Η Γιαννούλα Καρτάλη γεννήθηκε στο χωριό Μπεγεντίκιοϊ της Ανατολικής Θράκης στις 15 Σεπτεμβρίου του 1907. Γονείς της ήταν ο Χρήστος Νοικοκυρίδης και η Βιργινία (το γένος Καβαζίδου) και είχε τρία αδέρφια, τον Απόστολο, τον Γιάννη και τη Δέσποινα. Οι παππούδες της από τη μεριά του πατέρα της ήταν ο Γιάννης και η Μιλίτσα Νοικοκυρίδη και ο προπάππους της λεγόταν Απόστολος.
Οι μακρινές ρίζες της οικογένειας Νοικοκυρίδη βρίσκονται στη Θεσσαλία, από όπου εκδιώχθηκαν κάποιοι εκ των προγόνων της Γιαννούλας γύρω στο 1812, λίγα χρόνια δηλαδή πριν την Επανάσταση του 1821. Για το όνομα της οικογένειας υπάρχει μια ωραία ιστορία την οποία μας διηγήθηκε ένας από τους ανιψιούς της Γιαννούλας, ο Χρήστος Νοικοκυρίδης, γιος του αδερφού της, του Απόστολου: Όταν κάποτε στο Μπεγεντίκιοϊ ήρθε ένας Τούρκος αξιωματούχος, ζήτησε να συναντήσει τον αρχηγό της οικογένειας, η οποία τότε ήταν ονομαστή και σπουδαία μέσα στην κοινότητα. Εκείνος αρνήθηκε να πάει να παρουσιαστεί στον αξιωματούχο λέγοντας με θάρρος «Αν θέλει ο αξιωματούχος να με δει, ας έρθει στο σπίτι μου ∙ εγώ δεν πάω, εγώ είμαι ένας νοικοκύρης!» κι έτσι βγήκε το όνομα «Νοιοκυρίδης».
Ο πατέρας της Γιαννούλας, ο Χρήστος (γεννηθείς το 1884), ήταν ένας άξιος γεωργός και σεβαστό πρόσωπο μέσα στο αμιγώς ελληνικό χωριό της Ανατολικής Θράκης, το Μπεγεντίκιοϊ. Το χωριό αυτό βρισκόταν κοντά στην πόλη της Κεσσάνης και κοντά σε ένα άλλο εύρωστο χωριό, το Μπασαΐτ, από το οποίο καταγόταν ο μετέπειτα σύζυγος της Γιαννούλας, ο Χρήστος Καρτάλης.
Λεπτομέρεια του χάρτη της Ανατολικής Θράκης Η φορεσιά του Μπεγεντίκιοϊ με τα δύο χωριά και την Κεσσάνη.
Η αξιοσέβαστη όμως οικογένεια σημαδεύτηκε από τον τραγικό θάνατο της μητέρας, Βιργινίας, κατά τη διάρκεια της τελευταίας της γέννας. Έτσι, μερικά χρόνια μετά, με τη μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες στην Ανατολή, ο Χρήστος Νοικοκυρίδης πήρε τα τέσσερα παιδιά του και τράβηξε το δρόμο της προσφυγιάς. Ο δρόμος τον έβγαλε στο νομό Έβρου, κοντά στις Φέρες, στο χωριό Μάνθια (το οποίο το 1955 μετονομάστηκε σε Ιτέα), μαζί με μερικούς άλλους συγχωριανούς του. Εκεί έχτισε μια νέα ζωή μαζί με τη νέα του σύζυγο, την Αγγελική, η οποία αγάπησε και μεγάλωσε τα παιδιά του σαν να ήταν δικά της, ενώ την αγάπησαν κι αυτά το ίδιο. Το ζευγάρι δούλεψαν τα χωράφια που τους είχε παραχωρήσει το κράτος, ενώ είχαν κι έναν αλευρόμυλο, τον οποίο ανέλαβε κυρίως η κόρη τους, Δέσποινα.
Ο Χρήστος Νοικοκυρίδης με τη δεύτερη σύζυγό του, Αγγελική.
Λίγα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στη Μάνθια ήρθε προξενιό από ένα άλλο προσφυγικό χωριό, τα Πλαστήρια (το 1940 μετονομάστηκε σε Νέα Κεσσάνη) του νομού Ξάνθης, για τη Γιαννούλα. Ο Χρήστος Καρτάλης, ένας γοητευτικός και δυναμικός νέος με καταγωγή από το χωριό Μπασαΐτ, τη ζήτησε σε γάμο και το ζευγάρι παντρεύτηκε στα Πλαστήρια τον Αύγουστο του 1927. Το πώς προέκυψε αυτή η ένωση δεν είναι ξεκάθαρο∙ πιθανόν να γνωρίζονταν οι οικογένειες ακόμα από τον καιρό που ήταν στην πατρίδα και μετά να κανονίστηκε το προξενιό.
Έτσι, η Γιαννούλα ακολούθησε τον άνδρα της στα Πλαστήρια, στα δυτικά της λίμνης Βιστωνίδας, φρόντισε όμως να κρατήσει ζεστές σχέσεις με την οικογένειά της στη Μάνθια/Ιτέα και με κάθε ευκαιρία τους επισκεπτόταν με τα παιδιά και αργότερα με τα εγγόνια της. Το ζευγάρι απέκτησαν συνολικά πέντε παιδιά, όμως το πρώτο, η Κερατσούδα, που γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1928, δεν έζησε παρά για πέντε ημέρες και έφυγε από τη ζωή στις 20/11, ενώ το τέταρτο στη σειρά παιδί, ο Κωνσταντής (μάλλον γεννήθηκε το 1934), πέθανε από πνευμονία σε μικρή ηλικία (ίσως δέκα ετών). Το δεύτερο στη σειρά παιδί ήταν ο Γιαννάκος (το 1929 ή, σύμφωνα με το δημοτολόγιο, το 1930) και το τρίτο παιδί ο Δημητρός, που γεννήθηκε το 1932. Τελευταίο παιδί της οικογένειας ήταν η μοναχοκόρη, η Βιργινία, η οποία γεννήθηκε το 1936.
Ο Χρήστος και η Γιαννούλα με τα παιδιά τους, Γιαννάκο, Δημητρό και Βιργινία.
Η νέα οικογένεια αρχικά ζούσαν στο πατρικό σπίτι του Χρήστου, μαζί με τους γονείς του (Χρήστο και Δέσποινα), όμως κατά τη δεκαετία του 1930 έχτισαν το δικό τους σπίτι κοντά στην εκκλησία του χωριού και μετακόμισαν εκεί. Ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η γερμανοβουλγαρική κατοχή. Το σπίτι τους επιτάχθηκε πρώτα από τους Γερμανούς και μετά από τους Βούλγαρους κατακτητές∙ η πείνα απείλησε και την οικογένεια του Χρήστου και της Γιαννούλας, όμως τα έβγαλαν πέρα και σε αυτήν την τραγική συγκυρία. Μάλιστα η Γιαννούλα νοιαζόταν και για τις γυναίκες που έρχονταν στο χωριό από την Ξάνθη, για να πουλήσουν ό,τι μπορούσαν και να πάρουν λίγα τρόφιμα, βοήθησε μια από αυτές αγοράζοντας ακριβά ένα υφαντό κι εκείνη η γυναίκα με τη σειρά της τη φρόντισε, όταν κάποτε η Γιαννούλα αρρώστησε. Δυστυχώς, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιαννάκου Καρτάλη, ο τρίτος γιος της οικογένειας, ο Κωνσταντής, αρρώστησε από πνευμονία και πέθανε 10 ετών, δηλαδή το 1944, κατά τη διάρκεια της κατοχής, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι στα δημοτολόγια είναι καταγεγραμμένη ως χρονολογία θανάτου του το 1938, πράγμα που μάλλον είναι λάθος. Όπως και να ‘χει, αυτή η οδυνηρή απώλεια στοίχισε πολύ στη Γιαννούλα. Την πληγή της μητέρας του θέλησε λίγο να απαλύνει ο Γιαννάκος, όταν χρόνια αργότερα έδωσε το όνομα «Κωνσταντίνος» στο δεύτερο γιο του.
Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ήρθε επιτέλους η ειρήνη και η Γιαννούλα με το Χρήστο συνέχισαν τον τίμιο αγώνα τους για προκοπή. Έτσι, κατάφεραν να αυξηθεί το βιος τους και να αναδείξουν την οικογένειά τους σε μια από τις πιο σπουδαίες του χωριού. Όλα αυτά βέβαια τα πετύχαιναν με πολύ σκληρή δουλειά, υπό δύσκολες συνθήκες. Η Γιαννούλα, δραστήρια κι ακαταπόνητη, φρόντιζε τα παιδιά και το σπιτικό της, αλλά και συνέτρεχε τον άνδρα της στις αγροτικές εργασίες. Άλλωστε, ένας δυναμικός, πολυπράγμων (ασχολούνταν και με τα κοινά και έγινε Πρόεδρος του χωριού αρκετές φορές) και ικανός άνδρας δε θα μπορούσε παρά να έχει δίπλα του να του παραστέκει μια εξίσου ικανή και δυναμική γυναίκα.
Αυτή ήταν η Γιαννούλα, η οποία δούλευε όλη της τη ζωή ασταμάτητα, γιατί οι υποχρεώσεις της ήταν ατέλειωτες ∙ έπρεπε να φροντίσει το σπίτι, τα παιδιά και μετά τα εγγόνια, να τακτοποιήσει τα ζωντανά (δουλειά πολύ σκληρή), να φουρνίσει ψωμί και να ετοιμάσει το φαγητό για τους δεκάδες εργάτες που έφερνε ο άνδρας της για τις αγροτικές εργασίες και τους φιλοξενούσε στις αποθήκες της αυλής τους, αλλά και να πάει στα χωράφια κάποιες φορές, για να βοηθήσει κι εκεί. Όλα τα κατάφερνε, όλα τα οργάνωνε και είχε υπό έλεγχό το σπιτικό τους, όπως ο άνδρας της οργάνωνε και είχε υπό έλεγχο τις αγροτικές εργασίες όλης της οικογένειας, ακόμα κι όταν οι γιοι τους μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν (ο Γιαννάκος το 1956 και ο Δημητρός το 1961) και έκαναν τα δικά τους παιδιά.
Ως mater familias όμως ήταν αυστηρή και απαιτητική απέναντι στις νύφες της, οι οποίες όφειλαν να ακολουθήσουν τη βασική αρχή της οικογένειας: δουλειά, δουλειά, δουλειά! Από την άλλη, ως γιαγιά ήταν αφοσιωμένη στα εγγόνια της και τα φρόντιζε με πολλή αγάπη, αν και με μετρημένη τρυφερότητα. Όσο ήταν μικρά, τα φρόντιζε στο σπίτι, για να πάνε οι μεγάλοι στα χωράφια, όμως όταν άρχιζαν να μεστώνουν κι αυτά, τα έστελνε με τον παππού και τους γονείς τους στις γεωργικές εργασίες, για να διδαχθούν από πρώτο χέρι την εργατικότητα και τον αγώνα για προκοπή. Ο εγγονός της ο Κώστας, θυμάται επίσης ότι ήταν καλλίφωνη, της άρεσε το γλέντι, το τραγούδι κι όταν μεράκλωνε έλεγε τούρκικους αμανέδες από την πατρίδα.
Ο Χρήστος Καρτάλης με τη σύζυγό του Γιαννούλα και τα εγγόνια τους Χρήστο Καρτάλη (του Δημητρού), Χρήστο (στη μέση) και Γιάννα Καρτάλη (του Γιαννάκου). Τέρμα δεξιά ο μικρός Σάκης Σταυρακάρας (του Φώτη).
Η Γιαννούλα με τον εγγόνο της, Σάκη Καρτάλη (του Δημητρού), στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία ο παππούς Χρήστος, επειδή αγαπούσε και δούλευε τη γη, και για ένα διάστημα κοιμόταν μαζί τους.
Στο χωριό μέσα έχαιρε σεβασμού και εκτίμησης, όχι μόνο ως σύζυγος του Προέδρου της κοινότητας, αλλά και ως ένας δοτικός άνθρωπος που νοιαζόταν για τους γείτονες και συγχωριανούς της και προσέφερε υλική και ηθική βοήθεια σε όποιον χρειαζόταν. Η Γιαννούλα έχασε τον άνδρα της το Μάιο του 1985. Όταν έφτασε στο σπίτι το φέρετρο με τη σορό του, τον υποδέχθηκε εκείνη όρθια στην εξώπορτα, περήφανη, σοβαρή, μητριαρχική φιγούρα και εν μέσω σιωπής από το πλήθος που παρευρισκόταν είπε: «Νοικοκύρη μου, καλώς ήρθες στο σπιτικό σου»!
Η Γιαννούλα έζησε άλλα οχτώ χρόνια κοντά στα παιδιά της και πρόλαβε να δει τέσσερα από τα εφτά εγγόνια της να παντρεύονται: το 1991 παντρεύτηκε ο Κώστας (του Γιαννάκου) τη Μαρία Παντσέλια, ο Σάκης (του Δημητρού) με τη Βαγγελίτσα Μπλιούμη και η Χρύσα (της Βιργινίας) με τον Χρήστο Ράπτη, ενώ το 1992 παντρεύτηκε ο Χρήστος (του Δημητρού) τη Ματθίλδη Παπαδάτου. Επίσης, πρόλαβε να χαρεί τον ερχομό δύο δισέγγονων ∙ το Σεπτέμβριο του 1991 γεννήθηκε ο Γιάννης Καρτάλης (του Κώστα) και ένα χρόνο μετά, το Σεπτέμβριο του 1992, γεννήθηκε ο Δημήτρης-Ραφαήλ Ράπτης (της Χρύσας), γεμίζοντας την προγιαγιά του χαρά.
Η Γιαννούλα με τον μικρούλη Γιάννη, γιο του εγγονού της Κώστα Καρτάλη (του Γιαννάκου).
Στις 25 Ιουνίου του 1993 η Γιαννούλα Καρτάλη, το γένος Νοικοκυρίδου, ολοκλήρωσε τον κύκλο της ζωής στα 85 της χρόνια. Ήταν 15 χρονών κοπέλα όταν γνώρισε τον πόνο της προσφυγιάς και είκοσι όταν παντρεύτηκε, για να δημιουργήσει μαζί με έναν σπουδαίο Θρακιώτη, το Χρήστο Καρτάλη, μια οικογένεια από τις λίγες. Τα παιδιά της, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, συγγενείς και συγχωριανοί την τίμησαν όπως της άξιζε. Χαρακτηριστική ήταν η στιγμή που έφτασε η σορός της στο σπίτι και μια γειτόνισσα φώναξε «Άιντι, σ’κωθείτι.! Ήρθε η Μπεγεντικιώτ’σσα!» και πράγματι όλο το πλήθος που βρισκόταν εκεί σιωπηλοί, με βαθύ σεβασμό σηκώθηκαν για να της αποτίνουν φόρο τιμής.