Η Φρόσω (Παπαντωνίου) Τσατράλη γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1940. Γονείς της ήταν ο Ευλάμπιος (γεν. 1894 ή 1896) και η Άννα Παπαντωνίου (γεν. 1902 ή 1904) και ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Αδέρφια της ήταν η Φωτούλα (1926), ο Θανάσης (1929) και η Νίκη (1934).
Η οικογένεια Παπαντωνίου: οι γονείς Ευλάμπιος Παπαντωνίου και Άννα (το γένος Μπουραζάνη), Φωτούλα (η μεγάλη κόρη), Νίκη (η μικρή), Φρόσω (το μωρό) και
Θανάσης.
Ο Ευλάμπιος και η Άννα κατάγονταν από το χωριό Μπασαΐτ της Ανατολικής Θράκης (περιφέρεια Κεσσάνης) και είχαν φύγει από εκεί ως πρόσφυγες το φθινόπωρο του 1922.
Ο Ευλάμπιος είχε συμμετάσχει στη μικρασιατική εκστρατεία υπό την ηγεσία του Νικόλαου Πλαστήρα και είχε ζήσει από πρώτο χέρι τις δραματικές περιπέτειες του ελληνισμού της Ανατολής. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, ο Ευλάμπιος μαζί με τον αδερφό του, Αντώνη, επέστρεψαν στο Μπασαΐτ και βοήθησαν τους γονείς, αλλά και τους συγχωριανούς τους να μαζέψουν ό,τι μπορούσαν επάνω στα κάρα και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς προς τη μητέρα πατρίδα, αλλά ουσιαστικά προς το άγνωστο.
Η πορεία τους ήταν μακριά και δύσκολη. Κάποια στιγμή σταμάτησαν στο Σουφλί και μετά στην Κομοτηνή, στο χωριό Λύκειο. Κατά την παραμονή τους στο Λύκειο ο Ευλάμπιος νυμφεύθηκε την αγαπημένη του Άννα (κόρη του Συμεών Μπουραζάνη) μάλλον στις 17/02/1923. Όμως δεν επρόκειτο να χτίσουν εκεί τη νέα τους ζωή. Σύντομα έφυγαν από το Λύκειο και συνέχισαν δυτικά. Επόμενη στάση των νεόνυμφων ήταν στο Καβακλί και αργότερα έφτασαν στο Τεπέ Τσιφλίκ, μαζί με άλλους ταλαιπωρημένους Θρακιώτες πρόσφυγες, αρκετοί εκ των οποίων ήταν επίσης από το Μπασαΐτ. Με τη φροντίδα του στρατηγού Πλαστήρα το κράτος τους παραχώρησε γη και τα απαραίτητα πρώτα μέσα, για να χτίσουν σπίτια. Γι’ αυτό ονόμασαν το χωριό που δημιούργησαν εκ του μηδενός «Πλαστήρια».
Τα πρώτα σπίτια ήταν διπλοκατοικίες και ο Ευλάμπιος έχτισε το πρώτο του σπίτι μαζί με τον αδερφό του Αντώνη. Τα σπίτια αυτά είχαν έναν κοινό τοίχο, στον οποίο υπήρχε ένα παραθυράκι, ώστε οι δύο οικογένειες να ανταλλάσσουν τα απαραίτητα, όταν χρειαζόταν. Κι έτσι, με πολύ κόπο και υπομονή ξεκίνησαν μια νέα ζωή. Η οικογένεια άρχισε να μεγαλώνει ∙ το 1926 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, η Φωτούλα, και το δεύτερο, ο Δημήτριος, το 1927, αν και πολύ σύντομα το μωράκι αυτό έφυγε από τη ζωή, πράγμα που δεν ήταν σπάνιο εκείνη τη δύσκολη εποχή. Το τρίτο παιδί ήταν ο Θανάσης που γεννήθηκε το 1929 και το τέταρτο η Νίκη, το 1934.
Μετά από λίγα χρόνια, το 1937 ή το 1938, η Άννα, αρρώστησε από ελονοσία, η οποία θέριζε εκείνη την εποχή. Ο Ευλάμπιος, μαζί με τον αδερφό του Αντώνη, αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να μετακομίσει στο χωριό Μαυρόπετρα του Έβρου, όπου ζούσαν σαράντα οικογένειες Ποντίων, ελπίζοντας ότι η αλλαγή κλίματος θα βοηθήσει την υγεία της γυναίκας του. Εκεί νοίκιαζε με το γιο του κάποια χωράφια και καλλιεργούσε μπαχτσέ. Η Φρόσω γεννήθηκε εκεί, το Σεπτέμβριο του 1940, λίγο πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ωστόσο, σύντομα η οικογένεια εγκατέλειψε τη Μαυρόπετρα και μετακόμισε σε άλλο χωριό, τον Άβαντα. Ο Άβαντας ήταν μεγάλο και πλούσιο χωριό, με κατοίκους από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, μορφωμένους και προκομένους. Είχε φούρνο, αστυνομικό τμήμα, υφασματοπωλείο, υποδηματοποιείο, ό,τι μπορούσε να ζητήσει κάποιος. Εκεί νοίκιαζαν ένα σπιτάκι, δούλευαν σχεδόν οι γονείς και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, για να τα βγάλουν πέρα, και παρέμειναν εκεί για 7 χρόνια.
Η κ. Φρόσω θυμάται με μεγάλη νοσταλγία τα χρόνια στον ωραίο Άβαντα. Γείτονές τους ήταν κάποιες ηλικιωμένες κυρίες, Θρακιώτισσες κι αυτές, αλλά και ένας Γάλλος κύριος με την Ελληνίδα γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους. Οι δύο κόρες του, Μαρίζα και Χρυσούλα, έγιναν φίλες με τη μικρή Φρόσω και την αδερφή της, Νίκη. Η Φρόσω θυμάται ακόμα πόση εντύπωση της είχε κάνει το κρεβάτι με ουρανό και τούλια γύρω γύρω που είχαν οι μικρές στο δωμάτιό τους, η μεγάλη τραπεζαρία, αλλά και ο όμορφος κήπος με τα λουλούδια και τους περιστερώνες του. Ο Γάλλος γείτονας είχε ιδιαίτερη αδυναμία στη μικρούλα Φρόσω, γιατί ήταν πολύ ξανθιά και ανοιχτόχρωμη, σαν Βορειοευρωπαία, και την χαιρόταν. Όταν τ’ Αη Γιαννιού άναβαν φωτιές στους δρόμους, για να διασκεδάζουν οι νέοι πηδώντας από πάνω τους (πανελλήνιο έθιμο), την έπαιρνε στα χέρια του και την περνούσε πάνω από τις φωτιές, για να χαίρεται. Η γυναίκα του μάλιστα, που επίσης της είχε αδυναμία, έλεγε συχνά «αυτό είναι δικό μου παιδί». Και πολλές φορές, όταν πήγαινε η μαμά της, η Άννα, να δουλέψει εκείνοι την πρόσεχαν με πολλή αγάπη.
Ένας άλλος αγαπητός γείτονας στον Άβαντα είχε περιβόλι με βερικοκιές. Η γυναίκα του ήταν μοδίστρα και η αδερφή της Φρόσως, η Φωτούλα, πήγαινε για να μάθει την τέχνη. Η Φρόσω έπαιζε με τα κοριτσάκια του σπιτιού και, όταν χρειαζόταν, βοηθούσε μαζί τους στο μάζεμα των βερίκοκων, με αντάλλαγμα μερικά από αυτά. Τα πολύ ανοιχτά χρώματα που είχε ως παιδί η Φρόσω έκαναν εντύπωση και σε μια άλλη, ηλικιωμένη, γειτόνισσα, η οποία τη ρωτούσε πώς και είναι τόσο άσπρη, για να πάρει την αθώα παιδική απάντηση: «Γιατί πλένομαι δέκα φορές τη μέρα». Η κ. Φρόσω θυμάται ότι στον πλούσιο Άβαντα είχαν και ιδιαίτερα έθιμα. Για παράδειγμα, την Καθαρά Δευτέρα έκαναν μεγάλη γιορτή και στη διάρκειά της έστηναν μια κωμική αναπαράσταση γάμου, στην οποία δύο κοπέλες ντύνονταν νύφη και γαμπρός. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι ο παιγνιώδης και σατιρικός χαρακτήρας της αποκριάς επηρεάζει τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας και στη Θράκη και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τα χρόνια λοιπόν στον Άβαντα ήταν ευχάριστα για τη Φρόσω. Ήταν προφανώς πολύ μικρή, για να αντιληφθεί τις συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ίσως η γερμανική κατοχή να μην ήταν τόσο οδυνηρή εκεί, ενώ η σκληρή δουλειά των γονιών της εξασφάλιζε στην οικογένεια ένα καλό επίπεδο ζωής. Ωστόσο, ο εμφύλιος πόλεμος που δυστυχώς ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο τρόμαξε τη μαμά Άννα, η οποία ανησυχούσε μήπως οι αντάρτες έπαιρναν τα μικρά παιδιά της. Άλλωστε είχε υπάρξει ένα τέτοιο δραματικό περιστατικό στην οικογένεια, αφού οι αντάρτες είχαν απαγάγει τα τρία παιδιά του κουνιάδου της, Αντώνη. Τα παιδιά κατάφεραν να δραπετεύσουν και να γυρίσουν στην Κίρκη, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς τους μετά τη Μαυρόπετρα, όμως αυτό δεν κατάφερε να καθησυχάσει την Άννα. Παρακάλεσε έντονα τον άνδρα της να επιστρέψουν στα Πλαστήρια, γιατί, όπως έλεγε, το χωριό ήταν στον κάμπο, μακριά από τα βουνά, το ορμητήριο των ανταρτών. Άλλωστε ένιωθε ότι αυτό ήταν το χωριό τους.
Οι παρακλήσεις της εισακούστηκαν ∙ ο Ευλάμπιος έβαλε τη γυναίκα και τα τρία από τα παιδιά του στο τρένο και ο ίδιος μαζί με τη Νίκη, που του είχε αδυναμία, φόρτωσε στο κάρο τα υπάρχοντά τους και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Η κ. Φρόσω θυμάται ότι στο τρένο ταξίδευαν και πολλοί αντάρτες, οι οποίοι κουβαλούσαν μαζί τους κάποιους αιχμαλώτους αλυσοδεμένους και το μικρό παιδί απορούσε με τη δυσάρεστη εικόνα.
Επέστρεψαν λοιπόν στα Πλαστήρια και για τη μικρή Φρόσω η αλλαγή περιβάλλοντος ήταν δύσκολη. Αρχικά, τη δυσκόλεψε ο τρόπος που μιλούσαν οι χωρικοί, μιας και διέφερε από τον τρόπο των – αστικής προέλευσης – κατοίκων του Άβαντα, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν ήταν καν Θρακιώτες. Έτσι, συχνά έπρεπε να ρωτάει τη μαμά της τι σημαίνουν οι λέξεις που άκουγε, όπως η «κόσα» (με παχύ σ), που είναι το τρέξιμο. Τη βοηθούσε και η φίλη της, η Κοψαλίδου Μελανθία, η οποία έμενε κοντά τους, κι έτσι η Φρόσω έμαθε και προσαρμόστηκε. Άλλη καλή της φίλη ήταν η Θεοδώρα Καραμουσαλίδου και η Καλλιόπη Ντάφου.
Δύο φίλες της Φρόσως Παπαντωνίου,
η Γκαλιμαρίδου Παναγιώτα και
η Καραμουσαλιδου Θεοδώρα.
Η μικρή Φρόσω (δεξιά) στο Πόρτο Λάγος, σε ένα πανηγύρι,
με την ξαδέρφη της Χρυσούλα από Σέρρες.
Σχολείο πήγε φυσικά στα Πλαστήρια και είχε δασκάλα την κ. Λαδά, η οποία ήταν πολύ καλή κυρία. Το σχολείο αρχικά ήταν μονοθέσιο, όμως τα παιδιά ήταν πολλά, γύρω στα 150, οπότε ήταν αδύνατον μία δασκάλα μόνη της να τα διδάξει. Έτσι, οι γονείς των παιδιών πλήρωναν από την τσέπη τους μία ακόμα δασκάλα, για να έρχεται και να δουλεύει στο σχολείο του χωριού. Παρ’ όλο που ήταν πολλά τα παιδιά, οι δασκάλες νοιάζονταν προσωπικά για το καθένα και είχαν στενή σχέση μαζί τους. Μάλιστα, κάποιες πολύ καλές μαθήτριες, όπως ήταν η Φρόσω και οι φίλες της, τις ξεχώριζαν και τις έπαιρναν στα σπίτια τους στην Ξάνθη. Η Φρόσω είχε φιλοξενηθεί ένα Πάσχα από τη δασκάλα της. Επειδή λοιπόν γνώριζε το σπίτι της δασκάλας της, όταν ήταν περίπου 10 χρονών, την έστειλαν στην Ξάνθη, για να της φέρει τα ρούχα της, μιας και εκείνη έπρεπε να διαμείνει στο χωριό. Δυστυχώς για το παιδί, ο οδηγός του φορτηγού, με τον οποίο την έστειλαν, το άφησε έξω από την πόλη κι εκείνο έπρεπε να τη διασχίσει ολόκληρη, για να φτάσει στο δασαρχείο, όπου βρισκόταν το σπίτι της κυρίας. Φυσικά, πλάνταξε στο κλάμα, αλλά μετά μάζεψε το παιδικό του κουράγιο, περπάτησε ως το παζάρι κι από εκεί σιγά σιγά, ρωτώντας διαρκώς τους περαστικούς έφτασε, το βράδυ πια, στο σπίτι της δασκάλας της. Εκεί την υποδέχθηκε η αδερφή της κυρίας της, τη φρόντισε για τη νύχτα, την επομένη πήγαν να πάρουν τα πράγματα και της άλλης δασκάλας, μετά την έβαλε στο λεωφορείο και γύρισε η μικρή στο χωριό, έχοντας εκτελέσει άριστα την αποστολή της.
Σε αυτήν την υπέροχη φωτογραφία των μικρών μαθητών, βλέπουμε την ξανθούλα Φρόσω στην κάτω σειρά,
6η από δεξιά και δίπλα της οι δύο φίλες της, η Καραμουσαλίδου Θεοδώρα (7η ) και η Κοψαλίδου Μελανθία (8η).
Στη Φρόσω άρεσε πολύ να διαβάζει και όταν πήγαινε στα σπίτια των φιλενάδων της έπαιρνε τα βιβλία τους και διάβαζε. Ζητούσε βιβλία κι από τον συμμαθητή της, Σταύρο Τσατράλη, ο οποίος είχε πολλά και που αργότερα έγινε κουνιάδος της, αλλά εκείνος δεν ήθελε να της τα δανείζει, γιατί, όπως έλεγε, αν τα διάβαζε, θα γινόταν πιο καλή μαθήτρια από εκείνον. Παράλληλα με το σχολείο η Φρόσω, όπως και όλα τα παιδιά, έπρεπε να βοηθάει στις δουλειές και μέσα και έξω από το σπίτι. Στα δώδεκα μαγείρευε για όλη την οικογένεια, για να βρουν ζεστό φαγητό επιστρέφοντας το βράδυ από το χωράφι. Φρόντιζε τα ζωντανά, όταν όλοι έλειπαν, και μια φορά που χρειάστηκε να πουλήσουν μια μικρή αγελάδα στην Ξάνθη, έπρεπε να περπατήσει, 11 χρονών παιδί, από το χωριό στην πόλη συνοδεύοντας και ελέγχοντας το ζωντανό, που ήταν δεμένο στο κάρο του πατέρα της.
Μετά το δημοτικό η Φρόσω συνέχισε να βοηθάει την οικογένειά της στις δουλειές τόσο στο σπίτι, όσο και στα χωράφια. Δούλευαν όλοι σκληρά και με την αξία τους κατάφεραν και τη γη τους να αυξήσουν και όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό να αγοράσουν και ένα όμορφο δικό τους σπίτι να χτίσουν γύρω στο 1950 (αφού πρώτα, για τρία περίπου χρόνια, φιλοξενήθηκαν σ’ ένα σπίτι που ανήκε στον Καρτάλη Χρήστο). Μάλιστα, όλα τα παιδιά εκτός από τα δικά τους χωράφια, δούλευαν και σε άλλα για το μεροκάματο και όσα χρήματα κέρδιζαν τα έδιναν στη μητέρα τους, για να τα διαχειριστεί εκείνη όπως έπρεπε, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της οικογένειας. Η δουλειά ήταν δύσκολη και απαιτούσε ανεξάντλητες δυνάμεις, σωματικές και ψυχικές, τις οποίες βεβαίως διέθεταν με το παραπάνω.
Στα χωράφια του Μεμετάκη
Επιπλέον, στο χωριό μας για αρκετά χρόνια διοργάνωνε μαθήματα μοδιστρικής η Οικοκυρική, Βιοτεχνική και Επαγγελματική Σχολή «Ελληνικό Σπίτι», την οποία είχε ιδρύσει το 1938 η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη υπό την αιγίδα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και η Φρόσω τα παρακολούθησε κι έμαθε την πολλή χρήσιμη αυτή τέχνη, με την οποία μπορούσε αργότερα, ως μαμά και νοικοκυρά πια, να εξυπηρετεί τις σχετικές ανάγκες τις οικογένειάς της. Η Φωτούλα είχε μάθει την τέχνη στον Άβαντα και η Νίκη παρακολούθησε κάποια μαθήματα στην Ξάνθη, για έξι μήνες. Εκεί έμενε στο σπίτι ενός ταχυδρόμου, ο οποίος είχε μια κόρη στην ηλικία της (18 χρονών) και μαζί τα κορίτσια διδάσκονταν την τέχνη.
Πρώτη από αριστερά η Φρόσω και δεύτερη η κυρία η οποία δίδασκε τα κορίτσια οικοκυρικά στην Αγροτολέσχη. Τρίτη στη σειρά η Μελανθία Κοψαλίδου και μετά οι αδερφές Φωτιάδη, η Ελένη και η Στέλλα.
Πάντως η δεκαετία του ’50 ήταν μια εποχή κατά την οποία το χωριό εξελισσόταν δυναμικά και με τα θρυλικά γλέντια που διοργανώνονταν κάθε εβδομάδα είχε γίνει δημοφιλής πόλος έλξης πολλών από τα γύρω χωριά. Η Νέα Κεσσάνη έσφυζε από ζωή και κίνηση. Και η οικογένεια Παπαντωνίου όμως μεγάλωνε και καρποφορούσε. Μέσα στη δεκαετία αυτή παντρεύτηκαν οι δύο αδερφές της Φρόσως ∙ η Φωτούλα το Νοέμβριο του 1953 παντρεύτηκε τον Κώστα Αλμπανίδη και απέκτησε δύο παιδιά, το Γιώργο (το 1956) και την Ιωάννα (το 1959), ενώ η Νίκη τον Οκτώβριο του 1956 παντρεύτηκε τον Γιαννάκο Καρτάλη και απέκτησε τρία παιδιά, το Χρήστο (το 1957), τον Κώστα (το 1958) και τη Γιαννούλα (το 1961). Έτσι, η Φρόσω απέκτησε γρήγορα δύο περίφημους γαμπρούς και πολλά αγαπημένα ανίψια.
Η δική της σειρά να δημιουργήσει τη δική της όμορφη οικογένεια ήρθε σύντομα, αφού αγάπησε και παντρεύτηκε τον Δρακούλη Τσατράλη το 1961. Ο Δρακούλης, γιος του Φώτη Τσατράλη και της Σύρμως (το γένος Παρασκευά), γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1936 και καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Οι Βορειοθρακιώτες πρόσφυγες είχαν φτάσει στα Πλαστήρια τα Χριστούγεννα του 1928 και είχαν βρει έναν οργανωμένο οικισμό από 336 Ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι όμως δεν τους είδαν με καλό μάτι, γιατί θα διεκδικούσαν κι αυτοί κλήρο γης. Έτσι, μαζί με τη συμβίωση, ήρθε και η αντιπάθεια. Για καμιά 20αριά χρόνια είχαν πολύ ένταση μεταξύ τους και εξ αρχής ζούσαν σε ξεχωριστές γειτονιές, όμως από το ’60 και μετά τα πνεύματα ηρέμησαν και οι γάμοι μεταξύ τους πλήθυναν, οπότε ο Δρακούλης και η Φρόσω χωρίς εμπόδια δημιούργησαν μια πολύ αγαπημένη οικογένεια.
Από το γάμο της Φρόσως Παπαντωνιου με τον Δρακούλη Τσατράλη
Η πεθερά της Φρόσως, η Συρματένια, ήταν καλός άνθρωπος και αγαπούσε τη νύφη της. Από την άλλη, η θετή μητέρα της πεθεράς της (που την είχε πάρει για ψυχοπαίδι, επειδή οι συγγενείς της Σύρμως είχαν φύγει για Κιλκίς) δεν την ήθελε, επειδή ήταν από την ανατολική Θράκη. Έλεγε στη Σύρμω: «Τι το μάζεψατ’ αυτό το κατσιβελάκ’ κι το φερατ’ εδώ;». Η Φρόσω στεναχωριόταν, αλλά από σεβασμό στη γιαγιά δεν έλεγε τίποτα. Άλλωστε την υποστήριζε και η πεθερά της. Η μητέρα της, Άννα, ήταν ντροπαλή και πολύ διακριτική και σπανίως πήγαινε στο σπίτι της. Καμιά φορά ρωτούσε τη φίλη της κόρης της, τη Ρούλα, αν περνάει καλά στο γάμο της, γιατί δεν άκουγε κανένα παράπονο και ντρεπόταν η ίδια να ρωτήσει, για να μη δημιουργήσει την εντύπωση ότι ανακατεύεται. Η συμπεθέρα της, Συρματένια, πολλές φορές μετά την εκκλησία την έπαιρνε μαζί της και την έφερνε στο σπίτι για καφέ. Ζητούσε μάλιστα από τη νύφη της να στρώσει το τραπέζι, για να φάνε πρώτες, μαζί οι συμπεθέρες και μετά να καθίσει το ζευγάρι. Την παίνευε κιόλας για την ταχύτητά της στην προετοιμασία του φαγητού. Και ο πεθερός της Φρόσως την αγαπούσε πολύ, γιατί ήταν πολύ εργατική. Το χάραμα, πρώτος σηκωνόταν εκείνος, μετά η Φρόσω, για να του ετοιμάσει το γάλα του και μετά η πεθερά της, η οποία μάλιστα δεν είχε την απαίτηση να ξεκινάει η νύφη της τόσο νωρίς τον αγώνα της ημέρας. Η καθημερινότητά τους κυλούσε ήρεμα, με συνεννόηση και συνεργασία. Το πρωί μοίραζαν τις υποχρεώσεις της ημέρας και δε χρειαζόταν ποτέ να διαφωνήσουν.
Ο Δρακούλης ήταν άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός και γλεντζές. Μετά το δημοτικό πήγε στο Γυμνάσιο μέχρι την Γ΄ τάξη, όμως μετά διέκοψε, γιατί κόπηκε στις εξετάσεις στα μαθηματικά και απογοητεύτηκε. Ήταν πολύ εργατικός και χάρη στην εντατική δουλειά στα χωράφια του κατάφερε να εξασφαλίσει μια άνετη ζωή για την οικογένειά του, ενώ καμάρωνε για τους δύο λεβέντες γιους του, το Φώτη, που γεννήθηκε το 1962 και τον Κώστα, ο οποίος γεννήθηκε το 1977.
Η κ. Φρόσω με το γιο τη, Φώτη και με τον Κώστα.
Ο Δρακούλης Τσατράλης, ήταν πολύ δραστήριος και ασχολούνταν με τα κοινά. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1975 εξελέγη μέλος του κοινοτικού συμβουλίου με πρόεδρο τον Λευτέρη Βαθρακέα και στις εκλογές του 1978 εξελέγη πρόεδρος της κοινότητας Νέας Κεσσάνης. Η κ. Φρόσω ήταν πάντα δίπλα στον άξιο άντρα της, θερμή συμπαραστάτρια και βοηθός, παράλληλα με τις πολλές οικογενειακές της υποχρεώσεις, αφού ο Φώτης τους ήταν έφηβος και ο Κωστής μωρό στην αγκαλιά. Πολύ συχνά οι συγχωριανοί απευθύνονταν σε εκείνη, για να ζητήσουν κάτι από τον πρόεδρο του χωριού και εκείνη προσπαθούσε να μη χαλάει χατίρια. Επίσης, αξιοποίησε τα μαθήματα μοδιστρικής που είχε κάνει μικρή, για να ράβει ένα πλήθος από εθνικές ή και προεκλογικές σημαίες, ενώ προετοίμαζε πλουσιοπάροχα γεύματα για τους επισήμους που έρχονταν κάθε τόσο στο χωριό.
Ο Δρακούλης Τσατράλης σε κάποιον εορτασμό
στην πλατεία, ως πρόεδρος της κοινότητας.
Ως σύζυγος του προέδρου προετοίμαζε επίσης παραδοσιακές πίτες και γλυκά για τις διάφορες γιορτές του χωριού, κυρίως για το έθιμο της «Μπάμπως», το οποίο έφεραν στο χωριό οι Βορειοθρακιώτες κάτοικοί του.
Η κ. Φρόσω στη μέση (περίπου), δίπλα στην Μπάμπω
Το έθιμο της «γυναικοκρατίας», όπως αλλιώς λέγεται, είναι γιορτή προς τιμήν της πιο σημαντικής γυναίκας του χωριού, της μαίας. Ουσιαστικά όμως εκείνη την ημέρα γιορτάζουν όλες οι γυναίκες, αφού είναι η μόνη ημέρα του χρόνου που αφιερώνεται αποκλειστικά σ’ αυτές. Γι’ αυτό και οι άντρες απαγορεύονταν αυστηρά από τον εορτασμό της ημέρας. Σημαντικό στοιχείο του τελετουργικού ήταν οι μεταμφιέσεις (που μάλλον σχετίζονταν με τις αρχαιοελληνικές ρίζες του εθίμου), ενώ το γλέντι κρατούσε μέχρι αργά ή και μέχρι το πρωί, οπότε όλα ξαναγυρνούσαν στο συνήθη “πατριαρχικό” ρυθμό τους. Η κ. Φρόσω λοιπόν συμμετείχε και συμμετέχει ενεργά στο έθιμο, αλλά και σε κάθε σημαντική στιγμή της ζωής του χωριού μας.
Δεν της έλειψαν όμως και οι θλίψεις. Το 1977 έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της, ο Ευλάμπιος Παπαντωνίου, ενώ δύο χρόνια μετά, το 1979, η μητέρα της, Άννα. Η Φρόσω και τα αδέρφια της θρήνησαν τους γονείς τους και τίμησαν τη μνήμη τους όπως τους άξιζε. Ο μεγαλύτερος πόνος όμως ήρθε το … όταν έχασε τον άνδρα της από καρκίνο του ήπατος. Η κ. Φρόσω κατάφερε να συνεχίσει χάρη στην αγάπη των παιδιών της, αλλά και την ηθική συμπαράσταση των συγχωριανών μας, αφού είναι ένα πρόσωπο ιδιαιτέρως αγαπητό και σεβαστό μέσα στο χωριό.
Η Φρόσω (Παπαντωνίου) Τσατράλη είναι άνθρωπος με υψηλό ήθος και καλοσύνη, γλυκομίλητη και εξαιρετικά δοτική. Ο δυναμισμός και η ενεργητικότητα της υπερνικούν την ηλικία της τόσο εντυπωσιακά, ώστε να παραμένει χρήσιμη για την κοινότητα, αλλά και πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία και την παράδοση του τόπου μας! Έζησε πολλές περιπέτειες από μικρή ακόμη ηλικία, δούλεψε πάρα πολύ, κουράστηκε, αλλά και χάρηκε όμορφες στιγμές με την οικογένεια της. Σήμερα απολαμβάνει την ηρεμία του γεμάτου λουλούδια σπιτιού της και καμαρώνει τα παιδιά και τα εγγόνια της.