Ο Δημητρός Καρτάλης γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1932 στο χωριό Πλαστήρια του νομού Ξάνθης και ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Χρήστου και της Γιαννούλας Καρτάλη. Ο Χρήστος Καρτάλης ήταν ένας από τους πρώτους Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες που έφτασαν γύρω στα τέλη του 1922 – αρχές του 1923 στην περιοχή Τεπέ Τσιφλίκ, και δημιούτγησαν το χωριό «Πλαστήρια» προς τιμήν του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα, ο οποίος εξασφάλισε στους πρόσφυγες τα πρώτα απαραίτητα μέσα για να επιβιώσουν.

Όπως αρκετοί από τους πρώτους κατοίκους του χωριού, ο Χρήστος Καρτάλης καταγόταν από το χωριό Μπασαΐτ της περιφέρειας Κεσσάνης, ενώ η Γιαννούλα, του γένους Νοικοκυρίδου καταγόταν από το (διπλανό στο Μπασαΐτ) χωριό Μπεγεντίκιοϊ.

Λεπτομέρεια από το χάρτη της Ανατολικής Θράκης, όπου βλέπουμε την πόλη της Κεσσάνης, το χωριό Μπασαΐτ σημειωμένο με μπλε και στα δυτικά του το Μπεγεντίκιοϊ.

Οι δύο νέοι παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 1927 και συνέχισαν μαζί τον αγώνα της ζωής υπό δύσκολες βέβαια συνθήκες. Παρά τις αντιξοότητες, ο Χρήστος και η Γιαννούλα κατάφεραν να δημιουργήσουν μια οικογένεια αξιοθαύμαστη και μια περιουσία αξιοζήλευτη, γιατί ήταν έξυπνοι, ικανοί και τίμιοι άνθρωποι και γιατί δούλευαν ασταμάτητα όλη τους τη ζωή. Απέκτησαν πέντε παιδιά, όμως το πρώτο, η Κερατσούδα δεν πρόλαβε παρά να ζήσει πέντε ημέρες και ακολούθησαν ο Γιαννάκος (1930), ο Δημητρός (1932), ο Κωνσταντής (1934), ο οποίος δυστυχώς πέθανε περίπου δέκα ετών από πνευμονία, και η Βιργινία (1936).

Ο Χρήστος και η Γιαννούλα Καρτάλη με επίσημη ενδυμασία και στη διπλανή φωτογραφία

με τα παιδιά τους Γιαννάκο, Δημητρό και Βιργινία.

Ο Δημητρός πήγε στο δημοτικό σχολείο το 1938 ∙ ακολούθησαν όμως δραματικά γεγονότα: ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η γερμανοβουλγαρική κατοχή, κατά την οποία το σπίτι τους είχε επιταχθεί, για να διαμείνουν πρώτα Γερμανοί και μετά Βούλγαροι στρατιώτες, μετά ο εμφύλιος πόλεμος, τα οποία τον ανάγκασαν να το τελειώσει μεγάλος σε ηλικία, τιμής ένεκεν και με αρκετά κενά. Ο μεγάλος γιος του, ο Τάκης, θυμάται χαρακτηριστικά ότι όταν διάβαζε εφημερίδα, έμενε αρκετή ώρα σε κάποιο άρθρο που τον ενδιέφερε, επειδή προφανώς δυσκολευόταν στην ανάγνωση. Ό,τι του έλειψε όμως σε εκπαίδευση ο Δημητρός το είχε σε παιδεία. Μεγαλώνοντας εξελισσόταν σ’ ένα άξιο, εργατικό, τίμιο κι ευγενικό παλικάρι, που ήταν αφοσιωμένο στην οικογένεια και ακολουθούσε πιστά τα χνάρια του σπουδαίου πατέρα του, ο οποίος ήταν ο αρχηγός της οικογένειας και κυριαρχούσε με την προσωπικότητά του. Μαζί με τον αδερφό του, το Γιαννάκο, δούλευαν από τα χαράματα ως το δειλινό στα χωράφια ή στη φροντίδα των ζώων που είχαν.

Στο πρώτο σπίτι της οικογένειας: 1950 (από αριστερά) ο Γιαννάκος Καρτάλης, οι γονείς Χρήστος και Γιαννούλα, ο Δημητρός, η αδερφή τους Βιργινία και οι ξαδέρφες τους Δημητρούλα και Κωνσταντινιά Καρτάλη.

Το 1950 ο Δημητρός ήταν δεκαοχτώ χρόνων και ο Γιαννάκος είκοσι. Η δουλειά στα χωράφια και στα ζώα δεν τους τρόμαζε. Η οικογένεια είχε ήδη αρκετά στρέμματα, στα οποία καλλιεργούσαν σιτάρι, ρόβη, κεχρί, ενώ είχαν και αμπέλια. Από ζώα είχαν πρόβατα, γελάδια, βόδια, άλογα, τα οποία φρόντιζαν οι ίδιοι, αλλά μίσθωναν και βοσκούς οι οποίοι (όπως συνηθιζόταν) διέμεναν στα μαντριά. Στα χωράφια, εκτός από τους δύο νέους και τον πατέρα τους, δούλευαν κι άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας κι έτσι όλοι κέρδιζαν. Η δουλειά ήταν ασταμάτητη και γινόταν κυρίως με τα χέρια, αφού τα τεχνικά μέσα ήταν πενιχρά. Παρά τις δυσκολίες και την κούραση ο Δημητρός και ο αδερφός του δούλευαν ειρηνικά και αρμονικά, με άψογη συνεννόηση και συνεργασία. Μάλιστα (όπως θυμάται ο Γιαννάκος), μετά τη σκληρή δουλειά οι νέοι είχαν το κουράγιο να βγαίνουν βόλτα στο χωριό, μ’ ένα φορητό γραμμόφωνο – βαλίτσα, σαν αυτό που είχε ο Πασχάλης Ντάφος, να πηγαίνουν σε σπίτια φίλων, ειδικά σ’ εκείνα όπου υπήρχαν ελεύθερα κορίτσια και να χορεύουν τα ωραία τραγούδια της μεταπολεμικής εποχής. Πάντα σεμνά, με σεβασμό και υπό το βλέμμα των γονέων, φυσικά. Ο Δημητρός ειδικά, που ήταν πολύ γλεντζές και αγαπούσε το χορό, σίγουρα πρωτοστατούσε σε αυτές τις βόλτες.

Οι νέοι άνδρες όμως είχαν και υποχρεώσεις προς την πατρίδα. Το 1952 ο Γιαννάκος ξεκίνησε τη στρατιωτική του θητεία και ακολούθησε ο αδερφός του, ο Δημητρός, το 1954, επίσης για δύο χρόνια, στην Ηγουμενίτσα και στην Κέρκυρα.

Η φωτογραφία γράφει από πίσω: «Κέρκυρα Οκτώβριος 1955»

Αφού λοιπόν εκπλήρωσαν κι αυτό το καθήκον τους, τα δύο αδέρφια επέστρεψαν στην οικογενειακή εστία και στις αγροτικές εργασίες, όπως πάντα ακούραστοι και δυναμικοί. Τα Πλαστήρια στο μεταξύ είχαν μετονομαστεί σε «Νέα Κεσσάνη» (από το 1940, αλλά όλοι ακόμα «Πλαστήρια» λέγανε το χωριό) και είχαν γίνει ιδιαίτερα δημοφιλή για τα γλέντια τους. Άλλοτε αυτοσχέδια, μετά το μόχθο της ημέρας, με τα τραγούδια των γυναικών και τη συνοδεία ενός ακορντεόν ή μιας φυσαρμόνικας, άλλοτε πιο οργανωμένα, τις Κυριακές στην πλατεία, στήνονταν γλέντια τρικούβερτα και συνέρρεε κόσμος από πολλά χωριά. Τότε ήταν που «ξικ’νούσε η αγάπ’», αφού οι νέοι χόρευαν και φλέρταραν διακριτικά, ενώ οι γονείς τους καμάρωναν, αλλά ταυτόχρονα παρακολουθούσαν τους υποψήφιους γαμπρούς και τις υποψήφιες νύφες, ώστε μετά να κανονίσουν τα προξενιά, σε συνεννόηση βέβαια με τα παιδιά τους.

Έτσι, λίγα χρόνια μετά το Γιαννάκο, ο οποίος παντρεύτηκε το 1956 τη Νίκη Παπαντωνίου, ήρθε η σειρά του Δημητρού να αγαπήσει και να παντρευτεί μιαν άλλη καλλονή, τη Φωτούλα, κόρη του Αθανάσιου και της Ανθούλας Σταυρακάρα, οι οποίοι επίσης κατάγονταν από το Μπασαΐτ της Κεσσάνης. Ο γάμος τους έγινε στις 30 Απριλίου του 1961 και το αγαπημένο ζευγάρι απέκτησαν δύο άξιους γιους, το Χρήστο (1962) και το Σάκη (1966), διαπρεπείς και οι δύο πλέον στους τομείς τους.

Ο Δημητρός και η Φωτούλα αρραβωνιασμένοι

Στο γάμο τους

Το ζευγάρι με τα παιδιά του και την αδερφή της Φωτούλας, την Ελεονώρα σε εκδρομή στην Αμφίπολη.

Ο Δημητρός ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στην οικογένειά του, όπως και στη δουλειά του. Δούλευε ασταμάτητα και όσο περνούσαν τα χρόνια αναλάμβανε μαζί με το Γιαννάκο την οργάνωση της εργασίας, αφού ο πατέρας τους, ο Χρήστος, σιγά σιγά αποσύρονταν. Έτσι, με τον κόπο και τις ικανότητές τους προόδευαν ∙ ήταν από τους πρώτους που απέκτησαν τρακτέρ και άλλα μηχανήματα, που τους βοηθούσαν να αυξάνουν την παραγωγή και την περιουσία τους. Ο Δημητρός ουσιαστικά ζούσε, για να δουλεύει, και δούλευε, για να έχει η οικογένειά του τα πάντα. Οι γιοι του είχαν ό,τι μπορούσε να επιθυμεί ένα παιδί, μοντέρνα ποδήλατα, ρολόγια, κασετόφωνο, ποτέ όμως δεν τους επέτρεψε να περηφανευτούν ή να κάνουν επίδειξη της οικονομικής άνεσης της οικογένειας. Μεγαλώνοντας φρόντισε να έχουν όλες τις ευκαιρίες να μορφωθούν και να κάνουν αυτό που επιθυμούν, χωρίς ποτέ να τους υποδείξει κάποια επαγγελματική κατεύθυνση. Φρόντιζε να πηγαίνουν φροντιστήριο στην Ξάνθη με το λεωφορείο, για να έχουν όση βοήθεια χρειάζονταν και γέμιζε το σπίτι με … εγκυκλοπαίδειες. Μία ή δύο φορές το χρόνο γυρνούσε από το χωράφι μαζί με κάποιον που πουλούσε εγκυκλοπαίδειες. Οι πωλητές αυτοί έρχονταν με βανάκια από την Αθήνα, γυρνούσαν στα χωράφια, έπιαναν τους αγρότες και προφανώς μιλώντας τους για τη σημασία των βιβλίων και της μόρφωσης, τα οποία οι ίδιοι είχαν στερηθεί, αλλά έπρεπε να τα προσφέρουν στα παιδιά τους, τούς έπειθαν να αγοράσουν σειρές ολόκληρες βιβλίων. Τα επιχειρήματα τους ήταν απλά: «Εσύ δε θα σπουδάσεις το παιδί σου;», «Έδωσα και στο γείτονα», «Το παιδί σου πόσα βιβλία έχει;» κτλ. Έτσι, ο Δημητρός από τη λαχτάρα του να προοδεύσουν τα παιδιά του ανέπτυξε μια αδυναμία στις εγκυκλοπαίδειες.

Ο μεγάλος γιος του, ο Τάκης, τον χαρακτηρίζει σύγχρονο, απλοϊκό Ζορμπά. Ήταν δίκαιος, τίμιος, απλός, συχνά ωμός στο λόγο του, όμως πολύ κοινωνικός και όλοι τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν για το ήθος, την καλοσύνη και την αξία του. Ήταν επίσης καλοφαγάς, πολύ γλεντζές και πολύ χορευταράς. Πολλές φορές έφερνε με το αυτοκίνητό του από τις Φέρες μουσικούς με νταούλια και ζουρνάδες για τα γλέντια του χωριού στην πλατεία και πάντα ήταν πρώτος στο χορό, ειδικά στα θρακιώτικα, ακόμα κι όταν ήταν άρρωστος!

Σε τραπέζι με μεγάλη παρέα ο Δημητρός πρώτος από αριστερά. Μάλλον στη μεταφορά καλεσμένων σε γλέντι γάμου.

Ο Δημητρός έζησε σε μια εποχή η οποία δεν επέτρεπε στους περισσότερους νέους να επιλέξουν μόνοι και ελεύθεροι την πορεία της ζωής τους. Έτσι, φρόντισε ώστε οι δύο γιοι του να έχουν την ελευθερία και την ευκαιρία να ακολουθήσουν το όνειρό τους, όποιο κι αν ήταν αυτό. Βέβαια, πρώτα τους δίδαξε με το δικό του ανυπέρβλητο παράδειγμα τις αρχές του: το σεβασμό και την αφοσίωση στην οικογένεια, την ανεξάντλητη εργατικότητα, την τιμιότητα και το αίσθημα δικαίου, την προσφορά στο συνάνθρωπο και την αγάπη για τον τόπο τους. Δεν είναι τυχαίο ότι από μικρούς τους έπαιρνε μαζί με τους άλλους συγγενείς και τα υπόλοιπα παιδιά του σογιού στα χωράφια, για να βοηθήσουν, να κουραστούν και έτσι να δουν πώς βγαίνει το μεροκάματο, ώστε να μη θεωρούν τα αγαθά που είχαν δεδομένα. Κι όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ήρεμο, χωρίς φωνές ή καταπίεση. Σεβόταν τα παιδιά του κι έτσι κέρδιζε το σεβασμό τους. Ο μεγάλος γιος του ο Τάκης θυμάται ένα χαρακτηριστικό γεγονός: όταν ήταν γύρω στα 15, πήρε το αυτοκίνητο του μπαμπά του, ένα Seat 124 σε καφέ χρώμα (ήταν το πρώτο τους, αγορασμένο το 1972), και μαζί με το Φώτη Παπαντωνίου πήγαν βόλτα στο διπλανό χωριό, στο Σέλινο. Ο δρόμος τότε ήταν χωμάτινος και στο γυρισμό το αυτοκίνητο έφυγε από το δρόμο κι έπεσε σ’ ένα μεγάλο χαντάκι στο πλάι, χωρίς ευτυχώς να χτυπήσουν τα παιδιά. Ένας εργάτης που περνούσε εκείνη τη στιγμή τους βοήθησε να το βγάλουν από το χαντάκι και να το γυρίσουν στο σπίτι. Ο Τάκης, χωρίς να ομολογήσει κάτι, το έβαλε στη θέση του, λερωμένο όμως και χτυπημένο, και περίμενε τις συνέπειες. Ο Δημητρός βρήκε σε κακό χάλι το αυτοκίνητό του, δεν είπε όμως τίποτα, ούτε στον γιο του, ούτε καν στη γυναίκα του και το επισκεύασε χωρίς να το κάνει θέμα, ενώ γνώριζε ποιος είχε κάνει τη ζημιά. Τέτοιος πατέρας ήταν.

Κι όταν ο Τάκης τους ανακοίνωσε ότι ήθελε να πάει για σπουδές στην Αμερική, δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Αντιθέτως αξιοποίησε τα χρήματα που με πολύ κόπο έβγαζε δουλεύοντας όλη μέρα στα χωράφια, για να χρηματοδοτήσει την επιθυμία του πρωτότοκου γιου του κι ας μην αντιλαμβανόταν ακριβώς το τι θα σπούδαζε εκεί. Κι όταν χρειάστηκε, του έστειλε 4.000 δολάρια, τεράστιο ποσό για την εποχή (δεκαετία 1980), προκειμένου να αγοράσει το πρώτο του αυτοκίνητο. Ο Τάκης πήγε στην Αμερική το 1980 και 4 χρόνια μετά δοκίμασε να τον ακολουθήσει ο αδερφός του, ο Σάκης. Και πάλι ο Δημητρός δεν έφερε αντίρρηση, παρ’ όλο που και οι δύο γιοι του ξενιτεύονταν. Ο Σάκης όμως έμεινε λιγότερο από ένα χρόνο και επειδή δεν του άρεσε καθόλου η ζωή στην Αμερική, αντιθέτως αγαπούσε πολύ τη δουλειά στη γη του τόπου μας, επέστρεψε και προόδευσε εντυπωσιακά ως νέος αγρότης, κάνοντας υπερήφανο τον πατέρα του, αλλά και τον παππού του, Χρήστο. Ο Τάκης έμεινε στην Αμερική μέχρι το 1988 και μέσα σ’ αυτό το διάστημα οι γονείς του τον επισκέφτηκαν μία φορά. Ήταν το πρώτο τους τόσο μεγάλο ταξίδι.

Επόμενος μεγάλος σταθμός στη ζωή του Δημητρού και της γυναίκας του ήταν οι γάμοι των παιδιών τους. Ο Σάκης παντρεύτηκε το 1991 την Ευαγγελία Μπλιούμη, γέννημα θρέμμα της Νέας Κεσσάνης και ο Τάκης παντρεύτηκε το 1992 τη Ματθίλδη Παπαδάτου από την Αθήνα. Ο Δημητρός και η Φωτούλα έγιναν εξαιρετικοί γονείς και για τις νύφες τους και μετά εξαιρετικοί, γλυκύτατοι παππούς και γιαγιά για τα τέσσερα εγγόνια τους. Ο Σάκης απέκτησε τη Φωτεινή το 1994 και τη Θέμιδα το 1998, ενώ ο Τάκης απέκτησε το Δημήτρη το 1995 και την Κλειώ το 1996.

Στη βάφτιση της μικρής Φωτεινής.

Ο τρυφερός παππούς με το Δημήτρη και την Κλειώ στην αγκαλιά του.

Στη βάφτιση της Θέμιδας ο παππούς έλειπε. Είχε φύγει από τη ζωή λίγους μήνες πριν, εξ ου και τα μαύρα ρούχα των γυναικών της οικογένειας.

Τα χρόνια που ο Δημητρός χαιρόταν με τον ερχομό των εγγονιών του και καμάρωνε τα παιδιά του για την επαγγελματική και οικογενειακή τους πρόοδο, ταυτόχρονα πάλευε με τον καρκίνο, ο οποίος εμφανίστηκε γύρω στο 1994. Η επάρατη νόσος τον χτύπησε στον πνεύμονα, για δύο κυρίως λόγους ∙ πρώτα απ’ όλα, γιατί εκείνος χειριζόταν τη θεριζοαλωνιστική μηχανή (την κουμπίνα, όπως τη λέγανε), χωρίς καμία προστασία από τη φοβερή σκόνη («του ντουμάν’») που εκτοξευόταν προς το πρόσωπό του, καθώς το μηχάνημα δούλευε, με αποτέλεσμα να εισπνέει πάμπολλες βλαβερές ουσίες σε τεράστιες ποσότητες για χρόνια. Δεύτερος επιβαρυντικός παράγοντας ήταν το κάπνισμα. Ο Δημητρός κάπνιζε πολύ και επειδή τα πακέτα τσιγάρα ήταν πολύ ακριβά, όλοι οι χωριανοί έπαιρναν καπνό από φίλους παραγωγούς και έστριβαν τσιγάρα μόνοι τους με κάποια χαρτάκια ή και με κομμάτια από εφημερίδα.

Όταν αρρώστησε, τα παιδιά του έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να τον βοηθήσουν και φρόντισαν να κάνει τις καλύτερες δυνατές θεραπείες στην Αθήνα. Ο Τάκης που εργαζόταν στο χώρο των φαρμάκων μπορούσε να του εξασφαλίσει ένα νέο και σπάνιο φάρμακο, το οποίο μάλιστα προμηθεύονταν σε μεγάλες ποσότητες, μήπως και βοηθήσει, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Επίσης, για να μην τον επιβαρύνουν ψυχολογικά, δεν του έλεγαν ότι πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα, αλλά ότι έχει πρόβλημα με το στομάχι του κι εκείνος δεχόταν αυτήν την εξήγηση, ίσως γιατί ήθελε να την πιστέψει. Ίσως του έδινε δύναμη το να μη γνωρίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1997, ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή, βρέθηκε στο γλέντι για την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, που πανηγυρίζει η εκκλησία του χωριού ∙ το κέφι δεν είχε ξεκινήσει ακόμη και ενώ έπαιζε η ορχήστρα, κανείς δε σηκωνόταν να χορέψει. Η ψυχούλα όμως του γλεντζέ Δημητρού λαχταρούσε να χορέψει. Παρά τα παρακάλια της γυναίκας του να μην κουράσει το ταλαιπωρημένο κορμί του, εκείνος σηκώθηκε αγέρωχος και χόρεψε μια λεβέντικη ζεμπεκιά που έγραψε ιστορία. Τον ακολούθησε ο συμπέθερός του, ο Θεμιστοκλής Μπλιούμης, και μετά άναψε το κέφι και ξεκίνησε ο χορός.

Δυστυχώς, προς το τέλος ο Δημητρός πονούσε φριχτά! Μια φορά προσπάθησαν οι δύο γιοι του να τον βάλουν στο αυτοκίνητο, για να τον πάνε να δει τα χωράφια του για τελευταία φορά, όμως από τον πόνο, δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Όταν κατάλαβε ότι το τέλος ήταν κοντά, κάλεσε τους γιους του, τη νύφη του, Βαγγελίτσα, και τη γυναίκα του, Φωτούλα, και τους μίλησε. Η σημαντικότερη συμβουλή που έδωσε στα αγόρια του ήταν να μη μαλώσουν ποτέ, όπως και έκαναν. Ο Τάκης θυμάται ότι ο πατέρας του ξεψύχησε μπροστά του, προσπαθώντας να πάρει μία ακόμα βαθιά ανάσα…

Ο Δημητρός Καρτάλης ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Είχε ακέραιο χαρακτήρα, ήταν δίκαιος, τίμιος, ωμός και ευθύς στο λόγο του, απόλυτα αφοσιωμένος στην οικογένειά του, απίστευτα εργατικός, αλλά και γλεντζές, λάτρης του χορού και αγαπητός σε όλους, γιατί ήταν κοινωνικός και τιμούσε την καλή παρέα. Γεννήθηκε σε πολύ δύσκολους καιρούς, όμως στους κόλπους μιας οικογένειας που είχε μόνο άξιους ανθρώπους. Χάρη και στη δική του αξία, η οικογένειά του έζησε πολλά όμορφα χρόνια και τα παιδιά του πέτυχαν στη ζωή τους όπως λίγοι άνθρωποι μπορούν.

Ο Δημητρός όλη του τη ζωή δούλευε. Κι όταν δε δούλευε, χόρευε. Κι όταν χόρευε, πετούσε. Κι όταν σταμάτησε να δουλεύει και να χορεύει, πέταξε η ψυχή του μακριά από το κουρασμένο κορμί του. Άφησε πίσω του μια πολύτιμη παρακαταθήκη, μαζί με τη θύμηση από το καλοσυνάτο βλέμμα του και το ειλικρινές χαμόγελό του. Τα παιδιά του και τα εγγόνια του τον θυμούνται με συγκίνηση και αγάπη και τιμούν τη μνήμη του, φυλάσσοντας τις αρχές που τους κληροδότησε.