ζακύνθου η γέννησή μου.
Με τους ισχυρούς σεισμούς και την πυρκαγιά, που έγιναν στη Ζάκυνθο στις 12 Αυγούστου 1953, που ισοπεδώθηκε όλο το νησί και σκοτώθηκαν δεκάδες άνθρωποι, καταστράφηκαν και κάηκαν και τα αρχεία της Δημαρχίας και έτσι μετά, δεν ξέρω πως έγινε το λάθος, καταχωρίσθηκαν σαν ημέρα και μήνας της γέννησής μου, τα πραγματικά 2 Ιουνίου, αλλά έτος γέννησής μου το έτος της βάφτισής μου, δηλαδή το έτος 1931 αντί του ορθού και πραγματικού 1930.
Όταν μετά από τους σεισμούς ζήτησα από τη Δημαρχία Ζακύνθου ληξιαρχική πράξη γέννησής μου, για να βγάλω ταυτότητα, η ληξιαρχική πράξη έγραφε το λανθασμένο έτος της γέννησής 1931 αντί του πραγματικού, που όπως έχω αναφέρει, είναι το έτος 1930.
Ένα λάθος με καλές και κακές συνέπειες.
Γεννήθηκα, λοιπόν, στο σπίτι μας, στη Ζάκυνθο, στην οδό Κάλβου αριθμός 40, στη συνοικία «Υπαπαντή»
Εκείνη την εποχή οι γυναίκες στη Ζάκυνθο, κατά κανόνα, γεννούσαν τα παιδιά τους στο σπίτι τους και τις ξεγεννούσε μία Μαμή (Μαία), συνήθως με πρακτικές και χωρίς ειδικές επιστημονικές γνώσεις.
Θυμάμαι τη Μαμή, που με ξεγέννησε!
Όταν μεγάλωσα τη γνώρισα.
Το επίθετό της λεγόταν « Θεριανή» και θυμάμαι ακόμα ότι δεν μπορούσε να περπατήσει εύκολα, γιατί είχε στο πόδι της ένα πρήξιμο μεγάλο σαν μπάλα ποδοσφαίρου, ίσως και μεγαλύτερο, γύρω- γύρω από τον αστράγαλό της.
Πράγματι ήταν πολύ περίεργο και χαρακτηριστικό.
Είμαι, λοιπόν, το τρίτο παιδί του Νικολάου και της Ματθίλδης Παπαδάτου.
Η μητέρα μου ήταν θυγατέρα του Διονυσίου Μαυρογένη.
Είχε έξι (6) εγκυμοσύνες, γέννησε πέντε (5) αγόρια και είχε και μία αποβολή, που και αυτή ήταν αγοράκι. Το πρώτο παιδί των γονέων μου ήταν ο Αντώνιος( Αντώνης), ας είναι η μνήμη του αιωνία, δεύτερο παιδί ήταν ο Κωνσταντίνος (Κωστάκης), ας είναι και αυτού η μνήμη αιωνία, τρίτο παιδί είμαι εγώ ο Διονύσιος (Διονυσάκης), τέταρτο παιδί ήταν ο Γεράσιμος, και αυτός μακαρίτης και πέμπτο παιδί είναι ο Σπυρίδων (Σπυράκης) και όπως ήδη έχω αναφέρει η μητέρα μου είχε και μία αποβολή, που και αυτό ήταν αγοράκι.
Όπως θα έχετε διαπιστώσει, λοιπόν, η μητέρα μου ήταν «αρσενικομάνα».
Πρώτος έφυγε ο Γεράσιμος. Έφυγε από τη ζωή μωρό. Τον είχε βαφτίσει ένας φίλος και πελάτης του πατέρα μου, ο Αντώνης Αγούλος μεγαλακτηματίας από το χωριό «Βασιλικός» της Ζακύνθου.
Δεύτερος έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος (Κωστάκης) σε ηλικία περίπου δέκα έξι (16) χρόνων, στην περίοδο της Ιταλικής Κατοχής. Είχε αρρωστήσει από υγρά πλευρίτιδα, που δυστυχώς, εξελίχθηκε σε μηνιγγίτιδα και αυτό ήταν το τέλος της ζωής του.
Τον θυμάμαι πάντα με βαθιά συγκίνηση!!!
Ήταν πραγματικά ένα πλάσμα προορισμένο για τον Ουρανό,!
Να είναι Κατοχή, πείνα και δυστυχία, να μη υπάρχει ούτε ένα ψίχουλο ψωμί, ούτε μία σταγόνα λάδι και να λέει στη μητέρα μου ο θεράπων ιατρός ο κ. Μιχαλίτσης, να τρώει πολύ για να δυναμώσει, γιατί ήταν στα χρόνια της ανάπτυξής του και στο κρεββάτι που ήταν άρρωστος, κάθε ημέρα ψήλωνε και είχε αδυνατήσει πολύ.
Δεν υπήρχε ούτε φαγητό, ούτε και χρήματα υπήρχαν, αλλά και χρήματα να είχαμε, δεν υπήρχαν τρόφιμα για να αγοράσουμε. Η δυστυχία σε όλο το τραγικό και μακάβριο μεγαλείο της!!!
Μαύρα, τραγικά, δύστυχα, πονεμένα χρόνια!!!
Ένα πρωί η πονεμένη μανούλα μου, στην απελπισία της, μου έδωκε ένα μεγάλο διαμαντένιο δακτυλίδι της (το λέγανε «ροζέτα») που είχε στο κέντρο ένα μεγάλο διαμάντι σαν ρεβίθι και γύρω – γύρω μία σειρά μικρότερα διαμάντια, σαν φακή, και μου είπε να νοικιάσω ένα ποδήλατο από τον Σιδηροκαστρίτη («Χαραλαμπούτσο» τον φώναζαν), που είχε στη γειτονιά μας μαγαζί και νοίκιαζε ποδήλατα, και να πάω στα χωριά και με το διαμαντένιο δακτυλίδι να αγοράσω ένα κοτόπουλο ή οτιδήποτε άλλο τρόφιμο, για να δώσει στον άρρωστο αδελφό μου, που κινδύνευε, όπως άλλωστε και όλοι μας.
Τότε ήμουνα δέκα τριών (13) χρόνων παιδάκι σκελετωμένο από τη πείνα.
Μετά από κούραση και ταλαιπωρία πολύ, γύρισα πίσω στο σπίτι, κατά το μεσημέρι χωρίς, δυστυχώς, να φέρω το πολυπόθητο κοτόπουλο!!!
Καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της απελπισίας, της πικρίας, της απογοήτευσης και της στεναχώριας, που όλοι νιώσαμε, στο σπίτι, μετά από την αποτυχημένη αυτή ύστατη προσπάθεια, για την εξεύρεση λίγης τροφής για τον άρρωστο Κωστάκη, που τόσο πολύ την είχε ανάγκη!
Ο Κωστάκης ήταν ένας αξιόλογος ταλαντούχος καλλιτέχνης στη ξυλογλυπτική τέχνη. Δεν του άρεσε να σπουδάσει αλλά επιθυμούσε να ασχοληθεί με το ταλέντο του, για αυτό και πήγε μαθητευόμενος στο Εργαστήρι ξυλογλυπτικής του μακαρίτη του Νικόλα Ανδραβιδιώτη ο οποίος είχε αναλάβει να σκαλίσει το τέμπλο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου, στη πόλη της Ζακύνθου, καθώς και την ξυλόγλυπτη επένδυση των τοίχων του δωματίου, όπου φυλάσσεται το Ιερό σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου.
Υπέροχα έργα τέχνης, στα οποία εργάστηκε με επιμέλεια και δεξιοτεχνία και ο Κωστάκης και είχε, πολλές φορές αποσπάσει τα συγχαρητήρια του δασκάλου του Νικόλα Ανδραβιδιώτη.
Από μικρό παιδί ο Κωστάκης είχε εκδηλώσει το ταλέντο του αυτό . Θυμάμαι ότι από μικρό παιδί έφτιαχνε με πηλό διάφορα αγαλματάκια, που πραγματικά ήταν ωραιότητα δείγματα του ταλέντου του.
Ήταν μία καρδιά γεμάτη καλοσύνη και ευαισθησία.
Ήταν ψηλό και ωραίο παλληκάρι γεμάτο καλοσύνη.
Ήταν ένας άγγελος χωρίς φτερά.
Δυστυχώς έφυγε τόσο πολύ ενωρίς, χωρίς να προφτάσει να ζήσει λίγες χαρές της ζωής, αφού έφυγε τόσο γρήγορα, στα μαύρα χρόνια της Ιταλικής Κατοχής, της πείνας και της δυστυχίας.
Τρίτος, που έφυγε από τη ζωή, για να πληρώσει το χρέος του στη Μητέρα Φύση, όπως θα το πληρώσουμε και εμείς, κάποτε, αναπόδραστα όλοι μας, ήταν ο Αντώνης μας. Στις 29 Ιουλίου 1999 έφυγε από τον υλικό κόσμο, από τον κόσμο των αισθήσεων, σε ηλικία 75 χρόνων, ο Αντώνης μας, από ανακοπή καρδίας, μετά από ένα ατύχημα, που είχε και τον είχε κτυπήσει μία μοτοσυκλέτα, τον είχε ρίξει κάτω και του έσπασε το πόδι.
Είχε σπουδάσει Νομικά στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, εντιμότητα και άρτια επιστημονική πληρότητα, το λειτούργημα του Δικηγόρου, στην Αθήνα, περισσότερο από τριάντα πέντε (35) χρόνια, συνεχώς.
Το δικηγορικό του Γραφείο ήταν στην οδό Σοφοκλέους απέναντι από το Χρηματιστήριο Αθηνών. Είχε διατελέσει Νομικός Σύμβουλος στη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος, από την οποία και παραιτήθηκε όταν τον υποχρέωσαν, στην επέτειο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, της 21ης Απριλίου, να εκφωνήσει, στο προσωπικό της Τράπεζας, πανηγυρικό λόγο και να εκθειάσει το έργο των Δικτατόρων. Ο Αντώνης είχε δημοκρατικές ιδέες και ήταν θιασώτης της Ελευθερίας του λόγου, της σκέψης και της ατομικής ελευθερίας, αγαθά τα οποία είχε η χούντα αφαιρέσει από το Λαό και συνειδησιακά δεν μπορούσε να προδώσει τις Αρχές του και προτίμησε να παραιτηθεί.
Επίσης ήταν Προϊστάμενος , για πολλά χρόνια, της Νομικής Υπηρεσίας του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.), και Νομικός Σύμβουλος άλλων εταιρειών και επιχειρήσεων με αρίστη επιστημονική επίδοση, με ακεραιότητα χαρακτήρα, με σοβαρότητα, με υπευθυνότητα, με άκρα επιμέλεια και ιδιαίτερα με ήθος και εντιμότητα. Για την εντιμότητά του έχαιρε σεβασμού και υπολήψεως και είχε αποσπάσει κολακευτικούς επαίνους, από όλους τους συνεργάτες του και τους Διευθυντές με τους οποίους συνεργάστηκε.
Ήταν ψηλός, ευθυτενής και όμορφος.
Ήταν καλλίφωνος και στα νιάτα του ήταν πρωτοψάλτης στην εκκλησία της «Παναγίας της Φανερωμένης », στη πόλη της Ζακύνθου. Είχε πάρει έπαινο, για την επίδοσή του, στη Βυζαντινή Μουσική. Μετά τη συνταξιοδότησή του από το Ταμείο Νομικών, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, με ομόφωνη απόφασή του, τον ανακήρυξε ισόβιο Επίτιμο Μέλος του «τιμής ένεκεν».
Τον Απρίλιο του 1944 έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου και η οικογένεια μας έμεινε χωρίς κανένα εισόδημα.
Ήταν τα μαύρα χρόνια της Ιταλικής και Γερμανικής Κατοχής, που η πείνα θέριζε καθημερινά πολύ κόσμο. Θυμάμαι πολλά βράδια, που ο Αντώνης έψελνε στην εκκλησία, όταν λειτουργούσε, περιμέναμε στο σπίτι να έλθει να μας δώσει τα χρήματα, που έβγαζε από το δίσκο της εκκλησίας, για να αγοράσουμε κάτι να φάμε, ό,τι μπορούσαμε να βρούμε, γιατί ήταν πλήρης έλλειψη τροφίμων και μόνο στη «μαύρη αγορά» μπορούσες κάτι να εύρεις να αγοράσεις, αλλά και εκεί ήταν πανάκριβα και οι πενταροδεκάρες του δίσκου ήταν ανεπαρκείς, αλλά έστω και με αυτά τα λίγα κάτι αγοράζαμε και ξεγελούσαμε τη πείνα μας για λίγη ώρα.
Μετά την απελευθέρωση, αλλά και πριν από αυτή, ο Αντώνης εργαζόταν σαν βοηθός – γραμματέας στο Συμβολαιογραφείο του μακαρίτη του Κωνσταντίνου Παπαδάτου, που ήταν στη «Πλατεία Ρούγα», αλλά από τους βομβαρδισμούς, που είχαμε από τα Ιταλικά αεροπλάνα, στη διάρκεια του Αλβανικού πολέμου, μία βόμβα γκρέμισε το κτήριο, που στεγαζόταν το Συμβολαιογραφείο και τότε ήρθε και στεγάστηκε στο σαλόνι του σπιτιού μας στην οδό Κάλβου αριθμός 40„ που ήταν μεγάλο και ανεξάρτητο από το άλλο σπίτι και έτσι είχαμε και ένα, έστω και μικρό, εισόδημα από το νοίκι.
Εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε ούτε κομπιούτερ, ούτε γραφομηχανές και όλα τα συμβόλαια και τα αντίγραφά τους, ήταν χειρόγραφα με την πένα και το μελάνι.
Ο πενιχρός μισθός του και τα φιλοδωρήματα, που είχε ο Αντώνης, καμία φορά, από κάποιο φιλότιμο πελάτη του Συμβολαιογραφείου, τα πρόσφερε στο σπίτι, για να μπορέσουμε να ζήσουμε στοιχειωδώς.
Δύσκολα, καταραμένα χρόνια!
Όταν, μετά την απελευθέρωση, βγήκε η σύνταξη, για τον πατέρα μου, από το Ταμείο Επαγγελματιών Βιοτεχνών Ελλάδος (Τ.Ε.Β.Ε.), που ήταν, αν θυμάμαι καλά, εκατό είκοσι (120) δραχμές, τις οποίες έπαιρνε η μητέρα μου, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, περνούσε τότε από το βιβλιοπωλείο «Σαμαρά», που ήταν στη «Πλατεία του Αγίου Μάρκου», και μου αγόραζε το τεύχος του «Λεξικού Ελευθερουδάκη», που κυκλοφορούσε σε τεύχη κάθε μήνα, και είναι συνολικά δώδεκα (12) τόμοι, που υπάρχουν ακόμα στη βιβλιοθήκη μου και που με βοήθησε στο Σχολείο και ιδιαίτερα στο Γυμνάσιο, και οι υπόλοιπες εκατό (100) δραχμές προστέθηκαν στο μηνιαίο εισόδημα της οικογένειας.
Με αυτά τα χρήματα η μακαρίτισσα η μητέρα μου αντιμετώπιζε τα έξοδα του σπιτιού μας.
Ο Αντώνης από μικρό παιδί ήταν βιβλιόφιλος και θερμός εραστής της Γνώσης. Ήταν μανιώδης υπερασπιστής του Δικαίου και πιστός οπαδός και λάτρης της Αρετής.
Ήταν βαθιά φιλοσοφημένος και μυσταγωγημένος και υπέρμαχος μαχητής των ύψιστων αιωνίων και αναλλοίωτων Αρχών και Αξιών του ανθρώπου και ένθερμος αναζητητής της Αλήθειας. Ένας ακάματος εργάτης της Ηθικής, υπακούων πάντοτε στη φωνή της καλλιεργημένης συνείδησής του.
Είναι λογικό, βέβαια, να αναρωτηθεί κανείς «μα καλά αυτός ο Αντώνης δεν είχε κανένα ελάττωμα; Όλοι οι άνθρωποι κάποιο ελάττωμα μικρό ή μεγάλο έχουμε!».
Ποιος μπορεί να πει το αντίθετο; Ο Αντώνης ήταν ένας καθ’ όλα φυσιολογικός Άνθρωπος, αλλά στα νεανικά του χρόνια είχε ζήσει, όπως και όλοι μας, τα μαύρα χρόνια του πολέμου, της Ιταλικής και αργότερα της Γερμανικής Κατοχής, στα χρόνια της πείνας, της φρίκης του πολέμου, της αβεβαιότητας για το «αύριο», για το μέλλον, του φόβου, αν θα επιζήσεις είτε από τους βομβαρδισμούς, είτε από τις εκτελέσεις, είτε από τη πείνα και αυτή η τραγική εμπειρία, αυτά τα ψυχικά τραύματα του είχαν ενσταλάξει στη ψυχή του, με κάπως πιο έντονο τρόπο, την αβεβαιότητα και τη τάση να διασφαλίσει, όσο το δυνατόν καλλίτερη πρόνοια για το «αύριο», τον τρόμαζε το μέλλον. Καμιά φορά, που του έθιγα αυτή τη φειδωλή χρήση των χρημάτων του, μου απαντούσε «Μα Διονυσάκη μου, πρέπει να φροντίζουμε να έχουμε και καμιά δεκάρα και για τα γεράματά μας, δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί!» .
Το απόλυτο τέλειο δεν είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Αυτό είναι προνόμιο του Μεγάλου Δημιουργού του Σύμπαντος. Κάθε άνθρωπος έχει τις μικρές ή μεγαλύτερες αδυναμίες του, αρκεί να μη ενοχλεί τους άλλους ανθρώπους και τον εαυτό του.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει όλα αυτά τα πολυαγαπημένα και αξιολάτρευτά μου πρόσωπα και η ψυχούλα τους ας αναπαύεται στη Χώρα των «τετελειωμένων πνευμάτων» και της αιώνιας μακαριότητας, «εν σκηναίς δικαίων».
Όπως ήδη έχω αναφέρει, είμαστε ακόμα στη ζωή, από την οικογένεια του πατέρα μου, εγώ και ο αδελφός μου ο Σπύρος, αλλά για εμάς θα αναφερθώ πάρα κάτω.
Τώρα ας αναφερθώ, με λίγα λόγια, στο ιστορικό των οικογενειών των γονέων μου, ανακαλώντας από τη μνήμη μου, όπως και όσα αυτή έχει αποθηκεύσει, δηλαδή θα αναφερθώ στο γενεαλογικό δένδρο των οικογενειών του πατέρα μου «Παπαδάτου ή Τσιγάντε» και της μητέρας μου «Μαυρογένη».
Η οικογένεια «Παπαδάτου ή Τσιγάντε» έχει καταγωγή από το χωρίο «Μαχαιράδο» της Ζακύνθου.
Στη Ζάκυνθο, σχεδόν, όλες οι οικογένειες, έχουν προσωνύμια ή όπως τα λένε στη Ζάκυνθο «παρατσούκλια», μία πολύ παλαιά και διαδεδομένη συνήθεια στο νησί.
Στα παλαιά τα χρόνια, η ράτσα μας ήταν μεγαλόσωμη και γεροδεμένη και έτσι οι ζακυνθινοί της έδωκαν το παρατσούκλι «Γίγαντες» και για λόγους ευφωνίας τους φώναζαν «Γιγάντες» και σύμφωνα με τον ιδιωματισμό του νησιού «Τσιγάντες», γιατί ο φθόγγος «τσι» είναι χαρακτηριστικό της ζακυνθινής διαλέκτου.
Στο χωριό Μαχαιράδο της Ζακύνθου, επάνω σε ένα λοφίσκο, υπάρχει ακόμα το ιδιωτικό εκκλησάκι της οικογένειας «Τσιγάντε» αφιερωμένο στη μνήμη του «Αγίου Αντωνίου».
Το όνομα «Αντώνιος» είναι πολύ συνηθισμένο στην οικογένεια των Τσιγαντέων. Ο παππούς του πατέρα μου, ο Θεόφιλος Διονυσίου Παπαδάτος ή Τσιγάντες, όταν ήταν νέος έφυγε από το χωριό Μαχαιράδο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη πόλη της Ζακύνθου, όπου ίδρυσε βιοτεχνία κατασκευής κάρων και άλλων συναφών ιππήλατων οχημάτων.
Εκείνη την εποχή, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, μετά την επανάσταση του 1821, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και άλλα μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα και όλες οι μεταφορές και οι μετακινήσεις πραγματοποιούνταν ή με τα ζώα ή με τα κάρα διαφόρων τύπων ( δίτροχα, τετράτροχα, άμαξες κ.λ.π.)
Στο νησί τότε λειτουργούσαν, μόνο δύο βιοτεχνίες καραποιών, μία του προπάππου μου Θεοφίλου Παπαδάτου – Τσιγάντε και μία του Αυγουστίνου ή Δρόσου.
Η καλύτερη, σύμφωνα με τις φήμες των κατοίκων, ήταν του Παπαδάτου- Τσιγάντε, την οποία, μετά το θάνατό του συνέχισε ο παππούς μου ο Αντώνης ή Μαστραντώνης και μετά συνέχισαν τη βιοτεχνία κάρων τα παιδιά του, δηλαδή, ο πατέρας μου Νικόλας και ο αδελφός του ο Σπύρος.
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η βιοτεχνία πήγαινε καλά και κέρδιζαν αρκετά χρήματα. Η διαδοχή της επιχείρησης από τον πατέρα στο γιό, ήταν μόνιμη παράδοση στη Ζάκυνθο και ιδιαίτερα όταν η επιχείρηση ήταν αρκετά προσοδοφόρα, όπως ήταν του παππού μου.
Την παράδοση αυτή, της επαγγελματικής διαδοχής, στην οικογένεια μας, τη σταμάτησε, ευτυχώς, η μητέρα μου, η οποία είχε άλλη κουλτούρα. «Νικόλα, εγώ τα παιδιά μου δεν τα θέλω καροποιούς, γιατί θέλω να σπουδάσουν», του είπε με έντονο ύφος και επιτακτικά.
Βέβαια ο πατέρας μου δυσανασχέτησε, δεν ήθελε να χαθεί η συνέχεια, αλλά τι να κάνει, υποχώρησε, γιατί κατάλαβε ότι η απαίτηση της γυναίκας του ήταν σωστή.
Μπορεί σήμερα να φαίνεται αστεία και αναχρονιστική αυτή η επαγγελματική διαδοχή, αλλά αυτή η διαδοχή τότε, εξασφάλιζε βέβαιη δουλειά και καλό μεροκάματο. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε η σημερινή ανάπτυξη, ούτε υπήρχαν βιομηχανίες ανεπτυγμένες στην Ελλάδα και οι δουλειές ήταν λίγες.
Η εργασία του καροποιού, τότε, ήταν πάρα πολύ κουραστική, χρονοβόρα και απαιτούσε γερά μπράτσα, αντοχή σωματική, δεξιοτεχνία και μεράκι.
Η ξυλεία, που χρησιμοποιείτο, ήταν πολύ σκληρή και η κατεργασία της απαιτούσε μεγάλη μυϊκή δύναμη και ειδική τεχνική.
Κάθε τμήμα του οχήματος απαιτούσε ειδικό ξύλο, που θα έπρεπε να κατεργαστεί κατάλληλα, να συναρμολογηθεί με τα άλλα τμήματα του κάρου και γενικά, η όλη κατασκευή του οχήματος απαιτούσε πολύ κόπο, μεγάλη ικανότητα του τεχνίτη, δύναμη, πείρα, δεξιοτεχνία, υπομονή, προσοχή και πολύ χρόνο. Ήταν βαριά και δύσκολη δουλειά.
Τα κάρα ήταν οι προπομποί των σημερινών Φορτηγών αυτοκινήτων.
Η δίτροχη άμαξα ήταν ο προπομπός του σημερινού Επιβατικού αυτοκινήτου και αυτή προοριζόταν για τη μεταφορά προσώπων.
Και τώρα, επ’ ευκαιρία, ας πούμε και δύο λόγια για τη βιοτεχνία της καροποιείας, που τώρα πιά δεν υπάρχει.
Η κατασκευή των κάρων και των αμαξών ήταν δύο διαφορετικές βιοτεχνίες, στις οποίες εργάζονταν διαφορετικοί εξειδικευμένοι τεχνίτες στη κάθε μία από αυτές τις βιοτεχνίες.
Αυτά τα οχήματα τα έσερναν άλογα και αν υπολογίσει κανείς και το φορτίο, που μεταφέρανε, ήταν μάλλον αδύνατο στο άλογο να τα σύρει, αν τα βάρη του οχήματος δεν ήταν πολύ καλά ζυγισμένα από τον τεχνίτη – κατασκευαστή, ώστε όταν το κάρο, ιδιαίτερα το δίτροχο, φορτωνόταν να είναι το φορτίο καλά ζυγισμένο στο κέντρο που ήταν ο άξονας των τροχών, έτσι ώστε ούτε να γέρνει προς τα εμπρός και να γονατίζει το άλογο, ούτε το βάρος να γέρνει προς τα πίσω) και το βάρος να παρασύρει το άλογο και να το σηκώνει ψηλά.
Αυτό ήταν ένα από τα μυστικά του επαγγέλματος και, πράγματι, δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί ήταν μεγάλα τα βάρη της ξυλείας του κάρου και δεν ήταν εύκολη η ισορροπημένη κατανομή τους, απαιτούσε ο τεχνίτης να έχει δεξιοτεχνία για να το πετύχει και αυτή τη δεξιοτεχνία την κατείχε η βιοτεχνία του Παπαδάτου-Τσιγάντε.
Έτσι εξηγείται και η υπεροχή της βιοτεχνίας του.
Με την εξάπλωση του αυτοκινήτου, το κάρο δεν χρησιμοποιείται πλέον και έτσι το επάγγελμα του καροποιού έχει περάσει στην ιστορία, όπως και τόσα άλλα επαγγέλματα, που έχει καταργήσει η βιομηχανική ανάπτυξη και η πρόοδος της τεχνολογίας.
Μετά την παρένθεση αυτής της ενημέρωσης για τη βιοτεχνία της καροποιϊας θα προσπαθήσω να εξιστορήσω τα γενεαλογικά δένδρα των οικογενειών, του πατέρα μου «Παπαδάτου ή Τσιγάντε» και της μητέρας μου «Μαυρογένη» σύμφωνα με όσα γνωρίζω και όπως, αυτά έχουν καταχωρισθεί στα αρχεία της μνήμης μου, ανακαλώντας τα στο σήμερα
Όπως ήδη έχω αναφέρει, ο προπάππος μου Θεόφιλος Διονυσίου Παπαδάτος ή Τσιγάντες σε νεαρή ηλικία είχε φύγει από το χωριό του το Μαχαιράδο της Ζακύνθου και είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη πόλη της Ζακύνθου .
Είχε παντρευτεί τη κυρία Κατίνα (δεν γνωρίζω το πατρικό επίθετό της) και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά, 1) τον Διονύσιο και 2) τον παππού μου Αντώνη ή Μαστραντώνη.
1) Ό αδελφός του παππού μου Διονύσιος είχε εγκατασταθεί στην οδό Αγίου Λαζάρου στη συνοικία «Άνω Άγιος Βασίλης», (γιατί υπάρχει στη Ζάκυνθο, και συνοικία «Κάτω Άγιος Βασίλης» (δύο συνεχόμενες συνοικίες) σε ιδιόκτητο σπίτι ανώγειο. Στο ισόγειο είχε κατάστημα, που κατασκεύαζε διάφορα γεωργικά εργαλεία από ξύλο και ακόμα τρόχιζε και γεωργικά εργαλεία , που ήταν σιδερένια , (κλαδευτήρια, τσεκούρια, ψαλίδες κλαδέματος κ.λ.π.)
Από το γάμο του με τη κυρά Κατίνα (δεν γνωρίζω το πατρικό επίθετό της ) είχε αποκτήσει πέντε (5) παιδιά , όλα αγόρια, α) τον Θεόφιλο , β) τον Ιωάννη (Γιάννη), 3) τον Νικόλαο (Νικόλα), 4) τον Σπυρίδωνα (Σπύρο) και ε) τον Αντώνιο (Αντώνη), που το ιστορικό των οικογενειών τους αναφέρεται στη συνέχεια .
0 Θεόφιλος ήταν κλητήρας στο Γραφείο του Νομομηχανικού Ζακύνθου. Ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει τρία (3) κορίτσια, α) την Διονυσία (Σούλα), β) την Αικατερίνη (Κάκια) και γ) τη Μαύρα.
Τα κορίτσια αυτά, μετά από τους σεισμούς του 1953, ήρθαν στην Αθήνα, παντρεύτηκαν , απόκτησαν παιδιά, αλλά έχασα την επικοινωνία μαζί τους και δεν ξέρω την περαιτέρω εξέλιξή τους .
Ο Ιωάννης (Γιάννης) συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του στο ίδιο μαγαζί, παντρεύτηκε και απέκτησε τέσσερα (4) παιδιά, τρία (3) αγόρια α) τον Διονύσιο ή Ναήντα β) τον Σπυρίδωνα (Σπύρο), τον γ) Αντώνιο (Αντώνη ) και ένα κορίτσι δ) την Αικατερίνη (Καίτη) και έχουν το παρακάτω ιστορικό.
α) Ο Διονύσιος, με «παρατσούκλι» Ναήντας (για αυτό θα αναφερθώ παρακάτω), ήταν υπάλληλος στην Ελληνική Ραδιοφωνία, είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει ένα κοριτσάκι, που είναι υπάλληλος στη Βουλή. Τώρα που κατοικώ στη Βαρυμπόμπη χάσαμε την επικοινωνία μας πια.
Η ιστορία του Ναήντα είναι η εξής. Όταν ήταν μικρός του άρεσε και τραγουδούσε το γνωστό τραγουδάκι, «Ωραία που είναι η Ζάκυνθος να ήταν πιο μεγάλη, που έχει τα σπίτια τα ψηλά κάτω στο περιγιάλι», αλλά ήταν μικρός και το «…να ήταν…» το έλεγε «ναήνταν» και έτσι οι ζακυνθινοί του το κόλλησαν σαν παρατσούκλι.
β) Ο Σπυρίδων (Σπύρος) όταν ήταν νέος ήταν στη Ζάκυνθο και ασκούσε τα επάγγελμα του σαγματοποιού (έφτιαχνε σαμάρια για τα ζώα).
Μετά τους σεισμούς του 1953 ήρθε στην Αθήνα, πήγε σε μία Τεχνική Σχολή και έμαθε τη τέχνη του ελαιοχρωματιστή και μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή, ασκούσε το επάγγελμα του εργολάβου ελαιοχρωματιστή στην Αθήνα.
Πέθανε πριν από μερικά χρόνια ανύπαντρος.
γ) Ο Αντώνιος (Αντώνης) ζει στη Ζάκυνθο, στο πατρικό σπίτι της οδού Αγίου Λαζάρου και συνεχίζει το επάγγελμα του πατέρα του.
Είναι παντρεμένος και έχει ένα αγοράκι, τον Ιωάννη (Γιάννη).
δ) Η Αικατερίνη (Καίτη) ήταν νοσοκόμα σε διάφορα Νοσοκομεία της Αθήνας. Είχε εξειδικευθεί σαν εργαλειοδότρια, στα χειρουργεία και πέθανε πριν μερικά χρόνια ανύπαντρη.
Ο Σπυρίδων (Σπύρος) Διονυσίου Παπαδατος – Τσιγάντες, το τρίτο παιδί του αδελφού του παππού μου, ασκούσε στη Ζάκυνθο το εμπόριο λαδιού, σε χονδρική πώληση, είχε παντρευτεί την Μαρία (Μαρούλα) θυγατέρα Χαραλάμπους Αυγουστίνου ή Δρόσου και είχε αποκτήσει τρία (3) παιδιά, δύο αγόρια, α) τον Διονύσιο( Διονυσάκη), και β) το Χαράλαμπο (Μπάμπη) και ένα κορίτσι γ) την Αικατερίνη (Κατίνα).
Το ιστορικό αυτών των παιδιών, με λίγα λόγια ,είναι το εξής.
α) Ο Διονύσιος (Διονυσάκης) μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Ζακύνθου πήγε στο Παρίσι όπου παντρεύτηκε μία μεγάλη στην ηλικία , Γαλλίδα και μετά το θάνατό της μετά από αρκετά χρόνια, ήρθε στην Ελλάδα, γέρος πιά και αυτός και σε λίγα χρόνια πέθανε.
β) Ο Χαράλαμπος (Μπάμπης) μπήκε στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού και μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Είχε παντρευτεί σε μικρή ηλικία στη Ζάκυνθο, την Αντωνία θυγατέρα του κουρέα Φινέτη, αλλά σε λίγο χρόνο μετά χώρισαν, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Πολύ αργότερα παντρεύτηκε, εδώ ,στην Αθήνα, μία πολύ καλή κοπέλα, τη Μαρία και απόκτησε ένα κοριτσάκι την Ευφροσύνη (Έφη), που είναι υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών, παντρεύτηκε και έκαμε ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι (δεν γνωρίζω τα ονόματά τους). Δυστυχώς ο Μπάμπης έπασχε από υψηλό σακχαρώδη διαβήτη, που τελικά τον σκότωσε.
γ) Η Αικατερίνη (Κατίνα) ζει στη Ζάκυνθο, παντρεύτηκε ένα ταξιτζή (από μεγάλο έρωτα), που τελικά χωρίσανε, αλλά πρόφτασαν και απέκτησαν δύο (2) κορίτσια, που έχουν χρόνια πάει στην Αμερική και έχω χάσει τα ίχνη τους.
Ο Νικόλαος (Νικόλας), το τέταρτο παιδί του Διονυσίου Θεοφίλου Παπαδάτου, του αδελφού του παππού μου, ήταν παντρεμένος, αλλά άτεκνος. Ζούσε στη πόλη της Ζακύνθου. Όταν ήταν νέος είχε ασχοληθεί και αυτός με την δουλειά του πατέρα του στο μαγαζί της οδού Αγίου Λαζάρου, αργότερα όμως ο βουλευτής Ζακύνθου Βούλτσος τον διόρισε υπάλληλο στο Ταχυδρομείο Ζακύνθου.
Τότε οι ζακυνθινοί του είχαν βγάλει και ένα σατιρικό τραγουδάκι και λέγανε, «Βάστα Νικόλα υπομονή ως που να πάει ο Μπούρτσος (Βούλτσος) στη Βουλή να σε κάμει ταχυδρομικό και να αφήσεις Νικόλα το τροχό».
Αθάνατο ζακυνθινό σκωπτικό χιούμορ!!!
Το πέμπτο παιδί του αδελφού του παππού μου ο Αντώνιος (Αντώνης) μεγάλωσε σε Ορφανοτροφείο στην Αθήνα (είχε πεθάνει η μητέρα του όταν ήταν πολύ μικρός).
Το Ορφανοτροφείο που μεγάλωσε ήταν, αν θυμάμαι καλά, το «Χατζηκυριάκειο» στην οδό Πειραιώς, κοντά στην Πλατεία «Κουμουνδούρου».
Σπούδασε μουσική στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του από το Ωδείο, επειδή ήταν καλός μουσικός, προσλήφθηκε στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, από όπου και πήρε σύνταξη όταν γέρασε.
Πέθανε στην Αθήνα σε πολύ μεγάλη ηλικία και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο της Ζακύνθου. Δεν είχε παντρευτεί και συνεπώς δεν είχε παιδιά. Κατοικούσε, όπως είναι φυσικό, στην Αθήνα, στην οδό Καποδιστρίου αριθμός 14 πίσω από την Πλατεία Κάνιγγος, στο Δώμα (μικρό δωματιάκι με διαστάσεις περίπου 2X3 μέτρα) μίας πενταόροφης πολυκατοικίας παλαιός, χωρίς ανελκυστήρα (ασανσέρ) .
Στο δωματιάκι αυτό φιλοξενηθήκαμε και εγώ και ο αδελφός μου ο Αντώνης, όταν ήρθαμε στην Αθήνα για να σπουδάσει ο Αντώνης και εγώ για να δουλέψω, για να σιτιζόμαστε και να εξοφλήσω και τα χρέη, που είχα στη Ζάκυνθο από την αρρώστια και τη κηδεία της μητέρας μου, όπως θα αναφέρω και παρακάτω.
Αυτό, με λίγα λόγια, είναι το γενεαλογικό ιστορικό της οικογένειας του αδελφού του παππού μου του Διονυσίου Θεοφίλου Παπαδάτου ή Τσιγάντε.
Τώρα πλέον είναι καιρός να αναφερθώ στο γενεαλογικό ιστορικό της οικογένειας του παππού μου του Αντωνίου Θεοφίλου Παπαδάτου – Τσιγάντε , που τον αποκαλούσαν στη Ζάκυνθο «Μαστραντώνη», αλλά θα μου επιτρέψετε να είμαι περισσότερο φλύαρος και να επεκταθώ περισσότερο, γιατί οι μνήμες μου είναι πολλές και έντονες και εν πολλοίς αφορούν και τη προσωπική μου ζωή.
Ο παππού μου, λοιπόν, Αντώνης ήταν καροποιός και είχε παντρευτεί τη Μαρία Ροδίτη θετή κόρη Καλογερόπαυλου και είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά δύο αγόρια, α) τον πατέρα μου Νικόλαο (Νικόλα) και β) το Σπυρίδωνα (Σπύρο) και δύο κορίτσια α) την Αθηνά και β) την Ιωάννα (Γκιωβάννα).
Κατοικούσε στη πόλη της Ζακύνθου στην οδό Κάλβου αριθμός 40 και 42 (ήταν δύο όμορα σπίτια που επικοινωνούσαν εσωτερικά με πόρτα που είχαν ανοίξει στο μεσότοιχο). Το σπίτι με τον αριθμό 40 ήταν αρκετά πιο ψηλό και πιο μεγάλο από το 42 και ήταν μεσοτοιχία με την εκκλησία της «Υπαπαντής» που είχε αγιογραφηθεί από δύο μεγάλους Αναγεννησιακούς ζωγράφους της Ζακύνθου τον Καντούνη και τον Κουτούζη. Αυτή η εκκλησία ήταν ιδιοκτησία του συνταξιούχου καθηγητή φιλολογίας Νικολάου Λαμπρόπουλου, ο οποίος στα γεράματά του είχε τυφλωθεί.
Δυστυχώς η εκκλησία αυτή γκρεμίστηκε και κάηκε με τους σεισμούς και τη φωτιά που κατέστρεψαν τη πόλη, αλλά και τα χωριά της Ζακύνθου εκείνη την αποφράδα ημέρα τις 12 Αυγούστου 1953 και ο κληρονόμος του Λαμπρόπουλου, που ήταν ο ανεψιός του ο Γιώργης ο Μπουργέζης, δεν τη ξαναέκτισε.
Όπως προανέφερα τα σπίτια της οδού Κάλβου αριθμοί 40 και 42 ήταν δύο σπίτια ενωμένα, που επικοινωνούσαν εσωτερικά με μία πόρτα στη μεσοτοιχία τους. Είχαν και τα δύο ισόγειο όροφο και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο. Στο ισόγειο του σπιτιού αριθμός 40 ήταν η βιοτεχνία της κατασκευής κάρων του παππού μου και στον πρώτο πάνω από τον ισόγειο όροφο ήταν η κατοικία του. Είχε μία μεγάλη είσοδο με πλακόστρωτο πλατύσκαλο και μία φαρδιά ξύλινη σκάλα ψηλή που οδηγούσε σε ένα μεγάλο σαλόνι, είχε μία μεγάλη κρεβατοκάμαρα , που κοιμόταν ο παππούς και η γιαγιά και μετά το θάνατο του παππού κοιμόταν ο πατέρας μου και η μητέρα μου και μία άλλη μικρότερη κρεβατοκάμαρα, που κοιμόταν η γιαγιά Μαρία και η κόρη της η θεία η Ιωάννα (Γκιωβάννα ).
Το άλλο σπίτι το παραπλεύρως, που είχε τον αριθμό 42 στην οδό Κάλβου είχε μία είσοδο με ξύλινη σκάλα, που οδηγούσε στο καθημερινό σαλόνι, (ήταν ο χώρος που συνήθως καθόμαστε), τη τραπεζαρία, την κουζίνα και μία κρεβατοκάμαρα για μας τα παιδιά. Στο ισόγειο είχε το σπίτι αυτό ένα μικρό κατάστημα, που ήταν νοικιασμένο στο Σίμο Παυλόπουλο, ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του επιδιορθωτή υποδημάτων (μπαλωματής) και ένα άλλο μαγαζί, πλάι, που ήταν η αποθήκη (κελάρι) του σπιτιού.
Ο παππούς μου ο Αντώνης (Μαστραντώνης) ήταν ένας εργατικός, φιλήσυχος και έντιμος οικογενειάρχης, που έχαιρε σεβασμού και υπολήψεως, από τη κοινωνία της Ζακύνθου, για αυτό και εκλεγόταν ισόβια, επίτροπος στην εκκλησία της «Παναγίας Φανερωμένης» και είχε κάμει στην εκκλησία, πολλά έργα και δωρεές.
Η γιαγιά μου η Μαρία, μου είχε διηγηθεί το τρόπο θανάτου του παππού Αντώνη.
«Όταν ζούσε ο παππούς δεν είχε ποτέ του αρρωστήσει, δεν τον είχε δει ποτέ του γιατρός, δε είχε πάρει ποτέ του ούτε μία ασπιρίνη, ήταν ένα θηρίο. Ένα απόγευμα, ενώ δούλευε στο μαγαζί, αισθάνθηκε μία αδιαθεσία και έκανε και λίγο πυρετό, ανέβηκε στο σπίτι και ξάπλωσε στο καναπέ, φώναξαν το γιατρό, τον είδε και του έκαμε μία ένεση» .
Αυτό ήταν, σε λίγη ώρα πέθανε, μάλλον από σοκ!
Τότε ήταν λίγο πιο μεγάλος, από πενήντα (50) χρόνων.
Μετά το θάνατο του παππού το μαγαζί το ανέλαβαν τα δύο του αγόρια, ο πατέρας μου Νικόλας και ο θείος μου Σπόρος.
Είχαν πολύ δουλειά και κέρδιζαν αρκετά χρήματα, ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των οικογενειών τους, άνετα.
Δυστυχώς, ο μακαρίτης ο θείος Σπόρος ήταν λίγο φιλάσθενος .
Είχε κάμει εγχείρηση στομάχου και είχε βγάλει και το ένα του νεφρό. Στα πενήντα του χρόνια έφυγε από τη ζωή και άφησε χήρα τη γυναίκα του Κατίνα και ορφανά τα δύο του κοριτσάκια, τη Μαρίκα και την Αγγελικούλα.
Είναι, νομίζω κατανοητό, ότι με αυτή τη κατάσταση της υγείας του θείου Σπόρου, ήταν αδύνατον να δουλέψει σε μία τόσο βαριά δουλειά στο μαγαζί. Έτσι όλο το βάρος της δουλειάς είχε πέσει στις πλάτες του πατέρα μου.
Ευτυχώς, τουλάχιστο μέχρι τη Κατοχή, ο πατέρας μου ήταν πολύ γερός σωματικά και τα έβγαζε πέρα. Ήταν δυνατός σαν ταύρος και εργατικός σαν μυρμήγκι. Δούλευε από το πρωί ενωρίς μέχρι αργά το βράδυ, εκτός από τη Κυριακή, που πήγαινε στην εκκλησιά για να εκτελέσει και εκεί το καθήκον του, γιατί ήταν επίτροπος.
Δουλειά, λοιπόν, από ενωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ και μάλιστα χωρίς ηλεκτρικό, γιατί δεν υπήρχε, τότε, στη Ζάκυνθο, ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός και είχαμε φως με τη λάμπα.
Κάθε βράδυ, πότε η γιαγιά η Μαρία πότε η μητέρα μου κατέβαιναν στο μαγαζί με τη λάμπα αναμένει και έφεγγαν στον πατέρα μου, για να βλέπει, που δούλευε, μέχρι αργά.
Ηλεκτρικό εγκαταστήσαμε, στο σπίτι, μετά την απελευθέρωση, που τότε ο πατέρας μου είχε φύγει από τη ζωή.
Δυστυχώς ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 1944, από φοβερή αβιταμίνωση, λόγω της πείνας και της έλλειψης τροφίμων, που πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Είχε γεμίσει όλο του το σώμα με υδρωπικία και ήταν πρησμένος.
Μέχρι που έφυγε από τη ζωή ο μακαρίτης ο πατέρας μου, δούλευε σε αυτή τη κατάσταση, που βρισκόταν και τα μισά έσοδα από το μαγαζί τα πήγαινε στη χήρα και στα ορφανά του αδελφού του, του Σπύρου.
Τα χρόνια της Ιταλικής και της Γερμανικής Κατοχής ήταν πολύ σκληρά και απάνθρωπα. Η πείνα θέριζε κάθε ημέρα πολύ κόσμο και οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους σκελετωμένοι, από τη πείνα.
Οι Γερμανοί ναζιστές, παθιασμένοι με τη τρέλα του αλλοπρόσαλλου αρχηγού τους, του καταραμένου Αδόλφου Χίτλερ, ενός παρανοϊκού ελαιοχρωματιστή, που κατόρθωσε να μεθύσει όλους τους Γερμανούς, που πράγματι είναι ένας αξιόλογος λαός, με τις υπερφίαλες φαντασιώσεις του, σκότωναν τους ανθρώπους με σαδισμό.
Τα μπλόκα και οι μαζικές εκτελέσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Είχαν πάθει ομαδική παράκρουση.
Κάθε μεσημέρι γύριζα μέσα στο σπίτι και φώναζα «πεινάω – πεινάω – πεινάω» και λιποθυμούσα από τη πείνα.
Ήμουνα ένας κινούμενος σκελετός.
Οι αδένες μου στις μασχάλες, στο λαιμό μου και στα σκέλια μου, είχαν πρηστεί σαν μεγάλα καρύδια και δεν είχα δύναμη ούτε να περπατήσω και ας ήμουνα 13-14 χρονών παιδάκι. Όχι μόνο δεν είχαμε να φάμε, αλλά ούτε και να αντικρίσουμε λάδι, πολλούς μήνες, παρ’ ότι η Ζάκυνθος είναι τόπος ελαιοπαραγωγής.
Όταν κάποτε ο πατέρας μου μπόρεσε να εξοικονομήσει ένα μπουκάλι λάδι από ένα χωρικό που του έφτιαξε το κάρο του, αντί για χρηματική πληρωμή για τη δουλειά, που του έκαμε, η μητέρα μου δεν έβαζε το λάδι στο φαγητό όταν το μαγείρευε, αλλά είχε ένα φιαλίδιο από κολλύριο, που ήταν σταγονόμετρο και με αυτό στάλαζε δύο – τρεις σταγόνες λάδι στο κάθε πιάτο χωριστά και αυτό μέχρι να τελειώσει το μπουκάλι και μετά τίποτα!!!
Δεν είναι φανταστική ιστορία, δυστυχώς, είναι τραγική αλήθεια!
Ήταν Κυριακή του Ασώτου (Αποκριές) του έτους 1943, στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ένα ψίχουλο ψωμί, ούτε ένα φυλλαράκι χόρτο, τίποτα.
Πριν χαράξει καλά – καλά, ο μακαρίτης ο πατέρας μου σηκώθηκε από το κρεββάτι του και παρ’ ότι έκανε πολύ κρύο, πήγε λίγο έξω από τη πόλη, κοντά στο χωριό «Ρόιδο», τώρα το λένε «Αμπελόκηποι» και φύλαξε καρτέρι, για να πάρει από τις χωριάτισσες, άγρια ραδίκια, που φέρνανε στη πόλη για να τα πουλήσουν και να αγοράσει ένα δεματάκι («βαντάκα» το λέγανε) για να φάμε, μέρα που ήταν. Όμως εκεί κοντά περίμενε και άλλος, που είχε πάει για τον ίδιο σκοπό. Λογομάχησαν ο πατέρας μου με τον άλλο κύριο, για το ποιος πρώτος τα ζήτησε να τα αγοράσει και ευτυχώς, η χωρική τα κατακύρωσε » στον πατέρα μου και έτσι εκείνη τη χρονιά κάναμε Αποκριές, έστω και με λίγα άγρια χόρτα βραστά, χωρίς ψωμί και χωρίς λάδι και ήμαστε και χαρούμενοι και ευχαριστημένοι, που έστω είχαμε και αυτά!!!
Θυμάμαι… θυμάμαι… και τι δεν θυμάμαι !!!
Στα μαύρα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής ήμουνα παπαδοπαίδι στον παπά Γαλάνη (Παυλόπουλο) , που ήταν εφημέριος στην εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης.
Τότε κάθε ημέρα, όπως αναφέρω και παραπάνω, είχαμε κάθε ημέρα τρείς -τέσσερες κηδείες των ανθρώπων της ενορίας, που πέθαιναν από τη πείνα.
Όταν, λοιπόν, πηγαίναμε στο Νεκροταφείο για τη ταφή τους, ο παπά- Γαλάνης μου έδινε μία πάνινη σακούλα και μου έλεγε να γυρίζω στα μνήματα, όση ώρα θα έκανε τη ταφή, και να μαζεύω χόρτα για να τα μαγειρέψει, όταν θα γυρίζαμε στο σπίτι του.
Δεν είναι φανταστική επινόηση, αλλά, δυστυχώς, τραγική πραγματικότητα.
Αλήθεια τι να πρωτοθυμηθώ;
Μαύρα, τραγικά, σκληρά, δύστυχα, απάνθρωπα χρόνια!
Αλλά ας επανέλθω στην συνέχιση της ιστορίας των τεσσάρων παιδιών του παππού μου, που ανέφερα παραπάνω.
α) Η Ιωάννα (Γκιωβάννα) είχε μείνει ανύπαντρη. Έμενε στο σπίτι μας, γιατί την είχε αναλάβει ο πατέρας μου σαν προστάτης της και μεγαλύτερος αδελφός. Μόνιμη απασχόλησή της ήταν το πλέξιμο και το κέντημα, που σε αυτά ήταν πράγματι δεξιοτέχνης και τα αγαπούσε.
Θυμάμαι κάθε πρωί να παίρνει μία καρέκλα να τη τοποθετεί πλάι στο παράθυρο και με τις βελόνες και τις κλωστές της, να πλέκει ή να κεντάει, πραγματικά έργα τέχνης.
Ήταν, όπως λέμε, «χρυσοχέρα».
Έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση από τη Γερμανική Κατοχή.
β) Η Αθηνά, που ήταν και νονά μου, με είχε βαφτίσει, είχε παντρευτεί τον Γεώργιο Κλάδη ή «Μαρκαντάση», που ήταν μεγαλέμπορος αποικιακών ειδών και διατηρούσε μεγάλο κατάστημα στη πλατεία του «Αγίου Παύλου» στη πόλη της Ζακύνθου, που δυστυχώς, δεν ξέρω γιατί, μετά από μερικά χρόνια χρεοκόπησε και στα γεράματά του ήταν φτωχός και δυστυχής. Τότε η επιχείρηση έμεινε στα χέρια του συνεταίρου του, του «Δελέτη». Ο κόσμος τότε έλεγε διάφορες ιστορίες, δεν τις αναφέρω, γιατί δεν ξέρω την αλήθεια και χωρίς αποδείξεις δεν πρέπει να κατηγορείς κανέναν, γιατί τότε γίνεσαι συκοφάντης
Η θεία Αθηνά και ο Γιώργης, είχαν αποκτήσει ένα κοριτσάκι, την Ελένη, που δυστυχώς, είχε γεννηθεί σωματικά και πνευματικά ανάπηρο και στα χρόνια της εφηβείας του, στα χρόνια της Ιταλικής Κατοχής, έφυγε από τη ζωή.
Τώρα πια όλη η οικογένεια έχει φύγει από τη ζωή.
γ) Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Σπυρίδων (Σπόρος) ήταν και αυτός καροποιός και ήταν συνεταίρος με το πατέρα μου στην οικογενειακή βιοτεχνία κάρων, στην οδό Κάλβου, αριθμό 40. όπως έχω αναφέρει και πάρα πάνω.
Είχε παντρευτεί τη Αικατερίνη (Κατίνα) το γένος Ανδρεώλα, από το χωριό Λιθακιά της Ζακύνθου και είχαν αποκτήσει τρία (3) κορίτσια α) τη Μαρία (Μαρίκα), β) την Αγγελική (Αγγελικούλα) και γ) την Αντωνία, η οποία πέθανε μωρό.
Ήταν τραυματίας στο πόδι από σφαίρα στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά δεν θέλησε να πάρει σύνταξη, λόγω του τραυματισμού του, γιατί έλεγε «Εγώ πολέμησα για την Πατρίδα μου και όχι να πληρώνουμαι για αυτό». Αυτή είναι η πραγματική φιλοπατρία!
Η κόρη του η Μαρίκα , πέθανε από σηψαιμία στις 30 Απριλίου 2019 και όταν ζούσε ήταν λογίστρια στη επιχείρηση «Καστρινάκη» από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Είχε παντρευτεί τον μακαρίτη Ευάγγελο Λέπουρα, επίσης λογιστή και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά α) τον Νικόλαο (Νίκο) και β) την Άννα (Αννούλα), την οποία έχω βαφτίσει. α) 0 Νίκος είναι υπάλληλος στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», έχει παντρευτεί και έχει αποκτήσει ένα αγοράκι τον Ευάγγελο (Βαγγελάκη). β) Η Άννα (Αννούλα ) είναι ανύπαντρη και παραδίδει μαθήματα γαλλικής γλώσσας σε διαφόρους μαθητές στο σπίτι τους.
Η άλλη κόρη του θείου Σπόρου η Αγγελική (Αγγελικούλα) και αυτή έχει πεθάνει. Ήταν και αυτή λογίστρια και μετά τους σεισμούς του 1953 ήρθε στην Αθήνα και τη φιλοξένησα στο μικρό δωματιάκι της οδού Αθηναίου αριθ. 20 στα Κάτω Πετράλωνα, που μέναμε μαζί με τον αδελφό μου τον Αντώνη, πολύ πριν παντρευτούμε.
Στην αρχή μετά την αποφοίτησή της από το Λύκειο η Αγγελικούλα δούλεψε στο λογιστήριο των επιχειρήσεων «Θεοφανόπουλου», στη συνέχεια στο λογιστήριο του εργοστασίου υποδημάτων «Πετρίδη» και τελευταία στη φαρμακευτική εταιρεία «ABBOT» .
Εκεί γνωρίστηκε με ένα συνάδελφό της, τον μακαρίτη, πλέον, Θεμιστοκλή Παπαγιαννόπουλο, ένα εξαίρετο νέο πολύ σοβαρό και αξιοπρεπέστατο και με το γάμο τους απόκτησαν μία κόρη τη Χαρίκλεια (Χαρά) η οποία ήταν καλλιτεχνική φύση και είχε αποφοιτήσει με εξαιρετική επιτυχία Γλύπτρια από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών.
Δυστυχώς και οι τρεις τους (Θεμιστοκλής , Αγγέλικα και Χαρά) έχουν φύγει από τη ζωή. πολύ γρήγορα και άδικα.
4) Τώρα φτάσαμε και στο τέταρτο παιδί του παππού μου, στο Νικόλαο (Νικόλα), δηλαδή στον μακαρίτη τον πατέρα μου, που όπως ήδη έχω αναφέρει ήταν καροποιός, είχε παντρευτεί τη Ματθίλδη, το γένος Διονυσίου Μαυρογένη και είχαν αποκτήσει πέντε αγόρια:
α) τον Αντώνη, που γεννήθηκε το 1924, β) τον Κωνσταντίνο (Κωστάκη) που γεννήθηκε το 1927, γ) τον Διονύσιο (Διονυσάκη), (εμένα) που έχω γεννηθεί το 1930, δ) τον Σπυρίδωνα (Σπύρο) που έχει γεννηθεί το 1936 και ε) τον Γεράσιμο που πέθανε μωρό.
Από αυτά τα πέντε (5) παιδιά, σήμερα ζούμε, δύο (2) εγώ και ο Σπύρος, όπως έχω αναφέρει στην αρχή της αφήγησής μου.
Για τον Αντώνη, τον Κωνσταντίνο και το Γεράσιμο, που ήδη έχουν φύγει από τη ζωή, έχω αναφερθεί παραπάνω, αλλά επιφυλάσσομαι να αναφερθώ, πιθανόν, και πάλι σε αυτούς, στη πορεία της αφήγησής μου.
Τώρα θα αναγκαστώ να επεκταθώ περισσότερο και να γίνω περισσότερο φλύαρος, γιατί θα αναφερθώ στα γεγονότα που είναι πιο πολύ συνδεδεμένα με την προσωπική μου ζωή και που πολλά από αυτά τα έζησα και με έχουν σημαδεύσει όχι μόνο στο σώμα, μου και στην υγεία μου, αλλά ιδιαίτερα στη ψυχή μου.
Η μητέρα μου Ματθίλδη ή, όπως την αποκαλούσαν όλοι, «Μετίρντε», ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει, ήταν μία λεπτή, ευθυτενής, ευαίσθητη, ωραία, καλλιεργημένη, σοβαρή και ευγενική κυρία, πραγματική αρχόντισσα.
Η οικογένεια Μαυρογένη ήταν μία μεγάλη και εξέχουσα οικογένεια, που από τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν εγκατεστημένη στη συνοικία «Φανάρι» της Κωνσταντινούπολης και είχε αναδείξει εξέχουσες φυσιογνωμίες και ένθερμους πατριώτες.
Ένας πρόγονος της μητέρας μου ο Νικόλαος Μαυρογένης τα έτη 1738- 1790 είχε διατελέσει Ηγεμόνας της Μολδαβίας και Βλαχίας και άλλα μέλη της οικογένειας είχαν καταλάβει ύψιστα αξιώματα και πολλά μέλη της οικογένειας, είχαν σοβαρή ανάμιξη στα διάφορα προεπαναστατικά κινήματα και αυτό βέβαια κόστισε τον αποκεφαλισμό πολλών μελών από το Σουλτάνο και αυτό τους υποχρέωσε να σκορπίσουν και να εγκατασταθούν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος (Μύκονο, Πόρος, Κρήτη, Πελοπόννησο, κ.λ.π.). για να γλιτώνουν από τη χατζάρα του Σουλτάνου.
Τον Νικόλαο Μαυρογένη που ανάφερα παραπάνω ο Σουλτάνος, τελικά, τον αποκεφάλισε.
Η μητέρα μου, λοιπόν, ήταν απόγονος της οικογένειας της ηρωίδας της Επανάστασης του 1821 Μαντώ (Μαγδαληνής) Μαυρογένους, μίας πραγματικά μαχητικής και ένθερμης πατριώτισσας με ευρωπαϊκή παιδεία, κάτοχο μίας τεράστιας περιουσίας την οποία όλη διέθεσε για τον Αγώνα της απελευθέρωσης και τελικά πέθανε πάμπτωχη και ξεχασμένη, σε ηλικία 44 χρόνων, χωρίς να έχει σπίτι δικό της, αλλά πέρασε τα τελευταία της χρόνια φιλοξενούμενη σε συγγενικό της σπίτι, στη Πάρο και εκεί πέθανε!
Και είναι εύλογη η απορία πως συμβαίνει αυτό;
Η απάντηση βρίσκεται στο μεγάλο μειονέκτημα του Έλληνα, «τη διχόνοια », που δημιουργεί η ξενοκίνητη πολιτική των ηγετών της Χώρας, οι οποίοι, για να μη χάσουν την «καρέκλα» γίνονται, πολλές φορές, πειθήνια τυφλά όργανά των ξένων… «φίλων μας» και τυφλοί εκτελεστές των εντολών τους
Η Μαντώ, όπως είναι γνωστό, ήταν ερωτευμένη με τον άλλο ήρωα της Εθνεγερσίας, τον Δημήτριο Υψηλάντη, με τον οποίον ήταν αρραβωνιασμένη. Ο Υψηλάντης ήταν ρωσόφιλος .
Πρωθυπουργός μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ήταν ο Κωλέττης, ο οποίος ήταν φανατικός γαλλόφιλος και το μίσος του κατά του Υψηλάντη το πλήρωσε η Μαντώ.
Όταν ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε με τα στρατεύματά του στη Πελοπόννησο και έφερε και τον τεράστιο στόλο του στα Ελληνικά νερά, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας άρχισε να ατονεί σιγά – σιγά, γιατί η αναμέτρηση ήταν τραγικά άνιση.
Με τη ναυμαχία του Ναβαρίνου 1827 και την πανωλεθρία του Τούρκικου στόλου και του στόλου του Ιμπραήμ από τους στόλους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, ο Ιμπραήμ ηττημένος , αποχώρησε στην Αίγυπτο και ο Αγώνας των Ελλήνων ξαναφούντωσε και με τη βοήθεια και αυτών των ξένων Δυνάμεων, που πήραν και το όνομα «Προστάτιδες Δυνάμεις» η Ελλάδα απέκτησε την Ελευθερία της, ταυτόχρονα όμως οι Έλληνες διαιρέθηκαν σε Αγγλόφιλους, με τον Μαυροκορδάτο, σε Γαλλόφιλους με τον Κωλέττη και σε Ρωσόφιλους με τους Πλαπούτα και Κολοκοτρώνη. Έτσι οι Έλληνες αποτίναξαν τον Τουρκικό ζυγό, αλλά υποτάχθηκαν πολιτικά στις «Προστάτιδες Δυνάμεις» και άρχισε ο αγώνας τους ποια από τις τρεις αυτές Δυνάμεις θα επικρατήσει στο νέο Κράτος, γιατί η γαιοπολιτική του θέση, τους ήταν χρήσιμη και έτσι άρχισαν να προσεταιρίζονται διπλωματικά τους αρχηγούς των παρατάξεων στη Ελλάδα και οι αντιπαλότητες και ο διχασμός των Ελλήνων έγινε γεγονός, που επικρατεί και σήμερα ακόμα.
Από τότε οι φίλες … ξένες Δυνάμεις έχουν ποτίσει τους Έλληνες με το θανατηφόρο δηλητήριο του διχασμού.
Το θλιβερό αυτό γεγονός δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη την ευαίσθητη ψυχή του Εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού και στον Ύμνο προς την Ελευθερία, στον Εθνικό μας Ύμνο, γράφει με πόνο και λαχτάρα για την Ελλάδα.
« Η διχόνοια τρώει την Ελλάδα αν νικηθεί
μα τον κόσμο, που μας έχει το όνομά σας ξαναζεί.»
Αυτά για την ιστορία και συνεχίζω την αφήγηση των γενεαλογικών δένδρων των οικογενειών μας.
Ο παππούς μου, λοιπόν, ο πατέρας της μητέρας μου, ο Διονύσιος Μαυρογένης, είχε σπίτι στη Ζάκυνθο, στην οδό που σήμερα λέγεται «Αλεξάνδρου Ρώμα», το δεύτερο σπίτι δεξιά όπως μπαίνουμε από τη Πλατεία του Αγίου Παύλου στη συνοικία «Τσαρουχαρέικα».
Είχε παντρευτεί την Ευγενία το γένος Παπαδάτου με παρατσούκλι «Κατσιλαρίδη» και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά, δύο (2) κορίτσια, α) τη μητέρα μου Ματθίλδη (Μετίλντε) και β) την Αικατερίνη (Κατίνα) και ένα αγόρι τον Κωνσταντίνο (Ντάντο).
Ο Ντάντος ήταν ένας ψηλός, ωραίος και αριστοκρατικός νέος κάτοχος της Αγγλικής και της Γαλλικής γλώσσας, που για εκείνη την εποχή και μάλιστα στην επαρχεία, η γλωσσομάθεια ήταν εξαιρετικό προσόν και μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο είχε δώσει επιτυχείς εξετάσεις στο Αγγλικό τηλεγραφείο, που λειτουργούσε στη Ζάκυνθο και ο μισθός, που ερχόταν από την Αγγλία, ήταν ίσος με το μισθό, που έπαιρνε ο Δεσπότης, στη Ελλάδα.
Είχε έρθει στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις και όταν γύρισε στη Ζάκυνθο αρρώστησε από φυματίωση, που, εκείνη την εποχή, η επιδημία της φυματίωσης θέριζε ολόκληρους πληθυσμούς με ταχεία μεταδοτικότητα και με πολλούς θανάτους.
Για να σώσει το μοναχογιό του ο δύστυχος ο παππούς μου, τον έστειλε εσώκλειστο σε Σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας, που το κόστος ήταν τεράστιο.
Εκεί ο Ντάντος νοσηλεύθηκε περίπου δύο – τρία χρόνια και ο δύστυχος ο παππούς θυσίασε όλη τη περιουσία του ελπίζοντας ότι θα σώσει το παιδί του . Ο παππούς είχε αρκετή περιουσία και πολλά σπίτια. Είχα ακούσει ότι είχε πέντε σπίτια και όλα τα θυσίασε για να σώσει τον Ντάντο του, αλλά δυστυχώς , παρά τις θυσίες του , ο Ντάντος έφυγε από τη ζωή.
Το γεγονός αυτό ήταν μοιραίο και για τον παππού.
Έπαθε κατάθλιψη, έκλεισε το μαγαζί του, ξόδεψε την περιουσία του, πούλησε τα σπίτια του, το σπίτι που κατοικούσε ήταν υποθηκευμένο στη Τράπεζα και κινδύνευε να έβγει στο πλειστηριασμό και γεροντάκι τον θυμάμαι να κάθεται στο καναπέ του σπιτιού μας, γιατί πλέον φιλοξενείτο στο σπίτι μας και μου έδινε χρήματα και με έστελνε στο παντοπωλείο του Μουζάκη, που ήταν απέναντι από το σπίτι μας, να του αγοράσω τσιγάρα « Ματσάγγου», γιατί κάπνιζε πολύ.
Τότε ήμουν παιδάκι 4-5 χρόνων.
Ο πόνος για το χαμό της γυναίκας του και του Ντάντου, που ήταν το καμάρι του, του κλόνισε την υγεία του και ήρθε μοιραία ο θάνατος να τον ξεκουράσει.
«Ενός κακού, μύρια έπονται». (Όταν έρθει ένα κακό ακολουθούν χιλιάδες) λέει ο λαός μας.
Η θεία η Κατίνα, η αδελφή της μητέρας μου, ήταν ένα όμορφο κορίτσι, με ωραία εκφραστικά γαλανά μάτια.
Κοντά στο σπίτι του παππού, σε ένα σοκάκι, καθόταν η Φιορούλα του Βυθούλκα ή Μαγκιόρου, που ήταν μακρινή συγγενής της οικογένειας Μαυρογένη και η θεία η Κατίνα, όταν ήταν νέο κοριτσάκι, έκανε συχνές επισκέψεις στη Φιορούλα.
Σε μία από αυτές τις επισκέψεις, συνάντησε εκεί, τυχαία, ένα νεαρό χωριατόπουλό, συγγενή της Φιορούλας, από το χωριό Γαλάρο, τον Διονύση (Νιόνιο) Πατήρη, που είχε έρθει στη πόλη για δουλειές και είχε περάσει να χαιρετίσει τη Φιορούλα.
Ο έρωτας του Νιόνιου ήταν κεραυνοβόλος και ζήτησε να μάθει, από τη Φιορούλα, ποια ήταν αυτή η κοπέλα, που του έκλεψε με μία ματιά, τη καρδιά, για να πάει στον πατέρα της να τη ζητήσει σε γάμο. «Νιόνιο πάρε τα μάτια σου από τη Κατίνα, γιατί δεν είναι για εσένα, είναι αρχοντοπούλα, δεν πρόκειται ο Μαυρογένης να σου δώσει την κόρη του, ξέχασέ το, μην τολμήσεις κάτι τέτοιο» του απάντησε η Φιορούλα. Όμως ο Νιόνιος είχε πάθει τη πλάκα του με το κορίτσι με τα γαλανά μάτια. «Και όμως αυτή η κοπέλα μία ημέρα θα γίνει γυναίκα μου» απάντησε στη Φιορούλα, ο Νιόνιος, βάζει τη τραγιάσκα του, χαιρετάει και φεύγει για το χωριό του, με το μυαλό του καρφωμένο στη Κατίνα.
Η Φιορούλα τον χαιρέτησε, κούνησε το κεφάλι της, χαμογέλασε και ψιθύρισε «Ο Νιόνιος είναι τρελός , αν μπορεί να πιστεύει ότι ο Μαυρογένης θα δεχθεί ποτέ να δώσει τη κόρη του σε ένα χωριατόπουλό. Τρελός παπάς τον βάφτισε!»
Και όμως η ζωή, πολλές φορές, παίζει τα πιο απίθανα παιχνίδια!
Ο παππούς Μαυρογένης , τότε που είχε το μαγαζί (είπαμε ότι ήταν δερματέμπορος), είχε πάρει ένα φτωχό παιδί, για να το βοηθάει και να το μεγαλώσει σαν δικό του παιδί, το είχε, όπως λέμε «ψυχοπαίδι»
Το παιδί αυτό το έλεγαν Γιάννη Κατσικογιάννη. Τα δύο παιδιά, ο Γιάννης και η Κατίνα, ήταν σχεδόν συνομήλικα, μεγάλωναν μαζί στο ίδιο σπίτι και ήταν επόμενο να αναπτυχθεί μεταξύ τους, στην εφηβεία ένας αγνός νεανικός έρωτας Θα μου πείτε γιατί αναφέρω όλα αυτά, γιατί η ζωή κάποιες φορές, σκαρώνει σε πολλούς ανθρώπους, τις πιο απίθανες ιστορίες, που ξεπερνούν και τα πιο ευφάνταστα κινηματογραφικά σενάρια.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσαν τα παιδιά,, δηλαδή, ο Γιάννης και η Κατίνα, και τα παιδιά παντρεύτηκαν, αλλά, δυστυχώς, ο Γιάννης μετά από μερικά χρόνια έπαθε μία ψυχική ασθένεια και κλείστηκε στο Ψυχιατρεί, στο Δρομοκαϊτειο».
Στο μεταξύ ο Νιόνιος, το χωριατόπουλό από το Γαλάρο, είχε πάει με τον αδελφό του τον Νικόλα, στην Αμερική, σαν μετανάστες, για μία καλλίτερη ζωή, αφού δεν είχαν και πολλά κτήματα, για να ασχοληθούν με τη γεωργία.
Στην Αμερική τα δύο αδέλφια ασχολήθηκαν με το εμπόριο, δούλεψαν σκληρά για περίπου είκοσι (20) χρόνια, απόκτησαν πάρα πολλά χρήματα και γύρισαν στην Ελλάδα πλούσιοι και εγκαταστάθηκαν στο χωριό τους σε ένα διώροφο ωραιότατο σπίτι που έκτισαν σαν παλατάκι και αγόρασαν και αρκετά κτήματα, τα οποία έγραψαν στο όνομα του Νικόλα, που ήταν παντρεμένος και είχε παιδιά, ενώ ο Νιόνιος ήταν ανύπαντρος.
Ο Νιόνιος τα χρήματά του τα είχε καταθέσει στην Εθνική Τράπεζα και με τους τόκους, που έπαιρνε κάθε μήνα, ζούσε πλουσιοπάροχα και βοηθούσε και πολλούς φτωχούς, στο χωριό, γιατί δεν μπορούσε να τα ξοδέψει όλα. Ήταν πολλά και περίσσευαν κάθε μήνα και χρήματα από τους τόκους, που έπαιρνε.
Όμως παρά τα χρόνια, που είχαν περάσει παρά την απουσία του Νιόνιου τόσα χρόνια στη ξενιτειά, το κορίτσι με τα γαλανά μάτια, που κάποτε, όταν ήταν νέος, είχε γνωρίσει στο σπίτι της Φιορούλας, δεν είχε φύγει ούτε από το μυαλό του, ούτε και από τη καρδιά του.
Άλλωστε το λέει και το τραγούδι «Η πρώτη αγάπη δεν «λησμονιέται…». Πήγε, λοιπόν, ο Νιόνιος στο σπίτι της Φιορούλας και ζήτησε να μάθει τι έγινε η Κατίνα. Η Φιορούλα, που ήξερε όλη την ιστορία της οικογένειας Μαυρογένη και όλες τις δυστυχίες που είχε περάσει τόσα χρόνια, που ο Νιόνιος ήταν στην Αμερική, κούνησε με λύπη το κεφάλι της, αναστέναξε και του είπε «Άσε τη Κατίνα την κακομοίρα, είναι δυστυχισμένη, έχασε τον αδελφό της τον Ντάντο, έχασε τη μητέρα της, έχει τον άνδρα της κλεισμένο στο ψυχιατρείο και η οικογένεια είναι οικονομικά κατεστραμμένη, κινδυνεύει να βγάλει η Τράπεζα στο πλειστηριασμό το σπίτι της. Τι άλλο να πάθη η δύστυχη;». Ο Νιόνιος χαμογέλασε και απάντησε στη Φιορούλα χαρούμενος» «Μη λυπάσαι δεν θα χάσει το σπίτι της, θα πληρώσω εγώ το χρέος στη Τράπεζα και από τώρα και στο εξής η Κατίνα θα είναι ευτυχισμένη, γιατί θα πάρει το διαζύγιο της από τον άνδρα της, που είναι τρελός και θα την παντρευτώ, τόσα χρόνια περίμενα αυτή την ημέρα!»
Το είπε και το έκαμε, την παντρεύτηκε «μετά φανών και λαμπάδων!».
Είχα ακούσει ότι ο μπάρμπα Νιόνιος είχε καταθέσει στη Εθνική Τράπεζα, όταν ήρθε από την Αμερική, πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές, σε δεσμευμένη προθεσμιακή κατάθεση, για να παίρνει μεγαλύτερο τόκο και με τους τόκους, που έπαιρνε κάθε μήνα, ζούσε σαν άρχοντας και βοηθούσε και πολύ κόσμο στο χωριό, που ήταν οι καημένοι φτωχοί. Όμως όπως έλεγε και ο Έλληνας φιλόσοφος Ισοκράτης «Μηδένα των ανθρωπίνων νόμιζε το βέβαιον, ου δ’ αν ευτυχών έσω περιχαρής, ουδέν δυστυχών περίλυπος» και σε ελεύθερη μετάφραση «Κανένα από τα ανθρώπινα, (εννοείται γεγονότα), να μη νομίζεις βέβαιο, για αυτό ούτε όταν είσαι ευτυχισμένος να είσαι πολύ χαρούμενος, ούτε όταν είσαι δυστυχισμένος να είσαι πολύ λυπημένος».
Η ζωή είναι ρευστή . Καθημερινά εμφανίζει απρόοπτα, και όπως έλεγε και ένας άλλος Έλληνας φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος «Τα πάντα ρεί και ουδέν μένει.» (και πάλι σε ελεύθερη μετάφραση «Όλα στη ζωή, είναι ρευστά και δεν μένει, εννοείται, σταθερό, τίποτε».
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και άρχισε ο πόλεμος στα Αλβανικά σύνορα.
Όλες οι καταθέσεις των Τραπεζών αυτομάτως τις δήμευσε το Κράτος, για να αντιμετωπίσει η Χώρα μας τις αυξημένες οικονομικές ανάγκες, που δημιούργησε ο πόλεμος.
Έτσι ο εκατομμυριούχος Πατήρις από τη μία ημέρα στην άλλη βρέθηκε «αδέκαρος» και «Μπατήρης»
Επειδή ο μπάρμπα Νιόνιος και η θεία Κατίνα κατοικούσαν στο χωριό, με τα λίγα κτήματα που είχαν, επέζησαν, έστω και κάπως υστερημένα.
Πέρασαν τα χρόνια τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η πολυπόθητη απελευθέρωση, ο μπάρμπα Νιόνιος και η θεία Κατίνα γέρασαν και ένας-ένας, έφυγαν από τη ζωή.
Αλλά αρκετά ασχολήθηκα με την ιστορία της θείας Κατίνας και του μπάρμπα Νιόνιου, καιρός να επανέλθω στη ζωή της μητέρας μου Ματθίλδης.
Εκείνη την εποχή ήταν η μόδα και οι άνδρες και οι γυναίκες να φορούν καπέλα. Ήταν απρεπές να κυκλοφορεί κάποιος ή κάποια χωρίς καπέλο. Το καπέλο ήταν αναγκαίο στοιχείο της εμφάνισης, τόσο του άνδρα, όσο και της γυναίκας. Υπήρχαν καπέλα διαφόρων μεγεθών, σχημάτων, και χρωμάτων.
Ιδιαίτερα τα γυναικεία καπέλα ήταν στολισμένα με πολύχρωμους φιόγκους, με πέρλες, με μεγάλες βελόνες με πολύχρωμους πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, με πολύχρωμα φτερά σπάνιων πουλιών που ζούσαν σε τροπικές Χώρες και διάφορα άλλα στολίδια, που έφερνε η μητέρα μου, απ’ ευθείας από το Παρίσι, που ήταν, αλλά και είναι ακόμα, η πρωτεύουσα της μόδας.
Τα καπελάδικα, εκείνη την εποχή, κάνανε χρυσές δουλειές. Οι καπελούδες δούλευαν ασταμάτητα και κέρδιζαν αρκετά χρήματα.
Έτσι ο παππούς ο Μαυρογένης έστειλε τη κορούλα του, τη Μετίρντε, όταν ήταν μικρή, οικότροφη, στο σπίτι της κυρίας Κουτσογιαννοπούλου, στον Πειραιά, που αυτή η κυρία είχε μεγάλο καπελάδικο, με πολλά κορίτσια μαθητευόμενες, για να μάθει τη τέχνη της καπελούς, με προοπτική, όταν μάθει τη τέχνη, να επιστρέφει στη Ζάκυνθο και να της ανοίξει καπελάδικο.
Απλά για την ιστορία αναφέρω ότι ο σύζυγος της κυρίας Κουτσογιαννοπούλου, ήταν καθηγητής Θρησκευτικών σε ένα Γυμνάσιο του Πειραιά, ο γιός τους όταν μεγάλωσε έγινε ηθοποιός και ο εγγονός τους έγινε δημοσιογράφος και εργαζόταν στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Και το γιό και τον εγγονό τους τούς θυμάμαι πολύ καλά, γιατί για αρκετά χρόνια τους έβλεπα στη τηλεόραση.
Η μητέρα μου, λοιπόν, αφού έμαθε τη τέχνη πήγε στη Ζάκυνθο, και άνοιξε καπελάδικο στη «Πλατεία Ρούγα», απέναντι από το Φαρμακείο του Λαγούση, σε ένα τριώροφο σπίτι, που στο ισόγειο ήταν το βιβλιοπωλείο του Διονυσίου Λιβέρη ή Γαρδίλου και στους άλλους δύο ορόφους πάνω από το ισόγειο, έμενε η μητέρα μου και λειτουργούσε και το καπελάδικό της.
Ήρθε εποχή που είχε δώδεκα (12) μαθητευόμενα κορίτσια, που δούλευαν για να μάθουν τη τέχνη και για να την βοηθούν, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις παραγγελίες που είχε.
Κέρδιζε αρκετά χρήματα.
Θυμάμαι ότι στο τοίχο της τραπεζαρίας μας, στο σπίτι μας, ήταν κρεμασμένη μία παλαιά φωτογραφία, που ήταν το εργαστήριο του καπελάδικου, με τη μητέρα μου και γύρω – γύρω τα δώδεκα μαθητευόμενα κορίτσια.
Όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου, και γέννησε και το πρώτο παιδί, δυστυχώς, με επιμονή του πατέρα μου, έκλεισε το καπελάδικο.
Πιστεύω ότι τον πατέρα μου τον είχαν επηρεάσει, για αυτή την απόφαση η μητέρα του (γιαγιά μου) και η αδελφή του η Γκιωβάννα, που ήταν γεροντοκόρη και ζήλευε τη μητέρα μου και έλεγε «να έρθει η Μετίρντε στο σπίτι της, στον άνδρα της και στα παιδιά της και να αφήσει τα καπέλα.».
Η κοινωνία εκείνης της εποχής, ήθελε τη γυναίκα, αφοσιωμένη σύζυγο, στοργική μητέρα, οικοδέσποινα και εξαρτώμενη οικονομικά από τον άνδρα και όχι … επιχειρηματία.
Δυστυχώς, δεν ήταν ισότιμη με τον άνδρα, δεν ήταν απελευθερωμένη, δεν ψήφιζε, δεν μπορούσε να γίνει Συμβολαιογράφος, Δικαστής, Αστυνομικός και υστερείτο από πολλές εκδηλώσεις της ζωής και από πολλές δραστηριότητες.
Η ανδροκρατία ήταν θλιβερό κατάλοιπο μίας βάρβαρης εποχής και όχι εξαιρετικό προνόμιο του ανδρός. Η διαφορά των φύλλων είναι επιλογή της Μητέρας Φύσης, για να συντελείται η διαιώνιση της ζωής και όχι εξαιρετικό προνόμιο του άνδρα. Ο άνδρας και η γυναίκα είναι από τη Δημιουργό Δύναμη, από τον Πλάστη, ισότιμοι, με τα αυτά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, αλλά με διαφορετική αποστολή ο καθένας.
Η γυναίκα είναι πολύτιμος συνεργάτης του ανδρός στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή και όχι υποτελής στον άνδρα. Αυτή η βαρβαρότητα, πιστεύω, ότι πρέπει να εκλείψει από τη κοινωνία μας και σιγά-σιγά, βλέπω, ευτυχώς το γυναικείο κίνημα να κατακτά έδαφος και σταδιακά να αποκαθίσταται η ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, ανάλογα με τη φυσική και κοινωνική αποστολή του καθενός.
Σήμερα η γυναίκα όχι μόνο ψηφίζει, αλλά κατακτά και το Ύπατο Πολιτειακό Αξίωμα. Γίνεται και Πρόεδρος της Δημοκρατίας!!!
Δεν αποκλείεται η γυναίκα από κανένα αξίωμα και από καμία κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα και κατά κανόνα αποδίδει έργο, πολλές φορές, ισότιμο, ή καμιά φορά και υπέρτερο μερικών ανδρών.
Όμως απαιτείται πολύ προσοχή, γιατί ο ενθουσιασμός της γυναίκας, για την απελευθέρωσή της, μπορεί να οδηγήσει στην εκτροπή της από τη κοινωνική και φυσική αποστολή της, γιατί μπορεί να απαλλαχθούμε από τη βαρβαρότητα και δεσποτεία του ανδρός και τελικά να υποταχθούμε στη βαρβαρότητα και τη δεσποτεία της γυναίκας.
Ο κίνδυνος ελλοχεύει και βρίσκεται « προ των πυλών ».
Η αγαστή συνεργασία του άνδρα και της γυναίκας, ο αλληλοσεβασμός, η υπευθυνότητα, ο αυτοσεβασμός, η άσκηση των φυσικών και κοινωνικών δικαιωμάτων με σωφροσύνη και νομιμότητα στο μέτρο που επιτάσσουν οι εκάστοτε συνθήκες, και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων από όλους μας στο μέτρο που επιτρέπουν οι φυσικοί και κοινωνικοί κανόνες, θα συντελέσουν στην ανύψωση, εξέλιξη και ευημερία της κοινωνίας και θα δημιουργήσουν πρόοδο και πολιτισμό, θα επικρατήσει ειρήνη και αγάπη μεταξύ των ανθρώπων και όλοι θα είμαστε χαρούμενοι και ικανοποιημένοι.
Ας ακολουθήσουμε όλοι μας τη σοφή προτροπή του Έλληνα φιλοσόφου της Αρχαιότητας Αριστοτέλη «το μέτρο είναι αρετή».
Η υπερβολή και η κατάχρηση των δικαιωμάτων μας είναι σοβαρό ελάττωμα, που οδηγεί τον άνθρωπο στη διασάλευση της ισορροπίας στη κοινωνία και δημιουργεί, πολλές φορές, σοβαρά προβλήματα στον άνθρωπο και ιδιαίτερα δημιουργεί διασάλευση της αρμονικής σχέσης των δύο φύλων με οδυνηρά αποτελέσματα.
Όλοι μας πρέπει να κάνουμε χρήση της ελευθερίας και όχι κατάχρηση. Η απόλυτη και άναρχη ελευθερία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, στην αναρχία, στη καταπίεση, στον αυταρχισμό, στην αταξία, στη δυσαρμονία, φαινόμενα που οδηγούν τους λαούς σε επαναστάσεις.
Είμαι ελεύθερος όταν έχω προσδιορίσει ενσυνείδητα, τα όρια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών μου, άλλως είμαι αναρχικός.
Αυτές οι λίγες σκέψεις μου, για τις σχέσεις του άνδρα και της γυναίκας και ας προχωρήσω, πλέον, στις αφηγήσεις μου.
Δυστυχώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ιταλική και Γερμανική Κατοχή μας δημιούργησαν τραγικές καταστάσεις, τις οποίες θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε με όλες τις δυνάμεις μας, με όλα τα μέσα και με όλες τις γνώσεις, που διαθέταμε, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Ο θάνατος , κάθε στιγμή, ήταν πλάι μας, έτοιμος να μας αφανίσει. Παίρναμε ό,τι μέτρα μπορούσαμε, για να σώσουμε τη ζωή μας και να επιβιώσουμε.
Ημέρα και νύχτα μάς κυρίευε ο φόβος και η αγωνία!
Η λαϊκή παροιμία λέει «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται». Θα έπρεπε κάτι να κάνουμε για να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας, ότι είμαστε ασφαλείς.
Κάτω από τη σκάλα του σπιτιού μας, είχαμε φτιάξει ένα πρόχειρο και υποτυπώδες καταφύγιο, για να μας προφυλάξει, (έτσι νομίζαμε), από τον κίνδυνο των αεροπορικών βομβαρδισμών και για το σκοπό αυτό το είχαμε περιτοιχίσει, γύρω – γύρω με σακιά γεμάτα άμμο, ώστε τα βλήματα από τις βόμβες να μη μπορούν να περάσουν μέσα στο καταφύγιο, που είμαστε, για να μας σκοτώσουν.
Έτσι, νομίζαμε, ότι είμαστε προφυλαγμένοι, τουλάχιστο από τα βλήματα των βομβών, γιατί από τις βόμβες, αν έπεφταν στο σπίτι, η πιθανότητα να ζήσεις ήταν μηδενική.
Το καταφύγιο ήταν μία παρηγοριά και μία ψευδαίσθηση, μέσα στην απόγνωσή μας. Ήταν, έστω, κάτι περισσότερο από το τίποτε!
Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, συνήθως πρωινές ώρες, έρχονταν τα Ιταλικά αεροπλάνα και βομβάρδιζαν τη πόλη της Ζακύνθου, για να προκαλέσουν ζημιές κα πανικό στους κατοίκους.
Πολλές βόμβες έπεφταν στη θάλασσα, γιατί οι Ιταλοί αεροπόροι, φαίνεται, δεν ήταν καλοί σκοπευτές, αλλά και πολλές βόμβες έπεφταν στα σπίτια και είχαν σκοτώσει δεκάδες ανθρώπους.
Στη διάρκεια, όμως, της Ιταλικής και ιδιαίτερα της Γερμανικής Κατοχής, όταν έρχονταν στο λιμάνι Γερμανικά πλοία, για ανεφοδιασμό, τα οποία μετέφεραν στρατό και πολεμοφόδια στο πολεμικό μέτωπο της Αφρικής (Λιβύη, Ελ Αλαμέιν κ.λ.π.), οι ζακυνθινοί αντάρτες, που ήταν στα βουνά, με τον ασύρματο, που είχαν, ειδοποιούσαν τους συμμάχους στη Μέση Ανατολή και εκείνη τη νύχτα ξέραμε, γιατί το είχαμε υποστεί πολλές φορές, οι σύμμαχοι έστελναν βομβαρδιστικά αεροπλάνα, για να βυθίσουν τα πλοία που ήταν στο λιμάνι.
Τα συμμαχικά αεροπλάνα, έριχναν βόμβες και τα πλοία τα κτυπούσαν με τα αντιαεροπορικά τους. Επικρατούσε χαλασμός Κυρίου, και η καρδιά μας πήγαινε «στην Κούλουρη» από το φόβο μας. Τότε έπεφταν βόμβες και μέσα στη πόλη, στα σπίτια και σκότωναν κόσμο.
Η ζωή εκείνα τα δύσκολα χρόνια είχε μηδενική αξία.
Όσο κρατούσε ο πόλεμος στην Αφρική, σχεδόν, κάθε βράδυ είχαμε βομβαρδισμούς και αερομαχίες.
Όταν έρχονταν τα αεροπλάνα, είτε τα Ιταλικά, είτε τα συμμαχικά, για να βομβαρδίσουν, οι σειρήνες ούρλιαζαν, για να ειδοποιήσουν το κόσμο να φυλαχθεί, όπως μπορούσε, γιατί ο θάνατος ερχόταν από τον Ουρανό και μας απειλούσε.
Οι σειρήνες είχαν γίνει ο φύλακας άγγελός μας, αλλά και ο εφιάλτης μας.
Τις νύχτες, που κτυπούσαν οι σειρήνες, ιδιαίτερα, τις κρύες χειμωνιάτικες, παγωμένες και υγρές νύχτες, σηκωνόμαστε από το κρεββάτι μας και τρέχαμε να κρυφτούμε μέσα στο καταφύγιο και τρέμαμε από το κρύο και το φόβο!Ακόμα έχω στα αφτιά μου το βόμβο, που έκανε η βόμβα όταν εκτοξευόταν από το αεροπλάνο, μέχρι να φτάσει στο στόχο της.
Ήταν τρομερό, γιατί δεν ήξερες πού θα πέσει και αν θα είσαι εσύ, που θα έχεις τη τύχη να τη δεχθείς και να σου αφαιρέσει τη ζωή.
Αυτά τα δευτερόλεπτα ήταν τραγική δοκιμασία θανάτου!!!
Όταν τελικά η βόμβα έπεφτε κάπου αλλού και όχι στο κεφάλι μου, ένοιωθα ανακούφιση και χαρά, γιατί η βόμβα σκότωσε, τούτη τη φορά, κάποιους άλλους συνανθρώπους μου, φίλους, συγγενείς, γείτονες, γνωστούς και όχι εμένα!
Το αίσθημα της σωτηρίας της ζωής, υπέρτερο του ανθρωπισμού!!!
Τραγικές παιδικές αξέχαστες αναμνήσεις και εμπειρίες, που μου πλήγωσαν τη παιδική ψυχή μου!
Ο μακαρίτης ο αδελφός μου ο Κωστάκης, αυτό το γλυκό, το συνεσταλμένο, το καλοκάγαθο και φοβητσιάρικο αγοράκι, ηλικίας τότε, δέκα έξι 16) ετών, περίπου, ήταν ο πρώτος που έτρεχε στο καταφύγιο τις νύχτες, που κτυπούσαν οι σειρήνες και τρέμοντας από το κρύο και το φόβο, ξάπλωνε πάνω στα σακιά με την άμμο, για να προφυλαχθεί από τον βομβαρδισμό.
Υποθέτω ότι από την υγρασία, που είχε η άμμος και ύστερα από τη ζέστη από τα σκεπάσματα του κρεββατιού, θα πρέπει να κρύωσε και έπαθε υγρά πλευρίτιδα. Είχε μαζευτεί στην αριστερή πλευρά του σώματός του υγρό και μετά από πολλές προσπάθειες και μετά από όλες τις ιατροφαρμακευτικές περιποιήσεις , που είχε, έγινε καλά και σηκώθηκε από το κρεββάτι.
«Δόξα τω Θεώ γλύτωσε!», λέγαμε όλοι και ηρεμήσαμε.
Μεγάλο λάθος μας, γιατί σε λίγες ημέρες, πάλι παρουσίασε πυρετό. Το υγρό δεν είχε απορροφηθεί από τον οργανισμό του, αλλά είχε μεταφερθεί στη δεξιά μεριά του σώματός του.
Ξανά πλευρίτιδα, λοιπόν, αλλά τώρα το υγρό είχε μεταφερθεί στην δεξιά πλευρά του σώματός του. Τελικά το καταραμένο υγρό δεν μπόρεσε να απορροφηθεί από τον οργανισμό του, μεταφέρθηκε στους μήνιγγες, έπαθε μηνιγγίτιδα με φοβερούς πόνους και σε λίγες ημέρες, έφυγε για την Ουράνια κατοικία του.
Θύμα της Κατοχής ήταν και ο πατέρας μου. Έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 1944, από σοβαρή αβιταμίνωση και τρομερό σάκχαρο.
Το μόνο φαγώσιμο προϊόν, που μπορούσες έστω και με κάποια δυσκολία να εύρεις να αγοράσεις στη Ζάκυνθο, στα χρόνια της Κατοχή, ήταν η μαύρη σταφίδα, γιατί είχαμε μεγάλη παραγωγή. Ο πατέρας μου είχε κάνει κάποια εργασία σε κάποιους χωρικούς και αντί για χρήματα, για τη δουλειά, τους ζήτησε και μας έφεραν μαύρη σταφίδα. Είχαμε γεμίσει ένα μπαούλο με σταφίδα.
Δυστυχώς, ο πατέρας μου, για να ξεγελάσει την πείνα του, έτρωγε, κάθε ημέρα, πάρα πολύ σταφίδα, η οποία του προκάλεσε πολύ σάκχαρο σε σημείο , που το αίμα του είχε πήξει. Είχε γεμίσει όλο του το σώμα υγρό, και είχε πρηστεί. Από τα πόδια του, από τα αφτιά του, από τα χέρια του, από όλο του το σώμα έτρεχαν υγρά.
Τρομερή κατάσταση!.
Τελικά, δυστυχώς, έχασε τη ζωή του.
Θυμάμαι όταν οι νεκροθάφτες κατέβαζαν το φέρετρο του πατέρα μου στον τάφο, ένας γείτονάς μας, επιδιορθωτής υποδημάτων (μπαλωματής) ο Χρήστος ο Κωστής ή «Μπάκας, φώναξε στο κόσμο που παρακολουθούσε την τελετή του ενταφιασμού, «Ζακυνθινοί, δέστε που πηγαίνουν οι τίμιοι άνθρωποι!».
Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έχει καρφωθεί στο μυαλό μου και ας ήμουνα παιδάκι δέκα τεσσάρων (14) χρόνων! Μετά από σαράντα ημέρες από το θάνατο του πατέρα μου, έφυγε και η μητέρα του, η γιαγιά Μαρία μία άγια γυναίκα. Έπεσε και κτύπησε το γόνατό της, έμεινε 2-3 ημέρες στο κρεββάτι και ήρεμα και γαλήνια έφυγε από τη ζωή.
Θυμάμαι ότι η γιαγιά μου η Μαρία είχε εύρει κάπου μία φλούδα από πορτοκάλι, την είχε κρύψει στη τσέπη του φουστανιού της και πότε-πότε έκοβε ένα κομματάκι και προσπαθούσε να το μασήσει με τα ούλα (δεν είχε δόντια), για να ξεγελάσει η δύστυχη την πείνα της. Η απώλεια του αδελφού μου του Κωστάκη και του πατέρα μου τσάκισαν τη μητέρα μου και στις 23 Απριλίου 1950 έφυγε και αυτή από τη ζωή, από υγρά πλευρίτιδα, που κατέληξε σε περιτονίτιδα.
Αυτή η ημέρα της 23 Απριλίου 1950, ήταν η πιο τραγική ημέρα της ζωής μου. Έφυγε από τη ζωή το πιο αγαπημένο μου πλάσμα, η Μανούλα μου! Έφτασα στο σημείο αυτοκτονίας, γιατί πέρα από το πόνο και τη δυστυχία, που ένιωθα, ήμουνα και μόνος στο σπίτι, ο Αντώνης και ο Σπύρος ήταν στην Αθήνα και αντιμετώπιζα όλες αυτές τις τραγικές καταστάσεις μόνος και χωρίς χρήματα.
Στο σημείο αυτό θέλω να αναφέρω ότι σε αυτές τις τραγικές στιγμές μου, το μόνο πρόσωπο που στάθηκε δίπλα μου και με βοήθησε και ψυχολογικά και οικονομικά, ήταν η κ. Πόπη ( δεν θυμάμαι το επίθετό της) μία κυρία στην οποία είχαμε νοικιάσει το σπίτι της οδού Κάλβου αριθμός 42, που έμενε με τη μητέρα της, την κ. Μαρία και το είχε και για κομμωτήριο, γιατί ήταν κομμώτρια.
Αν ζει εύχομαι να είναι ευτυχισμένη, αν έχει φύγει από τη ζωή, (το πιο πιθανό), ας είναι αναπαυμένη η ψυχή της!
Είτε ζει όμως, είτε έχει φύγει, από τη ζωή, της οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ και την ευγνωμονώ.
Μετά από λίγες ημέρες από την απώλεια της μητέρας μου, ήρθα στην Αθήνα για να συνεχίσω τη ζωή μου, γιατί η παραμονή μου στη Ζάκυνθο ήταν πλέον άσκοπη.
Στη αρχή φιλοξενήθηκα και εγώ ,όπως και ο Αντώνης, στην υπαίθρια ταράτσα της οδού Καποδιστρίου, στο σπίτι που καθόταν ο θείος ο Αντώνης ο μουσικός, στρωματσάδα.
Σε λίγες ημέρες έπιασα δουλειά στη ποτοποιία του κ. Τερμετζή στη Λεωφόρο Ακαδημίας, κοντά στη πλατεία Κάνιγγος, αλλά για λίγες ημέρες μόνο, γιατί λόγο του νεαρού της ηλικίας μου και του αδύνατου σώματός μου, δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της δουλειάς και ο κ. Τερμεντζής με λύπη του, αναγκάστηκε να με απολύσει.
Ευτυχώς, ο θείος ο Αντώνης γνώριζε τον κ. Διονύσιο Λιβέρη, που ήταν Συμβολαιογράφος στην Αθήνα και το Γραφείο του ήταν στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου αριθμός 4, κοντά στη Πλατεία Ομονοίας και που ήταν και αυτός ζακυνθινός και από την ίδια γειτονιά, τον Άγιο Βασίλη, με πήγε και με σύστησε στον κ. Λιβέρη και τον παρακάλεσε να με προσλάβει υπάλληλό του.
Όταν με είδε ο κ. Λιβέρης με ρώτησε «Τίνος παιδί είσαι;» «Του Νικόλα του Παπαδάτου, του καροποιού, από την Υπαπαντή.» του απάντησα και τότε μου είπε «αφού είσαι παιδί του Νικόλα τότε θα είσαι τίμιος, εργατικός, φιλότιμος και καλός. Αύριο το πρωί να έρθεις να πιάσεις δουλειά.».
Να η κληρονομιά που μου άφησε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ!!! Ας είναι η μνήμη του αιωνία!
Βέβαια ο μισθός ήταν πολύ μικρός, άλλωστε δεν είχα και μεγαλύτερες απαιτήσεις, αρκεί που βρήκα μία δουλειά και με το καιρό όλα θα βελτιωθούν.
Έτσι σιγά-σιγά άρχισα να μαθαίνω τη δουλειά και να δραστηριοποιούμαι.
Ο μισθός λίγο – λίγο άρχισε να μεγαλώνει, όχι από παροχές του αφεντικού, αλλά από τα φιλοδωρήματα των πελατών, που έτρεχα και διεκπεραίωνα τις απαιτούμενες προεργασίες, στις διάφορες Δημόσιες Υπηρεσίες, για να μπορέσουν να συντάξουν τα συμβόλαιά τους.
Δούλευα από το πρωί στις οκτώ (8) μέχρι τις 11 και 12 τα μεσάνυχτα. Τότε ήμουνα νέος και άντεχα. Δουλειά και το Σάββατο.
Κουραστική δουλειά, για τις αδύναμες πλάτες μου , αλλά εν τω μεταξύ είχε αρχίσει το Φθινόπωρο και θα έπρεπε να δουλέψω για να ζήσουμε, για να πληρώσω τα χρέη , που είχα στη Ζάκυνθο από τη νοσηλεία και τη κηδεία της μητέρας μου και για να μπορέσω να νοικιάσω ένα δωματιάκι να στεγαστούμε εγώ και ο Αντώνης γιατί δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε πιά στη ταράτσα της οδού Καποδιστρίου.
Δουλειά και σκληρή οικονομία, λοιπόν.
Πράγματι σε λίγους μήνες, από τότε που είχα πιάσει δουλειά στο Συμβολαιογραφείο, μπόρεσα και εξόφλησα τα χρέη μου και νοίκιασα ένα δωματιάκι στην αυλή του σπιτιού του κ. Δη μητριού Ντόβα, στα Κάτω Πετάλωνα, στην οδό Αθηναίου αριθμός 20, με ενοίκιο, μία χρυσή λίρα Αγγλίας, το μήνα.
Εν τω μεταξύ ο Αντώνης είχε πάρει την άδεια του δικηγόρου και εργαζόταν.
Τότε ο Αντώνης αρραβωνιάστηκε τον μεγάλο νεανικό του έρωτα την Αμαλία θυγατέρα του ιατρού στη Ζάκυνθο Νικολάου Νταγιάντα και η οποία Αμαλία ήταν διορισμένη καθηγήτρια πιάνου στο Γυμνάσιο Καλαμάτας. Σε αυτό το δωμάτιο, που είχαμε εγκατασταθεί εγώ και ο Αντώνης, έλαβε ο Αντώνης το γράμμα από την Αμαλία, που του δήλωνε τη λύση των αρραβώνων τους και μάλιστα με τρόπο, τουλάχιστο, άκομψο, όπως ανέφερα και παραπάνω.
Θυμάμαι, ότι εκείνο το βράδυ έτυχε να πάω στο σπίτι πριν έρθει ο Αντώνης και βρήκα ένα γράμμα, κάτω από τη πόρτα του δωματίου. Όταν το βράδυ ήρθε στο σπίτι ο Αντώνης, του το έδωκα και εκείνος όρθιος στη πόρτα του δωματίου, πριν ακόμα περάσει στο δωμάτιο, το άνοιξε και με λαχτάρα άρχισε να το διαβάζει.
Καθώς το διάβαζε πρόσεξα ότι έτρεμαν τα χέρια του και κιτρίνιζε το πρόσωπό του. Φοβήθηκα μήπως είχε συμβεί κανένα ατύχημα και με αγωνία τον ρώτησα «Αντώνη τι συμβαίνει;».
«Πάρε και διάβασε» μου απάντησε και μου έδωκε το γράμμα στο οποίο η Αμαλία δήλωνε ότι λύνει τον αρραβώνα, με τη δικαιολογία ότι ο Αντώνης είναι… νευρικός,
Ο Αντώνης είχε πάθει ταραχή και συγκίνηση και με τρεμάμενα χείλη μου ψέλλισε «Θα πάω στη Καλαμάτα να της ζητήσω εξηγήσεις.».
Πραγματικά είχα νευριάσει πολύ και του απαντάω με αυστηρό ύφος, «Αντώνη το ύφος της επιστολής είναι τόσο ψυχρό, τόσο κυνικό, τόσο προκλητικό, τόσο ταπεινωτικό, που δεν σου επιτρέπει να κάμεις αυτό που σκέφθηκες, αν πας να την συναντήσεις θα ταπεινωθείς και θα ευτελιστείς. Όταν θα επιστρέψεις από τη Καλαμάτα, εγώ θα έχω φύγει από το σπίτι. Πάρε τις αποφάσεις σου και πράξε.» του απάντησα με τρόπο αρκετά ενοχλημένο και εξοργισμένο.
Ευτυχώς με άκουσε γιατί όταν συνήλθε λίγο από τη ταραχή του, κατάλαβε ότι είχα δίκαιο και δεν ζήτησε να την ξανασυναντήσει.
Ξύπνησε μέσα του ο ανδρικός εγωισμός, το φιλότιμο και ο αυτοσεβασμός και έπνιξαν όλα τα αισθήματα, που είχε για αυτό το κορίτσι. Αυτό το γεγονός τον έκαμε να νιώθει προσβεβλημένος, ταπεινωμένος, προδομένος και απογοητευμένος.
Έτσι και αυτή η ιστορία έρωτα, που είχε ξεκινήσει, στολισμένη με τον ιδανικό ρομαντικό νεανικό έρωτα και με τα πιο ευγενή αισθήματα αγάπης, τελείωσε με ένα ψυχρό και σκληρό κυνισμό.
Μήπως τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία; Μήπως ο χρόνος τα ξεθώριασε;
Μήπως μία νέα γνωριμία μάρανε το όμορφο νεανικό Λουλουδάκι; Μήπως; Μήπως; Μήπως… ;
Η ζωή όμως συνεχίζεται.
Ο χρόνος είναι γιατρός λέει ο λαός και είναι αλήθεια!
Όταν γκρεμιστεί το σπίτι μας δεν μαραζώνουμε κλαίγοντας στα ερείπιά του, αλλά επιστρατεύουμε όλες μας τις δυνάμεις, ατσαλώνουμε τα νεύρα μας, πνίγουμε τα συναισθήματά μας, οπλιζόμαστε με κουράγιο και θάρρος και το ξανακτίζουμε.
Έτσι ο Αντώνης, μετά από επιτυχείς εξετάσεις στον Άρειο Πάγο, πήρε την άδεια άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.
Την άσκηση του στη δικηγορία, για ένα χρόνο, την είχε κάνει στο Δικηγορικό Γραφείο του κ. Ακριβάκη, στην αρχή της οδού Σταδίου.
Αφού πήρε την άδεια του δικηγόρου, συνεργάστηκε στο Δικηγορικό Γραφείο του κ. Παπαγγελόπουλου, που ήταν στη πολυκατοικία στη γωνία της οδού Ιπποκράτους και Λεωφόρου Πανεπιστημίου, γιατί δεν είχαμε τότε την οικονομική δυνατότητα να ανοίξει δικό του Γραφείο.
Ήδη είχαμε, προ πολλού, φύγει από το δωματιάκι των Κάτω Πετραλώνων και είχαμε μετακομίσει σε μία πανσιόν στην Αθήνα, στην οδό Κρήτης στη συνοικία «Άγιος Παύλος», κοντά στη Πλατεία Βάθης.
Η πανσιόν, ήταν σε ένα διώροφο σπίτι, ιδιοκτησίας της κ. Παρούλας Παπούλια, που έμενε σε ένα δωμάτιο, με το κοριτσάκι της, και τα άλλα δωμάτια τα ενοίκιαζε σε εργένηδες και μας έπλενε τα ρούχα μας, τα σιδέρωνε και μας καθάριζε τα δωμάτια μας, για να μπορέσει τα ζήσει με το κορίτσι της, που πήγαινε σχολείο, γιατί δεν είχε άλλα εισοδήματα. Ο σύζυγός της ο Αλέξανδρος Παπούλιας, ήταν υπάλληλος στη Δημαρχία Αθηνών, αλλά ήτα αριστερός και ήταν πολλά χρόνια εξορία και φυλακή.
Ο κ. Παπαγγελόπουλος, εκτός από τη δικηγορία δημοσιογραφούσε τακτικά στις εφημερίδες και είχε πολλές γνωριμίες.
Είχε εκτιμήσει το ήθος, τις γνώσεις, τον χαρακτήρα και την εντιμότητα του νεαρού συνεργάτη του και του προξένεψε τη Θεοδώρα (Λούλα) θυγατέρα του Τρύφωνα και της Ερμιόνης Άνθη. Ο Τρύφωνας Ανθής είχε πεθάνει από τις κακουχίες που είχε υποστεί στην εξορία, όπου τον είχαν στείλει οι Γερμανοί.
Ήταν Αστυνόμος και Διοικητής του Α’ Τμήματος Ασφαλείας Αθηνών, στη συνοικία της «Πλάκας» και στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής είχε λάβει διαταγή από τους Γερμανούς να πάει με τους αστυφύλακες του Τμήματός του και να κτυπήσει και να διαλύσει μία διαδήλωση των πατριωτών στη Πλατεία Συντάγματος.
Αυτός κατόρθωσε να τους διαλύσει, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία. Η συνείδησή του, η καλοσύνη του και η φιλοπατρία του δε του επέτρεψε να κτυπήσει τους συμπατριώτες του, όμως οι Γερμανοί τον τιμώρησα και τον έστειλαν εξορία σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Η διαδήλωση είχε γίνει για να ματαιώσει την απόφαση των Γερμανών να κάμουν επιστράτευση, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους, γιατί στο μέτωπο της Ρωσίας, στο Στάλιγκραντ η Γερμανία είχε υποστεί τεράστιες απώλειες.
Το Ρωσικό μέτωπο έφαγε χιλιάδες ψυχές και από τους δύο αντιπάλους.
Ο πόλεμος είναι τραγική και απάνθρωπη τρέλα.
Όταν πέθανε ο πατέρας της Δούλας, αυτή ήταν μικρό κοριτσάκι και έμενε με τη χήρα μητέρα της, στο σπίτι τους στην οδό Λεωνίδου. Αυτός που τις φρόντιζε και τις προστάτευε ήταν ο αδελφός της μητέρας της ο κ. Νικόλαος Γωγούσης, που ήταν ανώτατος Αξιωματκός του Στρατού.
Εκείνη την εποχή, που ο Αντώνης εργαζόταν στο Γραφείο του Παπαγγελόπουλου, ο κ. Γωγούσης ήταν Στρατηγός, Διοικητής της Α.Σ.Δ.Ε.Ν. και γνώριζε τον Παπαγγελόπουλο και έτσι έγινε το προξενιό της Λούλας με τον Αντώνη και αρραβωνιάστηκαν. Ο αρραβώνας έγινε στη Λέσχη Αξιωματικών της Αθήνας.
Ήταν μεγάλη χαρά και μεγάλος ενθουσιασμός για εμένα. Επιτέλους να αισθανθώ και λίγη χαρά!!!
Εκείνο το βράδυ των αρραβώνων, θυμάμαι, χόρεψα με τη ψυχή μου και διασκέδασα ακούραστα.
Ο γάμος του Αντώνη και της Λούλας έγινε στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου του Αρειοπαγίτου, στην οδό Σκουφά και κουμπάρος ήταν ένας καλός φίλος του Αντώνη, ο ιατρός – χειρουργός Ιωάννης Κοσυφάκης, ο οποίος αργότερα είχε ιδιόκτητη κλινική στο Πασαλιμάνι του Πειραιά.
Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη!
Έβλεπα σιγά – σιγά να παίρνουμε τον ομαλό δρόμο μας, μετά από τους αγώνες τους κινδύνους και τις δυσκολίες, που είχαμε περάσει μέχρι τότε.
Θυμάμαι, όταν άκουσα τον παπά να λέει «Μνημόνευσων αυτών και των αναθρεψάντων αυτούς γονέων …» λύγισα, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και άρχισα να κλαίω με λυγμούς.
Που είναι οι γονείς μας να χαρούν και αυτοί;
Μετά το γάμο εγκαταστάθηκαν στο πατρικό σπίτι της Λούλας, στην οδό Λεωνίδου και ο Αντώνης άνοιξε δικό του Δικηγορικό Γραφείο στην Αθήνα, στην οδό Σοφοκλέους, απέναντι από το Χρηματιστήριο.
Η ζωή περνούσε ομαλά και ήρεμα και σε λίγο ήρθε το πρώτο παιδί ο Νίκος και ακολούθησε και το δεύτερο, η Ερμιόνη (Έμμη)..
Ο Αντώνης έχοντας σαν εφόδια τις άριστες επιστημονικές του γνώσεις, την εντιμότητα και το ήθος του, αλλά και με τη βοήθεια του θείου της γυναίκας του ,του κ. Γωγούση διορίστηκε Νομικός Σύμβουλος στις εκδόσεις του περιοδικού « Γυναίκα », που ιδιοκτήτης ήταν ο κ. Τερζόπουλος, που βάφτισε και το γιό του, το Νίκο.
Επίσης, μέσω του κ. Γωγούση, διορίστηκε Νομικός Σύμβουλος στη «Γενική Τράπεζα της Ελλάδος».
Ήδη είχε γίνει το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών (Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος) της 21ης Απριλίου 1967 και η Ελλάδα είχε δικτατορική φασιστική στρατιωτική Κυβέρνηση,
Πιθανολογώ ότι ο Διοικητής της Τράπεζας θα είχε αντιληφθεί ότι ο Αντώνης είχε φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες και για να τον εκθέσει, του ανέθεσε την εντολή να εκφωνήσει, στο προσωπικό της Τράπεζας, τον πανηγυρικό λόγο στη επετείου της 21ης Απριλίου και να εκθειάσει το έργο της δικτατορίας , αλλά ο Αντώνης αρνήθηκε να εκτελέση την εντολή του Προϊσταμένου του γιατί η συνείδησή του δεν του επέτρεπε να υπακούσει και έτσι προτίμησε να παραιτηθεί..
Στη συνέχεια διορίστηκε Νομικός Σύμβουλος στον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών (Ο.Α.Σ.) στον οποίο υπηρέτησε ευδοκίμως και ευσυνειδήτως και εξελίχθηκε σε Προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας του Οργανισμού, συνεχώς μέχρι τη συνταξιοδότησή του και του απονεμήθηκε εύφημος μνεία και έπαινος, για την υψηλή αίσθηση καθήκοντος, για την ευσυνειδησία του, για την εργατικότητά του, για την εντιμότητά του και για τις σημαντικές υπηρεσίες, που πρόσφερε στον Οργανισμό.
Ο Νίκος ο γιός του Αντώνη, είναι ένα καλό και έξυπνο αγόρι.
Σπούδασε δικηγόρος και συνέχισε τη σταδιοδρομία του πατέρα του, με μεγάλη επιτυχία. Παντρεύτηκε την Τίνα (Αθηνά) θυγατέρα του Διονυσίου Βούλτση, με καταγωγή από το χωρίο «Καλλιπάδο» της Ζακύνθου η οποία είναι μία πετυχημένη και αξιόλογη Ιατρός, εξειδικευμένη στη μαστογραφία με ιδιόκτητο εργαστήριο, και έχουν αποκτήσει δύο (2) παιδιά τον Διονυσάκη και την Αντωνία (Τόνια), που και τα δύο παιδιά έχουν σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο και έχουν πάρει άδεια ασκήσεως της δικηγορίας.
Μέχρι σήμερα και τα δύο παιδιά δεν έχουν παντρευτεί, γιατί πρόσφατα τελείωσαν τις σπουδές τους.
Η κόρη του Αντώνη, η Ερμιόνη (Έμμη) σπούδασε δασκάλα και έκανε μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει παντρευτεί ένα συνάδελφό της, τον Ιωάννη (Γιάννη) – Ζαχαρία, Σαραντουλάκη που κατάγεται από το Τυμπάκι Ηρακλείου Κρήτης και έχουν και αυτοί αποκτήσει δύο εξαίρετα παιδιά, δύο αξιαγάπητα αγόρια, τον Άγγελο – Ζαχαρία, που έχει σπουδάσει Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και τον Αντώνη, που και αυτός σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νομικά και ήδη ασκεί στην Αθήνα το λειτούργημα του Δικηγόρου.
Αξίζουν συγχαρητήρια όλα τα παιδιά, γιατί εκτός του ότι γίνανε επιστήμονες είναι και σαν χαρακτήρες αξιέπαινα παιδιά! Μπράβο τους και ας είναι, πάντα καλά, ας προοδεύουν και ας είναι πάντα χαρούμενοι και αγαπημένοι. Μπράβο τους !
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αναφερθώ και στα προσωπικά μου βιογραφικά ενθυμήματα.
Στην αρχή της διήγησής μου έχω αναφέρει στο πότε γεννήθηκα στο που γεννήθηκα και ποιοι ήταν οι γονείς μου.
Τα παιδικά μου χρόνια, μέχρι τη κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν όλα καλά.
Είμαστε μεγάλη οικογένεια και παρ’ όλα αυτά ο μακαρίτης ο πατέρας μου κέρδιζε, εργαζόμενος βέβαια σκληρά, τα χρήματα, που ήταν απαραίτητα για να αντιμετωπίζει όλες τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας του.
Γύρω από το τραπέζι, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ καθόμαστε οχτώ (8) άτομα, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, τέσσερα (4) παιδιά, η γιαγιά μου η Μαρία (μητέρα του πατέρα μου) και η ανύπαντρη θεία μου Γκιωβάννα.(αδελφή του πατέρα μου).
Τότε δεν αντιμετωπίζαμε οικονομικά προβλήματα, γιατί ο πατέρας μου ήταν και άριστος τεχνίτης, ακούραστος εργατικός, και καλός νοικοκύρης. Όταν όμως ήρθε η Ιταλική Κατοχή στα Επτάνησα, τότε βρεθήκαμε σε σοβαρή οικονομική κατάσταση. Ο κόσμος αγωνιζόταν να εξοικονομήσει το καθημερινό ψωμί του και οι δουλειές σταμάτησαν.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν στη Ζάκυνθο Νηπιαγωγεία και χρέη νηπιαγωγού έκανε στο σπίτι της, στη συνοικία του «κάτω Άγιος Βασίλης», μία γριά γυναίκα, η Τέτα-Νικολέτα Τζουάνε. Η Τέτα (Νικολέτα) του Τζουάνε, ήταν μία γριά, που ο άνδρας της δούλευε στα «καμίνια» και έφτιαχνε διάφορα αγγεία, κεραμίδια, βίκες (στάμνες), γλάστρες και άλλα αγγεία από πηλό.
Μαζευόμαστε καμία δεκαριά παιδάκια από τις γύρω γειτονιές, κάθε πρωί στο σπίτι της κυρίας Νικολέτας ένα παλαιό και σαράβαλο, καθόμαστε στο πάτωμα διπλοπόδι και μαθαίναμε το αλφαβητάριο, κανένα παιδικό τραγουδάκι και κάναμε και διάφορες χειροτεχνίες που μας μάθαινε και όταν κάναμε καμία αταξία, μας χαράκωνε τα χέρια και τα πόδια με τη βέργα, που ήταν το κρατούν παιδαγωγικό σύστημα της εποχής ,μία μακριά και τσουχτερή βέργα που χαράκωνε και κοκκίνιζε με πολύ πόνο και τα χέρια μας και τα η πόδια μας, γιατί η κυρία Νικολέτα δεν συγχωρούσε παιδικές ατασθαλίες . και επέβαλε τη τάξη με τη βέργα.
Η ράβδος ήταν πάντα αυτή που συμμόρφωνε τα παιδιά σύμφωνα με το παιδαγωγικό σύστημα της εποχής εκείνης. «Ο μη δαρείς ου παιδεύεται» έλεγαν οι μεγάλοι και εμείς οι μικροί λέγαμε «η αγία ράβδος».
Έχουν περάσει πάνω από ογδόντα πέντε (85) χρόνια και ακόμη έχω έντονη στη μνήμη μου την εικόνα της παρέλαση, που έγινε στη Πλατεία Σολωμού, για τον εορτασμό της επετείου της 4ης Αυγούστου 1936, που ο Ιωάννης Μεταξάς με τη σύμφωνη γνώμη και του βασιλιά Γεωργίου Β’ επέβαλε Δικτατορία με πραξικόπημα.
Ανεβασμένος στους ώμους του πατέρα μου, για να βλέπω, θαύμαζα με χαρά τη στολή του Λιμενάρχη με το τρικαντό του καπέλο, όμοιο με αυτό που φορούσε ο Μέγας Ναπολέων και τη χρυσοκέντητη φανταστική στολή του.
Θυμάμαι ότι ενθουσιασμένος από την παρέλαση είπα στον πατέρα μου «Μπαμπά όταν μεγαλώσω θα γίνω και εγώ σαν τον Λιμενάρχη». «Ναι παιδί μου θα γίνεις ό,τι θέλεις» μου απάντησε και χαμογέλασε με την παιδική μου αφέλεια.
Πήγα σχολείο στο Δημοτικό του «Άμμου», που ήταν όπως και σήμερα είναι στη παραλία της Ζακύνθου κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Όπως θα αναφέρω στη συνέχεια,, το σχολείο αυτό, δεν γκρεμίστηκε από το σεισμό του 1953.
Οι σεισμοί του Αυγούστου 1953 ισοπέδωσαν όλη την πόλη, αλλά και τα πλέον πολλά χωριά, εκτός από τρία (3) μόνο κτίρια στη πόλη, την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, το Δημοτικό Σχολείο του «Άμμου» και το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, γιατί τα κτίρια αυτά ήταν κτισμένα, με οπλισμένο σκυρόδεμα« μπετόν αρμέ» και με νέες προδιαγραφές.
Τότε τα Δημοτικά Σχολεία είχαν τέσσερες (4) τάξεις και τα Γυμνάσια είχαν οκτώ (8) τάξεις, δεν υπήρχαν Λύκεια.
Στη πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου είχα δάσκαλο τον Ιωάννη Δρακόπουλο στη δευτέρα τάξη την Αλεξάνδρα Κοπανά, στη Τρίτη τάξη την Ασπασία Γαβριέλη και στη Τετάρτη τάξη ένα εξαιρετικό δάσκαλο τον Γιατρά, που οι Ιταλοί τον πήραν όμηρο και όλους τους εφέδρους Αξιωματικούς του Αλβανικού Μετώπου και άλλους εξέχοντες Ζακυνθινούς και το καράβι, που τους μετέφερε στην Ιταλία βούλιαξε στην Αδριατική θάλασσα, βόρεια της Κέρκυρα, και πνίγηκαν όλοι, εκτός από το δάσκαλο Γιατρά, τον επίσης δάσκαλο Ντίνο Βυθούλκα και κανένα δύο άλλους, που κατόρθωσαν να επιζήσουν κολυμπώντας.
Από μικρός μου άρεσαν τα γράμματα και ήμουνα καλός ,επιμελής και φρόνιμος μαθητής. Γεννήθηκα αριστερόχειρ (έγραφα με το αριστερό χέρι). Αυτό εκείνη την εποχή ήταν μειονέκτημα. Το θεωρούσαν «το κακό χέρι», ενώ το δεξί χέρι το θεωρούσαν «το καλό χέρι».
Η μητέρα μου γνώριζε το δάσκαλό μου όταν πήγαινα στη πρώτη τάξη, του Δημοτικού, τον Γιάννη Δρακόπουλο και τον παρακάλεσε, να μου μάθει να γράφω με το δεξί χέρι, το «καλό χέρι»
Έτσι μία ημέρα, μετά την καθιερωμένη πρωινή προσευχή, που γινόταν στο προαύλιο του σχολείου, όλα τα παιδιά μπήκαμε στη τάξη και ήρθε και ο δάσκαλός μας ο Δρακόπουλος, για να μας κάνει μάθημα, όπως κάθε ημέρα.
Όταν καθίσαμε στα θρανία, λέει ο Δρακόπουλος «ο Παπαδάτος να έρθει να καθίσει στο πρώτο θρανίο» και ήρθε και αυτός με τη καρέκλα του και κάθισε μπροστά μου.
Που να ήξερα τι με περίμενε!
«Βγάλτε όλοι σας τις πλάκες και τα κοντύλια σας και γράψετε το όνομά σας» ήταν η εντολή του δασκάλου μας του Δρακόπουλου. Αυτό έκανα και εγώ, άνοιξα τη σάκα μου, πήρα το κοντύλι μου και άρχισα να γράφω με το αριστερό χέρι, όπως είχα συνηθίσει..
Ο Δρακόπουλος χωρίς να πε λέξη μου άστραψε ένα χαστούκι που έχασα το φως από τα μάτια μου. Ακόμα θυμάμαι αυτό το χαστούκι, γιατί ήταν τόσο ξαφνικό και τόσο δυνατό που ζαλίστηκα.
«Μη ξαναπιάσεις το κοντύλι σου με το αριστερό χέρι» μου λέει ο δάσκαλος και το κεφάλι μου βούιζε από το χαστούκι του. Από τότε γράφω με το δεξί χέρι, το «καλό χέρι», ενώ η Φύση με έκαμε αριστερόχειρα.
Αυτή ήταν η παιδαγωγική τακτικά εκείνης της εποχής.
«Ο μη δαρείς ου παιδεύεται» (αυτός που δεν τρώει ξύλο δεν εκπαιδεύεται) έλεγαν οι παππούδες και οι πατεράδες μας. Όπως ανέφερα ήμουνα καλός και επιμελής μαθητής και πάντα στο ενδεικτικό μου έπαιρνα δέκα (10) και διαγωγή «κοσμιοτάτη». Το δέκα (10) ήταν το άριστα.
Αφού αποφοίτησα από τη Τετάρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, έδωκα εξετάσεις και γράφτηκα στη πρώτη τάξη του οκτατάξιου Γυμνασίου.
Τότε στη Ζάκυνθο υπήρχε μόνο ένα Γυμνάσιο.
Μέχρι τη κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η φοίτηση ήταν ομαλή και ήμουνα από τους πρώτους μαθητές της τάξης.
Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, δεν ήταν όπως όλα τα άλλα. Τα χαράματα εκείνης της ημέρας η Ιταλία είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Ο Ιταλικός στρατός είχε επιτεθεί στα Ελληνικά στρατεύματα στα σύνορα με την Αλβανία και παρά την ηρωική αντίσταση του ήρωα Συνταγματάρχη Δαβάκη, είχε κατορθώσει, λόγω του αιφνιδιασμού, που υπέστησαν τα Ελληνικά Στρατεύματα, να σπάσει τις Ελληνικές Γραμμές Άμυνας και να εισέλθει στα Ελληνικά εδάφη της Ηπείρου..
Τα χαράματα εκείνης της ημέρας, ο Πρέσβης της Ιταλίας στην Ελλάδα Γκράτσι είχε πάει στο σπίτι του Έλληνα Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, στη Κηφισιά και του είχε επιδώσει ένα ιταμό τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να παραδώσει στην Ιταλία την Ελλάδα. Και βέβαια ο Μεταξάς αρνήθηκε και αυτό το ΟΧΙ έγινε ύμνος.
Ο κοκορόμυαλος Μπενίτο Μουσολίνι ο Δικτάτορας της Ιταλίας, τότε, είχε συνάψει συμμαχία με τον Πρωθυπουργό της Γερμανίας, τον Αδόλφο Χίτλερ, του οποίου η αλαζονεία κόστισε στην ανθρωπότητα εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές και ο Μουσολίνι είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταλάβει την Ελλάδα, που ήταν σύμμαχος των αντιπάλων του (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική κ.λ.π. )
Ο υπερφίαλος Μουσολίνι, μετρώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις του, με εκείνες της μικρής Ελλάδος, πίστεψε ότι η κατάληψη της Ελλάδος θα ήταν για αυτόν ένας απλός περίπατος.
Είχε μετρήσει τις πολεμικές Δυνάμεις των δύο Χωρών, της Ιταλίας και της Ελλάδας, ο αλαζόνας Μουσολίνι και οι αριθμοί, βέβαια, ήταν αρκετά δυσανάλογοι υπέρ της Ιταλίας. Ο ανιστόρητος και υπερόπτης Μπενίτο δεν υπελόγισε την πολεμικήν αρετή των Ελλήνων από των αρχαιοτάτων χρόνων, γιατί ο πόλεμος για να κερδηθεί δεν χρειάζεται μόνο όπλα, αλλά ιδιαίτερα χρειάζεται ψυχικό σθένος , αρετή και τόλμη..
Η διχόνοια είναι, δυστυχώς, ένα μεγάλο και καταστροφικό μειονέκτημα της Φυλής μας που το έχει πληρώσει πολύ ακριβά, όμως όταν η Ελευθερία μας κινδυνεύει, τότε όλοι οι Έλληνες ενωμένοι γίνονται μία σιδερένια γροθιά και κατατροπώνουν αυτόν που θα τους απειλήσει.
Εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, όλοι οι Έλληνες με ένα στόμα, με μία ψυχή ξέχασαν τις οποιεσδήποτε πολιτικές διαφορές τους και με υπερηφάνεια απάντησαν στον Μουσολίνι το μεγάλο και ιστορικό «ΟΧΙ», που ύμνησαν εχθροί και φίλοι και υποχρέωσε τον τότε Πρωθυπουργό της Αγγλίας Ουίνστων Τσώρτσιλ να δηλώσει «Μέχρι σήμερα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, τώρα πιά θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας ο Ελληνικός Στρατός έδωκε τον «υπέρ πάντων αγώνα» και τον θαύμασε και τον επαίνεσε όλος ο Κόσμος. «Ελευθερία ή θάνατος» ήταν γραμμένο στα λάβαρα των αγωνιστών του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 και αυτή η προσταγή είναι για τους Έλληνες, διαχρονική ιερή επιταγή.
Η ηρωική θυσία των Ελλήνων στα πεδία των μαχών, είναι πάντα το πολύτιμο τίμημα της Ελευθερίας τους.
«Ή ταν ή επί τας» έλεγε η Σπαρτιάτισσα μάνα στο γιό της, όταν του παρέδιδε την ασπίδα του, για να πάει να πολεμήσει και αυτή η εντολή επαναλαμβάνεται από τα χείλη κάθε Ελληνίδας μάνας, κάθε φορά που αποχαιρετά το αγαπημένο της παλληκάρι, για να πάει να πολεμήσει και να υπερασπισθεί την πολύτιμη και πολυπόθητη Ελευθερία του.
Εκείνο το πρωινό, όλοι οι δρόμοι της πόλης της Ζακύνθου, αλλά και όλης της Χώρας μας, είχαν γεμίσει με φωνές και τραγούδια από τα παλληκάρια, που έφευγαν για το μέτωπο στην Αλβανία, λες και πήγαιναν σε γιορτινό πανηγύρι και όχι σε σκληρό κονταροκτύπημα με το Χάρο.
Τραγουδούσαν με ενθουσιασμό, ξέροντας ότι πολλοί από αυτούς δεν θα ξαναγύριζαν στα σπίτια τους, γιατί θα είχαν θυσιαστεί στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας, για την υπεράσπιση της τιμής τους, την υπεράσπιση της πολυπόθητη ελευθερίας τους και την επιτέλεση του υπέρτατου χρέους τους στην αγαπημένη τους πατρίδα, μαχόμενοι «υπέρ βωμών και εστιών».
Γνωρίζουν ότι είναι απόγονοι του Λεωνίδα, του Παλαιολόγου, του Κολοκοτρώνη, του Καραισκάκη, των πολιορκουμένων του Μεσολογγίου, των ηρωικών γυναικών του Σουλίου που λάμπρυναν την Ελληνική Ιστορία.
Και ήρθαν ημέρες δόξας και θριάμβου.
Κορυτσά, Τεπελένι, Άγιοι Σαράντα, Πόγραδετς, μία – μία οι πόλεις της Αλβανίας στολίζονται με τη γαλανόλευκη σημαία.
Όλος ο Κόσμος είχε μείνει έκθαμβος από το έπος της Ελληνικής ανδρείας και του Ελληνικού έπους. Όμως το Ελληνικό θαύμα δεν κράτησε πολύ.
Οι σιδηρόφρακτες ορδές της φασιστικής Γερμανίας πέρασαν τα Βουλγαρικά σύνορα και επιτίθενται στα Ελληνικά Στρατεύματα, που πολεμούσαν στην Αλβανία.
Ο Ελληνικός στρατός δεν ήταν δυνατόν, πλέον, να πολεμήσει σε δύο μέτωπα και υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει και ήρθαν οι μαύρες ημέρες της Γερμανοϊταλικής Κατοχής.
Πείνα, δυστυχία, εκτελέσεις, βασανιστήρια, φυλακές, στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλα δεινά αποδεκατίζουν τον Ελληνικό πληθυσμό. Η φασιστική και ναζιστική θηριωδία σε όλο το αποτρόπαιο, μακάβριο, απάνθρωπο μεγαλείο της!
Οι δρόμοι κάθε ημέρα γεμάτοι από σκελετωμένα ανθρώπινα πτώματα, από την πείνα και ο φόβος και ο τρόμος ήταν μόνιμη τραγική συντροφιά των κατοίκων της ηρωικής Ελλάδας.
Εμείς στη Ζάκυνθο, αλλά και σε όλα τα Επτάνησα, στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, είχαμε Ιταλούς κατακτητές και μετά την πτώση της Ιταλίας και την παράδοσή της στους συμμάχους μας, τα Επτάνησα τα κατέλαβαν οι Γερμανοί.
Στα χρόνια της Ιταλογερμανικής Κατοχής, τα σχολεία δεν λειτουργούσαν στη Ζάκυνθο για το φόβο των αεροπορικών βομβαρδισμών.
Όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, πηγαίναμε ξυπόλητοι, πεινασμένοι και τουρτουρίζοντας από το κρύο, σε διάφορα εκκλησάκια έξω από τη πόλη και εκεί οι καθηγητές μας, που ήταν στα ίδια χάλια με εμάς, προσπαθούσαν να μας διδάξουν τι; Αφού δεν ξέραμε αν θα ζούσαμε την άλλη ημέρα!
Καθόμαστε στα στασίδια της εκκλησίας ή χάμου στο δάπεδο και οι πεινασμένοι καθηγητές μας προσπαθούσαν να μας μεταδώσουν ό,τι μπορούσαν, όχι βέβαια, για να μας μάθουν γράμματα, αλλά για να μη χάσουμε τελείως την επαφή μας με το βιβλίο.
Αυτό έγινε λίγες φορές, γιατί δεν υπήρχε προσέλευση μαθητών.
«Νηστικό αρκούδι δε χορεύει», λέει η παροιμία.
Κάθε μεσημέρι που με έζωνε πολύ η πείνα έκλαιγα και φώναζα «πεινάω – πεινάω – πεινάω» και τις περισσότερες φορές, λιποθυμούσα από την πείνα. Η μακαρίτισσα η μητέρα μου, κλαίγοντας, προσπαθούσε να με συνεφέρει τρίβοντάς με ξύδι!
Όταν δεν ξέρεις αν θα ζεις την άλλη ημέρα τι μυαλό, για σχολείο και για γράμματα; Ποιος μπορούσε να σκεφθεί το μέλλον, αφού τότε για μας ήταν ένα ανεκπλήρωτο όνειρο!
Αν κατόρθωνες να επιβιώσεις σήμερα ήσουνα ευτυχής.
Έτσι χωρίς να έχουμε, ουσιαστικά, φοιτήσει και να έχουμε διδαχθεί την απαραίτητη διδακτέα ύλη, που έπρεπε, περνούσαμε τις τάξεις, για να μη χάσουμε τα χρόνια, αλλά οι γνώσεις μας ήταν τρομερά ελλιπείς.
Όταν απελευθερωθήκαμε και η ζωή σιγά – σιγά έπαιρνε τους κανονικούς ρυθμούς της, πηγαίναμε στην αντίστοιχη τάξη των χρόνων, που είχαν περάσει, χωρίς να είχαμε διδαχθεί την ύλη των τάξεων αυτών και ομολογώ ότι είχαμε βρεθεί, τότε, σε πάρα πολύ δύσκολη θέση.
Δύσκολα, πολύ δύσκολα χρόνια!!!
Πως μπορείς να λύσεις αλγεβρικές ασκήσεις αφού δεν έχεις διδαχθεί πρακτική αριθμητική;
Στο διάστημα της Κατοχής, αντί να ασχολούμαι με τα γράμματα, έκανα, όταν μπορούσα, διάφορες δουλίτσες του ποδαριού, για να μπορέσω να βγάλω ένα κομμάτι ψωμί από χαρούπι, γιατί ψωμί με αλεύρι δεν μπορούσες να βρεις στην αγορά.
Πουλούσα φρέσκα σύκα στους δρόμους, όταν ήταν η εποχή τους, πουλούσα τσιγάρα ή έφτιαχνα στο μαγαζί του πατέρα μου πρόκες για παπούτσια, με τα σύρματα που μάζευα από τα συρματοπλέγματα των Ιταλικών εγκαταστάσεων, που τα πετούσαν, γιατί δεν τα χρειάζονταν πιά.
Και να σκεφθεί κανείς ότι τότε ήμουνα ένα σκελετωμένο παιδάκι 12-13 χρόνων! «Ανάγκα και Θεοί πείθονται».
Η ανάγκη είναι ένας μεγάλος δάσκαλος της ανθρωπότητας!
Τον Απρίλιο του 1944, που ήταν και ο τελευταίος χρόνος της Κατοχής, δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος μου πατέρας, από οξεία ουρία του αίματος, αποτέλεσμα της πείνας και της κατανάλωσης πολύ σταφίδας που, δυστυχώς, έτρωγε, για να ξεγελάσει τη πείνα του.
Μεγάλη απώλεια για όλους μας!
«Ας είχα τον Νικόλα μου ζωντανό και ας ήταν κτισμένος στο τοίχο» είχα ακούσει πολλές φορές, την μητέρα μου να λέει μονολογώντας, όταν αντιμετώπιζε τα σοβαρά προβλήματα της επιβίωσής μας.
Μετά από σαράντα ημέρες από το θάνατο του πατέρα μου έφυγε από την ζωή και η μητέρα του, η καλή γιαγιά Μαρία. Τη θυμάμαι να είναι γονατιστή μπροστά στο φέρετρο του πατέρα μου, στη σάλα μας, να κλαίει με λυγμούς και να λέει «Γιατί παιδί μου εσύ και όχι εγώ;».
Ήταν γραμμένο από τη μοίρα της, να πάρει πρώτα τον αβάσταχτο πόνο του χαμού του παιδιού της και μετά να φύγει και αυτή.
Όλοι μας, χωρίς καμία εξαίρεση, θα πρέπει να εξοφλήσουμε το χρέος μας, στη μητέρα Φύση.
Η ζωή δεν μας ανήκει.
Τη δανειζόμαστε, για ορισμένο χρόνο και μετά, νομοτελειακά, έχουμε υποχρέωση να την επιστρέψουμε στο δανειστή μας.
Σκληρή αλήθεια, αλλά αλήθεια!
Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία, δεχόμαστε στη πόλη της Ζακύνθου, όπως ήδη έχω αναφέρει, πολλές επιδρομές της Ιταλικής αεροπορίας, που μας βομβάρδιζαν, για να μας κάμψουν το ηθικό μας και να προκαλέσουν θύματα στον άμαχο πληθυσμό και δρούσαν ανενόχλητοι, γιατί δεν είχαμε στη Ζάκυνθο, αντιαεροπορική άμυνα.
Όταν κτυπούσαν οι σειρήνες συναγερμό, τρέχαμε στο υποτυπώδες καταφύγιο, που είχαμε κάτω από τη σκάλα του σπιτιού μας, για να προφυλαχθούμε, έτσι νομίζαμε, ή τρέχαμε στην αυλή του γείτονά μας του Παναγιώτη του Μπρίκη, που ήταν στο καντουνάκι, (μικρό αδιέξοδο δρομάκι) απέναντι από το σπίτι μας και ξαπλώναμε ο ένας πίσω από τον άλλο, σε ένα χαντάκι, «τράφο» το λέγαμε, που υπήρχε στην άκρη της αυλής του κήπου του και έτσι νομίζαμε ότι είμαστε πιο ασφαλείς.
Όταν διατρέχεις άμεσο κίνδυνο είναι φυσικό να προσπαθείς, με κάθε τρόπο, να σωθείς!
Μία ημέρα, στη διάρκεια της Κατοχής, πέρασε από το μαγαζί του πατέρα μου ένας φίλος του, ο Γεράσιμος ο Πέτρακας, που είχε λαχανόκηπους λίγο έξω από τη πόλη της Ζακύνθου, στη τοποθεσία «Άγιος Γεράσιμος» και είπε στο πατέρα μου «Νικόλα το βράδυ στείλε στο σπίτι μου ένα παιδί να του δώσω λίγα μαρούλια από τον κήπο μου.».
Αυτή η προσφορά, την εποχή της πείνας, ήταν πραγματικά ένας θησαυρός!
Το βράδυ, λοιπόν, ξεκίνησα με ένα τενεκέ από αυτόν που βάζουμε το λάδι, (τον λέγαμε «σίγκλο») και ξεκίνησα για τη συνοικία «Άγος Γεράσιμος», που ήταν το σπίτι του Πέτρακα, για να φέρω στο σπίτι τα πολυπόθητα μαρούλια.
Τότε ήμουνα 13 χρόνων παιδάκι, σκελετωμένο από την πείνα.
Σε απόσταση περίπου 100-150 μέτρων, από το σπίτι μας, ήταν η ταβέρνα του Αντίοχου. Εκεί μαζεύονταν οι κρασοπατέρες της γειτονιάς, για να βρέξουν το λαρύγγι τους με δύο – τρεις, κανάτες «βερντέα» (παραδοσιακό κρασί της Ζακύνθου) και με μεζέ καμία ελιά ή λίγο κρεμμύδι.
Πηγαίνοντας, λοιπόν, στου Πέτρακα, για να φέρω στο σπίτι μας τα μαρούλια, είδα να σταματάει έξω από τη ταβέρνα ένα δίτροχο κάρο, που το έσερνε ένα άλογο με οδηγό ένα Γερμαναρά, ο οποίος σταμάτησε έξω από τη ταβέρνα, κατέβηκε από το κάρο και πήγε στα ταβέρνα, για να μπεκρουλιάσει.
Οι Γερμανοί μας είχαν απαγορεύσει να κυκλοφορούμε μετά τη δύση του ηλίου και να μένουμε μέσα στο σπίτι, αλλά με την πόρτα του σπιτιού ανοικτή και πίσω από την πόρτα είχαμε κολλήσει ένα χαρτί με τα ονόματα αυτών που ήταν μέσα στο σπίτι.
Εγώ πήγαινα στου Πέτρακα μετά τη δύση του ηλίου, που ήταν τελείως σκοτάδι, γιατί υπήρχε υποχρεωτική συσκότιση, για το φόβο αεροπορικών επιδρομών, και πήγαινα σε απαγορευμένη ώρα, για να μη είναι κανένας στο δρόμο και μου αρπάξει τα μαρούλια.
Όταν είδα τον Γερμανό κόπηκαν τα πόδια μου, αλλά η επιθυμία μου, να πάω στο σπίτι τα μαρούλια, μου έδωκε δύναμη και κουράγιο και συνέχισα το δρόμο μου αδιαφορώντας για την παρουσία του Γερμανού, ο οποίος, μάλλον, δεν πρέπει να με είχε ιδεί, όπως, τώρα, το σκέπτομαι.
Με κομμένη την ανάσα έφτασα στο σπίτι του Γεράσιμου του Πέτρακα, ο οποίος μου γέμισε το σίγλο με ολόφρεσκα, τρυφερά μαρούλια, του είπα ευχαριστώ και πανευτυχής, βάζω το σίγλο, με το πολύτιμο αγαθό στον ώμο μου και τροχάδην για το σπίτι μου.
Δυστυχώς, την ώρα που περνούσα έξω από τη ταβέρνα του Αντίοχου, συμπωματικά, άνοιξε η πόρτα της ταβέρνας και βγήκε τρεκλίζοντας, από το μεθύσι, ο Γερμανός.
Όπως άνοιξε η πόρτα το φως της ταβέρνας αντιφέγγισε στο δρόμο και με είδε ο μπεκρούλιακας Γερμανός και ακούω τη σκληρή και δυνατή φωνάρα του να μου φωνάζει «Άλτ! Άλτ! Άλτ!».
Εκείνη τη στιγμή, με τη παιδική μου αφέλεια, σκέφτηκα ότι θέλει να μου αρπάξει τα μαρούλια και το έβαλα στα πόδια με όση δύναμη και κουράγιο μου είχε απομείνει. Αφού δεν σταμάτησα, με τη διαταγή του, άρχισε να με κυνηγάει, τρικλίζοντας και παραπατώντας και με το περίστροφό του άρχισε να πυροβολεί.
Από το μεθύσι του, αλλού πατούσε και αλλού βρισκόταν και δεν μπορούσε ούτε να σκοπεύσει, ούτε καλά – καλά να περπατήσει και έτσι, ευτυχώς, οι σφαίρες του πήγαιναν στο «γάμο του καραγκιόζη». Ήμουνα έτοιμος να καταρρεύσω!
Όταν από το θόρυβο που έκαναν οι μπότες του στο δρόμο κατάλαβα ότι με είχε πλησιάσει αρκετά και κινδύνευα να με πιάσει, μπήκα τότε σε μία ανοιχτή πόρτα ενός γείτονά μας, και κρύφτηκα πίσω από τη πόρτα, χωρίς καλά – καλά να ανασαίνω από το φόβο μου. Από ό,τι θυμάμαι το σπίτι ήταν του Καπανά και ήταν σε απόσταση, περίπου, 60-70 μέτρα από το σπίτι μας.
Ευτυχώς, με τη ζάλη που είχε από τη βερντέα του Αντίοχου, που είχε καταναλώσει με την κανάτα, αλλά και το σκοτάδι που υπήρχε δεν είχε αντιληφθεί ότι εγώ είχα τρυπώσει πίσω από τη πόρτα του Καπανά και με έχασε. Έψαχνε πηγαίνοντας, τρικλίζοντας και βρίζοντας εμπρός-πίσω. Το αίμα μου είχε παγώσει στις φλέβες μου. Ένοιωθα τα γόνατά μου να λυγίζουν και η καρδιά μου να τρέμει.
Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσα τους ήχους από τα βήματα του Γερμανού μπροστά από το «καταφύγιό μου».
Σε λίγη ώρα σταμάτησα να ακούω τον ήχο από τις μπότες του Γερμανού και άκουσα τον ήχο από τις ρόδες του κάρου του, που σιγά – σιγά απομακρύνονταν και τότε κατάλαβα ότι σώθηκα και εγώ και τα μαρούλια, πήρα νέο κουράγιο και τρέχοντας πήγα στο σπίτι μου, που άλλωστε ήταν πολύ κοντά.
«Έλα παιδάκι σπίτι, γιατί κάποιον κυνηγούν οι Γερμανοί και πυροβολούν. Έλα σπίτι μας και ανάθεμα τα μαρούλια και τα καλά τους», μου είπε η μητέρα μου, που έτρεμε από το φόβο της.
«Εμένα, μανούλα μου, κυνηγούσαν», της απάντησα και στο άκουσμα της απάντησής μου, σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμη.
Αυτή είναι μία μικρή θλιβερή ιστορία από τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, που παρ’ ολίγο να κοστίσει τη ζωή μου!
Μία ζωή ενός αθώου μικρού παιδιού, για λίγα μαρούλια.
Αυτή ήταν η τραγικότητα των χρόνων της βάρβαρης Κατοχής.
Ήταν Κυριακή του Ασώτου, βράδυ. Έκανε πολύ κρύο και έβρεχε. Εγώ ανεβασμένος σε μία καρέκλα κοντά στο παράθυρο, χάζευα στον έρημο δρόμο. Από το δρόμο ακουγόταν μία σπαραξικάρδια και εναγώνια τρεμάμενη φωνή, «πεινάω, πεινάω, πεινάω χριστιανοί βοηθήστε με πεινάω!», μα ποιος άκουγε; Αλλά και να άκουγε τι μπορούσε να προσφέρει; Όλοι ή σχεδόν όλοι (γιατί οι μαυραγορίτες και οι συνεργάτες των Γερμανών ζούσαν καλά), πεινούσαμε και δεν είχαμε ούτε ένα ψίχουλο ψωμί ή κάτι άλλο να του δώσουμε.
Ήταν ο Νιόνιος ο γιός του παπά Κόκκινη, ένα καλοκάγαθο παλληκάρι περίπου 30 χρόνων, ψηλό και σκελετωμένο. Καθόταν στα σκαλοπάτια της εκκλησίας της Υπαπαντής, που όπως έχω αναφέρει ήταν πλάι από το σπίτι μας.
«Πεινάω, πεινάω» συνέχιζε να ακούγεται η φωνή του Νιόνιου, όλο και πιο αδύνατη και σβησμένη και εκείνη η φωνή αντηχούσε στα αφτιά μου μέχρι που, σκεπασμένος με το πάπλωμα στο κρεββάτι μου, με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί της άλλης ημέρας, που ξύπνησα αυτή η φωνή δεν ακουγόταν πιά. Ο Νιόνιος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στα μαρμαρένια σκαλοπάτια της Υπαπαντής!
Άλλη μία θλιβερή Κατοχική ιστορία, που σημάδεψε την παιδική ψυχή μου και που έχει χαραχθεί στο μυαλό μου, καθώς και πολλές άλλες, με μαύρα ανεξίτηλα γράμματα!
Και μια και αναφέρομαι στις Κατοχικές ιστορίες ας αναφέρω, τώρα που θυμήθηκα και μία άλλη ιστοριούλα, που έζησα και είναι και λίγο αστεία!
Όπως ήδη έχω αναφέρει, το καλοκαίρι ωριμάζουν τα σύκα, για να κερδίσω ένα μικρό χαρτζιλικάκι, πουλούσα σύκα.
Σηκωνόμουνα από το κρεββάτι, χαράματα και πήγαινα με ένα καλαθάκι στα συκοστάσια, που ήταν λίγο πιο έξω από τη πόλη και αγόραζα από τους ιδιοκτήτες των δένδρων, σύκα και τα πουλούσα στη πόλη.
Συνήθως στεκόμουν με το καλαθάκι μου με το εμπόρευμά μου… έξω από το σπίτι μου, γιατί ντρεπόμουνα να γυρίζω στις γειτονιές με τα σύκα και τα πουλούσα στους περαστικούς.
Τα σύκα που είχα στο καλαθάκι μου θα έπρεπε να τα πουλήσω την ίδια ημέρα, γιατί την άλλη ημέρα χαλούσαν και τα πετούσα.
Πολλές φορές μέχρι το μεσημέρι, κάθε ημέρα, είχα ξεπουλήσει το εμπόρευμά μου, τα σύκα.
Μία ημέρα, θυμάμαι, έκανε πολύ ζέστη, δεν ξέρω γιατί, δεν μπόρεσα να ξεπουλήσω τα σύκα μου και αυτό με υποχρέωνε την άλλη ημέρα να τα πετάξω, γιατί δεν είχα ψυγείο και θα είχαν χαλάσει και έτσι δεν θα είχα τα χρήματα που χρειαζόμουνα για να αγοράσω άλλο εμπόρευμα. Έτσι το μεσημέρι, ήθελα δεν ήθελα, άφησα τη ντροπή στην άκρη και φορτώθηκα τα καλάθι με τα σύκα και πήρα σβάρνα τις γειτονιές και διαλαλούσα το εμπόρευμά μου, για να το πουλήσω. «Σύκα, σύκα ολόγλυκα και κρύα (ψέμα) σύκα!».
Η πόλη της Ζακύνθου είναι στενόμακρη. Ανατολικά είναι η θάλασσα και δυτικά σε βάθος 500 περίπου μέτρων εκτείνεται ένα όχι και πολύ ψηλό βουνό, ο «Σκοπός» με το παλαιό ενετικό κάστρο.
Σε αυτή την λουρίδα γης έχει κτιστεί η πόλη της Ζακύνθου, που εκτείνεται από το «Κρυονέρι» μέχρι τη «Γέφυρα του Αγίου Λαζάρου» και διασχίζεται από τρεις (3) παράλληλους δρόμους, α) τον παραλιακό, που τον λέμε «Στράτα μαρίνα», β) τον μεσαίο, που τον λέμε, «Μέσα μερία» και γ) τον τρίτο παράλληλο δρόμο, που τον λέμε, «Πλατεία ρούγα».
Στη «Μέσα μερία», λοιπόν, υπήρχε μία τεράστια αποθήκη, που προπολεμικά οι μεγαλέμποροι, αποθήκευαν τη μαύρη σταφίδα, μέχρι να έρθουν τα καράβια και να την φορτώσουν, για να την στείλουν, συνήθως, στην Αγγλία.
Αυτή την αποθήκη οι Ιταλοί την είχαν επιτάξει και την είχαν μετατρέψει σε στάβλο για τα άλογά τους.
Γυρνώντας, λοιπόν, στους δρόμους με το καλάθι με τα σύκα διαλαλώντας το εμπόρευμά μου, πέρασα και από τη «μέσα μερία», που ήταν η παραπάνω αποθήκη (στάβλος).
Έξω από το στάβλο, σε μία καρέκλα, καθόταν ένας ψηλός και παχύς Ιταλός στρατιώτης «Μπαμπίνο βένι κουά» (παιδί έλα εδώ) ακούω τη δυνατή και επιτακτική φωνή του Ιταλού στρατιώτη, πήγα κοντά του και αυτός με βίαιο τρόπο πήρε το καλαθάκι μου με τα σύκα, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε να τρώει λαίμαργα ένα-ένα τα σύκα μου.
Τα σύκα τα πουλούσα με το κομμάτι.
Ο Ιταλός έτρωγε τα σύκα μου και εγώ μετρούσα, από μέσα μου, χωρίς να ακούγομαι, τα σύκα, που έτρωγε, για να ξέρω πόσα χρήματα θα του ζητούσα όταν θα σταματούσε να καταβροχθίζει τα σύκα μου.
Χαιρόμουνα, γιατί ο φαγάνας Ιταλός είχε καταβροχθίσει όλα τα σύκα μου, αλλά αφού τελείωσε δεν είδα να κάνει καμία κίνηση, για να με πληρώσει.
«Siniore, prego pagare».(κύριε, παρακαλώ τα χρήματα) του λέω. Δυστυχώς, ο μασκαράς, αντί να με πληρώσει για τα σύκα, που περιδρόμιασε, μου κοπανάει μία καρπαζιά και με έδιωξε. Εγώ άρχισα να κλαίω όχι μόνο για την καρπαζιά, που έφαγα, αλλά κυρίως για τα χρήματα, που δεν μου έδινε και την άλλη ημέρα δεν θα είχα χρήματα να αγοράσω νέο … εμπόρευμα. Έκλαιγα και συνέχισα να του φωνάζω «Siniore pagare, pagare».
Για καλή μου τύχη, εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένας Ιταλός αξιωματικός, που θυμάμαι φορούσε μπότες και κράταγε στο χέρι του ένα μικρό ραβδάκι, που συνήθως κρατούν οι ιππείς, για να κτυπούν τα άλογά τους για να παρακινούν τα τρέχουνε. Με ερώτησε πόσα χρήματα μου οφείλει ο κακοήθης στρατιώτης, μου έδωκε τα οφειλόμενα και άρχισε να βρίζει με έντονο και επιτακτικό ύφος τον κατεργάρη στρατιώτη. Εγώ πήρα τα χρήματα, ευχαρίστησα τον αξιωματικό, πήρα το άδειο καλάθι μου και τα χρήματα και το έβαλα στα πόδια για το σπίτι μου, όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναπέρασα από την αποθήκη – στάβλο, γιατί φοβόμουνα μήπως συναντήσω τον κατεργάρη Ιταλό στρατιώτη και με ξυλοφορτώσει.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλές ιστορίες της Κατοχής, άλλες τραγικές, άλλες δραματικές, άλλες κωμικοτραγικές, αλλά το βιογραφικό αυτό σημείωμά μου, θα έπαιρνε διαστάσεις μυθιστορήματος και δεν είναι αυτός ο σκοπός μου.
Καιρός, λοιπόν, να συνεχίσω τις βιογραφικές μνήμες μου.
Σε σαράντα ημέρες από το θάνατο του πατέρα μου έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του, η γιαγιά Μαρία, σε ηλικία πάνω από ογδόντα (80) χρόνων.
Ήταν μία γυναίκα εργατική, νοικοκυρά, καλοκάγαθη και πιστή.
Ο ένας τοίχος της κρεβατοκάμαράς της, ήταν γεμάτος με εικόνες Αγίων.
Κάθε βράδυ, πριν ξαπλώσει να κοιμηθεί, προσευχόταν μπροστά στα εικονίσματα, πολύ ώρα και μετά ξάπλωνε.
Τις Κυριακές και τις γιορτές πήγαινε από πολύ πρωί να λειτουργηθεί στην εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης, που ο άνδρας της, ο παππούς ο Αντώνης, δηλαδή, και ο γιός της ο θείος Σπύρος, ήταν για πολλά χρόνια και μέχρι να πεθάνουν Επίτροποι.
Ο πατέρας μου ήταν Επίτροπος στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου.
Την ημέρα, που κατάλαβε ότι θα φύγει από τη ζωή, γιατί ήταν στο κρεββάτι, γιατί είχε πέσει και είχε κτυπήσει το γόνατό της και δεν μπορούσε να περπατήσει, ζήτησε να κοινωνήσει «Των Αχράντων Μυστηρίων».
Πράγματι καλέσαμε και ήρθε στο σπίτι ο παπάς Ανδρεώλας (Μπολότση τον φωνάζαμε), που καθόταν στο καντουνάκι (σοκάκι), το αδιέξοδο, που ήταν απέναντι από το σπίτι μας και την κοινώνησε.
Εγώ σαν παπαδοπαίδι που ήμουνα, κρατούσα το θυμιατό και λιβάνιζα, όσο ο παπάς έλεγε τις ευχές του. Τότε ήμουν δέκα τεσσάρων (14) χρόνων.
Όταν η μακαρίτισσα η γιαγιά μου κοινώνησε, γύρισε το κεφάλι της προς τα εικονίσματα, χάιδεψε τα μαλλιά της και μετά τα δικά μου και ψιθύρισε μία ευχή, που πολλές φορές μου έλεγε «Όσες τρίχες έχω στο κεφάλι μου, τόσα καλά να κάνεις».
Τότε έγειρε το κεφάλι της στο προσκέφαλο, σταύρωσε τα χέρια της, έκλεισε τα ματάκια της και σε λίγη ώρα άφησε την αγνή ψυχή της να πετάξει για πάντα στη «Χώρα των τετελειωμένων Πνευμάτων», στην αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα.
Ας είναι η μνήμη της αιωνία.
Μετά το θάνατο του πατέρα μου, τα οικονομικά στο σπίτι δυσκόλεψαν πάρα πολύ.
Δεν είχαμε από πουθενά εισοδήματα, εκτός από λίγες δραχμές, που έπαιρνε ο Αντώνης, που δούλευε σαν βοηθός στο Συμβολαιογραφείο του κ. Κωνσταντίνου Παπαδάτου, αλλά δεν έφταναν να ζήσουμε.
Όταν ζούσε ο πατέρας μου, είχε φτιάξει μία καρέτα (χειράμαξα), για να μεταφέρει διάφορα πράγματα της δουλειάς του και αυτή ήταν, που πολλές φορές μας εξασφάλιζε το φαγητό της ημέρας γιατί η μητέρα μου τη νοίκιαζε σε πλανόδιους μικροπωλητές, συνήθως πλανόδιους ιχθυοπώλες και αντί για νοίκι μας δίνανε καμιά λίτρα μαρίδες και τρώγαμε.
Μερικές ημέρες, που δεν νοικιάζαμε τη καρέτα, την έπαιρνα εγώ και ασκούσα το επάγγελμα του μικροπωλητή, για να μπορέσω να φέρω στο σπίτι λίγες δραχμές, αλλά και αυτό δεν ήταν εύκολο, γιατί η καρέτα ήταν βαριά για να τη κυκλοφορώ και εγώ μικρός και πολύ αδύναμος.
Σε ένα χρόνο, περίπου, από το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου πήρε μία μικρή σύνταξη, αν θυμάμαι καλά, εκατόν πέντε (105) δραχμές, από το Τ.Ε.Β.Ε. (Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος), που ήταν ασφαλισμένος ο πατέρας μου όταν ζούσε, και αυτά ήταν τότε τα εισοδήματά μας.
Σκληρά και πονεμένα χρόνια!
Και όμως επιζήσαμε!
Στο Γυμνάσιο, που πήγαινα τότε, πήγαινα πολύ καλά και με καλή επίδοση, παρ’ ότι είχα πολλές ελλείψεις, αφού στη διάρκεια της Κατοχής δεν λειτουργούσαν τα σχολεία, όπως ήδη έχω αναφέρει.
Περνούσα τις τάξεις με καλό βαθμό παρ’ ότι πολλές φορές δεν είχα ούτε τα βιβλία, για να διαβάσω και αναγκαζόμουνα να τα δανείζουμε από τους συμμαθητές μας’ τα βράδια, που αυτοί είχαν τελειώσει το διάβασμα και πήγαιναν για ύπνο, εγώ διάβαζα τα μεσάνυχτα και την άλλη ημέρα που πήγαινα σχολείο τους τα επέστρεφα.
Όταν απελευθερωθήκαμε από τους Γερμανούς, για λίγο καιρό, μέχρι να σχηματιστεί κυβέρνηση, είχαν επικρατήσει οι αντάρτες του Ε.Α.Μ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), που ήταν αριστερών τάσεων. Μία ημέρα του καλοκαιριού, που είχαν κλείσει τα σχολεία, λόγω θερινών διακοπών, πέρασε από το σπίτι ένα φορτηγό αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας αντάρτης και με φόρτωσε πίσω στη καρότσα του αυτοκινήτου, που ήταν και άλλα παιδιά, που οι γονείς τους δεν είχαν τα μέσα για να τα συντηρήσουν και μας πήγε στα χωριά και μας μοίραζε σε εύπορες οικογένειες, για να τρώμε και να δυναμώσουμε, που είχαμε γίνει σκελετοί, από την πείνα της Κατοχής. Οι αδένες μου είχαν γίνει σαν μεγάλα καρύδια.
Εμένα με πήγαν στο χωριό «Καλλιπάδο» στο σπίτι του Γιάννη Δραγώνα, που ήταν κοντά με τον «Πύργο του Αμπελοράβδη». Εκεί με καλοδέχτηκαν και χόρτασα ψωμί και εγώ βοηθούσα στις μικροδουλειές στο ελαιοτριβείο, που είχαν κοντά στο σπίτι τους.
Κάθε Σάββατο η γυναίκα του αφεντικού του Μπάρμπα-Γιάννη, η κυρία Μαρία, ζύμωνε το ψωμί, για όλη την εβδομάδα και μου έφτιαχνε και εμένα ένα καρβέλι ψωμί, το δίπλωνε σε μία πετσέτα και μου έλεγε χαμογελώντας,« χωραϊτόπουλο πάρε το και πήγαινέ το στη μάνα σου». Την ευχαριστούσα και μία και δύο το έβαζα στα πόδια, για να πάω στο σπίτι μου, το θησαυρό της κυρίας Μαρίας.
Η απόσταση του χωριού από το σπίτιμου στην πόλη ήταν περίπου δέκα (10) χιλιόμετρα και ήμουνα δεκατεσσάρων (14) χρόνων. Έπαιρνα λοιπόν το … θησαυρό το απόγευμα, που ξεφούρνιζε η κυρία Μαρία το πήγαινα με τα πόδια στο σπίτι μου, στην πόλη και το βράδυ ξαναγύριζα πάλι με τα πόδια στο χωριό.
Όλη την εβδομάδα περίμενα με λαχτάρα να έρθει το Σάββατο το απόγευμα, που θα πήγαινα το καρβέλι το ψωμί στο σπίτι μου, στη μητέρα και στα αδέλφια μου, που τόσο πολύ το είχαν ανάγκη και με αυτή την ευκαιρία να τους ιδώ έστω και για λίγη ώρα, γιατί ζούσα μακριά τους και τους νοσταλγούσα, σαν μικρό παιδί που ήμουνα.
Η οικογένεια του Μπάρμπα – Γιάννη Δραγώνα είχε τέσσερα (4) παιδιά, τρία (3) αγόρια και ένα κορίτσι.
Εγώ ούτε ήξερα, αλλά ούτε και μπορούσα να κάνω αγροτικές δουλειές.
Ήμουνα μικρός και χωραϊτόπουλο, άσχετο με αυτές τις δουλειές.
Βοηθούσα λίγο στις δουλειές του ελαιοτριβείου, μετέφερα σε ένα «σίγκλο» (δοχείο μεταλλικό με χερούλι) τις αλεσμένες ελιές από το μέρος που τις άλεθαν τα άλογα γυρίζοντας γύρω – γύρω τις μεγάλες στρογγυλές πέτρες, μέσα σε μία μεγάλη γούρνα, και τις μετέφερα με το σίγκλο στο απέναντι μέρος του ελαιοτριβείου, που ήταν εγκατεστημένη η μηχανή που τις έστυβε και έβγαινε το λάδι στο «λιμπί» (μεγάλο ειδικό δοχείο).
Αυτή, συνήθως, ήταν η δουλειά μου και πολλές φορές μετέφερα από το σπίτι στο ελαιοτριβείο, το φαγητό για τους εργάτες που δούλευαν εκεί και το χειμώνα που μάζευαν τις ελιές πήγαινα στη τοποθεσία «Τριλάγκαδα», όπου είχε ελαιόδενδρα η οικογένεια Δραγώνα, για να πάω φαγητό στους εργάτες, που μάζευαν τις ελιές και μέχρι να βραδιάσει και να σταματήσει το μάζεμα, μάζευα και εγώ ελιές.
Η οικογένεια Δραγώνα ήταν μία πάρα πολύ καλή οικογένεια. Όλοι εργατικοί, νοικοκυραίοι, αγαπημένοι, τίμιοι, ηθικοί και σεβαστοί σε όλο το χωριό. Το λίγο χρόνο που πέρασα μαζί τους πέρασα πολύ καλά και με αγαπούσαν σαν παιδί τους.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα, που τους σκεπάζει!
Όταν άρχισαν τα μαθήματα στο Γυμνάσιο γύρισα στο σπίτι μου στη πόλη και αφοσιώθηκα και πάλι στο σχολείο και τα μαθήματα και τη μελέτη.
Εν τω μεταξύ, άρχισε να λειτουργεί, έστω και υποτυπωδώς το Κράτος και ο Αντώνης πήγε στην Αθήνα, για παρακολουθήσει τα μαθήματα στη Νομική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, που είχε γραφτεί και φιλοξενήθηκε σε εκείνο το μικρό δωματιάκι, που έμενε ο θείος ο Αντώνης στη ταράτσα της πολυκατοικίας της οδού Καποδιστρίου, πίσω από την πλατεία Κάνιγγος και έτσι στη Ζάκυνθο μείναμε εγώ, η μητέρα μου και ο μικρότερος αδελφός μας, ο Σπύρος.
Η θεία μου η Γκιοβάννα, η αδελφή του πατέρα μου, που έχω γράψει για αυτή, παραπάνω, όταν ήμουνα στο χωριό Καλλιπάδο, είχε φύγει από τη ζωή.
Στα μαθητικά μου χρόνια δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο, σχολείο, μελάτη, επιμέλεια και πάλι τα ίδια κάθε ημέρα.
Θυμάμαι ότι στη Τετάρτη τάξη του Γυμνασίου, καθόμουνα στο ίδιο θρανίο με τον άριστο συμμαθητή μου Γεράσιμο Αρσένη, ο οποίος εξελίχθηκε, επάξια σε αξιόλογο παράγοντα της Πολιτείας, Αρχηγός Κόμματος, Υπουργός Συντονισμού, Οικονομικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων και άλλα αξιώματα, όταν ήταν Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ. (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα).
Δυνατό μυαλό, αριστούχος του Πανεπιστημίου των Η.Π.Α. (Χάρβαρντ), εντιμότατος, ευσυνείδητος και ακέραιου χαρακτήρα.
Μετά από λίγο χρόνο από την αναχώρηση για Αθήνα του Αντώνη έφυγε και ο αδελφός μου ο Σπύρος και αυτός για την Αθήνα, φιλοξενηθείς στο σπίτι της νονάς του της Μαύρας Κακολύρη, στο Αμαρούσιο, που ήταν εκεί Διευθύντρια της Οικονομικής Εφορία, αλλά και σχολαστικά θρησκευόμενη γυναίκα.
Τελικά στο σπίτι μείναμε εγώ και η μητέρα μου.
Σε ένα σπίτι, που πριν από τον πόλεμο, είχε γύρω από το τραπέζι, που τρώγαμε οχτώ (8) ψυχές, μείναμε μετά την απελευθέρωση δύο (2) εγώ και η μητέρα μου, όπως ανέφερα.
Δυστυχώς στην τελευταία χρονιά της φοίτησής μου στο Γυμνάσιο, αρρώστησε η μητέρα μου από υγρά πλευρίτιδα.
Τραγική η θέση μου! Μόνος με άρρωστη τη μητέρα μου, να πρέπει να πηγαίνω σχολείο και να μελετώ για να μη χάσω τη χρονιά μου, χωρίς να έχω χρήματα για να ζήσουμε και για να αντιμετωπίζω τις δαπάνες για τους γιατρούς και τα φάρμακα για τη μητέρα μου!
Τον Ιούνιο του 1949 τελείωσα το Γυμνάσιο και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους ταξίδευσα με το καράβι, θέση «κατάστρωμα» για τον Πειραιά και από εκεί για την Αθήνα, για να δώσω εξετάσεις στο «Πάντειο» Πανεπιστήμιο, όπου και πέτυχα στις εισιτήριες εξετάσεις.
Για να γραφτώ όμως στη Σχολή ήθελα χρήματα και χρήματα δεν υπήρχαν.
Τότε η μητέρα μου, αυτή η άγια γυναίκα, αυτή η στοργική μάνα, πούλησε το διαμαντένιο δακτυλίδι της, τη «ροζέτα», που έχω αναφέρει και πιο πάνω.
Αυτό το δακτυλίδι ήταν το καμάρι της μητέρας μου και πραγματικά ήταν ένα εξαιρετικό πανάκριβο κόσμημα και άξιζε να καμαρώνει όταν το φορούσε.
Ομολογώ ότι με υπεραγαπούσε και για την πρόοδό μου θα έκανε κάθε θυσία. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.
Κάποτε την είχα ακούσει να λέει στη γιαγιά μου τη Μαρία «Τα άλλα παιδιά μου να γίνουν βασιλιάδες και ο Διονυσάκης μου Τσαγγάρης (επιδιορθωτής παπουτσιών), εγώ θα γεράσω στα χέρια του Τσαγγάρη». Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή νέα και δεν πρόλαβε να γεράσει.
Ας είναι η ψυχούλα της στην αγκαλιά των αγγέλων!
Μετά τις εισαγωγικές εξετάσεις γύρισα στη Ζάκυνθο, γιατί δεν είχα στην Αθήνα στέγη και ούτε χρήματα για να ζήσω.
Τις ημέρες, που έδινα εξετάσεις, έμενα φιλοξενούμενος στο σπίτι της Ευγενίας Λάππου, που ήταν φίλη της μητέρας μου, όταν αυτή έμενε στη Ζάκυνθο. Το σπίτι αυτό ήταν μία μικρή αποθήκη, διαστάσεων, περίπου, 2X3 στο υπόγειο μίας οικοδομής στην οδό Ξούθου, που για είσοδο είχε ένα παράθυρο στον ακάλυπτο χώρο και για να μπεις μέσα στο δωματιάκι (αποθήκη), θα έπρεπε να σκύψεις πολύ το κεφάλι και να λυγίσεις το σώμα, γιατί κατέβαινες 4-5 σκαλοπάτια και το άνοιγμα για να μπεις δεν ήταν πόρτα, αλλά παράθυρο.
Σε αυτό το μπουντρούμι έμενε η κυρία Ευγενία και ο γιος της ο Ντίνος και είχαν και μία ντουλάπα και ένα μπαούλο και δεν υπήρχε κενός χώρος για να βάλω και εγώ ένα ντιβάνι να κοιμηθώ.
Έτσι έβαλα τη βαλίτσα μου, που ήταν φτιαγμένη με χοντρό κόντρα – πλακέ, που την είχε φτιάξει ένας μαραγκός που είχαμε ενοικιάσει το μαγαζί του πατέρα μου, πάνω στο μπαούλο και εκεί κοιμόμουνα, πάνω στην αιωρούμενη βαλίτσα, το πως δεν γκρεμίστηκα από εκεί επάνω τη νύχτα που κοιμόμουνα ο Θεός το ξέρει. Εννοείται ότι τα πόδια μου κρέμονταν, γιατί βέβαια, ήμουνα πιο ψηλός από το μήκος της βαλίτσας!
Όταν γύρισα στη Ζάκυνθο η κατάσταση ήταν απελπιστική, δεν ήξερα τι να κάνω, πως να τα βγάλω πέρας με όλα αυτά!
Τρομάρα μου! Δεν μου έφταναν όλα αυτά, ήμουνα και υπερευαίσθητος και ο πόνος με είχε τσακίσει. Κάθε ημέρα έκλαιγα από τον πόνο και την απελπισία μου.
Ευτυχώς εκείνη την εποχή, το πλαϊνό σπίτι, στην οδό Κάλβου αριθμός 42, το είχε νοικιάσει η κυρία Μαρία Ζήβα με τη κόρη της την Πόπη, η οποία ήταν κομμώτρια. Η καταγωγή τους ήταν από το χωριό «Φαγιά» της Ζακύνθου, και η Πόπη ένα δωμάτιο του σπιτιού το είχε κάμει κομμωτήριο και κτένιζε τις πελάτισσές της.
Αυτή η κοπέλα η Πόπη, εκείνη τη δύσκολη περίοδο για εμένα, με βοήθησε πολύ και περιποιήθηκε την άρρωστη μητέρα μου.
Της οφείλω όχι μόνο ευχαριστίες, αλλά και ευγνωμοσύνη.
Τα χαράματα της εορτής του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου 1950, η μητέρα μου κουρασμένη, πονεμένη, βασανισμένη, πικραμένη και άρρωστη, έφυγε από τούτη την άπονη ζωή, στην ηλικία των 50 περίπου χρόνων της και η αγνή ψυχούλα της ελεύθερη και αγνή πέταξε στη «Χώρα των τετελειωμένων πνευμάτων, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός, στην αγκαλιά του Μεγάλου Δημιουργού».
Έτσι έμεινα μόνος στη Ζάκυνθο, χωρίς χρήματα και χρεωμένος στο Φαρμακείο, που έπαιρνα τα φάρμακα, για την άρρωστη μητέρα μου και στη Πόπη, που με βοήθησε στα έξοδα της κηδείας της και τα οποία, βέβαια, όταν ήρθα στην Αθήνα και έπιασα δουλειά, τα εξόφλησα. Ομολογώ ότι αισθάνομαι ένοχος και κατηγορώ τον εαυτό μου, γιατί όταν μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου, οικονομικά, δεν φρόντισα να εύρω αυτήν την καλή κοπέλα και να της προσφέρω κάτι σαν αναγνώριση της υποχρέωσής μου, για τη βοήθεια, που μου πρόσφερε εκείνες τις τραγικές ώρες της ζωής μου.
Με είχε συνεπάρει η δίνη της επιβίωσής μας (εμένα και του Αντώνη) και της αντιμετώπισης των τότε προβλημάτων μας.
Λάθος μου! Δεν δικαιολογούμαι και αισθάνομαι, για αυτό ένοχος!
Όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα μου, ο Αντώνης ήταν στην Αθήνα, γιατί φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο και ο Σπύρος ήταν στο Αμαρούσιο, στη νονά του τη Μαύρα Κακολύρη, όπως έχω ήδη αναφέρει.
Πήρα, λοιπόν, ένα τηλεγράφημα από τον Αντώνη (τότε δεν είχαμε ακόμα τηλέφωνα) και μου έλεγε να κλείσω το σπίτι, όπως ήταν και να πάω στην Αθήνα, γιατί η παραμονή μου πλέον στη Ζάκυνθο δεν είχε κανένα σκοπό.
Ας σημειωθεί ότι η απώλεια της μητέρας μου και όλα τα τραγικά γεγονότα, που είχα ζήσει, με είχαν φέρει στο σημείο της αυτοκτονίας.
Ανέφερα ήδη ότι ήμουνα πολύ συναισθηματικός τύπος!
Δεν άντεχα άλλο!
Πήρα, λοιπόν, τη βαλίτσα μου ,αυτή που είχα όταν είχα πάει στην Αθήνα, για τις εξετάσεις μου στη Πάντειο και που ήταν κατασκευασμένη με κόντρα — πλακέ έβαλα μέσα τα λίγα ρούχα που είχα και με τις είκοσι (20) δραχμές, που μου είχε στείλει εκείνες τις ημέρες, ο Νιόνιος ο Δαμουλιάνος (ήταν υπάλληλος στο Αγγλικό τηλεγραφείο και το σπίτι του ήταν στην Αθήνα στο Παγκράτι στην οδό Αρχιμήδους) και οικογενειακός φίλος των γονέων μου, για συλλυπητήρια, για το θάνατο της μητέρας μου, έβγαλα το εισιτήριο για το καράβι στο κατάστρωμα και μία και δύο, για τον Πειραιά και από εκεί με το ηλεκτρικό στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκα και εγώ στο μικρό δωματιάκι του θείου του Αντώνη στην οδό Καποδιστρίου, στη ταράτσα της παλιάς πολυκατοικίας που έμενε και ο αδελφός ο Αντώνης.
«Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα…».
Το δωματιάκι όμως ήταν μικρό και δεν χωρούσε τρία (3) κρεββάτια (του θείου μου, του αδελφού μου και εμένα).
Έτσι εγώ και ο Αντώνης ο αδελφός μου κοιμόμαστε έξω στην ταράτσα, στρωματσάδα. Ήταν αρχές Μαϊου 1950 και δεν έκανε πολύ κρύο, ούτε έβρεχε, ευτυχώς.
Άρχισα να ψάχνω για δουλειά για να μπορέσω να ζήσουμε εγώ και ο Αντώνης και να εξοφλήσω τα χρέη που είχα στη Ζάκυνθο.
Για σπουδές ούτε λόγος!!!
Οι Λατίνοι έλεγαν ένα ρητό «Primum vivere deinde philosofari»
(Πρώτα να ζεις και μετά να φιλοσοφείς).
Στις πρώτες ημέρες δούλεψα για λίγες ημέρες στη ποτοποιεία του κυρίου Τερμετζή, στην Λεωφόρο Ακαδημίας, κοντά στη πλατεία Κάνιγγος. Εκεί με σύστησε ο Νιόνιος ο γιός της Ευγενίας Λάππου που την αναφέρω πάρα πάνω Η δουλειά μου ήταν να χειρίζομαι ένα ειδικό μηχάνημα που βούλωνε με φελλό, τα μπουκάλι με τα διάφορα ποτά, που παρασκεύαζε το εργοστάσιο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν τα κατάφερνα και καλά. Μικρόσωμος, αρκετά αδύνατος και χωρίς ίχνος γνώσης, δεν μπορούσα να αποδώσω, όπως έπρεπε και σε λίγες ημέρες ο Τερμετζής μου έδωκε τα παπούτσια στο χέρι και ομολογώ είχε απόλυτα δίκιο.
Ο θείος ο Αντώνης γνώριζε τον κ. Διονύσιο Λιβέρη, που ήταν Ζακυνθινός και τα πατρικά τους σπίτια ήταν γειτονικά, στη συνοικία «Άγιος Βασίλης Κάτω». Ο κ. Λιβέρης ήταν Συμβολαιογράφος στην Αθήνα και το Γραφείο του ήταν στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου αριθμός 4.
Μετά από καιρό έμαθα ότι αυτό το αρχοντικό (τώρα έγινε πολυκατοικία ), ήταν η κατοικία του Άρμανσμπεργκ, Αντιβασιλέως του πρώτου Βασιλέως της Ελλάδος, Όθωνα.
0 κ. Λιβέρης μας καλοδέχθηκε και καθίσαμε στις δύο πολυθρόνες, που είχε δεξιά και αριστερά από τη δική του πολυθρόνα του γραφείου του και μας πρόσφερε καφέ. Ο θείος ο Αντώνης τον ευχαρίστησε και άρχισε να του εξηγεί τους λόγους της επίσκεψής μας και τον παρακάλεσε να με προσλάβει υπάλληλο στο Συμβολαιογραφείο του.
Σε κάποια στιγμή γυρίζει προς εμέ ο κ. Λιβέρης και με ρώτησε. «Παιδί μου τίνος Παπαδάτου γιος είσαι;»
Τότε εγώ ντροπαλός και συνεσταλμένος όπως ήμουν του απάντησα «Του Νικόλα που είχε το καροποιείο στη «Υπαπαντή» και μου απάντησε «Τότε αφού είσαι παιδί του Νικόλα θα πρέπει να είσαι εργατικός, τίμιος, φιλότιμος και ηθικός επομένως από αύριο να έρθεις να πιάσεις δουλειά. Να η κληρονομιά που άφησε ο πατέρας μου: ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ!!!
Πετούσα από τη χαρά μου! Βρήκα, επιτέλους, δουλειά και μάλιστα σε Γραφείο και ιδιαίτερα σε Συμβολαιογραφείο, που από τα μαθητικά μου χρόνια είχα υπηρετήσει στη Ζάκυνθο στο Συμβολαιογραφείο του Κωνσταντίνου Παπαδάτου, όπου δούλευε και ο αδελφός μου ο Αντώνης και στις θερινές διακοπές του σχολείου πήγαινα και αντέγραφα τα συμβόλαια, για να παίρνω ένα χαρτζιλίκι.
Τότε δεν υπήρχαν στη Ζάκυνθο γραφομηχανές και τα συμβόλαια και τα αντίγραφά τους ήταν χειρόγραφα με πέννα και με μελάνι. Κάθε συμβόλαιο αγοραπωλησίας γραφόταν τουλάχιστο τέσσερες (4) φορές.
Μία ήταν το πρωτότυπο, ένα αντίγραφο για τον πελάτη, ένα αντίγραφο για τη μεταγραφή του συμβολαίου, στο Υποθηκοφυλακείο («Ριγκίστρο» το λέγαμε εκείνη την εποχή με τη διάλεκτο της Ζακύνθου) και ένα αντίγραφο στην Οικονομική Εφορία. Πολύ γράψιμο, χρειάζονταν πολλά χέρια και ξοδευόταν πολύ μελάνι.
Όταν έπιασα δουλειά στο Συμβολαιογραφείο του κ. Λιβέρη, εκεί υπήρχε μία γραφομηχανή μάρκας «OLIVER» και σε αυτή εξασκήθηκα να γράφω τα αντίγραφα. Τότε απαγορευόταν να γράφονται τα πρωτότυπα στη γραφομηχανή, υποχρεωτικά αυτά θα έπρεπε να είναι χειρόγραφα.
Στην αρχή, που έπιασα δουλειά δεν ήξερα να συντάσσω τα πρωτότυπα συμβόλαια.
Τη σύνταξη των πρωτοτύπων συμβολαίων την έκανε ο κ. Ζαφείριος Μουζάκης, που ήταν συνταξιούχος Συμβολαιογράφος και εργαζόταν στο Γραφείο του κ. Λιβέρη, για να ενισχύσει τη σύνταξή του, γιατί είχε τεράστια πείρα και γνώσεις, πολλών χρόνων δουλειάς.
Ήταν ένας αρχοντάνθρωπος, γεμάτος ζωή παρά την ηλικία του (πρέπει να πλησίαζε τα ενενήντα (90) χρόνια της ζωής του), γεμάτος αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή. Αγαπούσε τις απολαύσεις και ζούσε κάθε χαρά της ζωής.
Έγραφε τα συμβόλαια ταχύτατα με κονδυλοφόρο με πενάκι και μελάνι. Στο γραφείο του είχε ένα πολύ παλαιό μελανοδοχείο από τότε που ήταν σε ενεργό υπηρεσία σαν Συμβολαιογράφος και πλάι από το μελανοδοχείο υπήρχε ένα μικρό γυάλινο δοχείο, σαν αλατιέρα , που περιείχε άμμο την οποία σκορπούσε επάνω στο μελάνι όταν έγραφε και το μελάνι στέγνωνε.
Ήταν σαν στυπόχαρτο το μελάνι.
Όσο και να φαίνεται αστείο είναι αληθινό!!!
Ο μακαρίτης ο Ζαφείρης ήταν ένας καλός δάσκαλός μου, που με βοήθησε πολύ στα πρώτα βήματά μου στη Συμβολαιογραφεία.
Υπάρχουν στη ζωή μας, νέοι των είκοσι χρόνων, που φαίνονται σαν γέροι των ογδόντα χρόνων και υπάρχουν γέροι των ογδόντα χρόνων, που φαίνονται σαν νέοι των είκοσι χρόνων. Ο Ζαφείρης ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Ήταν ένας καλοζωισμένος άρχοντας της παλαιάς εποχής.
Ήταν ο κλασσικός τύπου του «καλοπερασάκια».
Ήταν οπαδός της θεωρίας «Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι γλεντήσουμε, αφού έτσι και αλλιώς θα πεθάνουμε».
Ουδεμία πρόνοια για το αβέβαιο «αύριο». Όλα για το βέβαιο «σήμερα». Έτσι έφτασε να έχει περάσει τα ενενήντα χρόνια της ζωής του και να είναι υποχρεωμένος να δουλεύει ακόμα για να αντιμετωπίζει τα έξοδα της ζωής του, όπως αυτός ήθελε.
Πολλές φορές δανειζόταν, είτε από εμένα, είτε από τον κ. Λιβέρη, για να πάει εκδρομή το Σαββατοκύριακο με την παρέα του. Αυτό ενοχλούσε τον κ. Λιβέρη, γιατί εκείνος ήταν τύπος αντίθετος, πολύ συντηρητικός, πολύ οικονόμος και τσιγκούνης .
Του ήταν τελείως αδιανόητο να δανείζεται ένας άνθρωπος και μάλιστα στην ηλικία του κ. Ζαφείρη, για να πάει εκδρομή!
Ο Ζαφείρης όμως ήταν ευτυχής με τον τρόπο που ζούσε, γιατί έτσι ένοιωθε ευχαριστημένος και ικανοποιημένος απολαμβάνοντας ευχάριστα, κάθε στιγμή της ζωής του.
Χαιρόταν σαν μικρό παιδί!
Μία ημέρα αγανακτισμένος ο κ. Λιβέρης, από τον τρόπο ζωής του Ζαφειράκη (όπως τον αποκαλούσε), του είπε με αγανάκτηση, «Βρε Ζαφειράκη, έφαγες – έφαγες περιουσίες και περιουσίες, δεν χόρτασες ακόμη;» και ο Ζαφειράκης, αρκετά ενοχλημένος από την παρατήρηση του Λιβέρη, του απάντησε «Ακου να σου πω Νιόνιο, ξέρω ότι έχω μόνο μία ζωή. Αν είχα δύο ζωές, στη μία θα μάζευα τα λεφτά μου, για να τα φάω στην άλλη. Συνεπώς στη μία ζωή που έχω, τώρα, θα τα φάω και θα ζήσω, όπως με ευχαριστεί.».
Δύο χαρακτήρες εντελώς αντίθετοι!
Δύο χαρακτήρες οπαδοί της υπερβολής!
Ο ένας καλοπερασάκιας και ο άλλο σπαγκοραμμένος
Ο μέρμηγκας και ο τζίτζικας!
Ο Θεός ας τους αναπαύσει.
Είχα μάθει ότι όταν ο Λιβέρης ήταν φοιτητής, δούλευε, για ένα χρονικό διάστημα, σαν υπάλληλος στο Συμβολαιογραφείο του Μουζάκη. Η ζωή σου παίζει πολλά παιχνίδια!
Η δουλειά ξεκίνησε με κέφι, με επιμέλεια και με ενδιαφέρον, γιατί εκτός του ότι μου εξασφάλιζε, έστω και στοιχειωδώς τα βασικά της ζωής, ήταν και μία δουλειά που μου άρεσε. Δούλευα με κέφι.
Η αλήθεια είναι ότι πήγαινα στο Γραφείο, περίπου στις οχτώ (8) το πρωί και συνήθως σχόλαγα περίπου μεσάνυχτα με μία ώρα διακοπή το μεσημέρι για φαγητό και αυτό όχι κάθε ημέρα.
Πρώτα και πάνω από όλα η δουλειά!
Εκτός από τη γραφική δουλειά και τις δακτυλογραφήσεις των συμβολαίων, διεκπεραίωνα και όλες τις εξωτερικές δουλειές του Γραφείου, (Εφορίες, Ταμεία, Υποθηκοφυλακεία κ.λ.π.), αλλά διεκπεραίωνα και όλες τις απαραίτητες προεργασίες για την έκδοση των προαπαιτούμενων εγγράφων και πιστοποιητικών, για τη σύννομη σύνταξη των συμβολαίων.
Αυτό ήταν σημαντικό για εμένα, γιατί οι πελάτες έμεναν ευχαριστημένοι, που τους εξυπηρετούσα και μου έδιναν ένα μικρό φιλοδώρημα και έτσι συμπλήρωνα το μικρό μισθό μου για να αντιμετωπίζω της οικονομικές ανάγκες μου.
Τότε οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρές, γιατί δεν υπήρχαν προστατευτικοί νόμοι, για τους εργαζόμενους, ούτε οκτάωρα, ούτε πενθήμερα, ούτε άδειες και οι εργοδότες ήταν καταπιεστικοί.
Συνήθως δούλευες όσες ώρες ήθελε το αφεντικό και σε πλήρωνε όσα ήθελε το αφεντικό.
Μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των κυβερνητικών Δυνάμεων και των αριστερών ανταρτών και η Αθήνα είχε πλημμυρήσει από ανταρτόπληκτους, που είχαν φύγει από τα χωριά τους κυνηγημένοι από τους πολέμους και τους σκοτωμούς.
Όλοι αυτοί οι ξεσπιτωμένοι και κατεστραμμένοι άνθρωποι είχαν έρθει στην Αθήνα για να σωθούν και να βρούνε μία δουλειά για να μπορέσουν να ζήσουν.
Η Κυβέρνηση για να τους βοηθήσει είχε ψηφίσει νόμο και στις διάφορες εργασίες οι εργοδότες προτιμούσαν τους δύστυχους, ξεριζωμένους και κυνηγημένους ανταρτόπληκτους, όπως άλλωστε το επέβαλε και ο νόμος και έτσι η ανεργία είχε φουντώσει.
Παρ’ ότι η ασφάλιση των εργαζομένων στο Ι.Κ.Α. ήταν υποχρεωτική από το Νόμο, εμένα ο Λιβέρης με ασφάλισε μετά από τρία (3) χρόνια αφ’ ότου έπιασα δουλειά. Ευτυχώς που στο διάστημα που ήμουνα ανασφάλιστος δεν αρρώστησα, γιατί αλλοίμονο μου!
Εκείνη την εποχή τα λεωφορεία ήταν ιδιωτικά, ανήκαν σε επαγγελματίες αυτοκινητιστές και επωλούντο ελεύθερα μεταξύ των αυτοκινητιστών με συμβολαιογραφική πράξη.
Όταν γινόταν μεταβίβαση λεωφορείου από τον ένα επαγγελματία αυτοκινητιστή στο άλλο, θα έπρεπε ο πωλητής να πληρώσει στην Οικονομική Εφορία, σαν αποζημίωση της αξίας της αδείας κυκλοφορίας του λεωφορείου, σαν Δημόσιας Χρήσης, που του είχε παραχωρηθεί από το Δημόσιο δωρεάν, ένα αρκετά μεγάλο ποσόν φόρου.
Ένα απόγευμα κάναμε ένα συμβόλαιο μεταβίβασης λεωφορείου και ο πωλητής, μετά την υπογραφή του συμβολαίου, μου άφησε τα χρήματα του φόρου, για την άδεια, για να καταθέσω την άλλη ημέρα στην αρμόδια Εφορία Καλλιθέας και μου έδωκε για τον κόπο μου ένα καλό χαρτζιλίκι.
Εκείνη την ημέρα, όπως συνήθως, είχαμε πολύ δουλειά και άργησα να σχολάσω με αποτέλεσμα να χάσω το τελευταίο δρομολόγιο του Λεωφορείου, για να πάω σπίτι μου, στα Κάτω Πετράλωνα.
Πήρα, λοιπόν, τη τσάντα μου με τα λεφτά του φόρου και νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, ξεκίνησα να πάω στο σπίτι μου, με τα πόδια, μεγάλη απερισκεψία μου και επικίνδυνο τόλμημα.
Για να πάρω ταξί, ούτε που το αποφάσιζα, γιατί το φιλοδώρημα που είχα πάρει από τον πελάτη, θα το έδινα στο ταξιτζή.
Στο τέρμα, λοιπόν, της οδού Αθηνάς, και συγκεκριμένα από την οδό Κακουργιοδικείου, ξεπετάχθηκε ένας νεαρός, περιθωριακός τύπος, μάλλον Ρομά, και ήρθε κοντά μου.
Κόπηκαν τα πόδια μου, από το φόβο μου!
Όταν με πλησίασε μου λέει «Πού πας, ρε, τέτοια ώρα;»
Επιστράτευσα όλες τις δυνάμεις μου και με ύφος κακομοίρικο και πικραμένο του απάντησα. «Είμαι φοιτητής και διάβαζα με ένα συμφοιτητή μου, στο σπίτι τα αλλά αφοσιωμένοι στο διάβασμα, πέρασε η ώρα και έχασα το λεωφορείο, λεφτά για ταξί δεν υπάρχουν και έτσι πάω σπίτι μου με τα πόδια.».
«Πού μένεις;» με ρώτησε.
«Στα Κάτω Πετράλωνα» του απάντησα.
«Ωραία και εγώ εκεί μένω. Πάμε, λοιπόν, παρέα» μου απάντησε. Ήταν ρομά (γύφτος) και πράγματι έμενε στα Κάτω Πετράλωνα.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, από το φόβο μου.
Προσπάθησα να φαίνομαι ψύχραιμος, παρ’ ότι οι κτύποι της καρδιά μου με έπνιγαν. Προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα αμίλητοι, αλλά εγώ με κομμένα πόδια από το φόβο μου μήπως μου πάρει τη τσάντα και εξαφανιστεί ο γύφτος.
Ευτυχώς ο Καλός Θεός μου και οι ευχές των γονέων μου με έσωσαν, χωρίς να το περιμένω! Στη συνοικία Ρούφ, κοντά στη γέφυρα του «Πουλόπουλου» μας σταμάτησε ένας αστυφύλακας, που ήταν κρυμμένος κάτω από τη γέφυρα. Ήταν εκείνη τη στιγμή για εμένα ο από μηχανής Θεός, που εμφανίστηκε για να με σώσει!
«Πού πηγαίνετε μέσα στη νύχτα;» μας ρώτησε και μας πλησίασε πολύ κοντά μας. Τότε διέκρινε ότι είμαστε δύο αταίριαστοι τύποι εγώ με τον γύφτο, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά, με πήρε ιδιαίτερα πιο πέρα από το γύφτο και ρώτησε τι συμβαίνει.
Με φωνή, που έτρεμε, του εξήγησα το περιστατικό και τον θερμοπαρακάλεσα να με συνοδεύσει μέχρι το σπίτι μου, που ήταν στην οδό Αθηναίου στα Κάτω Πετράλωνα.
«Μη φοβάσαι, συνέχισε το δρόμο σου και εγώ θα σας παρακολουθώ από πίσω σας μέχρι να πας στο σπίτι σου», άκουσα να μου λέει ο φύλακας άγγελός μου, εκείνης της στιγμής, που κινδύνευα και έτρεμε η ψυχή μου από το φόβο μου.
Όταν φθάσαμε στην οδό Αθηναίου, κοντά στο σπίτι μου, καληνύχτισα το γύφτο, ευχαρίστησα τον αστυφύλακα με μία χειρονομία και κρατώντας σφικτά τη τσάντα με τα χρήματα τρύπωσα γρήγορα – γρήγορα στο σπίτι με κομμένη την ανάσα, αλλά με ανακούφιση, που επιτέλους σώθηκα!
Αναφέρω αυτό το περιστατικό, γιατί ψυχολογικά μου κόστισε πάρα πολύ και τώρα, που το ξαναφέρνω στη μνήμη μου με κλονίζει. Υπάρχουν στη ζωή του ανθρώπου ορισμένα γεγονότα, τόσο έντονα και συγκλονιστικά, που τον τραυματίζουν ψυχικά ισόβια.
Το καλοκαίρι του 1950 εγώ και ο αδελφός μου ο Αντώνης κοιμόμαστε στρωματσάδα στη ταράτσα της οδού Καποδιστρίου 14, που όπως έχω αναφέρει, έμενε στο δώμα της πολυκατοικίας ο θείος ο Αντώνης. Όμως όταν έφτασε το Φθινόπωρο άρχισε να κάνει κρύο τη νύχτα και δεν είχαμε και πολλά σκεπάσματα, για να το αντιμετωπίσουμε. Μία κουβέρτα δεν ήταν ικανή να μας ζεστάνει.
Κάποια νύχτα του Σεπτέμβρη έκαμε ένα δυνατόν αέρα (μπουρίνι) και μας πήρε τη κουβέρτα, που σκεπαζόμαστε και τη πήγε στη ταράτσα της πλαϊνής πολυκατοικίας.
Εκείνη τη νύχτα την περάσαμε ξάγρυπνοι καθιστοί στα σκαλοπάτια ίου κλιμακοστασίου της πολυκατοικίας και περιμέναμε να ξημερώσει, για να πάμε στο πλαϊνό σπίτι, για να πάρουμε τη κουβέρτα μας, που ο άτιμος ο αέρας μας την πέταξε.
Έπρεπε πλέον να ψάξουμε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο, για να στεγαστούμε και να κοιμόμαστε κάτω από μία στέγη, προφυλαγμένη από τη βροχή και το κρύο. Τελικά βρήκαμε ένα δωμάτιο, όχι μεγαλύτερο από 3X3 σε μία αυλή στην οδό Αθηναίου αριθμός 20 στα Κάτω Πετράλωνα, κτισμένο πάνω από ένα ρέμα.
Ιδιοκτήτης του σπιτιού ήταν ένας συνταξιούχος αστυφύλακας, ο Δημήτριος Ντόβας ο οποίος είχε κλείσει με μία τσιμεντόπλακα το ρέμα, που περνούσε πλάι από την αυλή του και εκεί επάνω είχε κτίσει τρία (3) μικρά δωματιάκια, που τα νοίκιαζε σε φοιτητές, συνήθως. Το ένα από αυτά τα δωματιάκι και συγκεκριμένα το μεσαίο το νοίκιασα με νοίκι μία χρυσή λίρα Αγγλίας, το μήνα .
Ο Ντόβας ήθελε το νοίκι να του το πλήρωνα με χρυσή λίρα Αγγλίας και όχι με δραχμές. Του έδωκα και εγγύηση, για τη μίσθωση, και μία χρυσή λίρα Αγγλίας. Από ένα μαγαζί στην οδό Μιλτιάδου, πάροδος της οδού Αιόλου, αγόρασα δύο σιδερένια ντιβάνια με σουμιέ, χωρίς στρώματα και με χαρά τα μετέφερα στο δωματιάκι μας, Οι οικονομίες μου είχα εξαντληθεί και δεν είχα να αγοράσω και στρώματα. Αντί για στρώμα βάζαμε μία κουβέρτα και δόξα τω Θεώ, αφού θα κοιμόμαστε πλέον κάτω από στέγη, χωρίς να βρεχόμαστε και να τουρτουρίζουμε!
Σκληρό το σουμιέ, αλλά και σκληρά τα χρόνια!
Η δουλειά μου μου άρεσε πολύ και δούλευα με όρεξη.
Η τυπολατρία, η προσήλωση και αυστηρή τήρηση των νόμων ήταν στοιχεία του χαρακτήρα μου και ονειρευόμουνα να αξιωθώ να γίνω και εγώ Συμβολαιογράφος, αν μπορούσα κάποτε να σπουδάσω.
Αλλά τότε η επιθυμία μου αυτή ήταν ένα «όνειρο απατηλό».
Όταν τα μεσημέρια πήγαινα, συνήθως, σε μία υπόγεια ταβέρνα, τη «Μασκοτίτσα», στη γωνία της οδού Πατησίων και Καποδιστρίου και έτρωγα «ολίγες πατσίτσες» (δηλαδή μισή μερίδα), που ήταν το πιο φθηνό φαγητό που το ψωμί το αγόραζα από ένα πρατήριο άρτου στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου, για να μη το παίρνω από τη Ταβέρνα, που το χρέωνε πιο ακριβά, τι μιλάμε για όνειρα, για σπουδές και για Πανεπιστήμια;
Όμως όσες αντίξοες συνθήκες και να αντιμετωπίζει ένας νέος, επιβάλλεται να έχει όνειρα, να έχει θάρρος, να οραματίζεται, να αισιοδοξεί να ελπίζει, να θέλει, να αγωνίζεται, να μάχεται, να παλεύει με όλες του τις δυνάμεις, για να παρακάμπτει όλα τα εμπόδια, που θα βρεθούν μπροστά του, να κάνει φτερά, για να πετάξει όσο πιο ψηλά μπορεί, για να προχωρήσει όσο πιο μακριά μπορεί, να διδαχθεί από τα λάθη του και να προσπαθεί να τα διορθώνει.
Έτσι επιτυγχάνεται η πρόοδος του ανθρώπου!
Έτσι αναπτύσσεται η κοινωνία!
Έτσι μεγαλουργούν οι επιστήμες!
Έτσι ευημερεί η κοινωνία!
Έτσι προάγεται ο πολιτισμός!
Έτσι ο Πλανήτης Γη γίνεται Παράδεισος!
Ο νέος δεν πρέπει να επιτρέπει στο συναίσθημα να κατευθύνει τη διάνοιά του, αλλά πρέπει να επιβάλλει στη διάνοιά του να συνεργάζεται με το συναίσθημα, για να δώσει στη ζωή του και στο έργο του όχι μόνο σοφία, αλλά και κάλλος, που είναι και αυτό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Ο νέος έχει τα νιάτα, έχει, κατά κανόνα, την υγεία του και έχει και ένα πολύ μεγάλο θησαυρό, που δυστυχώς, πολλοί νέοι δεν τον αξιολογούν και δεν τον εκμεταλλεύονται σωστά και εποικοδομητικά «ΤΟ ΧΡΟΝΟ» .
Είναι το όπλο, που θα του επιτρέψει να αναδειχθεί αήττητος μαχητής στον αγώνα του και θα του δώσει δύναμη για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, τα οράματά του και τις ευγενείς φιλοδοξίες του.
Όταν, ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο νέος, κουραστεί από τον αγώνα της ζωής δεν σταματά, αλλά δανείζεται θάρρος, δύναμη, υπομονή και θέληση από τον εαυτόν του και προχωρά εμπρός.
Πρέπει να περπατά, πατώντας τα αγκάθια, και με σφιγμένα δόντια να λέει «δεν πονάω».
Όσο δύσκολες συνθήκες και να εμφανίζονται τα νεανικά οράματα μπορεί να ανασταλούν, όμως δεν πρέπει να σβήνουν
Έτσι και εγώ εκείνες τις δύσκολες ημέρες δανείστηκα δυνάμεις από τον εαυτό μου και επιστράτευσα όσο θάρρος μου είχε απομείνει και αποφάσισα να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γιατί με το πτυχίο της Παντείου Σχολής (τότε δεν είχε αναβαθμιστεί σε Πανεπιστήμιο), που όπως ήδη έχω αναφέρει, είχα εγγράφει στο πρώτο έτος, δεν θα μπορούσα να διοριστώ Συμβολαιογράφος, που ήταν το όνειρό μου.
Με το όραμά μου συμπαραστάτη άρχισα, σιγά – σιγά, να προετοιμάζουμε για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο το έτος 1951.
Με την άδεια του κ. Λιβέρη, τον Αύγουστο του 1951, παρακολουθούσα μία ώρα μετά το μεσημεριανό φαγητό, μερικά μαθήματα στο Φροντιστήριο του κ. Χατζή, που ήταν στη πλατεία Κάνιγγος, εκεί που σήμερα είναι κτισμένο το κτίριο του Υπουργείου Εμπορίου.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους 1951, έδωκα εξετάσεις και ευτυχώς, πέτυχα. Το πρώτο βήμα για το όνειρο, είχε γίνει με επιτυχία. Θυμάμαι εκείνη τη χρονιά αυτός, που αρίστευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις ήταν ο Απόστολος Γεωργιάδης, ο οποίος
εξελίχθηκε σε σπουδαίο νομομαθή.
Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα διορίστηκε Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, και Υπουργός σε κάποια Υπηρεσιακή Κυβέρνηση.
Γερό μυαλό!
Η επιτυχία μου στο Πανεπιστήμιο με γέμισε χαρά και αισιοδοξία!
Όμως το Πανεπιστήμιο ήθελε διάβασμα και μάλιστα πολύ διάβασμα, αλλά και παρακολούθηση των παραδόσεων από τους Καθηγητές και αυτό απαιτούσε μετάβαση στις αίθουσες του Πανεπιστημίου, όπου κάθε ημέρα πραγματοποιούνταν από τους Καθηγητές οι παραδόσεις και εγώ δεν είχα στη διάθεσή μου ούτε μία ώρα την ημέρα. Κάποιες μέρες δεν ευκαιρούσα ούτε να πάω το μεσημέρι στο εστιατόριο για φαγητό. Πολλές ώρες δουλειάς!!!
Για φοίτηση στο Πανεπιστήμιο, ούτε λόγος να γίνεται, παρ’ ότι πολύ το λαχταρούσα!
Από τον αδελφό μου τον Αντώνη προμηθεύτηκα το «Ρωμαϊκό Δίκαιο» του Καθηγητή Πετρόπουλου, ένα σύγγραμμα πάνω από χίλιες (1.000) σελίδες, γεμάτο λατινικούς κανόνες και όρους και το βράδυ που γύριζα στο σπίτι, συνήθως τα μεσάνυχτα, σκοτωμένος από τη δουλειά το έπαιρνα στο κρεββάτι μου, με τη λαχτάρα, μήπως κατόρθωνα να διαβάσω, έστω λίγη ώρα. Ευσεβείς πόθοι!!!
Πριν περάσουν δέκα λεπτά δεν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και έπεφτα στην αγκαλιά του «Μορφέα».
Οι δυνάμεις μου είχαν ξεπεράσει τις αντοχές μου.
Ο Αντώνης που έβλεπε να κοιμάμαι έχοντας για προσκέφαλο το «Ρωμαϊκό Δίκαιο» μου έλεγε «Βρε Διονυσάκη υπνωτικό έχει το βιβλίο;». Το Ρωμαϊκό δεν είχε υπνωτικό, αλλά η εξαντλητική κούραση όλης της ημέρας.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε ημέρα σελίδα – σελίδα όλο και κάτι άρπαζα.
Ήξερα από τον Αντώνη ότι ο Πετρόπουλος ήταν αυστηρός και δύστροπος Καθηγητής και δεν ήταν εύκολο να τον περάσεις.
Με την προτροπή του ρητού «Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς» τόλμησα τον Ιούνιο του 1952 να πάω να δώσω εξετάσεις το Ρωμαϊκό Δίκαιο, έστω και με τις λίγες γνώσεις που είχα, αφού όχι μόνο δεν είχα μελετήσει και δεν είχα μάθει, αλλά ούτε καν ανάγνωση του συγγράμματος δεν είχα κάμει, ελπίζοντας στη τύχη.
Εκείνη την εποχή για να δώσει ένας φοιτητής εξετάσεις σε ένα μάθημα στο Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να έχει μονογράφει, ο αντίστοιχος Καθηγητής, το φοιτητικό βιβλιάριό του.
Πληροφορήθηκα, λοιπόν, από ένα συμφοιτητή μου την ημέρα που ο Πετρόπουλος θα δεχόταν τους φοιτητές να τους μονογράφει το βιβλιάριο σπουδών τους, ώστε να τολμήσω να πάω και εγώ.
Ας σημειωθεί ότι όχι μόνο δεν είχα μελετήσει, όχι μόνο δεν είχα αναγνώσει καν το Ρωμαϊκό, όχι μόνο δεν είχα παρακολουθήσει ούτε μία ώρα παράδοση, αλλά ούτε ποτέ μου δεν είχα ιδεί τον κ. Πετρόπουλο. Μου ήταν άγνωστη η φυσιογνωμία του.
Μεγάλο το θράσος μου!!! Τέλος πάντων, την προηγουμένη ημέρα από την ημέρα που ο Πετρόπουλος θα δεχόταν τους φοιτητές, για να τους μονογράφει το βιβλιάριο σπουδών, πήρα άδεια από τον εργοδότη μου κ. Λιβέρη για να απουσιάσω από το Γραφείο την επομένη ημέρα το πρωί, δύο ώρες, για να πάω και εγώ στο Πανεπιστήμιο να πάρα την πολυπόθητη μονογραφή από τον Πετρόπουλο και να τον γνωρίσω οπτικά!
«Να πας παιδί μου, να πας» ήταν η απάντηση του κ. Λιβέρη στο αίτημά μου για την απουσία μου.
Έτσι την άλλη ημέρα το πρωί πήγα από το σπίτι κατ’ ευθείαν στο Πανεπιστήμιο και περίμενα στο προαύλιο του Πανεπιστημίου, μαζί με πολλούς ακόμα φοιτητές, να έρθει ο Καθηγητής να μας υπογράψει τα βιβλιάρια.
Ο Πετρόπουλος ήταν μεγάλος στην ηλικία και αργούσε να έρθει και η αγωνία μου όλο και μεγάλωνε, γιατί είχε περάσει η ώρα της άδειας μου από το Γραφείο και φοβόμουνα ότι ο κ. Λιβέρης θα είχε θυμώσει. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, γιατί σκεπτόμουνα ότι το Γραφείο θα ήταν γεμάτο πελάτες και ο κ. Λιβέρης δεν θα μπορούσε να τους εξυπηρετήσει.
Έπρεπε να εύρω μία λύση, ώστε και τη μονογραφή του κ. Πετρόπουλου να πάρω και να πάω στη δουλειά μου, γιατί φοβόμουνα μη θυμώσει ο κ. Λιβέρης και με απολύσει.
Έτσι πλησίασα τον Κλητήρα της Σχολής, του έδωκα θυμάμαι ένα εικοσάδραχμο και τον παρακάλεσα να πάρει τη μονογραφή από τον Καθηγητή και θα πήγαινα μία άλλη ημέρα να μου δώσει πίσω το βιβλιάριό μου. Ο κλητήρας πήρε το βιβλιάριο και το εικοσάδραχμο και εγώ,όπου φύγει-φύγει, τροχάδην για το Γραφείο.
Όταν μπήκα στο Γραφείο βρήκα τον Λιβέρη όρθιο να φυσομανάει και το Γραφείο γεμάτο πελάτες, που με περίμεναν να τους εξυπηρετήσω.
Θυμωμένος και με αυστηρό ύφος με ρωτάει ο Λιβέρης, «Που ήσουνα; Γιατί άργησες να έρθεις στη δουλειά σου;»
«Μα κ. Λιβέρη χθές δεν σας είπα ότι θα πήγαινα σήμερα το πρωί στο Πανεπιστήμιο και να μου δώσατε την άδεια να λείψω;» του απάντησα, αρκετά ενοχλημένος, για την άδικη παρατήρηση, που μου έκαμε.
«Καλά-καλά εξυπηρέτησε τους πελάτες, που σε περιμένουν τόση ώρα και το μεσημέρι τα λέμε » ήταν η απάντησή του.
Ωχ! Με ζώσανε τα φίδια ότι θα με απέλυε και χωρίς δουλειά τι θα γενόμουνα; Πως θα ζούσα; Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να εύρεις δουλειά στην Ελλάδας, γιατί είχαν φύγει πολλοί από τα χωριά τους για να σωθούν από τον εμφύλιο πόλεμο και με το Νόμο που είχε ψηφίσει η Βουλή, οι εργοδότες ήταν υποχρεωμένοι να προτιμούν στις δουλειές τους, τους ανταρτόπληκτους.
Πράγματι το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, όταν είχαν φύγει όλοι οι πελάτες, με κάλεσε ιδιαιτέρως ο κ. Λιβέρης και με τόνο αυστηρό μου λέει, « Άκου να σου πω παιδί μου, εδώ είναι Γραφείο, εδώ δουλεύουμε, εδώ είμαστε στα « χαρακώματα » και πολεμάμε και δεν μας επιτρέπεται να έχουμε την πολυτέλεια για σπουδές και Πανεπιστήμια. Ή παπάς – παπάς ή ζευγάς – ζευγάς, αύριο δε σε χρειάζομαι».
Αυτό ήταν! Η υποψία μου βγήκε αληθινή!
Τον παρακάλεσα με δάκρυα στα μάτια να μη με διώξει από τη δουλειά και εγώ δεν θα ξαναπάω στο Πανεπιστήμιο.
Τι άλλο μπορούσα να κάμω, αφού κινδύνευε η επιβίωσή μου;
Παρ’ όλα αυτά τον Ιούνιο πήγα και έδωκα εξετάσεις στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και βέβαια ήταν φυσικό να αποτύχω, πήρα βαθμό τρία (3); Αφού ούτε ανάγνωση δεν είχα κάμει στο σύγγραμμα και το τρία (3), που πήρα και πολύ μου ήταν.
Πήγα να δώσω εξετάσεις ξέροντας ότι θα αποτύχω, αλλά το επιχείρησα, από αντίδραση, για να μη σβήσει η φλόγα από μέσα μου για σπουδή, για να διατηρήσω ζωντανή την ελπίδα μου, για να αντιδράσω στα εμπόδια, για να μη χάσω την πίστη μου στον εαυτό μου, για να πάρα το «βάπτισμα του πυρός», που λέμε.
Κατά τα άλλα η δουλειά, όπως πάντα, πολύ και κουραστική.
Ήμουνα νέος και άντεχα!
Τον Αύγουστο του 1953, έγιναν οι καταστρεπτικοί σεισμοί στη Ζάκυνθο, που ακολούθησε η πυρκαϊά και που ισοπεδώθηκε και κάηκε όλη η πόλη και σκοτώθηκαν και κάηκαν ζωντανοί, περίπου, 90, ίσως και περισσότεροι, άνθρωποι.
Όταν έγιναν οι σεισμοί ήταν μεσημέρι και οι νοικοκυρές είχαν ανάψει φωτιά για να μαγειρέψουν και οι αρτοποιοί είχαν ανάψει τους φούρνους, για να ψήσουν το ψωμί που θα πουλούσαν στους πελάτες τους, όπως γινόταν κάθε ημέρα.
Τα σπίτια που στη Ζάκυνθο ήταν παλαιά, με πολύ ξυλεία στη κατασκευή τους, ήταν και ξερά γιατί ήταν Αύγουστος μήνας και έτσι λαμπάδιασε όλη η πόλη.
Ήταν φρικτό και επήλθε ολοκληρωτική καταστροφή.
Όσοι επέζησαν έμειναν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν εκείνη την ώρα, χωρίς τίποτε άλλο, γιατί όλα είχαν γίνει στάχτη, σπίτια, έπιπλα, ρούχα, τρόφιμα, λεφτά, κοσμήματα όλα στάχτη.
Ήταν μεγάλη και απερίγραπτη τραγωδία!.
Στο δρόμο, λοιπόν, και οι δύο ορφανές εξαδέλφες μου, η Μαρίκα και η Αγγελικούλα τα παιδιά του μακαρίτη του θείου Σπύρου αδελφού του πατέρα μου.
Ήρθαν στην Αθήνα, γιατί δεν είχαν που να μείνουν στη Ζάκυνθο αφού όπως ανάφερα όλα είχαν γίνει στάχτη, και η Μαρικούλα φιλοξενήθηκε στην εξαδέλφη της, από το σόι της μητέρας της, την Αγγελικά του Ανδρεώλα, κόρη του Κωσταντή Ανδρεώλα (αδελφού της μητέρας τη) .
Την Αγγελικούλα, που πήγαινε ακόμα στη τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την φιλοξενήσαμε (εγώ και ο Αντώνης) στο μικρό δωματιάκι των Κάτω Πετραλώνων, που κατά σύμπτωση, κοντά σε αυτό το δωματιάκι, λειτουργούσε Γυμνάσιο, στην οδό Κειριαδών, για να μπορέσει να συνεχίσει τη φοίτησή της.
Κοιμόταν σε ένα ράντζο, που το βράδυ το άνοιγε και κοιμόταν και το πρωί που ξυπνούσε το μάζευε, γιατί με ανοικτό το ράντζο καλυπτόταν όλη η επιφάνεια του δωματίου και δεν μπορούσαμε να κινηθούμε, γιατί, όπως έχω αναφέρει, το δωματιάκι δεν είχε επιφάνεια, ούτε τρία (3) τετραγωνικά μέτρα.
Όλη την ημέρα εγώ και ο Αντώνης στις δουλειές μας για τον επιούσιο και η Αγγελικούλα το πρωί σχολείο και το απόγευμα διάβασμα. Καμιά φορά, όταν η Αγγελικούλα δεν είχε πολύ διάβασμα μαγείρευε το βράδυ στη γκαζιέρα που είχαμε και όταν γυρίζαμε από τη δουλειά βρίσκαμε ένα ζεστό φαγητό και μετά ξαπλώναμε στα ντιβάνια μας και κοιμόμαστε.
Σκληρά και δύσκολα χρόνια, αλλά είχαμε την υγεία μας και τα νιάτα μας και αντέχαμε.
Ο άνθρωπος διαθέτει τεράστιες ψυχικές δυνάμεις, που αφυπνίζονται και ενεργοποιούνται στις δύσκολες στιγμές της ζωής του και του δίνουν δύναμη να παλέψει και να προχωρήσει.
Ευτυχώς παρά τις αντίξοες ημέρες που περνούσα άντεξα και δεν αρρώστησα.
Στη ζωή μου είχα και έχω πάντοτε προστάτη και βοηθό μου τον Άγιο Διονύσιο, τον οποίο ευγνωμονώ και τον πιστεύω .
Τον Απρίλιο του 1954 παρουσιάστηκα στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Κορίνθου (Κ.Ε.Ν. Κορίνθου), για να εκπληρώσω το χρέος μου, στη πατρίδα μου.
Κατατάχθηκα στον έβδομο (7) λόχο με Λοχαγό τον κ. Φουλόπουλο.
Η βασική εκπαίδευση στη Κόρινθο κράτησε (3) τρεις μήνες, περίπου, και στο πέρας της βασικής εκπαίδευσης όλοι οι στρατιώτες περάσαμε από τεστ γνώσεων, στο Κέντρο Διαλογής Οπλιτών, που είχε έδρα στη Γλυφάδα, για να επιλεγούν αυτοί που κρίνονταν ικανοί και άξιοι για να γίνουν Έφεδροι Ανθυπολοχαγοί, αφού φοιτήσουν στις αντίστοιχες Σχολές του Όπλου ή του Σώματος του Στρατού, που ο καθένας θα επιλεγόταν να υπηρετήσει.
Πέρασα με επιτυχία στις εξετάσεις και ονομάστηκα Υ.Ε.Α. (Υποψήφιος Έφεδρος Ανθυπολοχαγός).
Γυρίσαμε ξανά στο Κέντρο Κορίνθου και περιμέναμε, όλοι όσοι είχαμε επιλεγεί για Αξιωματικοί, να μας στείλουν στις Σχολές του Όπλου που είχαμε επιλογή για να υπηρετήσουμε και οι άλλοι που δεν επελέγησαν για Αξιωματικοί, έφυγαν για τα Τάγματα, που τοποθετήθηκαν για να υπηρετήσουν.
Εμένα με επέλεξαν για τη Σχολή του όπλου Διαβιβάσεων.
Έτσι τον Αύγουστο του 1954 κατατάχθηκα στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Διαβιβάσεων (Σ.Α.Δ.), που είχε έδρα στους πρόποδες του βουνού «Κασκαντάμι» στο Χαϊδάρι.
Η εκπαίδευση ήταν θεωρητική (ηλεκτρολογία, ασυρματολογία, κανόνες διαβιβάσεων κ.τ.λ.) και πρακτική (χειρισμός ασυρμάτου, σήματα μορς, ασκήσεις ακρίβειας με το όπλο, σκοποβολή κ.τ.λ.) .
Η εκπαίδευση αυτή κράτησε εφτά (7) μήνες
Η εκπαίδευση στα όπλα γινόταν κάθε Παρασκευή, τις άλλες ημέρες το πρωί είχαμε θεωρητικά μαθήματα στο θρανίο και το απόγευμα υποχρεωτική μελέτη μέχρι την ώρα του βραδινού συσσιτίου.
Διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων ήταν ο Ταξίαρχος Γκέλμπουρας, τον οποίο μετά από ένα χρόνο περίπου τον αντικατέστησε στη Διοίκηση του Κέντρου Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου ο Ταξίαρχος Μαμούσης.
Στη Σχολή Διοικητής ήταν ο Λοχαγός Νικόλαος Καστανάς.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου, στη Σχολή άρχισε το σκληρό καψόνι, καψόνι μέχρι εξάντλησης.
Καψόνι είχαμε και στη Κόρινθο, αλλά ήταν μάλλον για πλάκα, ενώ το καψόνι της Σχολής ήταν εξοντωτικό μέχρι λιποθυμίας.
Η καθιέρωση του σκληρού καψονιού στο στρατό μας, ήταν ένα κακό μάθημα, που μας το δίδαξε ο Αγγλικός Στρατός, που είχε έλθει στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση μας από τους Γερμανούς.
Το καψόνι ήταν ένα σκληρό και πολλές φορές εξευτελιστικό, μέσον πειθαρχίας και εκμηδένισης της προσωπικότητας του στρατιώτη, για να γίνει ένα τυφλό όργανο υπακοής στους ανωτέρους του, γιατί ο πόλεμος είναι μία κακουργηματική ανθρώπινη επιλογή. Σε υποχρεώνει ή να σκοτώσεις τον συνάνθρωπό σου ή να σκοτωθείς.
Δυστυχώς στην ιστορική διαδρομή του ανθρώπου στον 66Πλανήτη μας, διαμορφώνονται τέτοιες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, που οι Ηγέτες που κινούν τα νήματα της ζωής των πολιτών, δεν λύνουν τις μεταξύ τους διαφορές με ειρηνικό τρόπο και τον συμβιβασμό, αλλά κυριαρχούμενοι από την αλαζονεία και τα πάθη τους προτιμούν την επίλυση των διαφορών τους με τον πιο βάρβαρο τρόπο, τον πόλεμο.
Η ζωή είναι ένα ανεκτίμητο αγαθό, που μας δάνεισε η Υπέρτατη Δημιουργός Δύναμη και δεν έχουμε δικαίωμα να την διαθέτουμε όπως εμείς θέλουμε, ούτε είναι μέσον για την επίλυση των μεταξύ μας διαφορών, γιατί δεν μας ανήκει.
Η ζωή ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, στον Μεγάλο Δημιουργό.
Στον άνθρωπο έχει παραχωρηθεί η ζωή, σαν χρησιδάνειο, για ορισμένο χρονικό διάστημα, που με απόλυτο κυριαρχικό δικαίωμα ο ίδιος ο Δημιουργός έχει καθορίσει.
Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να σέβεται τη ζωή, να την αξιοποιεί, να την αναπτύσσει, να την βελτιώνει και να την εξυψώνει
Αλλά ας επανέλθουμε στην αφήγησή μας.
Ανήκω στη 33η Ε.Σ.Ο. και όταν πήγαμε στη Σχολή, φοιτούσε ακόμα εκεί η 32“ σειρά, η προηγούμενη από εμάς.
Η 32α σειρά ονομαζόταν στη Σχολή «Διοικούσα», ενώ η δική μας σειρά η 33η, ονομαζόταν «Διοικουμένη». Έτσι είχε καθιερωθεί, η «Διοικούσα» σειρά να κάνει σκληρά και εξευτελιστικά καψόνια στη «Διοικουμένη» σειρά. Μία χαζή και βλακώδης συνήθεια που τραυμάτιζε ψυχικά τους στρατιώτες, τους αφαιρούσε την προσωπικότητά τους και τους εξευτέλιζε.
Τι να κάμουμε όμως; Στρατός είναι αυτός.
Το καψόνι στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Οπλιτών, έστω κατά ένα ποσοστό το δικαιολογώ, προκειμένου ο νεοσύλλεκτος φαντάρος να ξεχάσει τις συνήθειες της ιδιωτικής ζωής του και να μάθει να πειθαρχεί τυφλά σε ό,τι διατάσσουν οι ανώτεροι του, αλλά στη Σχολή Εφέδρων Ανθυπολοχαγών, που οι υποψήφιοι Έφεδροι Ανθυπολοχανοί, που εκπαιδεύονται να διοικήσουν τους στρατιώτες όχι μόνο δεν πρέπει να καταρρακώνεται η προσωπικότητά τους, αλλά απεναντίας θα πρέπει να ενισχύεται και να τονώνεται η προσωπικότητα του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού, για να μπορέσει, όταν αναλάβει την ευθύνη της διοίκησης και της Εθνικής αποστολής του, να έχει έντονη και ολοκληρωμένη προσωπικότητα και συνειδητοποιημένη υπευθυνότητα και υψηλό αίσθημα καθήκοντος.
Τέλος πάντων, αυτά τα παράξενα έχει ο στρατός.
Στη Σχολή μάλλον τα πήγαινα καλά στις επιδόσεις μου και στα μαθήματα και οι σχέσεις μου τόσο με τους συναδέλφους μου, όσο και με τους ανώτερους μου. ήταν πάρα πολύ καλές γιατί ήμουν επιμελής και πειθαρχημένος και γενικά η εν γένει συμπεριφορά μου ήταν η επιβεβλημένη.
Ακόμα θυμάμαι μερικούς από τους εκπαιδευτές μας αξιωματικούς, όπως τον Δουζίνα, τον Τζανέτο, τον Σουλιώτη, τον Τσιτσιμπάση, τον Παπαβασιλείου και άλλους.
Πέρασε ο καιρός και οι Δόκιμοι της 32ης Ε.Σ.Ο. έφυγαν για τις Μονάδες Στρατού, που τοποθετήθηκαν και εμείς οι Δόκιμοι της 33ης Ε.Σ.Ο. γίναμε «Διοικούσα» οπότε «Διοικουμένη» ήταν η 34η σειρά, που σε λίγες ημέρες ήρθε και αυτή στη Σχολή για εκπαίδευση.
Εγώ καίτοι ήμουνα «Διοικούσα» σειρά, ομολογώ, ανήκα στην αντικαψονική ομάδα της Σχολής και όχι μόνο δεν έκανα καψόνια στη «Διοικουμένη», αλλά προέτρεπα και τους συναδέλφους της σειράς μου, να αποφεύγουν, όσο ήταν δυνατόν, τα καψόνια, γιατί όπως ανέφερα τα θεωρούσα εξευτελιστικό μέσον πειθαρχίας.
Όταν τελείωσε ο χρόνος της εκπαίδευσης μας, στη Σχολή, που κράτησε εφτά (7) μήνες, δώσαμε όλοι οι εκπαιδευόμενοι της 33ης σειρά, εξετάσεις, τόσο στα θεωρητικά μαθήματα, όσο και στα πρακτικά και στις ασκήσεις με τα όπλα.
Από τους τριάντα έξι (3) Δόκιμους της σειράς μου, στις εξετάσεις ήρθα τρίτος κατά σειρά επιτυχίας και αυτό ήταν για εμένα ένα πολύ μεγάλο προσόν, για τη μετέπειτα στρατιωτική μου ζωή, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
Τότε η Διεύθυνση Διαβιβάσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, που Αρχηγός ήταν ο Στρατηγός Σπανός, είχε βγάλει διαταγή οι πέντε (5) πρώτοι στις εξετάσεις της Σχολής να παραμένουν στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων, σαν εκπαιδευτές και βοηθοί στα Διοικητικά Γραφεία της Διοίκησης και οι υπόλοιποι να μετατίθενται στις Μονάδες όλης της Ελλάδος, για την επάνδρωσή τους.
Έτσι σαν τρίτος στη σειρά επιτυχίας στις εξετάσεις της Σχολής, παρέμεινα στο Κέντρο Χαϊδαρίου και τοποθετήθηκα σαν βοηθός Επιτελούς Εκπαιδεύσεως, που Διοικητής ήταν ο Συνταγματάρχης Φραδέλος με Υποδιοικητή τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Ραυτόπουλο.
Μετά από λίγους μήνες ο Διοικητής του Κέντρου Χαϊδαρίου, ο Ταξίαρχος Γκέλμπουρας προήχθη σε Στρατηγό, ανέλαβε τη Διεύθυνση Διαβιβάσεων του Γ.ΕΣ. και στο Κ.Ε.Δ. Χαϊδαρίου ήρθε Διοικητής ο Ταξίαρχος Μαμούσης ένας εξαίρετος και ικανός Διοικητής, μορφωμένος (ήταν απόφοιτος του Πολυτεχνείου), αλλά αυστηρός μέχρι σημείου υπερβολής.
Θα αναφέρω ένα, σχετικό με την αυστηρότητά του, περιστατικό, που έζησα, ενώ το όνειρο για σπουδή δεν το είχα εγκαταλείψει ούτε και όταν υπηρετούσα την Πατρίδα.
Κάθε Σάββατο απόγευμα, μετά τη τακτική επιθεώρηση από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας , όσοι Υ.Ε.Α. δεν είχαμε υπηρεσία στη Σχολή ή όσοι δεν είχαμε τιμωρηθεί, είχαμε έξοδο από το Κέντρο και γυρίζαμε στη Σχολή τη Κυριακή το βράδυ, πριν από το βραδινό προσκλητήριο. Εγώ έτυχε να μην έχω ποτέ τιμωρηθεί και έτσι ποτέ δεν έχασα την έξοδό μου αυτή.
Συνήθως πήγαινα σπίτι και διάβαζα το Συνταγματικό Δίκαιο.
Καθηγητής ήταν ο αείμνηστος Σγουρίτσας.
Είχα μάθει, λοιπόν, την ημέρα που ο Σγουρίτσας είχε ορίσει για εξετάσεις στο Συνταγματικό, που οι εξετάσεις ήταν προφορικές.
Την προηγουμένη ημέρα των εξετάσεων, πήγα στο Γραφείο του Διοικητή Μαμούση, παρουσιάστηκα κανονικά και τον παρακάλεσα να μου χορηγήσει άδεια απουσίας την επομένη ημέρα, για να μπορέσω να δώσω εξετάσεις στο Συνταγματικό, που το είχα μάλλον, λίγο διαβάσει.
Δυστυχώς μου το αρνήθηκε, παρ’ ότι ποτέ μου δεν είχα πάρει ούτε την κανονική άδειά μου.
«Τώρα υπηρετείς την Πατρίδα, όταν απολυθείς κοιτάζεις τις σπουδές σου», μου απάντησε. Χαιρέτησα και έφυγα, σχεδόν κλαμένος, αλλά και πολύ οργισμένος.
Σε όλο το χρόνο της θητείας μου δεν είχα πάρει ούτε μία ημέρα άδεια και τώρα που ζήτησα μόνο μία ημέρα και τώρα που χρειάστηκα μόνο μία ημέρα ο Μαμούσης να αρνείται να μου δώσει!!!
Το έφερα «βαρέως». δεν μπορούσα να το δεχθώ, ήταν άδικο.
Δεν είχαμε πόλεμο, δεν υπήρχε καμία έκτακτη ανάγκη επιφυλακής, δεν είχαμε ταραχές, ήταν μία ημέρα όπως όλους οι άλλες, μία ημέρα ρουτίνας και με τη στενοκεφαλιά του Μαμούση να μη μπορώ να δώσω το μάθημα!!!
Θα έπρεπε, λοιπόν, να σοφιστώ κάποια λύση, για να ξεπεράσω τη ξεροκεφαλιά του Μαμούση.
Στο Κέντρο Χαϊδαρίου, που υπηρετούσα, υπηρετούσε και ένας φίλος Ανθυπίατρος ο Νίκος ο Ριζάκος. Χρυσό παιδί. Μία και δύο πηγαίνω στο Γραφείο του και του ανάφερα το περιστατικό με τον Μαμούση.
«Διονύση μη φοβάσαι, θα σε τακτοποιήσω εγώ», μου απάντησε και παίρνει ένα φύλλο χαρτί, κάτι έγραφε και μου το δίνει.
Πήρα το χαρτί και διαβάζω, «Χορηγούμεν εις τον Ανθυπολοχαγόν Παπαδάτον Διονύσιον 48ωρη άδειαν, λόγω ακατάσχετης διάρροιας».
Όμως θα έπρεπε να εγκριθεί και από τον Διοικητή Μαμούση.
Παίρνω το μαγικό χαρτί και ολοταχώς για το Γραφείο του Διοικητή Μαμούση.
Τα πόδια μου κάνανε φτερά!
Παρουσιάζομαι κανονικά και του δίδω τη γνωμάτευση του. Όταν την διάβασε ο Μαμούσης χαμογέλασε με ένα ύφος χαιρέκακο και με συγκρατημένη οργή έγραφε «εγκρίνεται» και μου το παράδωσε λέγοντάς μου, πνίγοντας το θυμό του, γιατί κατάλαβε την παγίδα που του στήσαμε εγώ και ο Ριζάκος, «Αφού υπάρχει γνωμάτευση ιατρού, δεν μπορώ να αρνηθώ, αλλά σας παρακαλώ κύριε Ανθυπολοχαγέ, μη κάνετε χρήση των 48 ωρών, αλλά όταν τελειώσετε από τις εξετάσεις σας να προσέλθετε εις την Υπηρεσίαν σας και εις τα καθήκοντά σας.».
«Σας ευχαριστώ κύριε Διοικητά και αυτό θα πράξω» του απάντησα, χαιρέτησα και έφυγα με το μαγικό χαρτί στο χέρι.
Βλέπετε ο καλός ο λόγος και η καλή συμπεριφορά, πάντα, έχει καλύτερα αποτελέσματα από τη σκληρή, αυταρχική και ανάρμοστη συμπεριφορά.
Πράγματι την άλλη ημέρα πήγα στο Πανεπιστήμι, στο κτήριο της οδού Σόλωνος και όταν ήρθε ο αείμνηστος Καθηγητής Σγουρίτσας, τον παρακάλεσα να με εξετάσει, κατά προτεραιότητα, εκτός σειράς, γιατί πρέπει να επιστρέφω στην Υπηρεσία μου.
Η παράκλησή μου έγινε πιστευτή και αποδεκτή από τον κ. Καθηγητή, γιατί με είδε με τη στολή φορεμένη. Οι εξετάσεις, όπως έχω αναφέρει, ήταν προφορικές και πέρασα για να εξετασθώ στην πρώτη πεντάδα των φοιτητών.
Ευτυχώς απάντησα με επιτυχία σε όλες τις ερωτήσεις και έτσι πέρασα το μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου και αυτή η επιτυχία μου έδωκε θάρρος, χαρά, ενθουσιασμό και αισιοδοξία.
Από το Πανεπιστήμιο πετώντας από τη χαρά μου πήγα στη πλατεία Κουμουνδούρου και πήρα το λεωφορείο για το Χαϊδάρι.
Παρουσιάστηκα στο Διοικητή, του ανακοίνωσα το αίσιο αποτέλεσμα στις εξετάσεις μου στο Πανεπιστήμιο, με συγχάρηκε και ξαναγύρισα στο Γραφείο μου, όπως είχα υποσχεθεί.
Δεν εκμεταλλεύτηκα όλο το χρόνο της αδείας μου, που όπως ανέφερα ήταν 48 ώρες, δηλαδή, δύο (2) ημέρες, γιατί η συνείδησή μου δεν μου το επέτρεπε και τούτο για δύο λόγους.
Αφ’ ενός είχα σοβαρή συναίσθηση του καθήκοντος μου στη Πατρίδα, την οποίαν εκείνη τη στιγμή υπηρετούσα και είχα το προνόμιο να την υπηρετώ κοντά στο σπίτι μου, ενώ άλλοι συνάδελφοί μου είχαν τοποθετηθεί σε Μονάδες στα σύνορα και αφ’ ετέρου σεβάστηκα την υπόσχεση, που είχα δώσει στο Διοικητή μου, όταν μου ενέκρινε την άδεια του γιατρού, γνωρίζοντας ότι η γνωμάτευση, δεν ήταν αληθινή, γιατί ο Μαμούσης ήταν πανέξυπνος και κατάλαβε, αμέσως την παγίδα μας.
Άλλη μία απόδειξη, ότι ο καλός λόγος κτίζει Παλάτια, ενώ ο κακός λόγος γκρεμίζει πύργους.
Σε ένα Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων στρατιωτών, όπως ήταν και το Κέντρο Εκπαιδεύσεως των νεοσυλλέκτων στρατιωτών του Όπλου των Διαβιβάσεων στο Χαϊδάρι, όπου εκπαιδεύονται χιλιάδες στρατιώτες σε πολλές ειδικότητες, είναι κατανοητό ότι είχε πράγματι πάρα πολύ δουλειά, αφού την ευθύνη του ελέγχου και της ρύθμισης της εκπαίδευσης τόσων στρατιωτών σε πολλές ειδικότητες και που θα πρέπει να διεκπεραιώνει γρήγορα, έγκαιρα και σωστά όλη την αλληλογραφία.
Από την πρώτη ημέρα, που ανέλαβα υπηρεσία στο Γραφείο είχα φροντίσει με ζήλο και επιμέλεια, να ενημερωθώ με κάθε λεπτομέρεια, τόσο για τον όγκο των βασικών διαταγών λειτουργίας του Γραφείου εκπαιδεύσεως και των προγραμμάτων εκπαιδεύσεως, όσο και για τον τρόπο και τη διαδικασία της διεκπεραιώσεως των αρμοδιοτήτων του, έτσι μέσα σε λίγο χρόνο, είχα συγκεντρώσει στα χέρια μου, σχεδόν, όλο τον όγκο της γραφικής λειτουργίας του Γραφείου, σε όλους τους τομείς των αρμοδιοτήτων του.
Καθημερινά έγραφα δεκάδες διαταγές με οδηγίες για την εκπαίδευση των στρατιωτών και της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών, που είχαν έδρα στο Κέντρο Διαβιβάσεων, όσο και με Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Δύο δακτυλογράφοι δούλευαν ασταμάτητα κάθε ημέρα.
Αυτό δεν με ενοχλούσε, γιατί είχα συνηθίσει από πολύ δουλειά στο Συμβολαιογραφείο. «Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια» που λέει και ο Λαός μας.
Λίγο το μυαλό και λίγο η τύχη με βοήθησαν να υπηρετήσω όλη τη θητεία μου στην Αθήνα και μάλιστα σε Γραφείο και δεν μετατέθηκα σε Μονάδα οπλιτών στρατιωτών, ώστε να έχω κάθε ημέρα γυμνάσια, πορείες και ασκήσεις, αλλά ήμουνα στην Αθήνα κοντά στο σπίτι μου και σχεδόν κάθε βράδυ κοιμόμουνα στο κρεββάτι μου στο δωμάτιο της οδού Αθηναίου 20 στα Κάτω Πετράλωνα.
Καθημερινά αντί να είμαι με το αυτόματο κρεμασμένο στον ώμο και να φωνάζω «ένα, δύο, κλείνατε επ’ αριστερά, κλείνατε επί δεξιά, σημειωτόν, άλτ» και άλλα παραγγέλματα, ήμουνα με το στυλό στο χέρι και έδινα τις εντολές μου, γραπτώς, στο χαρτί.
Εκείνη την εποχή, δυστυχώς και πάλι δυστυχώς, γνώρισα τυχαία, μία γυναίκα, με την οποία συνδέθηκα με ένα τρελό, παράλογο, καταστροφικό, αχαλίνωτο, ανόητο, τυφλό, αρρωστημένο πάθος, που δυστυχώς, κράτησε, σχεδόν έξι (6) χρόνια!
Έξι (6) χρόνια, σχεδόν, βρισκόμουνα σε μία παραζάλη, σε μία ακόρεστη μέθη, που δεν μπορούσα να την ελέγξω, να την διαχειριστώ και να σταματήσω, αφού μου έπνιξε και τα όνειρά μου για σπουδή, γιατί είχα τυφλωθεί.
Τα ανθρώπινα πάθη είναι μία βαριά και καταστροφική ψυχασθένεια, που ευτελίζει τον άνθρωπο και τον ταπεινώνει!
Ευτυχώς, τουλάχιστο, που αυτό το πάθος μου, δεν παραβίασε την ηθική μου υπόσταση και τις ηθικές Αρχές και Αξίες μου, αλλά τραυμάτισε την πρόοδό μου και αυτό το πλήρωσα πολύ ακριβά!
Ήταν τα μεγάλο λάθος της ζωής μου, για το οποίο αισθάνομαι ένοχος και μου είναι αδύνατο να συνεχίσω να μιλώ για αυτό, γιατί με βαραίνει πολύ. «Mea culpa».
Στην υπηρεσία μου στο στρατό, τα πήγα πολύ καλά και αισθανόμουνα ευχαριστημένος και ικανοποιημένος, γιατί κατέβαλα κάθε προσπάθεια και απόλυτο αίσθημα ευθύνης, ώστε να ανταποκριθώ, όσον ήταν δυνατόν, πληρέστερα στις υποχρεώσεις μου στη Πατρίδα, η οποία με τίμησε με τη τιμημένη και ένδοξη στολή του Έλληνα Αξιωματικού.
Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω μία μικρή ιστοριούλα, από της πολλές που έζησα στην στρατιωτική μου υπηρεσία.
Μία ημέρα, που δούλευα στο Γραφείο, κτύπησε το κουδούνι του τηλεφώνου μου, το σήκωσα και ακούω μία αυστηρή φωνή να λέει, «Εδώ Συνταγματάρχης Παπακωνσταντίνου, Διοικητής της Διεύθυνσης Διαβιβάσεων Α.Σ.Δ.Ε.Ν. Ακούσε Ανθυπολοχαγιέ τον τάδε… στρατιώτη να τον εντάξεις, για εκπαίδευση, στην ειδικότητα των χειριστών ασυρμάτου».
«Μάλιστα κύριε Συνταγματάρχα, όπως διατάξετε, τα σέβη μου» του απάντησα και κλείνω το τηλέφωνο.
Θέλω να αναφέρω ότι ένα από τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα ήταν και η ένταξη των νεοσυλλέκτων στρατιωτών, για εκπαίδευση, στις διάφορες ειδικότητες του Όπλου των Διαβιβάσεων, ανάλογα με τα ειδικά προσόντα καθενός.
Πολλοί νεοσύλλεκτοι ήθελαν να εκπαιδευθούν, σαν χειριστές ασυρμάτου, γιατί μετά την αποστράτευσή τους οι περισσότεροι διορίζονταν υπάλληλοι στον Ο.Τ.Ε. (Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος).
Ο ασυρματιστής στο στρατό, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, είναι μία ειδικότητα άκρως εμπιστευτική, απαιτεί γνώσεις, υπευθυνότητα, σοβαρότητα και προ πάντως εμπιστευτική και απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης και φιλοπατρία.
Εκείνη την εποχή ζούσαμε την περίοδο του «ψυχρού πολέμου» μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας και εμείς οι Έλληνες είχαμε συμμάχους του Αμερικάνους, που ήταν συντηρητικών ιδεών και συνεπώς το να είναι ένας στρατιώτης αριστερών τάσεων και φίλος των Ρώσων ήταν κατακριτέος, ήταν μίασμα, ήταν προδότης.
Έτσι η πρώτη μου ενέργεια, μετά τη διαταγή του Συνταγματάρχη, ήταν να ρωτήσω το Α2 Γραφείο (Γραφείο Πληροφοριών) του Στρατοπέδου, εάν ο συγκεκριμένος στρατιώτης που είχε δείξει ενδιαφέρον ο Συνταγματάρχης, ήταν εθνικόφρων και όχι χαρακτηρισμένος αριστερός.
Δυστυχώς η πληροφορία, που πήρα από τον αρμόδιο Αξιωματικό του Α2 Γραφείου ήταν ότι ο νεοσύλλεκτος ήταν αριστερός, δηλαδή είχε χαρακτηρισθεί A» γεγονός που τον απέκλειε από την ειδικότητα του χειριστή ασυρμάτου, για λόγους ασφαλείας του στρατεύματος και της Πατρίδας.
Χωρίς άλλη σκέψη και με πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεών μου και της διαφύλαξης της ασφάλειας του στρατεύματος και της πατρίδας μας τον εν λόγω νεοσύλλεκτο τον ένταξα στην ειδικότητα του ημιονηγού (μουλαρά).
Σε λίγες ημέρες, που οι νεοσύλλεκτοι άρχισαν να εκπαιδεύονται στις ειδικότητές τους ο καθένας, πληροφορήθηκε ο κύριος Συνταγματάρχης ότι ο προστατευόμενός του στρατιώτης, αντί να εκπαιδεύεται στο χειρισμό του ασυρμάτου, όπως επιθυμούσε εκπαιδευόταν στη φροντίδα και περιποίηση των μουλαριών του στρατού.
Αυτό το γεγονός τον έκαμε θηρίο, γιατί δεν γνώριζε την αιτία, μα ούτε και δεν ρώτησε να μάθει, αλλά το θεώρησε απειθαρχία από μέρους μου και μεγίστη προσβολή, για αυτόν.
Ένας έφεδρος Ανθυπολοχαγάκος να αγνοήσει τη διαταγή του Συνταγματάρχη!!!
Μεγάλο παράπτωμα και μεγάλη προσβολή και μείωση του εγωισμού του!
Ένα πρωί που πήγα στο γραφείο κτύπησε το κουδούνι του τηλεφώνου μου. Ήταν ο Συνταγματάρχης και χωρίς να μου ζητήσει εξηγήσεις, για τους λόγους, που τον αγνόησα και δεν υπάκουσα τυφλά στην διαταγή του, άρχισε με θυμό και φωνές να με απειλεί και να με βρίζει, για την απειθαρχία μου και την προσβολή που του έκαμα, όπως νόμιζε.
Δεν γνώριζε ότι ο προστατευόμενός του στρατιώτης είχε χαρακτηρισθεί από την Υπηρεσία Πληροφοριών (A2) σαν αριστερός, που σύμφωνα με τη νοοτροπία των δεξιών κυβερνήσεων της εποχής εκείνης, εθεωρείτο κομμουνιστής, εχθρός της Πατρίδας, προδότης και αναρχικός.
Κατά διαβολική σύμπτωση και για κακή μου τύχη, μετά από λίγες ημέρες, ένα πρωινό ανοίγει η πόρτα του γραφείου μου και παρουσιάστηκε μπροστά μου, ένας ψηλός και αδύνατος άγνωστος σε εμένα, Συνταγματάρχης.
Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα, γιατί μου ήταν άγνωστος και το σοβαρό ύφος του με τρόμαξε.
Σηκώθηκα από την καρέκλα μου, στάθηκα προσοχή, τον χαιρέτησα, αναφέρθηκα κανονικά και του λέω με ύφος υποτακτικό. «Διατάξετε κ. Συνταγματάρχα».
«Συνταγματάρχης Παπακωνσταντίνου» μου, απαντά με αυστηρό και υπεροπτικό ύφος, «Σε λίγες ημέρες έρχομαι Υποδιοικητής στο Κέντρο Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου (δηλαδή εκεί που υπηρετούσα). «Εμείς οι δύο, ανθυπολοχαγέ, θα τα πούμε όταν θα έρθω », γύρισε την πλάτη και έφυγε, χωρίς να πει άλλη λέξη.
Ομολογώ ότι με ζώσανε τα φίδια, γιατί κατάλαβα ότι είχα να αντιμετωπίσω ένα πολύ ανώτερο μου αξιωματικό, αλλά και ένα άκαμπτο στρατιωτικό πεισματάρη και εγωιστή, που θα είναι Υποδιοικητής στη Μονάδα, που υπηρετούσα.
Σκέφτηκα ότι αφού έρχεται ο Παπακωνσταντίνου Υποδιοικητής στο Κέντρο, που υπηρετώ, εγώ πρέπει να μετατεθώ σε άλλη Μονάδα, εκτός του λεκανοπεδίου της Αττικής, γιατί διαφορετικά θα έχω να αντιμετωπίζω, κάθε ημέρα το θυμό του Παπακωνσταντίνου. Κάθε ημέρα κάποια πρόφαση θα έβρισκε, για να μου ρίχνει και μία «καμπάνα» (τιμωρία).
Στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (Γ.Ε.Σ.), στη Διεύθυνση Διαβιβάσεων, είχα ένα καλό φίλο, που τον είχα γνωρίσει στη Σχολή Εφέδρων Ανθυπολοχαγών, τον Σταύρο Σπανό με τον οποίον είχα, σχεδόν, καθημερινή τηλεφωνική συνεργασία για τα διάφορα θέματα του Γραφείου, που χειριζόμουνα και απευθύνθηκα σε αυτόν, για να πετύχω τη μετάθεσή μου, πήρα, τηλέφωνο το Σταύρο και του διηγήθηκα όλη την ιστορία με τον Παπακωνσταντίνου και την επιθυμία μου να μετατεθώ σε άλλη Μονάδα εκτός Αττικής, για να ξεφύγω από τις δαγκάνες του Παπακωνσταντίνου και να αποφύγω το θυμό του. Ο καλός φίλος ο Σταύρος άκουσε το πρόβλημά μου και έδειξε κατανόηση και προθυμία να με εξυπηρετήσει.
Μετά από λίγες ημέρες με πήρε στο τηλέφωνο και με λύπη του μου ανακοίνωσε ότι οι αρμόδιοι Αξιωματικοί του Επιτελείου δεν δέχθηκαν τη μετάθεσή μου από την υπεύθυνη Υπηρεσία που μου είχαν αναθέσει, γατί, όπως μου δήλωσε ο φίλος μου ο Σταύρος ισχυρίστηκαν ότι ο Ανθυπολοχαγός Παπαδάτος είναι καλός Αξιωματικός, πειθαρχικός, εργατικός, υπεύθυνος και κατέχει άριστα το αντικείμενο της Υπηρεσίας του, φρόντισε να διασφαλίσει την ασφάλεια του στρατεύματος από τον αριστερό και συνεπώς ούτε κουβέντα για μετάθεσή του από το Γραφείο που υπηρετεί.
Αυτή ήταν η γνώμη του Επιτελείου, όπως μου την διαβίβασε ο καλός μου φίλος ο Σταύρος. Έτσι έχασα κάθε ελπίδα, για μετάθεση και πλέον το πήρα απόφαση ότι θα πρέπει να υποστώ το θυμό του Παπακωνσταντίνου, μέχρι να απολυθώ. Περνούσαν οι ημέρες εγκαταστάθηκε ο Παπακωνσταντίνου στο Γραφείο του και όλα άρχισαν καλά. Ένα πρωινό μπαίνει στο Γραφείο μου ένας στρατιώτης και μου αναφέρει ότι με ζητάει ο κύριος Υποδιοικητής.
Ωχ!!! Σκέφθηκα άρχισαν τα όργανά, οι πρώτες «Καμπάνες».
Τι να κάνουμε θα τα υποστούμε όλα. Στο Στρατό κάνεις ό,τι σε διατάξουν οι ανώτεροι σου.
Το Γραφείο του Υποδιοικητή ήταν ακριβώς επάνω από το Γραφείο, που εργαζόμουνα εγώ, στο δεύτερο όροφο του Διοικητηρίου. Χωρίς αναβολή; ανεβαίνω επάνω, κτυπώ την πόρτα του Γραφείου του Υποδιοικητή, μπαίνω μέσα, χαιρετώ σε στάση προσοχής και λέω στον Υποδιοικητή με σταθερή φωνή «Κύριε Υποδιοικητά, τα σέβη μου, παρακαλώ διατάξετε.».
«Άκουσε Ανθυπολοχαγέ, μία φορά σε διέταξα να κάνεις κάτι και δεν το έπραξες. Τώρα θα σε δοκιμάσω για δεύτερη φορά και πρόσεξε καλά! Να εντάξεις για εκπαίδευση, στην ειδικότητα του κρυπτογράφου τον … τάδε στρατιώτη και να μου αναφέρεις». Αυτή ήταν η διαταγή του Υποδιοικητή.
«Μάλιστα κ. Υποδιοικητά, όπως διατάξετε.» απαντώ, χαιρετώ και φεύγω.
Η ειδικότητα του κρυπτογράφου, αυτή και αν είναι απόλυτα εμπιστευτική, άκρως απόρρητη, υπεύθυνη και αποτελεί επτασφράγιστο πατριωτικό μυστικό εθνικής ασφαλείας.
Το καθήκον μου, λοιπόν, μου επέβαλε να ερευνήσω και να εξακριβώσω, υπεύθυνα, τα πολιτικά φρονήματα του συγκεκριμένου στρατιώτη, για αυτό πήγα αμέσως, στο Γραφείο πληροφοριών (A2) του Στρατοπέδου, που ήταν στον ίδιο όροφο και απέναντι από το Γραφείο του Υποδιοικητή και ρώτησα να μάθω από τον υπεύθυνο Λοχαγό του Γραφείου τα πολιτικά φρονήματα και τη διαγωγή του στρατιώτη, που μου είχε υποδείξει ο κύριος Συνταγματάρχης.
«Είναι κομμουνιστής, ούτε κουβέντα να γίνεται ξέχασέ το, φύγε!» μου απάντησε με έντονη φωνή ο Λοχαγός, αφού κοίταξε τις καταστάσεις με τα ονόματα των χαρακτηρισμένων, ως κομμουνιστών στρατιωτών.
Εκείνη την εποχή αυτός που χαρακτηριζόταν «κομμουνιστής», ήταν προδότης, εχθρός της Πατρίδας και τον έκλεινα στη φυλακή ή τον στέλνανε εξορία στα ξερονήσια και τον απέκλειαν από οποιαδήποτε Δημόσια ή Δημοτική Υπηρεσία. Για τις δεξιές Κυβερνήσεις εκείνων των δύσκολων χρόνων ο κομμουνιστής Έλληνας, ήταν εθνικό μίασμα.
Μετά την απάντηση, που πήρα από το Λοχαγό του Α2 Γραφείου, επέστρεφα, αμέσως στο Γραφείο του Υποδιοικητή και του ανέφερα ότι, δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να εκτελέσω για μία, ακόμη, φορά τη διαταγή του Συνταγματάρχη, με μεγάλη μου λύπη και χωρίς τη θέλησή μου.
Ο αλαζόνας Συνταγματάρχης, αντί να ρωτήσει τους λόγους που με ανάγκασαν να μη υπακούσω τη διαταγή του, πήρε ένα αυστηρό ύφος, πετάχτηκε όρθιος από τη πολυθρόνα του και με τεντωμένο το δεξί του χέρι δείχνοντας μου τη πόρτα εξόδου, μου φώναξε με δυνατή και οργισμένη φωνή. «Φύγε και θα σε κλείσω φυλακή και θα βάλω έξω από το κελί σου ένα στρατιώτη να σε φυλάει και έτσι να σε ξεφτιλίσω».
Αγανακτισμένος και οργισμένος χαιρέτησα και έφυγα χωρίς να βγάλω τσιμουδιά. Τα γουρλωμένα μάτια του και ο θυμός του, δεν μου επέτρεπαν να βγάλω λέξη, γιατί βρισκόταν ο Συνταγματάρχης σε έξαλλη κατάσταση.
Αντί να με επαινέσει, όπως περίμενα, που έκαμα σωστά και νόμιμα το καθήκον μου, σύμφωνα με τις βασικές διαταγές του στρατού, βγήκα τελικά και κατηγορούμενος, από τον εγωιστή Συνταγματάρχη και κινδύνευσα να με κλείσει και φυλακή.
Δυστυχώς εκείνη την εποχή του εμφύλιου πολέμου και μετά από αυτόν, τέτοια παράλογα φαινόμενα παρουσιαζόταν πολλές φορές στο στρατό, που εγώ τα αποδίδω μάλλον σε πολιτικά πάθη. Όταν έφυγα από το Γραφείο του Υποδιοικητή, δεν πήγα στο Γραφείο μου, αλλά γύρισα στο Γραφείο Πληροφοριών (Α2} και παρακάλεσαν τον Λοχαγό να πάει στον Υποδιοικητή και να του εξηγήσει τους λόγους, που ο προστατευόμενός του στρατιώτης, απαγορεύεται να γίνει κρυπτογράφος, γιατί εμένα, του είπα, με πέταξε έξω από το Γραφείο του, χωρίς να μου επιτρέψει να του εξηγήσω τους λόγους της αδυναμίας μου, να εκτελέσω τη διαταγή του, που όπως καταλαβαίνεται ήταν «ρουσφετάκι» κάποιου γνωστού του.
Ευτυχώς ο Λοχαγός του Α2 Γραφείου, δεν θυμάμαι το όνομά του, πάντως θυμάμαι ότι είχε καταγωγή από τη Κέρκυρα, θύμωσε με τη συμπεριφορά του Συνταγματάρχη και πήγε αμέσως στο Γραφείο ίου Υποδιοικητή και του εξήγησε τους λόγους της άρνησής μου, να υπακούσω σε μία παράνομη διαταγή η οποία, πιθανόν, χωρίς να έχει βεβαίως τέτοια πρόθεση θα δημιουργούσε κίνδυνο στη Πατρίδα και οπωσδήποτε, τουλάχιστον, εμένα θα με οδηγούσε σε μεγάλο κίνδυνο να περάσω, για απολογία, στο Στρατοδικείο και άντε μετά να ξεμπλέξεις!
Έτσι αυτό το επεισόδιο τελείωσε, για εμένα αισίως, αλλά με δίδαξε πολλά πράγματα, που πρέπει να τηρώ στη ζωή μου.
Πράγματι, μετά από αυτά τα γεγονότα, ο κ. Παπακωνσταντίνου, ο οξύθυμος Συνταγματάρχης, κατάλαβε το λάθος του, εκτίμησε την αφοσίωσή μου στο καθήκον και μου φερόταν με ευγένεια, με πραότητα, με εμπιστοσύνη και με εκτίμηση.
Αυτό με αποζημίωσε για όλες τις τρομάρες, που πέρασα.
Λίγες ημέρες πριν απολυθώ με κάλεσε ο κύριος Υποδιοικητής στο Γραφείο του και με ύφος ήρεμο και μάλλον φιλικό και συμπαθές μου είπε, «Κύριε Παπαδάτο τώρα που επίκειται η απόλυσή σας από το στρατό και που τόσο χρόνο έχετε ασχοληθεί με επιτυχία με όλα τα θέματα λειτουργίας και εκπαίδευσης του Στρατοπέδου, παρακαλώ να ετοιμάσετε μία εμπεριστατωμένη έκθεση λειτουργίας του Στρατοπέδου και να μου την παραδώσετε, ολοκληρωμένη. Ευχαριστώ, πηγαίνετε!».
Έμεινα άφωνος, δεν πίστευα στα αφτιά μου, αυτός που μου μίλαγε δεν ήταν ο αυστηρός και εγωιστής Συνταγματάρχης, αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο άγνωστο σε εμένα.
Απορημένος και άφωνος, χαιρέτησα κανονικά και αφού υποσχέθηκα να εκπληρώσω το αίτημά του έφυγα βουβός και απορημένος από τον τρόπο συμπεριφοράς του.
Έτσι στις ελεύθερες ώρες μου, ασχολήθηκα, για αρκετές ημέρες με την εκπόνηση μίας, όσο μπορούσα, εμπεριστατωμένης και αναλυτικής μελέτης, αν θυμάμαι καλά, δώδεκα (12) δακτυλογραφημένων σελίδων, στην οποία ανέφερα όλες τις λεπτομέρειες, από την ημέρα που ο νεοσύλλεκτος θα περνούσε τη πύλη του Στρατοπέδου, για να εκπληρώσει το υπέρτατο καθήκον της υπηρεσίας στη Πατρίδα, την ένταξή του στην εκπαίδευσης στις διάφορες ειδικότητες, τα προγράμματα εκπαίδευσης, την διδασκαλία των ειδικοτήτων, της στρατιωτικής τάξης και πειθαρχίας και κάθε άλλης λεπτομέρειας μέχρι να πάρει φύλλο πορείας, για τη Μονάδα, που θα επελέγετο τελικά, από το Γραφείο Εκπαιδεύσεως, που υπηρετούσα, για να υπηρετήσει το υπόλοιπο της θητείας του.
Την έκθεση αυτή την έκλεισα σε ένα φάκελο και την υπέβαλα στον κ. Υποδιοικητή, ο οποίος την παρέλαβε και με ευχαρίστησε.
Το πόνημά μου αυτό το μελέτησε ο Υποδιοικητής και μετά το παράδωσε στον Διοικητή Ταξίαρχο κ. Μαμούση, ο οποίος ήταν πάρα πολύ αυστηρός και μορφωμένος, γιατί είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο.
Ο Διοικητής, στη συνέχεια, το υπόβαλε στη Διεύθυνση Διαβιβάσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού και μετά μερικές ημέρες, το Επιτελείο το επέστρεφε στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Χαϊδαρίου, δηλαδή, εκεί που υπηρετούσα, με την εντολή να φυλαχθεί στο φάκελο των «Βασικών Διαταγών» και να αποτελέσει οδηγό για τη λειτουργία του Κέντρου Εκπαιδεύσεως των οπλιτών Διαβιβάσεων.
Αυτό ήταν για εμένα, μία μεγάλη ηθική ικανοποίηση, αλλά και μία απόδειξη ότι η εργατικότητα, η υπευθυνότητα, η ευσυνειδησία, η αυστηρή τήρηση του καθήκοντος, η ευγένεια, το ήθος, η πειθαρχία, η τήρηση του καθήκοντος αργά ή γρήγορα θα αναγνωρισθούν και θα αμειφθούν, όσο και να λέμε ότι οι Αρχές και οι Αξίες εξέλειπαν από τη σύγχρονη κοινωνία.
Οι ηθικές Αρχές και Αξίες του ανθρώπου, με την πάροδο του χρόνου, μπορούν να κλαδεύονται, μπορούν να μπολιάζονται, αλλά ποτέ δεν ξεριζώνονται από τη ψυχή του ανθρώπου, γιατί οι ρίζες τους είναι θαμμένες μέσα στη ψυχή.
Και τώρα αισθάνομαι την υποχρέωση να εξομολογηθώ ένα σοβαρό γεγονός της ζωής μου, για το οποίο μέμφομαι τον εαυτό μου και το οποίο αποτελεί ένα μεγάλο λάθος μου, γιατί επέτρεπα στον εαυτό μου, να υποδουλωθεί, στα νεανικά μου χρόνια, σε ένα αρρωστημένο ερωτικό πάθος, που θα με οδηγούσε με βεβαιότητα στο Στρατοδικείο και στη φυλακή, όμως όσο και να με στενοχωρεί, όσο και να με πικραίνει, όσο και να με ευτελίζει δεν μπορώ να το αποσιωπήσω, γιατί τότε θα έχω επιλέξει να πλαστογραφήσω τον εαυτόν μου και δεν θα ήταν αληθινή, αντικειμενική και ειλικρινής τούτη η εξιστόρησή μου, αφού η ζωή μου, το « εγώ » μου, η προσωπικότητά μου είναι το σύνολο των ορθών και λανθασμένων πράξεων μου και επιλογών μου.
Αυτό το παράλογο, λανθασμένο και παράτολμο γεγονός, που με υποχρέωσε να παραγνωρίσω τη λογικά και να υποταχθώ τυφλά στην επιταγή του πάθους, που είναι μία καταστρεπτική αδυναμία του ανθρώπου και ιδιαίτερα όταν αυτός είναι σε νεανική ηλικία, έλαβε χώρα, στην περίοδο της υπηρεσίας μου στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Διαβιβάσεων (Κ.Ε.Ν.) Χαϊδαρίου και παρ’ ότι δεν θέλω να μιλώ για αυτό το νεανικό ερωτικό μου πάθος, είναι ένα μελανό σημείο της ζωής μου, που δεν θέλω ούτε να το θυμάμαι, γιατί μου προκαλεί άλγος και γιατί το πάθος είναι καταστρεπτική ανθρώπινη ασθένεια, που ακυρώνει τη λογική και οδηγεί τον παθιασμένο σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Μία Κυριακή, λοιπόν, ήμουνα επιφυλακή και είχα διοριστεί επικεφαλής της «διμοιρίας αμέσου επεμβάσεως». Αυτό σημαίνει ότι τόσον εγώ όσον και όλοι οι στρατιώτες της διμοιρίας, όλο το εικοσιτετράωρο της βάρδιας, θα πρέπει να είμαστε σε άμεση ετοιμότητα, για παν ενδεχόμενο.
Το απόγευμα εκείνης της ημέρας ήρθε στο Στρατόπεδο που υπηρετούσα το « βασανάκι» μου, η Βάσω και ζήτησε από το σκοπό της πύλης του Στρατοπέδου, να με συναντήσει.
Είχε μάθει ότι κάποιος με είχε συναντήσει να συνοδεύω κάποιο κορίτσι και ήρθε θυμωμένη να μου ζητήσει εξηγήσεις και να λύσει το δεσμό μας. Με ειδοποίησαν και βγήκα έξω από το Στρατόπεδο και την συνάντησα, εγκαταλείποντας την υπεύθυνη θέση μου.
Μεγάλο λάθος μου, αλλά, όπως ανέφερα παραπάνω, το πάθος υποδουλώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Άρχισε να μου λέει οργισμένη ότι την απατώ, ότι την ξεγελάω και ένα σωρό φαντασίες.
Προσπάθησα να την πείσω ότι η κοπέλα, που με είδαν να συνοδεύω στην Αθήνα, δεν ήταν φίλη μου, αλλά η εξαδέλφη μου η Αγγελικούλα, γιατί αυτή ήταν η αλήθεια. Δεν με πίστεψε και επέμενε να χωρίσουμε, γιατί θεώρησε ότι της λέω ψέματα και την ταπεινώνω.
Περπατούσαμε καυγαδίζοντας, απομακρυνόμενοι όλο και περισσότερο από το Στρατόπεδο μέχρι που φτάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε, στην Ιερά Οδό. Στο μεταξύ είχε βραδιάσει και μπήκαμε σε ένα εστιατόριο (Κέντρο διασκεδάσεως), που συναντήσαμε στην Ιερά Οδό, για να φάμε κάτι.
Δεν φάγαμε όμως μόνον, αλλά και τα «κοπανίσαμε» με μπόλικο κρασάκι, ζαλιστήκαμε και φύγαμε και περπατώντας, χωρίς να καταλάβουμε πως, φτάσαμε στο δάσος στο Δαφνί και ξεχαστήκαμε.
Όταν γύρισα στο Στρατόπεδο ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Στην πύλη του Στρατοπέδου ο σκοπός με σταμάτησε, προτάσσοντας το όπλο του «εφ’ όπλου λόγχη» και μου ζήτησε το παρασύνθημα. Εγώ, βέβαια δεν το ήξερα, γιατί έλειπα όλο το απόγευμα, τον παρακάλεσα να με αφήσει να περάσω, αφού με γνωρίζει, αλλά αυτός επέμενε να μου ζητά το παρασύνθημα και πολύ καλά έκανε. Τότε τον παρακάλεσα να φωνάξει τον Αξιωματικό της πύλης, που χωρίς να το ξέρω και για καλή μου τύχη, ήταν ένας φίλος και συμμαθητής μου στη Σχολή, ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Δημήτρης Κοτούλας (Δικηγόροςτο λειτούργημά του και γιος εν ενεργεία Αρεοπαγίτη).
Ήρθε πράγματι κοντά μου έξω από τη πύλη, και αναστατωμένος μου λέει «Βρε Διονύση, που χάθηκες όλο το απόγευμα; Έχει αναστατωθεί όλο το Στρατόπεδο να σε ψάχνουμε!». Τελικά πήγε μοτοσικλετιστής στην Αθήνα, στο σπίτι του Λοχαγού του Α2 Γραφείο και τον έφερε στο Στρατόπεδο για να με αντικαταστήσει στη βάρδια μου, που ήταν σοβαρή. Ήμουνα, όπως ανέφερα, Διμοιρίτης στη Διμοιρία αμέσου επεμβάσεως, ήταν Κυριακή και όλοι οι Αξιωματικοί είχαν έξοδο, εκτός από αυτούς που είχαν συγκεκριμένη υπηρεσία.
Παρά τη ζάλη μου σκέφτηκα, «Την έχω άσχημα!»
Ομολογώ ότι τρόμαξα πολύ, γιατί άρχισα να συνειδητοποιώ το μεγάλο λάθος μου και τις σοβαρές συνέπειες, που θα είχε σε εμένα αυτή η πράξη μου, αλλά ένιωθα τόσο χάλια, που τον παρακάλεσα να με αφήσει να περάσω μέσα και αύριο θα τα πούμε, φίλε Δημήτρη.
«Άντε, πέρασε και πήγαινε να ξαπλώσεις, γιατί είσαι στα μαύρα σου τα χάλια», μου απάντησε.
«Δημήτρη μου, σε ευχαριστώ» του απαντώ και τράβηξα, σχεδόν τρεκλίζοντας, για το Γραφείο μου, που την προηγουμένη ημέρα είχα στήσει ένα ράντζο και ξάπλωσα όπως ήμουν ντυμένος και με τις αρβύλες φορεμένες.
Τρέλα, ανοησία, χαζομάρα ανευθυνότητα, επιπολαιότητα παραφροσύνη, μία πράξη που δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω και ντρέπομαι για αυτήν! Τυφλός δούλος ενός πάθους μου!
Το «λανθάνειν» είναι ανθρώπινο, ουδείς αναμάρτητος και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.
Εγώ ένας καλός Αξιωματικός, πειθαρχημένος και σοβαρός, που όλοι με εκτιμούσαν, να υποπέσω σε ένα τόσο μεγάλο λάθος και σε μία τόσο μεγάλη παράβαση;
Και όμως το τυφλό πάθος, μου στραγγάλισε τον χαρακτήρα μου, μου ακύρωσε τη λογική μου, με υπέταξε και παρά λίγο να με οδηγήσει στο εδώλιο του Στρατοδικείου, με σοβαρότατες κατηγορίες.
Για αυτό λέω ότι το τυφλό πάθος είναι μία καταστρεπτική ψυχική αρρώστια, που σκοτώνει τη Λογική και οδηγεί τον άνθρωπο, πολλές φορές, σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Το πρωί της Δευτέρας όταν ξύπνησα συνειδητοποίησα τη σοβαρότητα του τραγικού λάθους μου και τις καταστρεπτικές συνέπειες, που έχει για εμένα και μόνο που δεν έκλαψα.
Σκεφτόμουνα το Στρατοδικείο, τη βέβαιη φυλάκισή μου, τον διασυρμό μου, την ταπείνωσή μου και τη ματαίωση του ονείρου μου, της Πανεπιστημιακής Σπουδής μου.
Με τσακισμένα τα φτερά μου και με κομμένα τα πόδια μου, σκεπτόμενος το τι με περιμένει, ανέβηκα στο δεύτερο όροφο του Διοικητηρίου, που ήταν το Γραφείο του Α2 (Γραφείου Πληροφοριών), (το Γραφείο που εργαζόμουνα εγώ ήταν στον πρώτο όροφο) και παρουσιάστηκα στο Λοχαγό, Προϊστάμενο του Γραφείου, που με είχε αντικαταστήσει την προηγούμενη ημέρα που εγώ ο ανόητος είχα δραπετεύσει από την Υπηρεσία μου.
Ο Λοχαγός αυτός (μου διαφεύγει το επίθετό του) ήταν Κερκυραίος, εγώ Ζακυνθινός, είχαμε τοπική συγγένεια, σαν επτανήσιοι και λόγω της καθημερινής υπηρεσιακής συνεργασίας μας, είχαμε αποκτήσει ιδιαίτερο φιλικό δεσμό και μεγαλύτερη οικειότητα.
«Βρε Παπαδάτε, που στο διάολο γύριζες χθες και με φέρανε Κυριακάτικα, από το σπίτι μου, στην Αθήνα, για να σε αντικαταστήσω στη βάρδια σου, που εσύ αλόγιστα την εγκατέλειψες; Αν το αναφέρω στον Διοικητή δεν γλιτώνεις το Στρατοδικείο και οπωσδήποτε τη φυλακή την έχεις στη τσέπη σου, μαζί με τον, όταν ήταν νεαρός, να είχε εξευτελισμό».
Τα πόδια μου τρέμανε όχι μόνο από φόβο, αλλά κυρίως γιατί αναγνώριζα και συνειδητοποιούσα το τεράστιο λάθος μου και με είχε καταλάβει κρίση συνειδήσεως.
Αυτή η συνειδησιακή κρίση με υποχρέωσε εκείνη τη στιγμή να φανώ ειλικρινής να πω στο Λοχαγό, όλη την αλήθεια, χωρίς να επικαλεστώ ανόητες δικαιολογίες και υπεκφυγές.
Φαίνεται ότι και αυτός, μάλλον, όταν ήταν νεαρός, κάποια ανάλογη ή παραπλήσια σκανδαλιά θα είχε κάμει, γιατί χαμογέλασε με κάποια κατανόηση και επιείκεια και μου λέει, «Αφού είναι έτσι, χαλάλι σου. Θύμα και εσύ του έρωτα. Το γεγονός τελειώνει εδώ, δεν το αναφέρω στο Διοικητή, φύγε και πρόσεξε μη τολμήσεις να το επαναλάβεις, γιατί τότε δεν θα τη γλυτώσεις».
Τον ευχαρίστησα θερμά και κατέβηκα στο γραφείο μου, βρίζοντας τον εαυτό μου και καταρρακωμένος από τις τύψεις της συνειδήσεως μου.
Έτσι έληξε και αυτή η ιστορία του τυφλού πάθους και χάρις στη καλοσύνη του Λοχαγού την έβγαλα καθαρή.
Τώρα, είπα μόνος μου, «Άμα θέλεις Μπαρμπαλάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο», γιατί «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού», όχι γιατί είμαι σοφός, αλλά γενικά ο άνθρωπος πρέπει να λειτουργεί σύμφωνα με τις εντολές του νου, της διάνοιας, και όχι του συναισθήματος.
Τέλος πάντων, «το πάθημα μάθημα».
Από καιρό ο κ. Λιβέρης με βολιδοσκοπούσε, για να μάθει τις προθέσεις μου, για το μέλλον μου, μετά την αποστράτευσή μου, γιατί ήθελε να ξαναπιάσω δουλειά στο Συμβολαιογραφείο του.
Στα χρόνια της στράτευσής μου, με είχε αντικαταστήσει με τρεις (3) νέους υπαλλήλους και αυτό, οικονομικά, τον πόναγε, δεδομένου, μάλιστα, ότι όπως έχω αναφέρει παραπάνω, ήταν αρκετά τσιγκούνης.
Το Συμβολαιογραφείο του κ. Λιβέρη στεγαζόταν, από την αρχή που άνοιξε, σε ένα παλαιό αρχοντικό, στην Αθήνα στη οδό Αγίου Κωνσταντίνου αριθμός 4 στην Ομόνοια.
Είχα ακούσει ότι παλαιά το Αρχοντικό αυτό ήταν η κατοικία του Άρμανσμπεργκ, ο οποίος ήταν Αντιβασιλέας του πρώτου Βασιλιά της Ελλάδος, μετά την απελευθέρωσή της από το Τουρκικό ζυγό, του ανήλικου, τότε, Όθωνα.
Στα νεότερα χρόνια είχε περιέλθει στην κυριότητα ενός μεγάλου ξυλεμπόρου στην Αθήνα, του Εμμανουήλ Βερναρδάκη, τον οποίο κληρονόμησαν η γυναίκα του και η κόρη του, οι οποίες ήταν μανιώδεις χαρτοπαίκτριες και κάθε βράδυ έχαναν πολλά χρήματα.
0 αγράμματος, αλλά τετραπέρατος εργολάβος οικοδομών, ο Δημήτριος Δεβερίκος, τις πλησίασε στο χαρτοπαίγνιο και τις δάνειζε χρήματα για να παίξουν.
Σε κάποια στιγμή ο Δεβερίκος ζήτησε να του επιστρέφουν τα δανεικά, αλλά αυτές δεν είχαν ούτε δραχμή, γιατί είχαν χάσει στο χαρτί και τη τελευταία τους δεκάρα.
Αφού πρώτα φρόντισε να αποσπάσει από τον Βερναδάκη, συμβολαιογραφικό προσύμφωνο πώλησης του Μεγάρου, μετά απαιτούσε ή να τον εξοφλήσουν ή να του μεταβιβάσουν το ακίνητο, δεδομένου ότι ο Βερναδάκης ήταν πάρα πολύ γέρος και ανήμπορος και έτσι πέτυχε να του μεταβιβαστεί το ακίνητο.
Ο Δεβερίκος αν και αγράμματος, ήταν πολύ έξυπνος επιχειρηματίας, γκρέμισε το παλαιό Μέγαρο και στη θέση του έκτισε ένα πολυώροφο κτίριο, που στο ισόγειο έχει μαγαζιά και στους άλλους ορόφους αίθουσες γραφείων.
Σε δύο συνεχόμενα γραφεία του τρίτου ορόφου, είχαν γκρεμίσει το μεσότοιχο, που τα χώριζε και έτσι είχε γίνει μία ενιαία αίθουσα.
Εκεί επανεγκαταστάθηκε το Συμβολαιογραφείο του κ. Λιβέρη και εκεί πήγα να ξαναεργαστώ, γιατί, βεβαίως, έπρεπε να αντιμετωπίζω και τις ανάγκες της επιβίωσης μου.
Έτσι, όπως λέει και ο λαός, «τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα» και η παροιμία λέει «παλιά μου τέχνη κόσκινο».
Ένα λατινικό γνωμικό έλεγε «primum vivere deinte philosophari»
(πρώτα να ζει και μετά να φιλοσοφείς ).
Η ίδια, λοιπόν, πολύωρη και κουραστική ρουτίνα.
Τώρα πια η συμπεριφορά του κ. Λιβέρη απέναντι μου, ήταν περισσότερο φιλική και με μεγαλύτερη κατανόηση και ελαστικότητα στο ωράριο εργασίας. Μου είχε δείξει αγάπη, έστω και στα λόγια και έλεγε ότι με αγαπούσε «σαν παιδί του».
Όσο υπερβολικά ή ακόμη κι υποκριτικά να ήταν τα λόγια του, ήταν οπωσδήποτε ένας καλός λόγος τον οποίο εκτιμούσα και προσπαθούσα να είμαι περισσότερο συνεπής στις υποχρεώσεις μου στο Γραφείο.
Ξέχασα να αναφέρω ότι μετά τους σεισμούς, που έγιναν στη Ζάκυνθο, όπως έχω αναφέρει και παραπάνω, ο κ. Λιβέρης παντρεύτηκε την πρώην αρραβωνιαστικιά του, την οποία είχε χωρίσει παρ’ ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, γιατί ο πεθερός του, ο Ιωάννης Δρακόπουλος δεν του μεταβίβαζε την προίκα, που του είχε υποσχεθεί, δηλαδή ένα τριώροφο σπίτι στη πόλη της Ζακύνθου, στη συνοικία «Φόρος» και έτσι αφού με τους σεισμούς γκρεμίστηκε το προικώο σπίτι, μετά παντρεύτηκε τη Ντάνα (Ανδριανή) θυγατέρα του Ιωάννη Δρακόπουλου, του δασκάλου, που μου άστραψε το «χαστούκι» όταν πήγαινα στην πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, για να μάθω να γράφω με το δεξιό χέρι, γιατί όπως προαναφέρω, είχα γεννηθεί αριστερόχειρ.
Τα στέφανα του γάμου τους, τα άλλαξα εγώ. Εγώ τους στεφάνωσα.
Τώρα τα βράδια, συνήθως, σχόλαγα πιο νωρίς και έτσι θα μπορούσα να εξοικονομούσα και λίγο χρόνο, για να ασχοληθώ και με το διάβασμα, που όσο ήμουνα στο στρατό, σχεδόν, το είχα εγκαταλείψει.
Εγώ ο ανόητος αντί να διαβάζω, υποτασσόμουνα στο αρρωστημένο πάθος μου και πήγαινα ραντεβού, κάθε βράδυ με το «βασανάκι», τη Βάσω.
Βλακεία «στο τετράγωνο και μάλιστα, με περικεφαλαία» που ακρωτηρίαζε τα νεανικά μου όνειρα για σπουδή!.
Πράξη που απερίσκεπτα ακρωτηρίαζε τα νεανικά μου όνειρα.
Όταν γύρισα στο Συμβολαιογραφείο, ο κ. Λιβέρης απέλυσε τους δύο (2) από τους τρεις (3) υπαλλήλους, που είχε προσλάβει, σε αντικατάστασή μου, όταν στρατεύθηκα και κράτησε τον ένα, από τους τρεις (3) υπαλλήλους, τον Πόπο (Παναγιώτη) Γιατράή Μπομπαίο, που ήταν παιδικός μου φίλος και που στη Ζάκυνθο, το σπίτι μου ήταν απέναντι από το δικό του, στη συνοικία «Υπαπαντή». Καλός φίλος και καλό παιδί.
Όταν πέρασε λίγος χρόνος, από τότε που γύρισα στο γραφείο ο Πόπος έφυγε από το Γραφείο και αφοσιώθηκε αποκλειστικά με το διάβασμα, γιατί και αυτός ήταν φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τελείωσε τις σπουδές του και τελικά έγινε Δικηγόρος και άνοιξε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα, στην οδό Γ Σεπτεμβρίου.
Οι δουλειές του Συμβόλαιογραφείου είχαν πια μεγαλώσει και χρειαζόμαστε και μία δακτυλογράφο, γιατί εγώ δεν μπορούσα να έχω και τη δουλειά της γραφομηχανής.
Πελάτης του Γραφείου ήταν και ένας Δικηγόρος, ο κ. Κατριβάνος, που αργότερα είχε χρηματίσει και Υπουργός.
Αυτός σύστησε στον κ. Λιβέρη για δακτυλογράφο, ένα μικρό, αδύνατο, ευγενικό και συνεσταλμένο συμπαθητικό κοριτσάκι, που είχε δύο μακριές πλεξίδες, που έπεφταν στους ώμους της και κοίταζε με σεμνότητα με τα δύο μεγάλα και εκφραστικά μάτια της.
Είχε μάθει να γράφει στη γραφομηχανή με το «τυφλό σύστημα», δηλαδή έγραφε και με τα δέκα δάκτυλα, χωρίς να κοιτάζει το πληκτρολόγιο, αλλά το κείμενο που έγραφε.
Το «τυφλό σύστημα» ήταν εκείνη την εποχή, σπάνιο προσόν, γιατί έγραφε πολύ γρήγορα και έτσι έβγαζε πολύ δουλειά.
Για να είμαι ειλικρινής δεν μου γέμισε το μάτι ότι αυτό το κοριτσάκι θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Γραφείου, μου φάνηκε πολύ μικρή και αντέδρασα στη πρόσληψή της, αλλά ο κ. Λιβέρης επέμενε και την προσέλαβε, δοκιμαστικά.
Έτσι την άλλη ημέρα το κοριτσάκι με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια και τις μακριές πλεξίδες ήρθε και έπιασε δουλειά. Αν θυμάμαι καλά ήταν Οκτώβριος του 1956.
Από τις πρώτες ημέρες της εργασίας της μου απέδειξε ότι είχα κάνει λάθος, που δεν την ήθελα. Η απόδοσή της στη δουλειά ήταν άριστη, αλλά και η συμπεριφορά και το ήθος της επίσης άριστα.
Το κοριτσάκι αυτό ήταν η Κλειώ, θυγατέρα του Γεωργίου Αγγελή, με καταγωγή από το χωριό «Παράκοιλα» Λέσβου, που η καλή μου μοίρα την προόριζε να γίνει γυναίκα μου και να μου χαρίσει μία ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή.
Απεδείχθη ότι αυτό το μικρό κοριτσάκι με τις πλεξίδες είχε και δύναμη και θάρρος και ήθος και αξιοπρέπεια και προσωπικότητα και θέληση, αρετές, που με υποχρέωσαν να ανακαλέσω την αρχική μου αρνητική στάση απέναντι της και άρχισα να την βλέπω, τώρα, με εκτίμηση και συμπάθεια.
Στην αρχή της συνεργασίας μας, επηρεασμένος από το στρατό, από όπου είχα απολυθεί πρόσφατα, της φερόμουνα, μάλλον, σαν να ήταν στρατιώτης μου, με αυστηρότητα και επιτακτικά.
Ήταν λάθος μου, το αναγνωρίζω.
Όπως μου ομολόγησε, πολύ αργότερα, κάθε μεσημέρι, που γύριζε σπίτι της, έκλαιγε και παραπονιόταν στη μητέρα της, την κ Μαρία ή Μαριγώ, γιατί της συμπεριφερόμουνα αυστηρά και της έκανα συχνά παρατηρήσεις.
Που να φανταστώ, τότε, ότι αυτό το λεπτούτσικο κοριτσάκι με τις μακριές πλεξίδες και τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, πολύ αργότερα, θα ήταν άξια να με απαλλάξει από το ανόητο νεανικό πάθος μου, που τόσο πολύ μου έχει κοστίσει στη ζωή μου και καθυστέρησε την πρόοδό μου στις σπουδές μου!
Που να φανταστώ, τότε, ότι η αγάπη, (όχι απλό έρωτα), που σιγά-σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ μας, πολύ αργότερα, θα είχε τόση δύναμη, ώστε να κατανικήσει το ανόητο πάθος μου για τη Βάσω.
Ο καιρός περνούσε με τα ίδιο καθημερινό ρυθμό και στο ίδιο μονότονο μοτίβο. «Ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μοι και μη εξαιρετέοι κ.κ…» και «Ταύτα συνομολογησάντων και συναποδεξαμένων των συμβαλλομένων συνετάγει προς ένδειξη το παρόν…».
Με την πάροδο του χρόνου, η αρνητική στάση που είχα απέναντι στο κοριτσάκι με τις μακριές πλεξίδες, τη Κλειώ , άρχισε με την πάροδο του χρόνου, να μετατρέπεται σε συμπάθεια και εκτίμηση, τόσο για την εργατικότητά της και την απόδοση στη δουλειά, όσο για το ήθος, την συμπεριφορά και το χαρακτήρα της και κυρίως για αυτά τα χαρίσματα.
Με τον καιρό, αυτή η συμπάθεια μεταβλήθηκε σε αγάπη και αυτή η αγάπη, ευτυχώς, ήταν αμοιβαία, αλλά και δυνατή, αφού μπόρεσε να κατανικήσει το τυφλό νεανικό μου πάθος και έτσι ελευθερώθηκα από αυτό.
Η πραγματική αγάπη είναι το ευγενέστερο αίσθημα του ανθρώπου, ενώ το τυφλό πάθος είναι η ταπεινότερη ψυχική καταστρεπτική ασθένεια του ανθρώπου. Η αληθινή αγάπη είναι δύναμη δημιουργική, που ανυψώνει τον άνθρωπο και του χαρίζει χαρά, ηρεμία, γαλήνη και ευτυχία ενώ το τυφλό πάθος είναι καταστρεπτική, ταπεινωτική, ψυχική ασθένεια του ανθρώπου, που τον υποβιβάζει και μπορεί να τον οδηγήσει στις πιο ακραίες άνομες συμπεριφορές, που θα του προσφέρουν μόνο πόνο, δάκρυ και δυστυχία!
Η αγάπη είναι το άρωμα της ψυχής, ενώ το τυφλό πάθος είναι η δυσοσμία της σήψης.
Αλλά ας συνεχίσου με τη διήγησή μας.
Με τις αιματηρές οικονομίες, που έκαμα, από τα νεανικά μου χρόνια, είχα εξοικονομήσει, πριν αρραβωνιαστώ, ένα χρηματικό ποσόν, που μου επέτρεψε να αγοράσω ένα ισόγειο παλαιό σπίτι, στο Νέο τέρμα Παγκρατίου (τώρα ανήκει στο Δήμο Βύρωνα) στην οδό Αγίου Φανουρίου αριθ. 20 και Φαιάκων αριθ. 1 γωνία, από την ιδιοκτήτρια κ, Κατακάλου.
Στο σημείο αυτό, θα αναφέρω ένα γεγονός, που αναφέρεται στο χαρακτήρα μου και τη στάση μου στη ζωή.
Η συμφωνία για την αγορά αυτού του σπιτιού, έγινε Σάββατο βράδυ στο μεσιτικό Γραφείο του κ. Γατόπουλου, στην Ομόνοια. Εκείνη την ώρα, που κλείσαμε τη συμφωνία, για την αγορά του σπιτιού, δεν είχα μαζί μου χρήματα, για να καταβάλω στην πωλήτρια κ. Κατακάλου σαν αρραβώνα, για την επιβεβαίωση της συμφωνίας μας για την αγορά του σπιτιού.
Τη λύση την έδωκε ο μεσίτης κ. Γατόπουλος. Βγάλε από το συρτάρι του ένα μπλοκ συναλλαγματικών, γράφει το ποσόν των δέκα χιλιάδων (10,000) δραχμών, την υπογράφω και την παραδίδει στην κ. Κατακάλου σαν αρραβώνα. Στη συνέχεια δώσαμε τα χέρια και φύγαμε, για τα σπίτια μας, γιατί ήταν αργά.
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου (και η τελευταία), που υπέγραφα συναλλαγματική. Πήγα στο δωμάτιό μου, στην οδό Κρήτης 14, ευχαριστημένος και χαρούμενος και ξάπλωσα να κοιμηθώ, αλλά δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, γιατί ανησυχούσα, μήπως η συναλλαγματική κυκλοφορήσει, χάσω τον κάτοχό της και δεν μπορώ να την πληρώσω εγκαίρως και διαμαρτυρηθεί και αυτό για εμένα θα ήταν προσβολή.
Την άλλη ημέρα Κυριακή πρωί-πρωί, πήγα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που τότε ήταν στο Υπόγειο της πλατείας Ομονοίας, έκαμα ανάληψη δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών, πήρα το τρόλεϊ και πήγα στο σπίτι της κ. Κατακάλου, αυτό, που είχα συμφωνήσει να αγοράσω, κτύπησα το κουδούνι και σε λίγο άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε μπροστά μου, μισοκοιμισμένη και με τη νυχτικιά της φορεμένη και με τα μάτια τρομαγμένα, γιατί ήταν πολύ πρωί, η κ. Κατακάλου
«Κύριε Παπαδάτε τι συμβαίνει; Μήπως μετανοήσατε και θέλετε να σας επιστρέφω τη συναλλαγματική;».
«Όχι κ. Κατακάλου, δεν μετενόησα, αλλά σας παρακαλώ πάρετε τις δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές και επιστρέψατε μου τη συναλλαγματική με την υπογραφή μου.».
Πήρα τη συναλλαγματική, παράδωσα τα χρήματα, στην κ. Κατακάλου, ζήτησα συγγνώμη, για τη ανησυχία, που προκάλεσα και έφυγα. Όταν πήρα στα χέρια μου τη συναλλαγματική, την έσχισα και έτσι ηρέμησα και ησύχασα.
Ομολογώ, πραγματικά, τώρα, που τα σκέπτομαι όλα αυτά, μου φαίνονται παράξενα και μάλλον υπερβολικά αστεία! Όταν έκαμα το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού, δέχθηκα να παραμείνει στο σπίτι η πωλήτρια μέχρι να αγοράσει ένα διαμέρισμα, στην Αθήνα για να μετοικήσει και έτσι έγινε. Όταν μετακόμισε η κ. Κατακάλου, στο διαμέρισμα, που είχε αγοράσει, το σπίτι το νοίκιασα.
Όταν ήταν η κορούλα μου, η Ματιρντούλα μας, μικρό μωρό στην αγκαλιά, πριν περπατήσει, έπαθα μία σοβαρή γαστρορραγία, στο Γραφείο μου που είχα πάει να εργαστώ, όπως έκανα κάθε ημέρα, και με την υπόδειξη του καλού μου φίλου και αδελφού ιατρού, μακαρίτη, τώρα, Παναγιώτη Παπαίωάννου, καρδιολόγου, πήγα επειγόντως στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», στα επείγοντα περιστατικά, και με κράτησαν μέσα, αλλά σε ράντζο και στο διάδρομο, γιατί δεν είχαν κενό κρεββάτι να με βάλουν!
Τα χάλια της Ελλάδας από τότε…!
Αυτή η κατάσταση ήταν απαράδεκτη και γι’ αυτό η Κλειώ φρόντισε και μετακομίστηκα στο Θεραπευτήριο «Απολλώνειο» που ήταν ιδιωτικό και κοντά στο σπίτι μας.
Δυστυχώς τη νύχτα, ενώ είχα σχεδόν κοιμηθεί, έπαθα καρδιακή προσβολή (ανακοπή καρδίας). Ευτυχώς, η πιστή και αγαπημένη σύντροφός μου, η Κλειώ, παρ’ ότι είχα βάλει αποκλειστική νοσοκόμα αυτή κοιμόταν, ενώ η Κλειώ ήταν πλάι μου στο προσκεφάλι μου, κατάλαβε το επεισόδιο και έτρεξε αμέσως στους γιατρούς, οι οποίοι μετά από τις μαλάξεις, τις ενέσεις, το οξυγόνο και τις άλλες επεμβάσεις κατόρθωσαν να με επαναφέρουν στη ζωή και έτσι ζώ ακόμη!
Τώρα σκέπτομαι, τι ισχύει; Ήμουν ακόμα χρήσιμος και θα έπρεπε να επιζήσω για να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις μου; Ή ισχύει η παροιμία «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει;». Αυτό θα το κρίνει ο καθένας σας ελεύθερα.
Μετά από αυτό το γεγονός, φοβήθηκα μήπως φύγω από τη ζωή και αφήσω χωρίς εισοδήματα την οικογένεια μου. Η σκέψη αυτή και αυτός ο φόβος με οδήγησαν στην απόφαση, να δώσω σε ένα εργολάβο οικοδομών το σπίτι, για ανέγερση πολυκατοικίας, με αντιπαροχή και από τα διαμερίσματα που θα πάρω να τα νοικιάσουν και να έχουν εισοδήματα, όταν φύγω από τη ζωή, γιατί δεν ήξερα, αλλά και κανείς δεν ξέρει, πότε θα κληθεί από τον Μεγάλο Δημιουργό, να εξοφλήσει το χρέος του.
Έτσι ανέθεσα στον εργολάβο κ. Ζαννή Πολυκανδριώτη να ενώσει το οικόπεδο του σπιτιού, που θα απεκαλύπτετο μετά την κατεδάφιση, με τα όμορα οικόπεδα και να ανοικοδομήσει μία πολυκατοικία, από την οποίο θα μου μεταβιβάσει, σαν αντιπαροχή του οικόπεδο μου, τρία (3) διαμερίσματα, ένα στον τέταρτο (Δ΄) όροφο γωνιακό τεσσάρων (4) δωματίων επιφάνειας, περίπου εκατό δέκα (110) τετραγωνικών μέτρων, ένα γωνιακό στον πρώτο (A) όροφο τριών (3) δωματίων και ένα επίσης στον πρώτο (A) όροφο, δύο (2) δωματίων. Το δυάρι το πούλησα, πολύ αργότερα όταν έκτιζα το σπίτι στη Βρυμπόμπη και τα άλλα δύο (2) τα έχουμε.
Η ανοικοδόμηση της πολυκατοικίας αυτής τελείωσε το έτος 1974 και τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους μετακομίσαμε από την οδό Αρρύβου, στη νέα πολυκατοικία, στο μεγάλο διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, στη γωνία της οδού Φαιάκων αριθμός 1-3-5 και Αγίου Φανουρίου αριθμός 20, στα όρια του Δήμου Αθηναίων και Δήμου Βύρωνος, νυν Δήμος Βύρωνος.
Καιρός να επανέλθουμε στην αφήγησή μας.
Φτάσαμε αισίως στο 1959 και η αγάπη μας, εμένα και της Κλειώς, γίνεται ένας δεσμός, που μας οδήγησε στον αρραβώνα στις 20 Ιανουάριου 1963 και στις 10 Μαΐου 1964, την Κυριακή του Θωμά, στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρι στο λόφο της Πνύκας, απέναντι από την Ακρόπολη, ο παπά Γεώργης ευλόγησε το γάμο μας με κουμπάρο τον κ. Λιβέρη και «ους ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω.».
Τότε ο κ. Λιβέρης μας έδωκε άδεια μία εβδομάδα, από το Γραφείο, και πήγαμε με την Κλειώ γαμήλιο ταξίδι, στην ωραία Κέρκυρα.
Πολλούς μήνες πριν από το γάμο μου, εγώ και ο αδελφός μου ο Αντώνης, ο οποίος είχε, πλέον, ανοίξει δικό του Δικηγορικό Γραφείο και κέρδιζε χρήματα, είχαμε φύγει από το δωματιάκι των Πετραλώνων και είχαμε νοικιάσει μία πανσιόν στην Αθήνα, στην οδό Κρήτης 14 , κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παύλου, στη περιοχή της πλατείας «Βάθης».
Στην πανσιόν αυτή έμενα με τον αδελφό μου τον Αντώνη μέχρι που παντρεύτηκε και μετά συγκατοίκησα με ένα παιδικό μου φίλο και συμμαθητή τον Διονύση τον Πάτρα, που εργαζόταν σαν ιδιαίτερος γραμματέας στο πολιτικό γραφείο του τότε Βουλευτή Ζακύνθου κ. Καρρέρ, ο οποίος κατοικούσε στην οδό Στησιχόρου στην Αθήνα κοντά στα Ανάκτορα, μέχρι και που αυτός μετανάστευσε στην Αμερική, οπότε έμεινα μόνος ένοικος μέχρι που παντρεύτηκα και μετακόμισα στα σπίτι της Κλειώς, στην οδό Ρήγα στο Περιστέρι (τότε ανήκε στο Δήμο Αιγάλεω), πλάι από το Χαϊδαρόρεμα.
Το σπίτι της οδού Κρήτης ήταν ωραίο, παλαιού τύπου καλοδιατηρημένο και είχε ιδιοκτήτρια την κ. Παρούλα Παπούλια, η οποία το είχε μετατρέφει σε ενοικιαζόμενα δωμάτια σε εργένηδες, για να μπορέσει να ζήσει αυτή και το κοριτσάκι της, που πήγαινε στο Γυμνάσιο. Ο άνδρας της κυρίας Παρούλας ο Αλέκος Παπούλιας ήταν υπάλληλος στο Δήμο Αθηναίων, αλλά αριστερών φρονημάτων και όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά γεγονότα στην Αθήνα με τους Άγγλους και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, που ήταν αριστεροί, ο Αλέκος τάχθηκε με το μέρος των ανταρτών του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και όταν έληξαν τα γεγονότα, συνελήφθη από την τότε Κυβέρνηση και δικάστηκε σε ισόβια δεσμά και φυλακίστηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού.
Όταν λέμε Δεκεμβριανά εννοούμε τις μάχες που έγιναν στους δρόμους της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944, που είχε ελευθερωθεί η Αθήνα από τους Γερμανούς. Τότε οι αντάρτες του ΕΛΑΣ κατέβηκαν από τα βουνά και επεδίωξαν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της Ελλάδος, πράγμα που ήταν αδύνατο να δεχθούν οι Άγγλοι και έτσι κτύπησαν τους αντάρτες και τους κατετρόπωσαν με τα άρματα μάχης, που διέθεταν, ενώ οι αντάρτες πολεμούσαν με τα ντουφέκια τους. Ήταν ένας αγώνας μάταιος, άνισος και καταστρεπτικός, αφού ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένος και χάθηκαν δεκάδες χιλιάδες ψυχές και μετέτρεπαν τη πόλη της Αθήνας σε σωρούς ερειπίων.
Οι Άγγλοι είχαν έλθει στην Ελλάδα με την ιδιότητα του συμμάχου, αλλά ουσιαστικά ήρθαν για να καθιερώσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα και συμμάχησαν, δυστυχώς και με τους Έλληνες (μάλλον Ανθέλληνες) δοσίλογους της Κατοχής, που προδοτικά συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, προδίδοντας τους συμπατριώτες τους Έλληνες και μετά την απελευθέρωση προσκόλλησαν στους Άγγλους, ως εθνικόφρονες- δεξιοί.
Τα άρματα μάχης των συμμάχων μας Άγγλων έκαναν τόσες καταστροφές στην Αθήνα, ίσως και πιο πολλές από αυτές που προκάλεσαν οι Γερμανοί κατακτητές μας!
Δυστυχώς ξεχάστηκαν οι θυσίες και οι ηρωισμοί των Ελλήνων πολεμιστών, στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, για αυτούς, που ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, είχε διακηρύξει ότι« μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, στο εξής θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.»
Η Ελλάδα μικρή σε μέγεθος πληθυσμού, αλλά άφθαστη σε πολιτισμό και ηρωισμό, είναι, δυστυχώς, όπως λέει και ο εθνικός μας ποιητής στον ύμνο στην Ελευθερία … «πάντα ευκολόπιστη και πάντα προδομένη». Πάντα θύμα της απάνθρωπης πολιτικής και των ξένων συμφερόντων, που δυστυχώς, στη βρώμικη πολιτική των ξένων Δυνάμεων, βρίσκουν, πολλές φορές, Έλληνες συνεργάτες.
Ο Τσώρτσιλ, ο τότε Πρωθυπουργός της Αγγλίας, ήθελε την Ελλάδα δεμένη στο άρμα της Αγγλίας και για το λόγο αυτό ήθελε να διαλύσει και να κατατροπώσει τους αριστερούς αντάρτες, του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και του ΕΛΑΣ, που ήταν φιλικά προσκείμενοι στη Ρωσία, που και αυτή ήταν σύμμαχός μας, όπως και η Αγγλία, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Δυστυχώς η τύχη της Ελλάδος, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχε κριθεί από τους ηγέτες των μεγάλων συμμάχων μας, Τσώρτσιλ (Αγγλία), Ρούσβελτ (Η.Π.Α.) και Στάλιν (Ρωσία) στη συνθήκη που έγινε μεταξύ τους στο τέλος του πολέμου, στη πόλη της Γιάλτας. Εκεί οι φίλοι μας μοίρασαν τον κόσμο μεταξύ τους και ο Τσώρτσιλ πρότεινε στο Στάλιν η κηδεμονία της Ελλάδας να ανήκει πλέον στην Αγγλία και η Ρωσία σε αντάλλαγμα, να έχει την κηδεμονία των Βαλκανικών Χωρών.
Ο Τσώρτσιλ πολιτικός με πείρα και πονηριά ήθελε να ελέγχει μέσω της Ελλάδας, τη Μεσόγειο θάλασσα και ιδιαίτερα το Αιγαίον Πέλαγος, γιατί έτσι θα μπορούσε να έχει τον έλεγχο τριών Ηπείρων, σε μεγάλο ποσοστό (Ευρώπη – Ασία-Αφρική).
Ο Στάλιν, ο Γεωργιανός επαναστάτης, που βρέθηκε στην ηγεσία της Ρωσίας, μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων και το θάνατο του Λένιν, που να γνωρίζει τα φιλά γράμματα της Γεωπολιτικής και να συναγωνιστεί την βρετανική διπλωματία;
Δυστυχώς, εκείνο το «Ντα» του Στάλιν στον Τσώρτσιλ στο τραπέζι της διάσκεψης στη Γιάλτα η μικρή, αλλά ηρωική Ελλάδα το πλήρωσε με χιλιάδες νεκρούς, με πολύ τίμιο αίμα και μεγάλη καταστροφή.
«Όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς;».
Αλλά ας επανέλθουμε στις βιογραφικές μνήμες, γιατί ξεστρατίσαμε λίγο.
Στο γαμήλιο ταξίδι μας στη Κέρκυρα μείναμε στο μεγάλο ξενοδοχείο, που είναι στη πλατεία «Λιστόν».
Αξέχαστες ωραίες, ήσυχες, ανέμελες, ευτυχισμένες ημέρες!
Λείψαμε μόνο μία εβδομάδα από το Γραφείο και πάλι καλά.
Το Γραφείο είχε πολύ δουλειά και ο μακαρίτης ο κ. Λιβέρης δεν μπορούσε να τη διαχειριστεί και να τη διεκπεραιώσει μόνος του με τον μακαρίτη κ. Μουζάκη.
Η γαμήλια εβδομάδα πέρασε γρήγορα και μετά γυρίσαμε πάλι στη βάση μας και αρχίσαμε τη καθημερινότητα μας, σπίτι, γραφείο, δουλειά, κούραση, αγώνας και αγάπη.
Κατοικούσαμε πλέον στο πατρικό σπίτι της Κλειώς, που όπως ήδη έχω αναφέρει ήταν στο Δήμο Αιγάλεω (τώρα ανήκει στο Δήμο Περιστεριού) στην οδό Ρήγα αριθμός 5, που είναι παράλληλος με την Εθνική οδό Αθηνών – Κορίνθου, στη στάση «σκαλάκια».
Το σπίτι αυτό είναι ισόγειο και στο οικόπεδό του, είναι κτισμένα δύο ανεξάρτητα σπίτια, ένα στην πρόσοψη του οικοπέδου και το άλλο στο βάθος του οικοπέδου και σε αυτό κατοικούσαμε εμείς. Στο σπίτι της πρόσοψης κατοικούσε ο πεθερός μου με τη γυναίκα του (πεθερά μου) και τα άλλα τρία (3) παιδιά τους, τη Νούλα (Ειρήνη), τη Βάνα (Βασιλική) και τον Γιάννη.
Το σπίτι που εγκατασταθήκαμε εμείς είχε ένα υπνοδωμάτιο, ένα μικρό βοηθητικό δωματιάκι, μία τραπεζαρία, ένα χωλ, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σαν καθιστικό, μία κουζίνα και μία τουαλέτα.
Για ένα νέο ζευγάρι ήταν αρκετό.
Το σπίτι αυτό, όταν αρραβωνιάστηκα ήταν ημιτελές και στο διάστημα μέχρι να παντρευτώ το αποπεράτωσα και το συμπλήρωσα κτίζοντας το μικρό βοηθητικό δωματιάκι, που ανέφερα.
Πολλά τα οικονομικά προβλήματα γενικά, μικροί οι μισθοί, δύσκολα τα χρόνια, αλλά όλα αντιμετωπίζονται όταν υπάρχει υγεία, αγάπη, κατανόηση, συνεργασία και καλός σύντροφος και ευτυχώς όλα αυτά τα είχαμε.
Τα πεθερικά μου ήταν δύο άκακοι άνθρωποι.
Η πεθερά μου η Μαρία ή όπως την έλεγαν στο χωριό η Μαριγώ ήταν δραστήρια, αεικίνητη, καλή οικοκυρά, που στη καρέκλα καθόταν μόνο για να το φαγητό. Όλη την ημέρα παιδευόταν με τις δουλειές των δύο σπιτιών, μαγείρεμα, πλύσιμο των ρούχων με τα χέρια στη σκάφη, γιατί τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικά πλυντήρια, συγύρισμα των σπιτιών, καθάρισμα των αυλών και φροντίδα των λουλουδιών, γιατί είχε όπως είπαμε και άλλα τρία παιδιά να φροντίσει, που και τα τρία εργάζονταν από το πρωί έως το βράδυ και δεν διέθεταν χρόνο για τις δουλειές των σπιτιών και αν είχα καμιά ώρα αυτή ελεύθερη, την διέθεταν, για να ξεκουραστούν ή για την περιποίησή τους.
Η μία η κόρη, η μεγαλύτερη η Νούλα (Ειρήνη) ήταν έμπορο – υπάλληλος σε κατάστημα στην Αθήνα, ο Γιαννάκης ήταν δεξιοτέχνης, άριστος ξυλογλύπτης και είχε στην Αθήνα, στη συνοικία της «Πλάκας», Εργαστήριο και η τρίτη η Βάνα (Βασιλική), που ήταν η μικρότερη στην ηλικία και αυτή δούλευε σε ένα κατάστημα τροφικών στη περιοχή της συνοικίας «Μακρυγιάννη» στην Αθήνα.
Δύσκολα τα χρόνια και ο αγώνας για την επιβίωση, σκληρός.
Ο πεθερός μου, ο καλοκάγαθος κυρ – Γιώργης ήταν λίγο υποτονικός, αλλά εντιμότατος, ανθρωπιστής, άκακος, ευαίσθητος, ιδεολόγος αριστερός, ευγενής στη συμπεριφορά του, αλλά είχε αρκετά κλονισμένη την υγεία του, από το ξύλο, που είχε φάει, από τους χωροφύλακες για τις προοδευτικές του ιδέες. Δεν μπορούσε να εργαστεί, αλλά έκανε όλα τα ψώνια του σπιτιού, τον υπόλοιπο χρόνο διάβαζε – διάβαζε πολλές ώρες, γιατί ήταν φιλομαθής και βιβλιόφιλος.
«Γιώργο θέλουμε λάδι» του έλεγε η κυρά Μαριγώ και ο κυρ Γιώργης άφηνε, από τα χέρια του, το βιβλίο και πήγαινε στο μπακάλικο του Τάκη, που ήταν στην απέναντι πλευρά της Λεωφόρου Αθηνών – Κορίνθου, που ήταν και πολύ επικίνδυνο να τη διασχίσει κανείς, γιατί είχε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων, και έφερνε το λάδι.
Μετά από λίγη ώρα η κυρά-Μαριγώ θυμόταν ότι δεν είχαμε ψωμί.
«Γιώργη θέλουμε ψωμί. Βρε άνθρωπε άφησε το βιβλίο πιά…» διαμαρτυρόταν η κυρά Μαριγώ, γιατί η αδράνεια του βιβλίου την ενοχλούσε, επειδή αυτή ήταν αεικίνητη.
«Βρε γυναίκα τώρα δεν ήμουν στο Τάκη, γιατί δεν μου το είπες να έπαιρνα και ψωμί;» και η κυρία Μαριγώ ενοχλημένη από τη λογική δυσανασχέτηση του συζύγου της, είτε για να δικαιολογήσει το λάθος της, είτε γιατί ήθελε να δικαιολογηθεί μονολογούσε, «Αυτός ο άνθρωπος όλη την ημέρα με το βιβλίο στο χέρι είναι.».
Φτωχοί, αλλά ωραίοι άνθρωποι.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.
Εμείς, δηλαδή η Κλειώ και εγώ, μετά την επιστροφή μας, από το γαμήλιο ταξίδι στην ωραία Κέρκυρα, ξαναγυρίσαμε στη ρουτίνα του Συμβολαιογραφείου, όπως είπαμε, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, κάθε ημέρα και το Σάββατο επίσης, γιατί τότε το Σάββατο ήταν εργάσιμη ημέρα. Την Κυριακή η Κλειώ βοηθούσε τη μητέρα της στο πλύσιμο των ρούχων, στο σιδέρωμα και στις άλλες δουλειές των σπιτιών.
Η Κλειώ έμοιαζε στο νοικοκυριό με τη μητέρα της, σβέλτα και αεικίνητη.
Η ζωή μας ήταν, πάντα, συντηρητική και μετρημένη.
Θα έπρεπε να φροντίσουμε να δημιουργήσουμε τις βασικές προϋποθέσεις, για να φτιάξουμε οικογένεια και να κτίσουμε το μέλλον μας. Η ζωή έχει πολλές ανάγκες, που όσο μεγαλώνουμε τόσο μεγαλώνουν και αυτές.
Οι καθημερινές ανάγκες της ζωής, για να αντιμετωπιστούν, απαιτούν χρήματα. Αυτός είναι ο λόγος, που ο άνθρωπος και εννοώ ο νουνεχής και σώφρων άνθρωπος, πρέπει να έχει πάντα την πρόνοια να δημιουργεί ένα οικονομικό απόθεμα, ώστε να έχει τη δυνατότητα , ώστε να μη βρεθεί ποτέ στην ανάγκη να αντιμετωπίζει τις ανάγκες του, αυτοδύναμα, με τα αποθεματικά του και να μη βρεθεί στην ανάγκη να δανειστεί
Το δάνειο είναι μία επώδυνη διευκόλυνση, που πολλές φορές, οδηγεί τον οφειλέτη σε αδιέξοδο και σε καταστροφή.
Αυτό το έχω συνειδητοποιήσει από μικρός και φρόντιζα πάντοτε να μη δανειστώ ποτέ και ευτυχώς μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, το έχω πετύχει και εύχομαι και μέχρι να φύγω από τη ζωή, να μη βρεθώ ποτέ στην ανάγκη του δανεισμού.
Άλλωστε η ζωή μου τελειώνει και δεν έχω πολλά περιθώρια πιά. Ο Θεός ας με προστατεύει από αρρώστιες, γιατί αυτές, συνήθως, δεν μπορείς ούτε να τις προβλέψεις, ούτε να τις ελέγξεις.
Παραπάνω ανέφερα το χαρακτηριστικό γεγονός που είχα αντιμετωπίσει ψυχολογικά, με τη συναλλαγματική, που είχα υπογράψει, σαν προκαταβολή, για την αγορά του σπιτιού στην οδό Φαιάκων και Αγίου Φανουρίου. Σχολαστική ευαισθησία, θα σκεφθείτε, το καταλαβαίνω, αλλά ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αφού διαμορφωθεί, δεν αλλάζει εύκολα. Το Συμβολαιογραφείο ήταν ένα καλό σχολείο κοινωνικής πείρας, με δασκάλους τους πελάτες όλων των ηλικιών, όλων των επιπέδων μορφώσεως, όλων των κοινωνικών στρωμάτων και όλων των κοινωνικών ρευμάτων.
Η δουλειά στο Γραφείο, όπως πάντα, εντατική και πιεστική.
Κάθε ημέρα στο ίδιο μαγκανοπήγαδο, για να εξοικονομούμε τον επιούσιο και να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας οικονομικά.
Από τις αποδοχές μας, ξοδεύαμε ένα μέρος και το υπόλοιπο το αποταμιεύαμε, για την αντιμετώπιση μελλοντικών αναγκών, γιατί είχαμε αποφασίσει να κάνουμε ένα παιδάκι και πράγματι δεν άργησε να έρθει η ευλογημένη ημέρα, που μας γέμισε ανείπωτη χαρά και ευτυχία.
Σε λίγους μήνες μετά το γάμο μας, ο Θεός μας αξίωσε να μείνει έγκυος η Κλειώ. Ο κυρ Γιώργης και η κυρά Μαριγώ καμάρωναν που θα γινόταν παππούς και γιαγιά και η χαρά τους ήταν μεγάλη!
Εμείς πανευτυχείς, πετούσαμε από τη χαρά μας, που θα γινόμαστε γονείς και θα εκπληρώναμε μία από τις βασικότερες υποχρεώσεις του ανθρώπου στη ζωή του, τη δημιουργία μίας νέας ζωής! Ετοιμαζόταν να έρθει στο Κόσμο μία νέα ψυχούλα, που θα γέμιζε τη ζωή μας με ευτυχία!
Όμως το παιδί δημιουργεί υποχρεώσεις και ευθύνες, τις οποίες οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να είναι καλά προετοιμασμένοι για να αναλάβουν τις ευθύνες τους, όχι μόνο τις οικονομικές, αλλά κυρίως της σωστής ανατροφής του.
Να γιατί ο άνθρωπος πρέπει να έχει πάντα αποταμιευτική τάση, οικονομική επάρκεια, φρόνηση, σύνεση και υπευθυνότητα. Πήγαμε στο γυναικολόγο μας, που ήταν καλός φίλος του αδελφού μου του Αντώνη, στο μακαρίτη πλέον Θεόφιλο Κυριακίδη εξέτασε την Κλειώ, διαπίστωσε την εγκυμοσύνη της και μας έδωκε τις σχετικές οδηγίες.
«Βρε Διονύση, τόσο αδύνατη που είναι η γυναίκα σου πως θα γεννήσει; Έχει στενή λεκάνη και ίσως χρειαστούμε να κάνουμε «Καισαρική τομή», θα το δούμε όταν έρθει, με το καλό, η ώρα που θα γεννήσει. Επί του παρόντος προσοχή και πάμε καλά.
Η διαπίστωση αυτή του γιατρού μας στεναχώρησε αρκετά και μας προβλημάτισε, αλλά παρ’ όλα αυτά φύγαμε από το γιατρό χαρούμενοι, που περιμέναμε τον άγγελό μας.
Στις 31 Ιουλίου 1965 ημέρα Σάββατο το βράδυ μετά το Γραφείο πήγαμε στο σπίτι, φάγαμε και ξαπλώσαμε στο κρεβάτι να ξεκουραστούμε και να κοιμηθούμε. Τα μεσάνυχτα έπιασαν την Κλειώ οι πόνοι του τοκετού.
Αμέσως ειδοποίησα το γιατρό μας και με ένα ταξί πήγαμε στη Μαιευτική Κλινική, με την οποία συνεργαζόταν ο γιατρός μας, ο Θεόφιλος, η οποία ήταν στην οδό Ιουλιανού, κοντά στο «πεδίον του Άρεως».
Οι οδύνες του τοκετού κράτησαν όλη την νύχτα και όλη την άλλη ημέρα Κυριακή 1η Αυγούστου 1965, που ήταν η ευλογημένη ημέρα, που ελευθερώθηκε η Κλειώ και με καισαρική τομή έφερε στον Κόσμο ένα λατρεμένο αγγελούδι, που μας έστειλε ο Θεός, για να κάμει ευτυχισμένη όλη τη ζωή μας.
Δυστυχώς, μέχρι τις 5 η ώρα το απόγευμα της Κυριακής, κοιλοπονούσε η Κλειώ και παρά τις προσπάθειες και του γιατρού δεν μπορούσε να ελευθερωθεί. Εγώ ξάγρυπνος στη καρέκλα της Κλινικής κόντευα να τρελαθώ.
Σε κάποια στιγμή στις 5 η ώρα της Κυριακής έρχεται ο γιατρός και ανήσυχος μου λέει. «Διονύση, εξάντλησα, δυστυχώς, όλα τα μέσα και τα περιθώρια, για να αποφύγω την «Καισαρική τομή», αλλά οι προσπάθειές μου δεν τελεσφόρησαν. Πρέπει αμέσως να καλέσω Αναισθησιολόγο, γιατί πρέπει επειγόντως να κάνω «Καισαρική τομή» δεν έχουμε άλλα χρονικά περιθώρια κινδυνεύουν και το μωρό και η Κλειώ και όλοι οι γνωστοί μου Αναισθησιολόγοι είναι διακοπές, εκτός Αθηνών».
Τρελάθηκα!!!
«Γιατρέ μου κάνε γρήγορα αυτό που πρέπει», του απάντησα τρέμοντας από τη λαχτάρα μου.
Εκείνες τις ημέρες επρόκειτο να γεννήσει και η Βασίλισσα Άννα-Μαρία και όλοι οι γιατροί της ήταν παρόντες. Αυτό το γνώριζε ο γιατρός μας και επικοινώνησε με τον Αναισθησιολόγο της Βασίλισσας και τον παρακάλεσε να έρθει να κάμει στη Κλειώ αναισθησία, για να μπορέσει να κάμει τη «Καισαρική τομή» γιατί από λεπτό στο λεπτό κινδύνευε η ζωή και του μωρού και της μαμάς.
Θεέ μου!!! Θυμάμαι αυτές τις φοβερές στιγμές και τρελαίνομαι!!!
Έτσι και έγινε. Σε μία ώρα, περίπου, ακούστηκαν από την αίθουσα του χειρουργείου τα πρώτα κλάματα ενός Αγγέλου, που ο Θεός μας χάρισε, για να μας κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη.
Εκείνο το κλάμα ήταν η πιο γλυκιά ουράνια μελωδία, ήταν ένα χαρμόσυνο τραγούδι των αγγέλων, ήταν η χαρά και η ευτυχία, που μας χάρισε ο Θεός, ήταν ένα ουράνιο δώρο.
Όταν ένα παιδί, έχει κάνει άσπρα μαλλιά και δεν έχει δώσει το δικαίωμα στους γονείς του να του κάνουν ούτε καν παρατήρηση, όταν με τον ήθος της ζωής του και τη συμπεριφορά του μας έχει κάνει υπερήφανους, όταν σπούδασε, χωρίς καμία δυσκολία και χωρίς κανένα πρόβλημα, όταν σαν τελείωσε το Πανεπιστήμιο γνώρισε ένα καλό παλληκάρι, το Χρήστο Καρτάλη, και με αυτόν παντρεύτηκε, με την ευχή μας, και έκαμαν μία υποδειγματική οικογένεια και μας χάρισαν δύο ανεκτίμητα, άριστα εγγονάκια, το Δημητράκη μας και την Κλειούλα μας, που σπούδασαν η Κλειούλα στο Πανεπιστήμιο της μας σε δύο Πανεπιστήμια του Λονδίνου με άριστες επιδόσεις, όταν σε κάθε αρρώστια μας και σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μας ήταν πλάι μας και μας συνδράμανε, όπως μπορούσαν και μας έδωκαν το χέρι τους, τόσο η κόρη μας, όσο και ο λεβέντης ο γαμπρός μας, για να μας δώσουν δύναμη και θάρρος, όταν…όταν… δεν μπορεί παρά αυτό το παιδί, να είναι για εμάς ένα πολυτιμότατο δώρο της Θείας Πρόνοιας, ένα Ουράνιο Θεϊκό δώρο, μία προνομιακή μεταχείριση του Θεού, της μητέρας Φύσης., στο πρόσωπό μας.
Από εκείνη την ημέρα της 1ης Αυγούστου 1965, η ζωή μας, πήρε άλλη διάσταση, απόκτησε άλλη υπευθυνότητα, άλλη σοβαρότητα, άλλη βαρύτητα, άλλες διαστάσεις, άλλη σοβαρή αποστολή, άλλο περιεχόμενο και άλλη προοπτική.
Φέραμε στη ζωή μία νέα ψυχή, ένα νέο άνθρωπο και είμαστε υποχρεωμένοι και υπεύθυνοι να του εξασφαλίσουμε σωστή υγιεινή ζωή, σωστή και αρμονική πνευματική και ψυχική ανάπτυξη, να του διευρύνουμε τη συνείδηση του, να την εμπλουτίσουμε με ηθικές Αρχές και να της χαράξουμε ορθή και ομαλή πορεία της μελλοντικής ζωής της.
Δουλειά, λοιπόν και πάλι δουλειά, για να εξασφαλίσουμε, κατ’ αρχήν, τα υλικά μέσα, που θα μας επέτρεπαν να αντιμετωπίζουμε τις υλικές ανάγκες της νέας ζωής του παιδιού μας.
Η επιλογή του πατρικού σπιτιού της Κλειώς, για κατοικία μας, μετά το γάμο μας’ τελικά αποδείχθηκε χρήσιμη, γιατί αφού η Κλειώ εργαζόταν, η μητέρα της η κυρά Μαριγώ φρόντιζε και περιποιόταν με πολύ αγάπη, φροντίδα και λαχτάρα το μωρό μας, όσο η Κλειώ απουσίαζε στη δουλειά της.
Ήταν και η γιαγιά μες στην τρελή χαρά, που φρόντιζε το αγαπημένο εγγονάκι της, το «μωρέλι της», όπως το έλεγε. Πέρασε ο καιρός και θα έπρεπε να βαφτίσουμε το κοριτσάκι μας.
Εγώ επιθυμούσα η κόρη μας να πάρει το όνομα της μακαρίτισσας της μητέρας μου «Ματθίλδη», που υπεραγαπούσα και που, δυστυχώς, τόσο γρήγορα την είχα χάσει.
Πήγα, λοιπόν, σε μία, δύο, τρεις εκκλησίες, για να αναθέσω τη βάπτιση, αλλά, δυστυχώς οι παπάδες δεν δέχονταν να δώσουν στο παιδί το όνομα «Ματθίλδη», γιατί όπως με έλεγαν, υπήρχε απόφαση της Ιεράς Συνόδου να μη βαφτίζουν παιδιά με ονόματα που δεν ήταν γραμμένα στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας (παπαδίστικη κοντόφθαλμη σχολαστικότητα).
Τελικά κατέφυγα στην εκκλησία που παντρεύτηκα, στον Άγιο Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη, στο λόφο της Πνύκας απέναντι από την Ακρόπολη. Και εκεί πάλι αντιμετώπισα το ίδιο πρόβλημα, με τον παπά, να βαφτίσω το παιδί μου με το όνομα «Ματθίλδη».
«Παπά Γιώργη, μας στεφάνωσες και τώρα ήρθα να βαφτίσεις το κοριτσάκι μας» του είπα.
«Ευχαρίστως τέκνον μου, να σου ζήσει» μου απάντησε και πρόσθεσε «Τι όνομα θα δώσουμε στο παιδί;»,
«Ματθίλδη» του απάντησα.
«Μα τέκνον μου ξέρεις …».
«Ξέρω – ξέρω παπά μου, μην κουράζεσαι» του απαντώ.
«Λοιπόν αν δεν βαφτίσεις τη κόρη μου με το όνομα, που θέλω, άσ’ το δεν πειράζει, θα πάω στην Καθολική Εκκλησία, στον «Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη» και θα τη βαφτίσω Καθολική με το όνομα που θέλω. Εμένα δεν με ρώτησαν οι γονείς μου, που με βάφτισαν Ορθόδοξο» του απάντησα αγανακτισμένος και με έντονο αποφασιστικό ύφος.
«Όχι-όχι τέκνο μου, θα τη βαφτίσω όπως θέλεις, όμως όχι και Καθολική!». 0 παπά Γιώργης πράγματι αιφνιδιάστηκε και τα χρειάστηκε, δεν περίμενε αυτήν την αντίδραση από εμένα!
Έτσι με εκβιασμό στον παπά Γιώργη βάφτισα το κοριτσάκι μας και του έδωκα το όνομα «ΜΑΤΘΙΛΔΗ». Η επιμονή μου η κόρη μας να πάρει το όνομα της γιαγιά της, απεδείχθη αργότερα, προφητική, γιατί η κορούλα μας έμοιαζε στη γιαγιά της όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στο χαρακτήρα, στα προσόντα και στις αρετές της. Ανάδοχος της κόρης μας ήταν ο αδελφός μου, ο Αντώνης.
Επειδή, όπως ανέφερα παραπάνω, η Κλειούλα μας γεννήθηκε με «Καισαρική τομή», ο γιατρός μας σύστησε να μην επιχειρήσουμε να κάνουμε άλλο παιδί, για δύο-τρία χρόνια ακόμα, για να θρέψει καλά η τομή στη κοιλιά της γυναίκας μου.
Δυστυχώς, όμως, σε ένα χρόνο περίπου, μετά τη γέννα της κόρης μας η Κλειώ έβγαλε ινομύωμα στη μήτρα και χρειάστηκε να υποστεί χειρουργική επέμβαση και κατά το 1985 πάλι έβγαλε νέο ινομύωμα και υποβλήθηκε πάλι σε νέα χειρουργική επέμβαση και τότε ο γιατρός έκρινε σκόπιμο να αφαιρέσει τα γεννητικά της όργανα (υστερεκτομή), γιατί ο οργανισμός της είχε τάση να δημιουργεί ινομυώματα και αυτό προκαλούσε άμεσο κίνδυνο της ζωής της Κλειώς.
Το γεγονός αυτό ματαίωσε το αρχικό πρόγραμμά μας να αποκτήσουμε τρία (3) παιδιά. «Ανάγκα και Θεοί πείθονται». Επειδή, όμως, η Θεία Πρόνοια γνώριζε ότι δεν θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε την επιθυμία μας αυτή, φρόντισε να μας χαρίσει ένα παιδάκι, που αξίζει για εκατό (100) πολύ καλά παιδιά και έτσι μας ικανοποίησε, Άλλωστε εγώ στη ζωή μου πάντοτε ήμουνα οπαδός και θιασώτης της ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ και όχι της ΠΟΣΟΤΗΤΑΣ.
Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα και η κορούλα μας μεγάλωνε κανονικά και ήταν ένα γλυκό, ευαίσθητο, υπάκουο, συνετό, χαριτωμένο, ολιγαρκές, ήσυχο, σεμνό, λεπτό, σοβαρό, όμορφο και αξιαγάπητο γλυκό κοριτσάκι. Μια ζωντανή κουκλίτσα!
Έφτασε η ώρα, που θα έπρεπε να πάει στο Νηπιαγωγείο.
Μετά από έρευνα καταλήξαμε στην απόφαση να πάει στο Νηπιαγωγείο της κ. Χουρδάκη, που ήταν στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Το νηπιαγωγείο αυτό, εκείνη την εποχή, ήταν το πλέον φημισμένο στην περιοχή της Αθήνας και των άλλων πλησιέστερων Δήμων, γιατί η κυρία Χουρδάκη ήταν μία εξαίρετη παιδαγωγός με ανώτερες σπουδές στην Ελβετία.
Είχαμε όμως ένα σοβαρό πρόβλημα.
Το σχολικό λεωφορείο δεν έφτανε στο Περιστέρι για να πάρει το παιδί να το πάει στο σχολείο και να το φέρει πάλι σπίτι. Δεν φοιτούσε κανένα παιδί, από την Περιοχή του Περιστεριού ή του Αιγάλεω στο Νηπιαγωγείο της Χουρδάκη (ήταν και λίγο ακριβό), θα έπρεπε, λοιπόν, να μετακομίσουμε σε περιοχή, που περνούσε το σχολικό λεωφορείο και επιλέξαμε τη περιοχή Παγκρατίου, που καθόταν και ο αδελφός μου ο Αντώνη. Θα έπρεπε ή να νοικιάσω ένα διαμέρισμα ή να αγοράσω ένα διαμέρισμα στη Περιοχή του Παγκρατίου.
Έψαξα, λοιπόν, πολλά διαμερίσματα και κατέληξα στην αγορά ενός διαμερίσματος στον ισόγειο όροφο της πολυκατοικίας, στην οδό Αρρύβου αριθμός 5, στη περιοχή του Προφήτη Ηλία, στο Παγκράτι. Ήταν ένα διαμέρισμα στα μέτρα μας, έβλεπε στον ακάλυπτο χώρο, που ήταν τεράστιος, γιατί ήταν ο ακάλυπτος χώρος των πολυκατοικιών όλου του οικοδομικού τετραγώνου, είχε δύο υπνοδωμάτια, χωλ, διάδρομο, σαλοτραπεζαρία, κουζίνα και τουαλέτα. Το διαμέρισμα αυτό μετά από χρόνια, όταν έκτιζα το σπίτι στη Βαρυμπόμπη, το πούλησα για να τελειώσω τα μπετά.
Πράγματι το εκπαιδευτήριο της Χουρδάκη ήταν ένα υπέροχο σχολείο, τόσο στη μετάδοση της Γνώσης στα παιδιά,, όσο και στη διαπαιδαγώγηση τους. Το πρωί περνούσε το σχολικό λεωφορείο, από την πολυκατοικία και έπαιρνε τη κορούλα μας και το πήγαινε μαζί με τα άλλα παιδάκια στο σχολείο. Το μεσημέρι, όμως, στη μία η ώρα, που σχόλαγε η Ματιρντούλα μας, δεν είμαστε στο σπίτι, για να την παραλάβουμε από το σχολικό λεωφορείο, που την γύριζε στο σπίτι.
Αυτό ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα!
Έτσι συνεννοηθήκαμε με τον οδηγό του σχολικού λεωφορείου, το μεσημέρι να αφήνει το κορίτσι μας στο σπίτι του αδελφού μου του Αντώνη, που ήταν στην οδό Αριστάρχου, στο Παγκράτι, κοντά στην Πλατεία Μεσολογγίου και όταν εμείς σχολάγαμε από το Γραφείο πηγαίναμε και την παίρναμε από το σπίτι του Αντώνη και πηγαίναμε στο σπίτι μας.
Όταν μεγάλωσε και πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο πήγαινε το μεσημέρι η κορούλα μας μόνη της στο σπίτι μας, στην οδό Αρρύβου.