Η Γιαννούλα Αλμπανίδου γεννήθηκε το Σεπτέμβριο του 1959 και μεγάλωσε στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης. Έχει έναν μεγαλύτερο αδελφό, το Γιώργο Αλμπανίδη (γεννηθείς το 1956) και οι γονείς της ήταν ο Κώστας Αλμπανίδης και η Φωτούλα Παπαντωνίου. Οι παππούδες της Γιαννούλας ήταν από τους πρώτους Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες που ίδρυσαν το χωριό στα τέλη του 1922 – αρχές του 1923 μαζί με άλλους ξεριζωμένους, οι οποίοι είχαν φύγει από το χωριό Μπασαΐτ της περιφέρειας Κεσσάνης.
Ο Κώστας και η Φωτούλα Αλμπανίδη, γονείς της Γιαννούλας
Η Γιαννούλα με τον πατέρα της
Τα παιδικά χρόνια της Γιαννούλας ήταν όμορφα, ξέγνοιαστα και χαρούμενα. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι άξιοι κι εργατικοί, αυστηροί στις αρχές τους, αλλά και στοργικοί ∙ δεν ήταν ευκατάστατοι, φρόντιζαν όμως να μη λείπει τίποτα στα παιδιά τους και είχαν την εκτίμηση των συγχωριανών τους. Η οικογένεια έμενε με τον παππού Γιώργο Αλμπανίδη, γιατί η γυναίκα του, η γιαγιά Γιαννούλα, είχε πεθάνει νέα και ήταν μόνος. Ο παππούς Γιώργος ήταν ήπιος χαρακτήρας, ένας αγωνιστής της ζωής, που γνώρισε τον πόνο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, και ήταν μάλιστα από τους πρώτους πρόσφυγες που εντόπισαν τον τόπο όπου τελικά χτίστηκε το χωριό μας. Αντίθετα με τους περισσότερους Θρακιώτες πρόσφυγες του 1922, ήταν ένθερμος βασιλόφρων, πράγμα που τον έφερνε συχνά σε αντιπαράθεση με τον συμπέθερό του, Ευλάμπιο Παπαντωνίου, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος βενιζελικός. Ο παππούς Ευλάμπιος μάλιστα είχε συμμετάσχει ως στρατιώτης στη Μικρασιατική εκστρατεία. Η Γιαννούλα θυμάται ότι τα βράδια που μαζεύονταν όλα τα εγγόνια στο σπίτι του χαιρόταν πολύ να τα μαζεύει γύρω του (τα αγόρια πιο πολύ) και να τους αφηγείται τις συνταρακτικές περιπέτειές του.
Κι ήταν μπόλικα τα εγγόνια που του είχαν χαρίσει τα τέσσερα παιδιά του, εννιά στον αριθμό, δεμένα κι αγαπημένα. Είναι ατέλειωτες οι γλυκές αναμνήσεις της Γιαννούλας από την καθημερινότητα με τα ξαδέρφια της ∙ μάλιστα ήταν όλοι κοντά στην ηλικία, συμμαθητές στο δημοτικό σχολείο και πάντα μαζί στο παιχνίδι!
Μαζί ήταν και στη δουλειά, συνδυάζοντας τη βοήθεια στις εργασίες των μεγάλων με τη χαρά να πηγαίνουν μετά όλοι μαζί στο καφενείο του χωριού, για να πιούν μια πορτοκαλάδα (ο Τάκης ο Ψηλός έπαιρνε coca cola, γιατί του άρεσε να ξεχωρίζει) με το χαρτζιλίκι που είχαν επάξια κερδίσει. Η Γιαννούλα θυμάται που πήγαιναν στο σπίτι της θείας Φρόσως (αδερφής της μαμά της), για να καθίσουν όλα μαζί τα ξαδέρφια κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και να επεξεργαστούν τον καπνό που έβγαζε ο θείος Δρακούλης ή στο σπίτι της θείας Ανδρονίκης, για να βγάλουν τους ηλιόσπορους χτυπώντας τους ηλίανθους με τον κόπανο και τους κολοκυθόσπορους από τις μεγάλες κολοκύθες. Όλα μαζί, μια όμορφη, χαρούμενη παρέα, γύριζαν στα σπίτια των συγγενών, βοηθούσαν στις δουλειές και έπαιζαν μαζί. Πάντως, το σπίτι της θείας Νίκης ήταν το κέντρο τους ∙ εκεί μαζεύονταν όλα τα παιδιά της οικογένειας σχεδόν καθημερινά και η γλυκιά θεία τα φρόντιζε με όλη της την αγάπη, ενώ ο θείος Γιαννάκος τα έκανε να γελούν με τα πειράγματα και τα αστεία του.
Τ’ αγόρια έπαιζαν κυνηγητό και πόλεμο ενώ τα κορίτσια με κούκλες και σπιτάκια. Τα καλοκαίρια το παιχνίδι δε σταματούσε, παρά μόνο για να πάνε όλοι μαζί στη θάλασσα. Κάποιες φορές έρχονταν και οι άλλες ξαδέρφες τους (από τη μεριά της γιαγιάς Άννας Παπαντωνίου) από τις Σέρρες και η όμορφη παρέα μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ. Μετά τη θάλασσα φορούσαν τα καλά τους και έβγαιναν βόλτα στο χωριό, για να σμίξουν με τους φίλους τους στον κεντρικό δρόμο και στην πλατεία, όπου συχνά οι μεγάλοι έστηναν ωραία γλέντια.
Το χειμώνα βρίσκονταν πρώτα στο σχολείο, αφού ήταν συμμαθητές (σε διαφορετικές τάξεις, αλλά κοντά στην ηλικία). Το σχολείο του χωριού μας τότε είχε πολλά παιδιά – γύρω στα εκατό – και έσφυζε από ζωή, από παιδικές φωνές και γέλια! Η Γιαννούλα ήταν καλή μαθήτρια και το αγαπημένο της μάθημα ήταν η Ιστορία. Από δασκάλους θυμάται τον Γιώργο Ρούντο, τον Δημήτρη Παλιάτσο (ο οποίος έγραψε ιστορία το χωριό), το Φώτη Φωτίδη (άξιο τέκνο του χωριού) και άλλους, όλοι δραστήριοι και με πραγματικό ενδιαφέρον περισσότερο για την ορθή αγωγή των παιδιών.
Η Γιαννούλα θυμάται επίσης με νοσταλγία τις συγκεντρώσεις της οικογένειας, όταν κάποιο μέλος της γιόρταζε. Του Αή Γιαννιού μαζεύονταν στο σπίτι του θείου Γιαννάκου και της θείας Νίκης, Όταν γιόρταζε ο πατέρας της έρχονταν όλοι στο δικό τους σπίτι κ.ο.κ. Η πολυπληθής και δεμένη οικογένεια δεν έχαναν την ευκαιρία να βρεθούν, να μοιραστούν κεράσματα, δώρα και ευχές και να περάσουν όμορφα, ενώ τα παιδιά χαίρονταν πιο πολύ απ’ όλους. Μια τέτοια μάζωξη, με ιερό σκοπό, γινόταν τα καρναβάλια, πριν ξεκινήσει η νηστεία του Πάσχα ∙ πήγαιναν όλα τα αδέρφια στο σπίτι του παππού Ευλάμπιου και της γιαγιάς Αννίτσας, για να ζητήσουν «συχώριο», δηλαδή συγχώρεση από τους γονείς τους για τα λάθη που είχαν κάνει, ώστε να ξεκινήσουν τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής σωστά προετοιμασμένοι. Κάποτε η παράδοση και οι αξίες της ήταν σεβαστές.
Τα Καρναβάλια, επίσης, ο θείος Γιαννάκος έπαιρνε τη Γιαννούλα μαζί με την κόρη του, τη Γιάννα, και τις έφερνε στην Ξάνθη να δουν την παρέλαση, πράγμα που πολύ τους άρεσε. Όταν δεν μπορούσε ο θείος, αναλάμβανε η θεία Νίκη ή η μαμά της Γιαννούλας, η Φωτούλα. Μια ακόμα όμορφη ανάμνηση της Γιαννούλας είναι από την Πρωτοχρονιά, όταν η γιαγιά της η Αννίτσα την έβαζε να καθίσει μπροστά στην ξυλόσομπα, πάνω σε μια σκούπα και να σκαλίσει τα κάρβουνα με τη μασιά, ώστε να μετρήσει πόσα κάρβουνα βλέπει και να προβλέψει έτσι πόσα κοτοπουλάκια θα κατάφερναν να βγάλουν, πράγμα πολύ σημαντικό, μιας και οι κότες ήταν απαραίτητες για τα νοικοκυριά τότε. Μετά η γιαγιά την κερνούσε κι επειδή η Γιαννούλα ήταν γουρλού, όποτε έκαναν αυτό το έθιμο, πράγματι είχε επιτυχία η παραγωγή κοτόπουλων, ενώ για τον ίδιο λόγο την καλούσε και η θεία Νίκη! Την Πρωτοχρονιά, επίσης, ο παππούς Ευλάμπιος έφτιαχνε στα εγγόνια έναν ωραίο χαλβά με αλεύρι, τον οποίο έπαιρναν με τις χουφτίτσες τους.
Όπως είπαμε, η Γιαννούλα με την οικογένειά της έμεναν μαζί με τον παππού Γιώργο Αλμπανίδη, ο οποίος ήταν πολύ εργατικός άνθρωπος, όπως και οι γονείς της. Όλη μέρα δούλευαν, ακάματοι και δυναμικοί, ως αληθινοί Θράκες. Τους θερινούς μήνες, συχνά έπαιρναν και τα παιδιά μαζί στο χωράφι κι εκείνα βοηθούσαν όπως μπορούσαν, στα φασόλια και στα καλαμπόκια ή στη φροντίδα των ζώων. Τα καλαμπόκια είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί το καθάρισμά τους γινόταν το βράδυ, με όλη τη γειτονιά μαζεμένη και η δουλειά εξελισσόταν σε νυχτέρι με καλή παρέα και πολύ καλαμπούρι.
Μετά το δημοτικό η Γιαννούλα συνέχισε στο Γυμνάσιο στην Ξάνθη, όπου πήγαινε καθημερινά με το λεωφορείο της γραμμής (είχε πολύ συχνά δρομολόγια τότε). Ήταν μια γλυκιά ταλαιπωρία, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η ίδια, αφού τη μοιράζονταν με όλα τα παιδιά των χωριών της περιοχής και η διαδρομή γινόταν ευχάριστη. Βέβαια, όταν μεγάλωσε λίγο παραπάνω, νοίκιαζε ένα δωματιάκι στην Ξάνθη, γιατί εκτός από τα μαθήματα του σχολείου έπρεπε να πηγαίνει και στα φροντιστήρια, οπότε γυρνούσε στο χωριό μόνο το Σαββατοκύριακο.
Δυστυχώς, στην πολύ ευαίσθητη ηλικία των 15 ετών η Γιαννούλα έχασε την αγαπημένη της μητέρα, πολύ νέα μόλις 49 ετών, και 2,5 χρόνια μετά τον καλό της πατέρα, νέο κι εκείνο, 51 ετών. Εκείνη ήταν μαθήτρια του Γυμνασίου κι ο αδερφός της φοιτητής. Η ζωή τους είχε δείξει το σκληρό της πρόσωπο, όμως η αγάπη και η συμπαράσταση των συγγενών και φίλων τούς κράτησε όρθιους και δυνατούς. Ιδιαίτερα τους βοήθησε η οικογένεια της θείας Νίκης ∙ η στοργική θεία φρόντιζε για το φαγητό και τις άλλες ανάγκες τους, ενώ η κόρη της και αγαπημένη ξαδέρφη της Γιαννούλας, η Γιάννα, πήγαινε κάθε βράδυ επί ένα χρόνο και κοιμόταν στο σπίτι τους, για να της συμπαρασταθεί. Χάρη σε αυτήν τη συμπαράσταση τα κατάφεραν εκείνον τον πολύ δύσκολο καιρό. Το χειμώνα στα μαθήματά τους με τη φροντίδα της θείας και το καλοκαίρι όλα τα ξαδέρφια δούλευαν μαζί με τη Γιαννούλα και τον αδερφό της στα χωράφια της οικογένειας, υπό την καθοδήγηση βέβαια των μεγαλυτέρων, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα. Η Γιαννούλα θυμάται με μεγάλη ευγνωμοσύνη και συγκίνηση την αγάπη και την αλληλεγγύη που της έδειξαν οι κοντινοί της άνθρωποι. Κι έτσι η ζωή συνεχίστηκε.
Στιγμές ξεγνοιασιάς για την όμορφη παρέα στο μαγαζί του Αντωνάκη. Από αριστερά: Γιώργος Αλμπανίδης, Γιώργος Ζωίδης, Κώστας Καρτάλης και από επάνω του τ’ αδέρφια του, Γιάννα και Τάκης, και ανάμεσά τους η ξαδέρφη τους, Γιαννούλα Αλμπανίδου. Παρακάτω η Γεωργία Μητσοπούλου, ο Αντώνης και ο Σάκης Παπαντωνίου και τελευταίος ο Κιοσσές Γιάννης.
Επόμενος σταθμός στη ζωή της Γιαννούλας ήταν η γνωριμία της με τον μέλλοντα σύζυγό της, το Θεόδωρο Λυμπεράκη. Ήταν καλοκαίρι, η Γιαννούλα μαζί με τις ξαδέρφες της από Σέρρες πήγαινε με το λεωφορείο στη θάλασσα, στο Πόρτο Λάγος, ο Θόδωρος, νέος και γοητευτικός, είχε έρθει στο χωριό με τη μηχανή του και ακολούθησε την παρέα, είχε μάλιστα ήδη ακούσει από γνωστούς του για την ομορφιά και τον αξιόλογο χαρακτήρα της, γνωρίστηκαν και γρήγορα ήρθε η αγάπη και ο γάμος. Παντρεύτηκαν το 1980, χρονιά που γεννήθηκε η κόρη τους, Φωτεινή, ενώ το 1982 γεννήθηκε ο γιος τους, ο Δημήτρης. Το ταιριαστό ζευγάρι δημιούργησαν μια όμορφη, αρμονική οικογένεια, για την οποία δικαιούνται να καμαρώνουν. Μάλιστα ήταν και συνάδελφοι, αφού εργάζονταν και οι δύο στο εργοστάσιο της Σ.Ε.Β.Α.Θ. (Συνεταιριστική Εταιρεία Βιομηχανικής Αναπτύξεως Θράκης), από όπου πήραν και τη σύνταξή τους.
Η Γιαννούλα είναι ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος ∙ ευγενής, ευπροσήγορη, φιλόξενη, βαθιά καλλιεργημένη, σε κερδίζει με τους τρόπους και τον καλό της λόγο. Ταυτόχρονα είναι άξια, φιλόπονη και δυναμική, άντεξε στις μεγάλες αντιξοότητες που της έφερε η ζωή, πορεύτηκε με αξιοπρέπεια και τα κατάφερε μια χαρά. Σήμερα, χαίρεται τη θαλπωρή του σπιτιού της παρέα με τον αγαπημένο της σύζυγο και μαζί απολαμβάνουν πολύτιμες στιγμές με την εγγονούλα τους, την Ιωάννα.