Ο Απόστολος Αλεξανδρίδης γεννήθηκε στις 22/10/1942 στη Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης. Ο πατέρας του, ο Κώστας Αλεξανδρίδης, καταγόταν από το χωριό Καρατζά Χαλήλ της περιφέρειας Κεσσάνης στην Αν. Θράκη και η μητέρα του, η Σοφία Καρτάλη, από το χωριό Μπασαΐτ (επίσης κοντά στην Κεσσάνη).
Λεπτομέρεια του χάρτη της Αν. Θράκης με την Κεσσάνη και σημειωμένα τα δύο χωριά καταγωγής των γονέων του κ. Απόστολου
Ο Απόστολος ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και ακολούθησαν ο Χρήστος, τον Ιούνιο του 1946 και ο Ευθύμης το Δεκέμβριο του 1948. Ο πατέρας του, ο Κώστας Αλεξανδρίδης (του Απόστολου και της Μαριώς) είχε δύο αδέρφια, την Αρίστη και τον Αλέξανδρο, και γεννήθηκε στην Αν. Θράκη το 1912. Επειδή τότε υπήρχε η συνήθεια να καταγράφεται κατοπινή χρονολογία γέννησης για τα αγόρια, προκειμένου να καθυστερήσει η στρατιωτική τους θητεία και να δουλέψουν στα χωράφια για την οικογένειά τους, στα πρώτα δημοτολόγια της κοινότητας Νέας Κεσσάνης καταγράφεται ως χρονολογία γέννησής του το 1916. Ο μικρός Κωνσταντίνος ήταν λοιπόν 10 ετών όταν ο ελληνισμός της Ανατολικής Θράκης ξεριζώθηκε από τις εστίες του και πήρε το δρόμο της προσφυγιάς. Θυμόταν όμως ότι στην πατρίδα ο πατέρας του, Απόστολος, καλλιεργούσε σιτάρι. Μάλιστα, ήταν πολύ άξιος στη δουλειά του και όταν κάνανε τη συγκομιδή αναγκάζονταν να αδειάζουν κάποια δωμάτια του σπιτιού, για να χωρέσει η σοδειά. Όταν έφυγαν από το Καρατζά Χαλήλ, κάποιοι από το χωριό έμειναν στις Φέρες του Έβρου. Άλλοι συνέχισαν το δρόμο τους πιο δυτικά. Οι οικογένειες Αλεξανδρίδη και Κοψαλίδη αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο Τεπέ Τσιφλίκ, δίπλα στη Βιστωνίδα λίμνη, μαζί με άλλους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης και δημιούργησαν το χωριό που αρχικά ονομάστηκε Πλαστήρια.
Τα πρώτα σπίτια που έχτισαν ήταν διπλοκατοικίες, δηλαδή δύο σπίτια με έναν κοινό τοίχο που είχε ένα παραθυράκι, για να επικοινωνούν οι δύο οικογένειες. Ο παππούς Απόστολος Αλεξανδρίδης αρχικά έχτισε το σπίτι του μαζί με τον αδερφό του, Γιώργο, προς την άκρη του χωριού μετά την πλατεία. Εκεί πέρασε τα πρώτα του χρόνια ο κ. Απόστολος με τους γονείς και τα αδέρφια του. Γύρω στο 1954 η οικογένειά του μετακόμισαν στο δικό τους σπίτι κοντά στην είσοδο, αυτή τη φορά, του χωριού, στην ανατολική πλευρά. Επίσης, ο παππούς Απόστολος έφτιαξε έναν αλευρόμυλο στα βορειοδυτικά του χωριού, στην περιοχή όπου αργότερα έγιναν τα σπίτια των Σαρακατσάνων. Αργότερα επέκτειναν τις εργασίες τους προσθέτοντας ένα πριονιστήριο. Όπως μας εξήγησε ο κ. Απόστολος, δύο ή τρεις οικογένειες πήγαιναν στο δάσος Κοτζά Ορμάν στις όχθες του ποταμού Νέστου, έμεναν εκεί για 2-3 μέρες κόβοντας κορμούς δέντρων, τους οποίους μετέφεραν στο χωριό, στο πριονιστήριο του παππού του, για να τους επεξεργαστούν και να τους χρησιμοποιήσουν κυρίως στο χτίσιμο των σπιτιών. Ο Κώστας Αλεξανδρίδης δούλευε κοντά στον πατέρα του. Μια σημείωση για την περιοχή όπου βρισκόταν το πριονιστήριο είναι ότι μεταξύ άλλων είναι γνωστή και από το τραγικό γεγονός του θανάτου του Βαγγέλη Τσαμουρτζή, ο οποίος χτυπήθηκε εκεί από κεραυνό. Ο παππούς Απόστολος έχτισε, επίσης, ένα διώροφο κτίσμα στην έξοδο του χωριού προς Σέλινο, με πέτρες που μετέφερε με κάρα από Μπαΐρα και Μάνδρα. Είχε σκοπό να στεγάσει εκεί έναν πιο σύγχρονο αλευρόμυλο, με καινούρια μηχανήματα, όμως οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές και δεν πραγματοποιήθηκε ο στόχος. Πάντως τους έμεινε το όνομα Ντερμετζήδες, που είναι παραφθορά της τουρκικής λέξης που σημαίνει μυλωνάς (değirmen) και τον κ. Απόστολο τον φώναζαν «μυλωνά».
Η μητέρα του κ. Απόστολου, η Σοφία Καρτάλη, κόρη του Χρήστου και της Δέσποινας Καρτάλη από το Μπασαΐτ, γεννήθηκε το 1915 και είχε τρία αδέρφια, το Ζήση, την Αναστασία και το Χρήστο. Ο κ. Απόστολος σχολιάζει ότι η μαμά του όλη της τη ζωή δούλευε σκληρά, τόσο ως ελεύθερη, όσο και ως παντρεμένη. Όταν ήταν 15 – 16 χρονών κοπέλα, πήγαινε μέσα στη νύχτα με το άλογο στον κάμπο, όπου είχε η οικογένειά της τα μαντριά, για να φέρει το γάλα. Ως παντρεμένη είχε να φροντίσει πολλούς ανθρώπους: το σύζυγο και τα τρία παιδιά της, τον πεθερό της, τον αδερφό του άνδρα της, Αλέξανδρο, και τρεις υπαλλήλους που είχαν. Μάλιστα, όπως θυμάται ο κ. Απόστολος, είχε την ικανότητα να τους χορταίνει όλους μαγειρεύοντας ένα μόνο κοτόπουλο με μπόλικο πλιγούρι και μοιράζοντάς το ακριβοδίκαια. Η ηρωίδα Ελληνίδα μάνα δούλευε μέρα νύχτα στα χωράφια και τους φρόντιζε όλους άψογα. Ο γάμος της με τον Κώστα Αλεξανδρίδη έγινε στις 15/6/1941, σε μία πολύ δύσκολη για την πατρίδα μας εποχή, όμως το νεαρό και άξιο ζευγάρι κατάφερε να δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια, δουλεύοντας εκτός από τον αλευρόμυλο, στα χωράφια τους, ενώ είχαν και ζώα, όπως βουβάλια, αγελάδες και βόδια.
Ο κ. Απόστολος πήγε σχολείο στο χωριό. Δασκάλες είχε την κ. Πόπη, που ήταν αυστηρή, και την κ. Βικτωρία. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο κουβαλώντας κι ένα ξύλο το καθένα για τη σόμπα. Επίσης, είχαν χωρίσει τον κήπο του σχολείου σε τμήματα και κάθε παιδί είχε το δικό του για να καλλιεργεί και να περιποιείται. Επόμενος δάσκαλος ήταν ο Κουτσομύτης Απόστολος.
Στην υπέροχη αυτή φωτογραφία των μικρών μαθητών βλέπουμε τον κ. Απόστολο στην πρώτη σειρά από κάτω, πέμπτο από αριστερά, καθιστό αγοράκι.
Ήταν όμορφα και ανέμελα τα παιδικά του χρόνια, σε μια εποχή που το χωριό έσφυζε από νιάτα και ζωή και προόδευε. Δυστυχώς όμως, μια τραγωδία χτύπησε την οικογένεια του κ. Απόστολου, όταν εκείνος ήταν 11 ετών∙ σκοτώθηκε ο μικρός αδερφός του, ο Ευθύμης, που ήταν τότε μόλις 5 ετών. Το μικρό παιδάκι ήταν πολύ ζωηρό και του άρεσε να σκαρφαλώνει στις δύο πλατφόρμες (μία μεγάλη με τέσσερις τροχούς και μία μικρή με δύο τροχούς) του τρακτέρ που είχε ο θείος τους, Χρήστος Καρτάλης (αδερφός της μαμάς τους), για να κουβαλάει δεμάτια σιτάρι. Αυτό όμως ήταν πολύ επικίνδυνο. Έτσι, ο ένας γιος του Χρήστου, ο Δημητρός, οδηγούσε το τρακτέρ και ο άλλος, ο Γιαννάκος, προσπαθούσε να διώξει τα μικρά παιδιά που το έβρισκαν συναρπαστικό παιχνίδι να σκαρφαλώνουν στις πλατφόρμες. Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Γιαννάκου, ο μικρός Ευθύμης κατάφερε να κρυφτεί και να σκαρφαλώσει στην πρώτη πλατφόρμα, όμως έπεσε και τον πάτησε η δεύτερη, με αποτέλεσμα το παιδί να βρει τραγικό θάνατο. Φυσικά ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για ένα φοβερό δυστύχημα και δε χάλασαν οι σχέσεις των δύο αδελφών (της Σοφίας και του Χρήστου).
Μάλιστα, ο θείος Χρήστος Καρτάλης, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικά δυναμικός και δραστήριος άνθρωπος, λειτουργούσε ως επικεφαλής της ευρύτερης οικογένειας και συντόνιζε τις αγροτικές εργασίες όλων των μελών της. Ήταν από τους λίγους που είχαν θεριζοαλωνιστική μηχανή και εκτός από το θέρισμα και αλώνισμα των δικών του χωραφιών, φρόντιζε και για τα χωράφια των συγχωριανών του. Εκτός από τους εργάτες που μίσθωνε, είχε και τη βοήθεια όλης της οικογένειας – των παιδιών, των εγγονών και των ανιψιών του. Τον μικρό Απόστολο τον αγαπούσε ιδιαίτερα, γιατί ήταν πολύ εργατικός και φιλότιμος. Έλεγε μάλιστα στα αγόρια της οικογένειας: «Άμα γίνεις σαν τον Απόστολο, δε θέλω τίποτε άλλο». Συχνά του ανέθετε το ρόλο του ζυγιστή, για να ελέγχει μήπως κάποιος επιτήδειος τους έκλεβε στο ζύγι. Στην περιοχή του Φαναρίου ο θείος Χρήστος είχε 100 στρέμματα χωράφια με διάφορες καλλιέργειες. Μια από αυτές ήταν σουσάμια. Για να βγει η παραγωγή, εκτός από τους 30 εργάτες, δούλευε μαζί του και η οικογένεια του κ. Απόστολου και μάλιστα διανυκτέρευαν εκεί. Παιδί ο κ. Απόστολος κοιμόταν επάνω στην πλατφόρμα. Τα σουσάμια τα βάζανε σταυρωτά σε δεμάτια, μετά τα στήνανε όρθια σε «κατσούλες», για να ξεραθούν και τέλος να τα τινάξουν, για να βγει το σουσάμι.
Γενικά, οι δύο οικογένειες τότε ήταν δεμένες∙ τις ένωνε ο κοινός, δύσκολος αγώνας για επιβίωση και προκοπή, που ανάλωνε το χρόνο και τις δυνάμεις τους, ώστε να μη χωρούν μικρότητες και παρεξηγήσεις, που άλλωστε δεν ταίριαζαν και με το ήθος τους. Τα παιδιά, βέβαια, είχαν τις μικροσυγκρούσεις τους. Ο κ. Απόστολος θυμάται ένα περιστατικό: χαρακτηριστικό της οικογένειας Καρτάλη ήταν ότι από νωρίς μπορούσαν να αγοράσουν ποδήλατα (1953), τον καιρό που αυτά ήταν σπάνια. Κάποτε στο χωράφι, όταν έβγαζαν σουσάμια, η κόρη του θείου Χρήστου, η, Βιργινία, με μια φίλη της προσπάθησαν να κάνουν βόλτα με το ποδήλατο, όμως δεν τα κατάφεραν και το πέταξαν κάτω ∙ ο κ. Απόστολος, μικρός τότε, θέλησε να το δοκιμάσει, όμως κόπηκε η αλυσίδα και, επειδή ο ξάδερφός του, ο Γιαννάκος, από τη στεναχώρια του τον κατηγόρησε, εκείνος παρεξηγήθηκε και έφυγε από το Φανάρι με τα πόδια για το χωριό, που τέλος πάντων είναι αρκετά μακριά και σήμερα κανένα παιδί δε θα άντεχε να περπατήσει τόσο δρόμο!
Τότε βέβαια τα παιδιά ήταν σκληραγωγημένα και ούτε η βαριά δουλειά, ούτε η κούραση τα τρόμαζε. Το περπάτημα από το Πόρτο Λάγος ή και άλλα μέρη του κάμπου μέχρι τα Πλαστήρια το θεωρούσαν «παιχνίδι» και αποφόρτιση από την πίεση της σκληρής δουλειάς στο χωράφι. Ο κ. Απόστολος για παράδειγμα πήγαινε συχνά στο παραλιακό χωριό του Λάγους με τα ποδιά, για να παίξει με ένα φίλο του ονόματι Καραβέτη.
Γενικά οι κάτοικοι της Νέας Κεσσάνης φημίζονταν για την εργατικότητα και τη νοικοκυροσύνη τους που ξεχώριζαν. Φημίζονταν και για τα τρικούβερτα γλέντια που συχνά πυκνά – κάθε Κυριακή τουλάχιστον – έστηναν στην κεντρική πλατεία ή στα καφενεία του χωριού. Πρωτεργάτης πολλές φορές ήταν ο μεσαίος γιος του θείου Χρήστου, ο Δημητρός, ο οποίος εκτός από δίκαιος ήταν γλεντζές και καλοφαγάς. Συχνά έφερνε με το αυτοκίνητό του (άλλο ένα σπάνιο περιουσιακό στοιχείο για την εποχή) μουσικούς από τις Φέρες με νταούλια και ζουρνάδες για τα περίφημα εκείνα γλέντια. Καλός του φίλος ήταν ο Γιώργος Ντάφος, ο οποίος έπαιζε γκάιντα. Άλλοι γνωστοί οργανοπαίχτες του παλιού καλού καιρού ήταν ο Νίκος Καρακατσάνης με την αδερφή του Ελένη, ο Καριοφύλλης που έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε και η Σουλτάνα Τσαμουρτζή που επίσης τραγουδούσε.
Η ωραία παρέα βρίσκεται στο καφενείο του Αντωνάκη εν έτει 1959. Αριστερά της φωτογραφίας βλέπουμε τον κ. Απόστολο με το χέρι στο πρόσωπο.
Μια άλλη ευχάριστη ανάμνηση για τον κ. Απόστολο είναι τα μπάνια που έκαναν ως παιδιά στη λίμνη Βιστωνίδα. Βέβαια, ήταν λιγάκι επικίνδυνο τότε το κολύμπι στη λίμνη, γιατί κάποια σημεία ήταν πολύ βαθιά και οι μεγάλοι προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους μικρούς τολμηρούς κολυμβητές. Συγκεκριμένα το ρόλο του φύλακα των παιδιών είχε αναλάβει ο αμπελοφύλακας του χωριού (όλοι είχαν από 2 στρέμματα αμπέλια τουλάχιστον), που συνήθως ήταν ο Παγωνάκης, ο οποίος για να τους αποτρέψει, πολλές φορές τους έπαιρνε τα ρούχα και αυτά γυρνούσαν στο χωριό γυμνά και με την ψυχή στο στόμα, γιατί θα έτρωγαν κι ένα χέρι ξύλο απ’ τις μανάδες τους!
Εκτός από το μπάνιο τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι, αγαπούσαν πολύ το ψάρεμα στη λίμνη. Πιο δημοφιλή ψάρια ήταν τα σαζάνια, αλλά και τα χέλια. Ο κ. Απόστολος θυμάται μια φορά που ψάρευε μαζί με τον ξάδερφό του, Βασίλη Αλεξιάδη, από την πλευρά που είναι το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής και παρά την επίμονη προσπάθειά τους δεν έπιαναν ούτε λέπι. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε σε μια «γκιόλα» δίπλα στη λίμνη και έβγαλαν 3 τεράστια σαζάνια, το ένα οχτώ κιλά, οπότε μετά εκεί ψάρευαν όλοι.
Ο κ. Απόστολος θυμάται και κάποια έθιμα του χωριού, όπως οι Τζαμάλες: κοντά στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, δύο ή τρεις εύσωμοι νέοι ντύνονταν με προβιές και ένας μικρόσωμος ντυνόταν σαν γριά (κάποιες φορές το ρόλο αυτόν τον είχε ο Γιώργος Ντάφος). Οι Τζαμάλες έδεναν στη μέση τους κουδούνια μεγάλα, περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και οι νοικοκυραίοι τους έδιναν και κάτι. Κάποια στιγμή έπεφτε κάτω ένας από τις Τζαμάλες και η «γριά» τον μοιρολογούσε. Επίσης, τα καρναβάλια μασκαρεύονταν, ώστε να μην είναι εύκολο να τους αναγνωρίσει κάποιος και γυρνούσαν στα σπίτια. Τέλος, την παραμονή της γιορτής των Αγίων Θεοδώρων τα παλικάρια έκλεβαν πράγματα από τα σπίτια που είχαν ελεύθερα κορίτσια και τα πήγαιναν στη μικρή πλατεία με τον υδατόπυργο. Συχνά έκλεβαν αμπάρες, γλάστρες, ακόμα και κάρα.
Φωτογραφία από την αναβίωση του εθίμου, μόνο που φέτος (2024) μετέφεραν τα «κλεμμένα» στην πλατεία.
Ο κ. Απόστολος, όταν τελείωσε το δημοτικό, περίμενε έναν ακόμη χρόνο και μετά πήγε στο Γυμνάσιο στην Ξάνθη. Γενικά από τη δεύτερη γενιά των κατοίκων του χωριού λίγα παιδιά κατάφεραν να πάνε στο Γυμνάσιο. Πρώτος πήγε ο Βαγγέλης Κοψαλίδης, ο οποίος έγινε κτηνίατρος, μετά ο Βασίλης Αλεξιάδης και ο Φώτης Φωτίδης που επέστρεψε αργότερα στο χωριό ως δάσκαλος. Οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές και πολλά παιδιά δε σπούδασαν, για να συνεχίσουν να βοηθούν στις αγροτικές εργασίες. Ο κ. Απόστολος έφυγε από το χωράφι τρέχοντας, για να πάει να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Ο αδερφός του κ. Απόστολου, ο Χρήστος, τελείωσε με άριστα την εκκλησιαστική σχολή, η οποία λειτουργούσε ως οικοτροφείο. Μετά σπούδασε Θεολογία και Φιλολογία και μάλιστα με υποτροφία. Δούλεψε ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και για αρκετά χρόνια είχε θέση ευθύνης ως διευθυντής Λυκείου στην Καλαμάτα, όπου ζει ακόμη. Τα κορίτσια που πήγαν Γυμνάσιο ήταν επίσης λίγα: η Παρασκευή Μπαρακλιανού, η Ειρήνη Μαζαράκη και η Χρυσούλα Καρακατσάνη.
Ως μαθητής Γυμνασίου λοιπόν ο κ. Απόστολος έμενε σε ένα δωμάτιο στην πλατεία Ζωαγοράς, δηλαδή στο σημερινό παζάρι, στο σπίτι μιας γνωστής τους κυρίας, η οποία ήταν χήρα. Μάλιστα στο συγκεκριμένο δωμάτιο έμειναν αργότερα για τον ίδιο λόγο με τη σειρά τα ανίψια του, Χρήστος, Κώστας και Γιάννα Καρτάλη, παιδιά του Γιαννάκου. Η μαμά του, η Σοφία, για να ενισχύσει τα οικονομικά τους και για να βοηθήσει τα παιδιά της με τις σπουδές τους, εξέτρεφε και πουλούσε κοτόπουλα, δουλειά στην οποία ήταν άριστη. Πουλούσε λοιπόν κοτόπουλα και βούτυρο σε πλανόδιους μικροεμπόρους, όπως μία Τουρκάλα, την Τσακίρω (η οποία γυρνούσε στα χωριά και πουλούσε ρούχα και εσώρουχα), και εξασφάλιζε τα μετρητά που χρειάζονταν μεν, ήταν όμως σπάνια τότε.
Ως μαθητής του Γυμνασίου ο κ. Απόστολος ήταν επιμελής και καλός. Ήταν όμως και καλός αθλητής. Στους πανθρακικούς αγώνες βγήκε δύο φορές πρώτος στα 400 μέτρα. Έπαιζε και ποδόσφαιρο με τον θρυλικό «Διαγόρα», την ομάδα του χωριού μας, που κάποια στιγμή κέρδισε το κύπελο στην τρίτη κατηγορία!
Από αριστερά πρώτος ο Απόστολος Αλεξανδρίδης και μετά οι: Φλατσάρας Στέργιος, Τσατράλης Σταύρος, Αμαξηλάτης Βασίλης, Ελευθερίου Γαϊτάνης, ένας άγνωστος, Κοψαλίδης Χρήστος, άγνωστος, Τσαμουρτζής Τριαντάφυλλος, άγνωστος και τέλος ο Φωτίδης Βασίλης.
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο συμμετείχε στους παναγροτικούς αγώνες σε μια ομάδα την οποία είχε συστήσει ο πολύ δραστήριος δάσκαλος του χωριού, Δημήτρης Παλιάτσος, Στους αγώνες αυτούς η ομάδα του χωριού βγήκε 2η, αν και τους άξιζε η πρώτη. Ο Βαγγέλης Αμαξάς όμως βγήκε πρώτος στο άθλημα της λιθοβολίας.
Οι επιτυχημένοι αθλητές μαζί με το δάσκαλο! Καθιστός είναι ο Τσαμουρτζής Αθανάσιος, ενώ όρθιοι από αριστερά είναι οι: Τσολακίδης Νίκος, Θανάσης Καμπάκης, ο περίφημος δάσκαλος Δημήτρης Παλιάτσος, Τσατράλης Σταύρος και φυσικά ο Απόστολος Αλεξανδρίδης.
Επίσης, όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, δούλεψε στην Ξάνθη για 1 χρόνο σε ένα τυπογραφικό συνεργείο μαζί με το Νίκο Καρακατσάνη. Ακολούθησε η στρατιωτική του θητεία. Στρατιώτης πήγε στο σώμα των καταδρομέων. Η εκπαίδευση τους ήταν σκληρή και πολύ απαιτητική. Στο πλαίσιο μιας άσκησης με το κωδικό όνομα «Δούρειος» στην οποία συμμετείχε, κλήθηκαν ένα βράδυ να περπατήσουν από τη Δράμα ως την Κομοτηνή, λόγω κάποιων επεισοδίων με τους Τούρκους.
. Μετά το στρατό, το 1965, ο κ. Απόστολος μετακόμισε στην Αθήνα, όπου φιλοξενήθηκε αρχικά και για λίγους μήνες στο σπίτι της αδερφής του πατέρα του, Αριστούλας, στον Πειραιά. Πέρα από την εύρεση εργασίας, ένας ακόμη σκοπός του ήταν να περάσει σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή, όμως είχε ήδη καθιερωθεί το ακαδημαϊκό απολυτήριο και έπρεπε να δώσει εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα, πράγμα που ήταν πολύ αποθαρρυντικό. Άλλωστε, στο μεταξύ είχε προσληφθεί – με τη βοήθεια του αείμνηστου Αλέξανδρου Μπαλτατζή – στη συνεταιριστική εταιρεία ΣΠΕΚΑ, η οποία εμπορευόταν τρακτέρ από τη Ρωσία. Μετά από 1,5 χρόνο πήγε στην εταιρεία ΓΕΜΣΟΒ, η οποία εμπορευόταν ρωσικά αυτοκίνητα, και εκεί δούλεψε αρχικά ως αποθηκάριος και πωλητής και μετά ως προϊστάμενος, μέχρι το 1980. Κατόπιν, άνοιξε δικό του κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων μέχρι το 2002, όταν συνταξιοδοτήθηκε. Πρώτη έφυγε από τη ζωή η μητέρα του, τον Απρίλιο του 1993 και το 2000 έφυγε ο πατέρας του. Μια ακόμα τρυφερή ανάμνηση από τη μαμά του είναι ότι όσο την κρατούσαν τα πόδια της, φρόντιζε να στέλνει στους γιους της (στην Αθήνα και στην Καλαμάτα) κάθε 15-20 μέρες από ένα κιβώτιο με 30 αυγά και 2 κοτόπουλα!
Σύζυγός του κ. Απόστολου είναι η Ευανθία Καραχάλια, η οποία κατάγεται από το Δαφνώνα Ξάνθης, όμως έμενε στην Αθήνα από το 1963, όπως και ο αδερφός της Γιώργος, σύζυγος της Θεοδώρας Καραμουσαλίδου. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνη εργαζόταν ως κομμώτρια, όμως μετά τον αρραβώνα τους όμως διέκοψε την εργασία της. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1968 και το 1976 απέκτησε μία κόρη, την Σοφία.
Η Σοφία σπούδασε Βιολογία στο Λονδίνο, όπου και δούλεψε για 10 χρόνια στην εταιρεία (διαχείρισης αποβλήτων) Viridor, ως επιθεωρήτρια, και κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα. Στην πατρίδα εργάστηκε για 2 – 3 χρόνια σε μια εταιρεία πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων, ενώ παράλληλα έδωσε εξετάσεις κι πέρασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τότε γνώρισε και τον μετέπειτα σύζυγό της, με τον οποίο βρέθηκε στις Βρυξέλλες από το 2010, εκείνη στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προγράμματος Erasmus κι εκείνος με τη δουλειά του. Στις Βρυξέλλες ζει ακόμη το ζευγάρι και έχουν αποκτήσει μία κόρη, τη Χλόη.
Ο Απόστολος Αλεξανδρίδης είναι ένας ευγενής, δοτικός, έξυπνος και καλλιεργημένος άνθρωπος που τίμησε την καταγωγή του και το όνομα της οικογένειάς του. Σήμερα ζει μια ήρεμη ζωή με τη σύζυγό του στην Ηλιούπολη Αττικής, καμαρώνει την άξια κόρη του και την εγγονούλα του και φροντίζει να έχει μια ζεστή και ειλικρινή σχέση με τα υπόλοιπα μέλη του σογιού, αλλά και με το χωριό μας.