Ο Γιώργος Σταυρακάρας γεννήθηκε στις 20 Μαΐου του 1945 στο χωριό Νέα Κεσσάνη της Ξάνθης, όπου και μεγάλωσε. Γονείς του ήταν ο Παναγιώτης Σταυρακάρας και η Λουλούδα Τσολακίδου, οι οποίοι ήρθαν πρόσφυγες το 1922 από χωριά της Ανατολικής Θράκης (το Μπασαΐτ της Κεσσάνης και το Καδήκιοϊ της Μακράς Γέφυρας αντίστοιχα) και δημιούργησαν μαζί με άλλους ξεριζωμένους Θρακιώτες το χωριό που αρχικά ονομάστηκε Πλαστήρια. Ο Παναγιώτης και η Λουλούδα ήταν αγρότες και σκληρά εργαζόμενοι, άξιοι άνθρωποι.

Ο κ. Γιώργος Σταυρακάρας μιλά για τη ζωή του, στα γραφεία της εταιρείας του στη Γενισέα.

 

Ο Παναγιώτης και η Λουλούδα Σταυρακάρα

Ο Γιώργος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας∙ πρώτος ήταν ο Θεοφάνης (γεν. το 1933), δεύτερο ήταν ένα παιδάκι που επίσης είχε το όνομα Γιώργος (γεν. το 1935), όμως πέθανε μόλις 9 ετών το 1944, κατά τη διάρκεια της κατοχής, και τρίτη η Γιαννούλα (γεν. το 1937). Ο Γιώργος τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό, όμως δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει στο Γυμνάσιο (ελάχιστοι της γενιάς του συνέχισαν) κι έτσι μπήκε από πολύ μικρός στη βιοπάλη. Από 12-13 ετών άρχισε να δουλεύει στο διπλανό Πόρτο Λάγος σε ένα παντοπωλείο και πηγαινοερχόταν με τα πόδια στο χωριό. Από τα 14 του είχε ένα ποδήλατο για τις μετακινήσεις του και αργότερα ένα μικρό μηχανάκι∙ κάθε βράδυ τον περίμενε η μαμά του να γυρίσει και μετά ησύχαζε κι εκείνη, γιατί ήξερε ότι ήταν επικίνδυνος για ένα παιδί ο έρημος δρόμος με τον ελάχιστο φωτισμό και τα αδέσποτα σκυλιά.

Ο Γιώργος Σταυρακάρας νεαρός εργαζόμενος στο Πόρτο Λάγος

Δούλεψε αρκετά χρόνια στο παντοπωλείο του Πόρτο Λάγους, ενηλικιώθηκε και μερικούς μήνες πριν φύγει φαντάρος προσπάθησε να ανοίξει δικό του οπωροπωλείο, πράγμα που του εξασφάλισε κάποια, λίγα έστω, χρήματα, για τη στρατιωτική του θητεία. Ως φαντάρος πήγε πρώτα στο Μεσολόγγι, όπου παρουσιάστηκε, και μετά στη Σάμο για την υπόλοιπη θητεία, ενώ μόνο δύο φορές κατάφερε να πάρει άδεια για να επισκεφτεί τους δικούς του στο χωριό.

Στο κέντρο κατάταξης στο Μεσολόγγι, ο Γιώργος τέρμα επάνω, αριστερά.

Μετά τη στρατιωτική του θητεία επέστρεψε στο χωριό, όμως το όνειρό του ήταν να ξεκινήσει μια δική του επιχείρηση και να πετύχει. Επειδή εργασιακή εμπειρία είχε από παντοπωλείο, θέλησε να ασχοληθεί με το εμπόριο. Αφού έψαξε για λίγο καιρό τις επιλογές του, αποφάσισε να δοκιμάσει να ανοίξει ένα μικρό μαγαζί στην πόλη της Ξάνθης, συγκεκριμένα στην οδό Μιχαήλ Καραολή. Αρχικά εμπορευόταν λάδι από τη Λέσβο, όπου είχε ένα φίλο του και με τη δική του παρότρυνση και βοήθεια ξεκίνησε. Ερχόταν λοιπόν ένα πλοίο motorship, το «Αλέξανδρος» μία φορά την εβδομάδα (κάθε Τρίτη, όπως μας είπε) και έφερνε 2-3 βαρέλια και μερικά δοχεία λάδι. Για να μεταφέρει όμως αυτήν την ποσότητα, χρειαζόταν ένα αυτοκίνητο. Πράγματι, τον βοήθησε οικονομικά ο αδερφός του (που είχε τελειώσει μια γεωπονική σχολή και εργαζόταν) και αγόρασε από τη Θεσσαλονίκη με γραμμάτια ένα φορτηγάκι 5 τόνων, αξίας 135.000 δραχμών που για την εποχή ήταν αρκετά χρήματα.

Εκτός από τα γραμμάτια για το αυτοκίνητο, ο Γιώργος έπρεπε να πληρώνει και ένα χιλιάρικο το μήνα για το ενοίκιο του μαγαζιού του στην πόλη. Κι επειδή τα έσοδά του δεν ήταν αρκετά, αναγκάστηκε για αρκετό καιρό να κάνει και δεύτερη δουλειά, σερβιτόρος τα Σαββατοκύριακα σε ένα τουριστικό περίπτερο στο Φανάρι του νομού Ροδόπης. Ταυτόχρονα κανόνιζε, όταν πήγαινε στο Φανάρι, να πουλάει εκεί 2-3 δοχεία λάδι, τα οποία μετέφερε με το λεωφορείο από την Ξάνθη και μετά από τη στάση με κάποιο τρακτέρ που περνούσε από εκεί. Παρά τις δυσκολίες, αυτή η δραστηριότητα του προσέφερε εκτός από χρήματα, αρκετές γνωριμίες και άρχισε να χτίζει ένα καλό όνομα στην αγορά, χάρη στην τιμιότητα και την αξιοπιστία του.

Έτσι, το μικρό μαγαζάκι άρχισε να προκόβει και πρόσθεσε κι άλλα προϊόντα, όπως ζάχαρη και ρύζι. Επίσης, άρχισε με το φορτηγάκι του να γυρνάει στα χωριά του κάμπου και να αγοράζει από τους παραγωγούς διάφορα προϊόντα, όπως σιτάρια και καλαμπόκια, τα οποία έστελνε στη Λέσβο, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι δουλειές του, όπως και η καλή του φήμη. Κάποια στιγμή οι πελάτες του από τη Μυτιλήνη του ζήτησαν να τους στέλνει κουκιά, τα οποία καλλιεργούνταν εντατικά στη Νέα Κεσσάνη. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της υπευθυνότητάς και της μεθοδικότητάς του είναι ότι τους ζήτησε πρώτα να του στείλουν λίγο νερό από το νησί, για να δει αν στο νερό αυτό βράζουν σωστά τα Ξανθιώτικα κουκιά και μετά να τους τα πουλήσει. Και φυσικά έβαζε τη μαμά Λουλούδα να κάνει τις σχετικές δοκιμές. Πράγματι, τα κουκιά είχαν μεγάλη επιτυχία στη Μυτιλήνη και μετά η δουλειά επεκτάθηκε σε όλα τα όσπρια και τα δημητριακά.

Έτσι, ο Γιώργος Σταυρακάρας άρχισε να γεμίζει με τα δικά του προϊόντα το πλοίο «Αλέξανδρος» και να πετυχαίνει ως επιχειρηματίας. Όταν κάποιες φορές βρισκόταν σε οικονομική στενότητα, τον βοηθούσε ένας γείτονάς του στην Ξάνθη, ο οποίος ήξερε ότι ο τίμιος Γιώργος θα δουλέψει διπλά και τριπλά, για να τον ξεπληρώσει γρήγορα. Επόμενος σταθμός ήταν η Χίος, όπου ο αεικίνητος νέος επιχειρηματίας γνώρισε τον καταξιωμένο στο εμπόριο των γλυκών Σαραντή, γίνανε φίλοι και άρχισε να φέρνει τα ωραία χιώτικα γλυκά του στο μαγαζάκι του στην Ξάνθη, ενώ τα πουλούσε και λιανικώς και χονδρικώς. Η επιτυχία του τον οδήγησε στην επέκταση των δραστηριοτήτων του στο νομό Έβρου. 1 ή 2 φορές την εβδομάδα ξεκινούσε πριν ξημερώσει και πήγαινε με το φορτηγάκι του πρώτα στην Ορεστιάδα και μετά στο Σουφλί και πιο κάτω.

Στη συνέχεια, επειδή είχε πλέον την οικονομική δυνατότητα, θέλησε να επεκταθεί κι άλλο στο χονδρεμπόριο και ξεκίνησε μια συνεργασία με τον Γιάννη Ουζουνόπουλο, ιδιοκτήτη της εταιρείας «Μύλοι Θράκης». Ο νέος του συνεργάτης τον εκτίμησε πάρα πολύ και έγιναν καλοί φίλοι. Εκτίμησε δε τόσο πολύ την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, την τιμιότητα και την εργατικότητά του, ώστε του ανέθεσε τη διακίνηση των αλεύρων σε όλη τη Θράκη, που ήταν μια πολύ μεγάλη δουλειά, η οποία πήγε καλά. Μετά του έδωσε και το εμπόριο των αλεύρων της Θάσου, όπου απέκτησε ακόμα περισσότερες γνωριμίες και αναδείχθηκε ως επιχειρηματίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αποφάσισε να ενώσει τη ζωή του με μια όμορφη ξανθιά κοπέλα, την Αναστασία Στεφανίδου από το χωριό Άβαντας του Έβρου, και το ταιριαστό ζευγάρι παντρεύτηκαν τον Απρίλιο του 1972.

Οι δύο νέοι αρραβωνιασμένοι

Εδώ νεόνυμφοι

Τον Ιανουάριο του 1973 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Παναγιώτης και το Δεκέμβριο του 1976 το δεύτερο καμάρι τους, ο Βασίλης. Ο κ. Γιώργος ακόμα θαυμάζει την υπομονή της αγαπημένης του συζύγου, η οποία συχνά έμενε μόνη με τα παιδιά, γιατί εκείνος έπρεπε να ταξιδεύει πολύ και να λείπει λόγω της δουλειά του.

Η ευτυχισμένη μαμά με τα αγοράκια της

Ως ανήσυχο επιχειρηματικό πνεύμα επιθυμούσε να αλλάξει μαγαζί και να μετακινηθεί προς το κέντρο της Ξάνθης. Πράγματι, βρήκε ένα μαγαζί στην πλατεία Ελευθερίας, για το οποίο προσέλαβε κι έναν πωλητή. Όμως δε σταμάτησε εκεί∙ άνοιξε κι άλλο μαγαζί με δύο ακόμα υπαλλήλους. Κι έτσι αγόρασε δύο μαγαζιά με την προοπτική να τα κληροδοτήσει στους δύο γιους του. Μεγάλες δουλειές έκανε με τους κατοίκους των ορεινών χωριών της Ξάνθης, ενώ φρόντιζε να έχει και καλές προσωπικές σχέσεις με τους καλούς πελάτες του.

Επόμενη επιχειρηματική του κίνηση ήταν να αγοράσει ένα χωράφι κοντά στο χωριό του, τη Νέα Κεσσάνη, όπου έχτισε μια αποθήκη για τα σιτάρια που σε μεγάλες ποσότητες αγόραζε από τους ντόπιους παραγωγούς. Μάλιστα πήρε μαζί του το νουνό του σε ένα ταξίδι στην Αθήνα, όπου αγόρασε μια γεφυροπλάστιγγα. Παράλληλα, συνέχισε την άριστη συνεργασία του με τους Μύλους Θράκης με μεγάλη επιτυχία. Εκείνο το διάστημα ο πατέρας του που τον καμάρωνε να προκόβει τόσο πολύ, θέλησε να του κάνει ένα δώρο. Πούλησε τα ζώα του, αφού σιγά σιγά θα έβγαινε και στη σύνταξη, και αγόρασε ένα οικόπεδο, για να χτίσει ο Γιώργος με την όμορφη οικογένειά του ένα σπίτι, το οποίο και έγινε.

Επειδή όμως η δουλειά αυξανόταν η αποθήκη στο χωριό δεν ήταν αρκετή, οπότε ο Γιώργος αγόρασε ένα μεγάλο οικόπεδο στο χωριό Γενισέα, όπου έφτιαξε σιλό για τις τεράστιες ποσότητες δημητριακών που εμπορευόταν. Παράλληλα, οι γιοι του μεγαλώνοντας απέδειξαν ότι διαθέτουν την αξία, την εξυπνάδα και το επιχειρηματικό δαιμόνιο του πατέρα τους. Ο μεγάλος, ο Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων, αγόρασε έναν πολύ δημοφιλή χώρο διασκέδασης, το θρυλικό Κυβερνείο, στις παρυφές της παλιάς πόλης της Ξάνθης, που τον ανέδειξε ως νέο επιτυχημένο επιχειρηματία της πόλης, ενώ σήμερα ασχολείται άριστα με την επιχείρηση του πατέρα του και την επεκτείνει. Ο μικρός, ο Βασίλης, σπούδασε πολιτικός μηχανικός και δραστηριοποιείται στον τομέα των οικοδομών επίσης με μεγάλη επιτυχία.

Πλέον η εταιρεία της οικογένειας Σταυρακάρα έχει τμήμα παραγωγής και συσκευασίας ζωοτροφών, τμήμα εμπορίας αγροεφοδίων , ενώ έχει αποκλειστική συνεργασία με την αθηναϊκή ζυθοποιία και ένα τεράστιο πελατολόγιο. Ο κ. Γιώργος δικαίως καμαρώνει για την επιχείρηση του που την έχτισε με πολύ κόπο, αλλά κατάφερε να την αναπτύξει όπως την είχε οραματιστεί.

Σήμερα απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του, αλλά περισσότερο χαίρεται για τους γιους του, γιατί εκτός από άξιοι και δυναμικοί είναι χαρισματικά και καλά παιδιά με ήθος και αξίες. Και το καλύτερο ακόμα, του χάρισαν τρεις υπέροχες εγγονούλες, μία ο Παναγιώτης και δύο ο Βασίλης, που τις λατρεύει και τον κάνουν ευτυχισμένο!

Ο Γιώργος Σταυρακάρας υπήρξε ένας οραματιστής. Ανήσυχο πνεύμα, ακαταπόνητος, δραστήριος και τολμηρός, τίμιος και ευσυνείδητος, πορεύτηκε με πάθος και φιλοδοξία στη ζωή, δούλεψε από μικρό παιδί όσο λίγοι άνθρωποι και πέτυχε όσα οραματίστηκε. Παράλληλα δημιούργησε μια όμορφη και αξιοζήλευτη οικογένεια. Παρ’ όλ’ αυτά παραμένει μετριόφρων και ένας άνθρωπος που νοιάζεται για τους άλλους.