Η Χρυσούλα Αχτάρη γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1965. Οι γονείς της, Νίκος Αχτάρης και Βιργινία Καρτάλη, ζούσαν στην πόλη της Ξάνθης, όμως και οι δύο παππούδες της κατάγονταν από την Ανατολική Θράκη ∙ ο παππούς Κώστας Αχτάρης από την Αδριανούπολη και είχε εγκατασταθεί στην Ξάνθη μετά το 1922, ενώ ο παππούς Χρήστος Καρτάλης καταγόταν από το χωριό Μπασαΐτ της Κεσσάνης και ανήκε στην πρώτη γενιά προσφύγων που δημιούργησαν στον κάμπο της Ξάνθης το χωριό Πλαστήρια/Νέα Κεσσάνη. Και οι δύο οικογένειες ήταν εύρωστες οικονομικά, γιατί ήταν όλοι πολύ άξιοι και εργατικοί άνθρωποι. Ταυτόχρονα ήταν πολύ δοτικοί και βοηθούσαν πολύ κόσμο.


Όταν ο Νίκος Αχτάρης και η Βιργινία παντρεύτηκαν (το 1963 ή 1964), εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Ξάνθης, σε ένα σπίτι στην οδό Αγίας Λαύρας 65, που είχε προικώο η Βιργινία από τον πατέρα της. Επειδή η Βιργινία είχε δύο μεγαλύτερους αδερφούς, το Γιαννάκο και το Δημητρό, οι οποίοι δούλευαν τα χωράφια της οικογένειας στο χωριό, ο πατέρας τους, Χρήστος, είχε φροντίσει να εξασφαλίσει την κόρη του με ένα σπίτι στην πόλη. Βέβαια εκείνη είχε λαχτάρα να σπουδάσει, όμως κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60 προτεραιότητα για τα κορίτσια θεωρούνταν ο γάμος και για τους γονείς η προίκα τους και όχι οι σπουδές. Ο Νίκος, ο σύζυγός της, διατηρούσε κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων.

Η Βιργινία νύφη ανάμεσα στα αδέρφια της,

Δημητρό και Γιαννάκο.

Το 1965 λοιπόν γεννήθηκε η Χρυσούλα και το 1972 ο αδερφός της Κώστας. Μέχρι το 1974 περίπου η νέα οικογένεια ζούσε στο πρώτο εκείνο σπίτι της οδού Αγίας Λαύρας. Το 1974 ήταν μια σημαντική χρονιά για τη Χρύσα, γιατί έχασε τη γιαγιά της, επίσης Χρυσούλα (Αχτάρη), ενώ επτά περίπου χρόνια πριν (το 1967 ή ‘68) είχε φύγει από τη ζωή ο παππούς της Κώστας. Η Χρυσούλα ήταν μικρή και λίγα πράγματα θυμάται, από τη γιαγιά της κυρίως, που ήταν μια γλυκιά και ήσυχη γυναίκα. Το 1974 λοιπόν η οικογένεια μετακόμισε στο πατρικό σπίτι του πατέρα της Χρύσας, στη γωνία των οδών Περικλέους και Θεμιστοκλέους, όπου ακόμη ζει η μαμά της, Βιργινία. Τα παιδικά χρόνια της Χρύσας ήταν ήρεμα και χαρούμενα, μέσα σ’ ένα ισορροπημένο οικογενειακό περιβάλλον και κοντά σε αγαπημένους συγγενείς.

Η μικρή Χρυσούλα στην αγκαλιά του πατέρα της Νίκου.

Ο μικρός Κώστας Αχτάρης, αδερφός της Χρυσούλας, στη βάφτισή του.

Πολλές και όμορφες αναμνήσεις έχει η Χρυσούλα από το χωριό της μαμάς της, τη Νέα Κεσσάνη, όπου πήγαινε όταν έκλειναν τα σχολεία, δηλαδή στις γιορτές και κάθε καλοκαίρι. Επειδή ο πατέρας της δεν μπορούσε να φύγει και να αφήσει κλειστό το μαγαζί του, η οικογένεια δεν έκανε πολλά ταξίδια, οπότε οι διακοπές στο χωριό ήταν θαυμάσια επιλογή. Εκεί είχε πολλούς φίλους και συγγενείς. Ο παππούς Χρήστος και η γιαγιά Γιαννούλα ζούσαν μαζί με το θείο Δημητρό, τη θεία Φωτούλα και τους γιους τους, τον Χρήστο (Τάκη Αμερικάνο) και το Σάκη. Ο θείος Γιαννάκος έμενε σε άλλο σπίτι με τη γυναίκα του Νίκη και τα παιδιά τους, το Χρήστο (Τάκη Ψηλό), τον Κώστα και τη Γιάννα. Με όλα τα ξαδέρφια της η Χρύσα ήταν σχετικά κοντά στην ηλικία και αποτελούσαν όλοι μαζί μια εξαιρετική παρέα, η οποία εμπλουτιζόταν και από άλλους συγγενείς, αλλά και από τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού. Άλλωστε τότε η Νέα Κεσσάνη ήταν ένα εύρωστο, πλούσιο σε δραστηριότητες χωριό, με ακμάζουσα νεολαία.

Τα αδέρφια Κώστας, Γιάννα και Χρήστος (Τάκη ψηλός) Καρτάλης με τη μικρή ξαδέρφη τους Χρύσα.

Από αριστερά ο Χρήστος Καρτάλης (αργότερα Τάκης Αμερικάνος),

οι Χρήστος (Τάκης Ψηλός) και Κώστας Καρτάλης (του Γιαννάκου) με την αδερφή τους Γιάννα

και μπροστά η μικρή Χρύσα Αχτάρη και ο Σάκης Καρτάλης (του Δημητρού).

Η Χρύσα έτοιμη να ρίξει μια χιονόμπαλα, παρέα με το Σάκη και τη Γιάννα, η οποία σηκώνει τον αδερφό της Χρύσας, τον Κώστα.

Όταν η Χρυσούλα πήγαινε στο χωριό, έμενε είτε στο σπίτι του παππού Χρήστου, είτε στο σπίτι του θείου Γιαννάκου, ανάλογα με τις διαθέσεις της (όπως η ίδια ομολογεί). Στο σπίτι του θείου Γιαννάκου θυμάται χαρακτηριστικά ότι επικρατούσε πάντα ηρεμία. Ακόμα κι όταν διαφωνούσε ο θείος με τη γυναίκα του, η έκφραση του εκνευρισμού του ήταν η φράση «Ε, ρε Νίκη κι εσύ». Επίσης, εκεί η Χρύσα είχε την ξαδέρφη της, τη Γιάννα, το μοναδικό άλλο κορίτσι της οικογένειας, με την οποία έκανε πολύ καλή παρέα. Μαζεύονταν τα κορίτσια της γειτονιάς και είτε έπαιζαν, είτε κεντούσαν. Τα απογεύματα του καλοκαιριού έπαιρναν τα γκιούμια με το φρέσκο γάλα και το πήγαιναν στο σταθμό συλλογής γάλακτος, που ήταν λίγο πιο κάτω από τον υδατόπυργο, απέναντι από την εκκλησία του χωριού. Επόμενη στάση τους ήταν το σπίτι της Πέπης (Δέσποινας) Διαβή, εγγονής του Ζήση Καρτάλη (ήταν αδερφός του παππού Χρήστου).

Τα καλοκαίρια όμως δεν είχαν μόνο ξεγνοιασιά και παιχνίδι. Χαρακτηριστικό της οικογένειας Καρτάλη ήταν πάντα η πολλή δουλειά, στην οποία συμμετείχαν όλοι. Η μαμά της Χρύσας, η Βιργινία, εξακολουθούσε για αρκετά χρόνια να δουλεύει (κυρίως τα καλοκαίρια που ήταν περισσότερη η δουλειά) στα χωράφια του πατέρα της μαζί με τους αδερφούς της και άλλους συγγενείς. Ακόμα και τα παιδιά της οικογένειας ακολουθούσαν συχνά τους μεγάλους στα χωράφια και βοηθούσαν με τον τρόπο τους. Καμιά φορά βοηθούσαν και στη φροντίδα των ζώων, που ήταν αρκετά δύσκολη δουλειά. Άλλωστε, στην πολλή και καλά οργανωμένη δουλειά οφειλόταν η οικονομική ευρωστία της οικογένειας. Επικεφαλής ήταν ο παππούς Χρήστος, ως σεβαστός και αυστηρός pater familias, που συντόνιζε τη δουλειά και φρόντιζε όλοι να είναι αποτελεσματικοί. Επιβαλλόταν με την προσωπικότητά του και με το κύρος που διέθετε όχι μόνο στο σόι, αλλά και σε όλο το χωριό, που τον σεβόταν και τον εκτιμούσε, γιατί εκτός των άλλων νοιαζόταν για τους συγχωριανούς του και τους βοηθούσε με κάθε τρόπο. Όμως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι ότι είχαν ομόνοια, αλληλοσεβασμό και ποτέ δεν είχαν συγκρούσεις μεταξύ τους.

Γενικά, η Χρύσα θυμάται ότι ως παιδί περνούσε πολύ όμορφα στο χωριό της μαμάς της, αλλά και ότι ταυτόχρονα γαλουχούνταν με υψηλές ηθικές αξίες, που ήταν πολύ σημαντικές για την οικογένειά τους. Η εργατικότητα, η τιμιότητα, ο σεβασμός, η αλληλεγγύη ήταν αξίες αδιαπραγμάτευτες, οι οποίες διδάσκονταν στα παιδιά της οικογένειας πρώτ’ απ’ όλα με το καλό παράδειγμα από τους μεγαλύτερους. Η Χρύσα θυμάται ένα περιστατικό με τη θεία της τη Φωτούλα (σύζυγο του Δημητρού Καρτάλη). Είχε πεθάνει ένας συγχωριανός και γείτονας και, μέχρι να γίνει η κηδεία, είχαν απαγορεύσει σε όλους στο σπίτι να ανοίξουν τηλεόραση ή ραδιόφωνο, γιατί αυτό θα ήταν προσβολή προς το νεκρό και προς το πένθος των οικείων του. Ωστόσο, τα παιδιά δυσκολεύονταν να υπακούσουν στην αυστηρή αυτή εντολή και μαζεύτηκαν κρυφά στο δεύτερο όροφο του σπιτιού του θείου Δημητρού, για να δουν τηλεόραση στο σαλόνι που άνοιγε μόνο στις γιορτές. Δυστυχώς για εκείνα, σύντομα τους ανακάλυψε η θεία Φωτούλα, τους μάλωσε αυστηρά και τους έδιωξε κακήν κακώς από το σαλόνι, γιατί είχαν φερθεί επιπόλαια και θα έλεγε η γειτονιά ότι δε σέβονται το πένθος των ανθρώπων.

Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της Χρύσας λοιπόν πέρασαν όμορφα και ανέμελα. Το 1983 τελείωσε το σχολείο (το 1ο Γενικό Λύκειο Ξάνθης) και ξεκίνησε τις σπουδές της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Οδοντιατρικής, γιατί της άρεσε πολύ η συγκεκριμένη ειδικότητα. Η Χρύσα θυμάται με νοσταλγία τα φοιτητικά της χρόνια, γιατί ήταν ξέγνοιαστα και χαρούμενα, παρέα με καλούς φίλους σε μια πόλη μοναδική. Η Χρύσα τελείωσε τη σχολή με επιτυχία το 1989 και ένα χρόνο μετά άνοιξε το οδοντιατρείο της, το οποίο διατηρεί ακόμη και είναι μια ιδιαίτερα καταξιωμένη γιατρός. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, το Μάιο του 1985 έφυγε από τη ζωή ο παππούς της, ο Χρήστος Καρτάλης, όμως κανείς δεν της το είπε, για να μη στεναχωρηθεί. Κάτι όμως την έτρωγε να πάει στην Ξάνθη, γιατί ένιωθε ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Φτάνοντας στο σπίτι της τη ρώτησε μια γειτόνισσα: «Για την κηδεία του παππού σ’ ήρθες;» κι έτσι κατάλαβε τι είχε συμβεί στην οικογένεια, όμως δεν κατάλαβε ποτέ, γιατί όλοι θέλησαν να την προστατεύσουν από το δυσάρεστο νέο. Τελικά, παραβρέθηκε στον καφέ που συνηθίζεται να προσφέρεται μετά την εξόδιο ακολουθία σε όσους συμμετέχουν στο πένθος.

Το 1990 λοιπόν άνοιξε το ιατρείο της και ξεκίνησε δυναμικά την επιτυχημένη της καριέρα. Το 1991, στις 26 Μαΐου παντρεύτηκε τον άνθρωπο της ζωής της, το Χρήστο Ράπτη, δάσκαλο στο επάγγελμα, με καταγωγή από το χωριό Βαφέικα Ξάνθης και δημιούργησαν μια όμορφη οικογένεια.

Η Χρύσα νυφούλα, με το θείο Γιαννάκο.

Ο γιος του ζευγαριού γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1992, τη νύχτα μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής, όμως ο ερχομός του στη ζωή ήταν επεισοδιακός και η μαμά του κινδύνευσε να τον χάσει εν μέσω αιμορραγικού επεισοδίου. Είχε μάλιστα χάσει ένα μωράκι στην πρώτη της εγκυμοσύνη και όταν διαπίστωσε ότι υπήρχε πάλι κάποιο πρόβλημα πανικοβλήθηκε. Την κράτησε δυνατή η πίστη της στο Θεό και με τη βοήθεια των γιατρών ο γιόκας της γεννήθηκε υγιής. Λίγο καιρό μετά βαπτίστηκε στη Λέσβο στην Ιερά Μονή των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης και πήρε το όνομα Ραφαήλ – Δημήτρης, γιατί η μαμά του έταξε στον Άγιο Ραφαήλ να του δώσει το όνομά του αν γεννιόταν γερός. Ο Ραφαήλ Δημήτρης είναι ένα ταλαντούχο παιδί, που ασχολείται με διάφορα πράγματα, όπως η οδοντοτεχνική, αλλά και η μουσική.

Ένα χρόνο μετά από τη γέννηση του Ραφαήλ, στις 25 Ιουνίου του 1993, ήρθε η σειρά της γιαγιάς Γιαννούλας (Καρτάλη) να περάσει στην αιωνιότητα, κοντά στο Χρήστο τον άνδρα της, και η Χρυσούλα αυτή τη φορά παραβρέθηκε στην κηδεία. Θυμάται μάλιστα ότι όταν έφτασε το φέρετρο στο σπίτι της στο χωριό, μια κυρία ανάμεσα στο πλήθος είπε: «Άιντι, σ’κωθείτι. Ήρθε η Μπεγεντικιότ’σσα» και πράγματι όλοι σηκώθηκαν σιωπηλοί, δείχνοντας τον ειλικρινή σεβασμό τους. Γιατί η γιαγιά Γιαννούλα, το γένος Νοικοκυρίδου, που καταγόταν από το χωριό Μπεγεντίκιοϊ της Ανατολικής Θράκης, ήταν μια δυναμική και άξια γυναίκα, που πάντα βοηθούσε όσους συγχωριανούς χρειάζονταν κάποια βοήθεια, οπότε όλοι την εκτιμούσαν και τη σέβονταν.

Λίγα χρόνια μετά, στις 19 Μαρτίου του 2000 γεννήθηκε η κόρη της οικογένειας, η Βιργινία, μια πανέμορφη και δραστήρια κοπέλα, η οποία πολύ πρόσφατα πήρε το πτυχίο της ως Χημικός και κάνει τα πρώτα επαγγελματικά της βήματα στη Θεσσαλονίκη. Με τη Βιργινία επεισοδιακή ήταν η βάφτισή της. Νονός της έγινε ένας από τους αγαπημένους εξαδέλφους της Χρυσούλας, ο Τάκης ο Ψηλός, γιος του Γιαννάκου και της Νίκης Καρτάλη. Ο Τάκης λοιπόν, είχε διάθεση να διασκεδάσει με την αγωνία όλων σχετικά με το όνομα που θα έδινε στη βαφτιστήρα και ανιψιά του και τους είχε ανακοινώσει ότι μάλλον δε θα έδινε το όνομα της γιαγιάς Βιργινίας, όπως καλούσε η παράδοση. Μάλιστα λίγο καιρό πριν από τη βάφτιση τους μάζευε όλους και τους ρωτούσε αν συμφωνούν με διάφορα άλλα ονόματα (προτείνοντας διάφορα αρχαιοελληνικά και σπάνια ονόματα) και τους αναστάτωνε, αν και δεν πίστευαν ότι ο Τάκης θα κακοκάρδιζε την καλή του θεία Βιργίνα. Βέβαια, συνέχισε το αστείο του μέχρι την τελευταία στιγμή ∙ όταν ο ιερέας ρώτησε «και το όνομα αυτής;», ο Τάκης για λίγα λεπτά κοιτούσε χαμογελώντας πονηρά τους αμήχανους συγγενείς και τη δική του μαμά, τη γλυκιά κ. Νίκη, η οποία μονολογούσε έντρομη: «Αχ, αχ, αχ, θα μας καν’ καμιά λαχτάρα ο τρελός!» και αφού χρειάστηκε να τον ρωτήσει ο παπάς τρεις φορές, τελικά είπε το όνομα που έπρεπε και αναστέναξαν όλοι με ανακούφιση. Είναι γνωστή η πηγαία αίσθηση του χιούμορ που έχει ο Τάκης και αυτό το περιστατικό είναι χαρακτηριστικό. Η Χρύσα έχει μια ζεστή σχέση αγάπης με τον ξάδερφό της και ο Τάκης είναι ένας θαυμάσιος νονός και θείος.

Το 2017 η Χρύσα βίωσε την οδύνη της απώλειας του καλού της πατέρα, Νίκου. Ο θάνατός του μάλιστα ήρθε τελείως απρόσμενα και αδικαιολόγητα, καθώς ποτέ δεν έμαθε η οικογένεια για ποιο λόγο ο αγαπημένος πατέρας αντί να έχει την κατάλληλη αντιμετώπιση του μικρού προβλήματος για το οποίο εισήχθη στο νοσοκομείο, τελικά κατέληξε. Η πληγή στην ψυχή της Χρύσας από αυτό το οδυνηρό γεγονός δεν έχει κλείσει ακόμη.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Χρυσούλας είναι ότι διατηρεί σχέσεις ποιότητας με τους ανθρώπους γύρω της, γιατί είναι μια γλυκιά, τρυφερή, δοτική προσωπικότητα, που θέλει μόνο το καλό να υπηρετεί και να προσφέρει στους άλλους. Είναι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, με βαθιά παιδεία και εμφορείται από τις υψηλές αξίες της Ορθοδοξίας: πίστη στο Θεό ως πηγή κάθε αρετής, αγάπη για το συνάνθρωπο, ταπεινοφροσύνη, γενναιοδωρία ψυχής. Η μέρα της μοιράζεται μεταξύ του ιατρείου και της φροντίδας της μαμάς της, η οποία είναι πια αρκετά ηλικιωμένη και με προβλήματα υγείας, οπότε χρειάζεται συνεχή φροντίδα. Στον λίγο ελεύθερο χρόνο που έχει αγαπημένη της ασχολία είναι η ανάγνωση βιβλίων. Επίσης, αγαπάει πολύ την όπερα και το μπαλέτο. Κάποτε έκανε ένα ταξίδι αυθημερόν στη Θεσσαλονίκη, μόνο και μόνο για να παρακολουθήσει μια παράσταση μπαλέτου, τον Καρυοθραύστη, στο Μέγαρο Μουσικής της πόλης και να γυρίσει κουρασμένη, αλλά ενθουσιασμένη αργά μέσα στη νύχτα στην Ξάνθη. Η Χρύσα εκτιμάει πολύ την καλή παρέα, είτε στο σπίτι, είτε εκτός και προτιμά την ήρεμη ψυχαγωγία από την έντονη διασκέδαση.

Η Χρυσούλα Αχτάρη μεγάλωσε μέσα σ’ ένα ισορροπημένο και αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον, κοντά σε αξιόλογους ανθρώπους και με τη σειρά της διαμόρφωσε αναλόγως και επιτυχώς τη δική της ζωή, η οποία κυλά ήρεμα κι ευτυχισμένα, όπως της αξίζει. Τώρα καμαρώνει τα δύο παιδιά της και αφιερώνει το χρόνο της στη φροντίδα των ασθενών της και των αγαπημένων της προσώπων.