Η ιστορία της οικογένειας Καρτάλη
Κατά τον 20ο αιώνα συνέβησαν γεγονότα τα οποία σημάδεψαν ανεξίτηλα τόσο την παγκόσμια όσο και την ελληνική ιστορία. Η πατρίδα μας μέσα από συνεχείς αγώνες, στρατιωτικές και πολιτικές επιτυχίες, αλλά και εθνικές τραγωδίες, οριστικοποίησε τα σύνορά της και διαμορφώθηκε ως σύγχρονο κράτος.
Καθοριστικότερο όλων των γεγονότων υπήρξε, το 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή και η οριστική διάψευση της Μεγάλης Ιδέας. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται για πάντα, εφόσον έπρεπε να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να πάρουν τον οδυνηρό δρόμο της προσφυγιάς. Έπρεπε να περάσουν «διά πυρός και σιδήρου», για να επιβιώσουν από τον πόλεμο και το βίαιο εκτοπισμό τους κι όταν έφτασαν στην Ελλάδα, έπρεπε εκ του μηδενός να χτίσουν μια νέα ζωή, σ’ έναν τόπο που ήταν ταυτόχρονα πατρίδα και χώρα υποδοχής. Η ηρωική πορεία τους από την τραγωδία προς τη δημιουργία και την πρόοδο ήταν αξιοθαύμαστη. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αυτοί ήταν οι αληθινοί πρωταγωνιστές της Ιστορίας; Οι ίδιοι δε βρίσκονται πια στη ζωή. Οι ιστορίες τους όμως παραμένουν ζωντανές και ταξιδεύουν από γενιά σε γενιά μέσα από τις αφηγήσεις των απογόνων τους. Γιατί ο άνθρωπος δεσμεύεται από τις ρίζες του, καθορίζεται από το οικογενειακό παρελθόν του και θέλει να θυμάται. Γιατί μέγιστη όλων είναι η κληρονομιά της μνήμης.
Υπάρχει ένα χωριό στα νότια του νομού Ξάνθης, δίπλα στη λίμνη Βιστωνίδα, το οποίο φέρει την πλούσια κληρονομιά από τις μνήμες των Θρακών προσφύγων που το δημιούργησαν πριν από 100 χρόνια. Το πρώτο του όνομα, Πλαστήρια, προς τιμήν του στρατηγού και ευεργέτη των προσφύγων, Νικόλαου Πλαστήρα. Το δεύτερο Νέα Κεσσάνη, για να θυμίζει μια από τις χαμένες πατρίδες. Η τοποθεσία του ειδυλλιακή, δίπλα στη μεγάλη λίμνη και κοντά στο λιμάνι του Πόρτο Λάγους. Οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν στον τόπο θεώρησαν ότι ήταν κατάλληλος, για να εγκατασταθούν μετά από τη μεγάλη και σκληρή περιπλάνησή τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Χρήστος Καρτάλης, γεννήτορας και αρχηγός μιας σπουδαίας οικογένειας άξιων Θρακών, την ιστορία των οποίων αξίζει να γνωρίσουμε.
Προ του 1922 και αναχώρηση από την Ανατολική Θράκη
Πατρίδα του Χρήστου Καρτάλη ήταν το Μπασαΐτ της περιφέρειας Κεσσάνης, ένα αμιγώς ελληνικό και πλούσιο χωριό.
Γονείς του ήταν ο Χρήστος και η Δέσποινα, τα τρία μικρότερα αδέρφια του, ο Ζήσης, η Αναστασία και η Σοφία και η οικογένεια ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μετά το δραματικό τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας και την έναρξη των διωγμών, καλοκαίρι προς φθινόπωρο του 1922, η οικογένεια έπρεπε να εγκαταλείψουν το σπίτι και τα χωράφια τους, να φορτώσουν όσα μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους στα κάρα και με όσα ζωντανά τους μπορούσαν να ακολουθήσουν μπήκαν στο μακρύ προσφυγικό κομβόι που τους οδήγησε στη Δυτική Θράκη.
Ο Χρήστος ήταν τότε 20 χρονών παλικάρι (γεννηθείς ο 1902), ο Ζήσης έφηβος 16 ετών (γεννηθείς το 1906), η Αναστασία 13 ετών κοπελίτσα (γεννηθείσα το 1909) και η Σοφία 7 ετών (γεννηθείσα το 1915). Φτάνοντας στον Έβρο ποταμό, ο Χρήστος ως νέος και εύρωστος άνδρας κληρώθηκε ως στρατεύσιμος να βοηθήσει τους εξαντλημένους πρόσφυγες να περάσουν το ποτάμι. Η ακριβής πορεία που ακολούθησαν μετά δεν είναι ακριβώς γνωστή. Χρειάστηκαν κάποιες στάσεις στο νομό Έβρου και στο νομό Ροδόπης, όμως σε καμιά από αυτές δεν πήραν την απόφαση να εγκατασταθούν. Στην τελευταία τους στάση, σ’ ένα χωριό της Κομοτηνής, πήραν την απόφαση ο Χρήστος μαζί με τον πατέρα του και το συγχωριανό του, Γιώργο Αλμπανίδη, να αναζητήσουν μόνοι τους τον κατάλληλο τόπο για μόνιμη εγκατάσταση, και μετά να φέρουν τους υπόλοιπους.
Άφιξη στο Τεπέ – Τσιφλίκ, δημιουργία του οικισμού Πλαστήρια (τέλη 1922 – αρχές 1923)
Έτσι, όταν βρέθηκαν στο Τεπέ Τσιφλίκ, όπως ονομαζόταν η περιοχή, η οποία παλαιότερα ανήκε σ’ έναν Τούρκο, τον Χατζή Αλή Μπέη, θεώρησαν ότι είναι όπως το θέλανε. Προφανώς η λίμνη, που θα τους εξασφάλιζε καθαρό νερό και ψάρια, η θάλασσα που δεν απέχει πολύ, αλλά και το αστικό κέντρο της Ξάνθης στα 20 περίπου χιλιόμετρα, ήταν αρκετοί λόγοι, για να πάρουν την απόφαση.
Τμήμα χάρτη του αυστριακού στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα, με τα οθωμανικά ονόματα των οικισμών της Θράκης. Διακρίνεται το Τεπέ Τσιφλίκ κάτω από την ονομασία της λίμνης Βιστωνίδας (Buru Golu), to Σέλινο (Gereviz), όπως και η Ξάνθη επάνω αριστερά, ως XANTHI Eskidze.
Έτσι, άρχισαν σιγά σιγά να εγκαθίστανται και να ελπίζουν σε μια νέα αρχή. Ωστόσο, κάποιοι από τους συγγενείς και τους συγχωριανούς της οικογένειας Καρτάλη συνέχισαν το δρόμο τους και έφτασαν στην Ηράκλεια Σερρών.
Αρχικά, τακτοποιήθηκαν πρόχειρα σε σκηνές που τους προμήθευσε ο στρατός. Σύμφωνα με την παράδοση του χωριού μας, ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας πέρασε από τον τόπο, είδε την απελπιστική κατάσταση των προσφύγων και μερίμνησε προσωπικά για την αποκατάστασή τους. Το σίγουρο είναι ότι η επαναστατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον μεγάλο στρατηγό προέβη με την υπ’ αριθ. 3473 απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1923 στην «αθρόα απαλλοτρίωση αγροκτημάτων, τσιφλικιών και κοινόχρηστων εκτάσεων». Έτσι, το Τεπέ Τσιφλίκ έγινε προσφυγικός οικισμός και ονομάστηκε Πλαστήρια.
Κατόπιν το κράτος παρείχε στους πρόσφυγες την απαραίτητη ξυλεία κι εκείνοι με όσα μέσα είχαν, έπλασαν πλιθιά, για να φτιάξουν τα πρώτα σπίτια στα βόρεια του χωριού (πιο πάνω από τη σύγχρονη πλατεία). Όλοι μαζί δούλευαν, ακάματοι κι επίμονοι, με αλληλεγγύη ∙ αφού τελείωναν με το σπίτι του ενός, ξεκινούσαν του άλλου. Ο νεαρός Χρήστος Καρτάλης από τότε έδειξε το δυναμισμό του και τη διάθεσή του να εργάζεται για το καλό της κοινότητας. Οι άξιοι λοιπόν Θρακιώτες φτιάχνοντας τα σπίτια στη νέα τους πατρίδα, μοιράζονταν τη δουλειά, τα υλικά, τα βάσανα και … έναν τοίχο, γιατί τα σπίτια τους ήταν διπλοκατοικίες. Στο σύνορο δύο οικοπέδων δύο σπίτια ενωμένα με κοινό έναν τοίχο και την επικλινή σκεπή, που ανήκαν φυσικά σε διαφορετικές οικογένειες. Ο κοινός τοίχος είχε ένα παραθυράκι, από το οποίο επικοινωνούσαν οι ένοικοι και αντάλλασσαν οτιδήποτε χρειαζόταν. Η οικογένεια του Χρήστου έχτισαν τη διπλοκατοικία τους με τον ξάδερφο του πατέρα του, τον Αδάμ Καρτάλη στα ανατολικά του οικισμού κοντά στη λίμνη. Ο Αδάμ Καρτάλης ήταν παντρεμένος με τη Μαρία και είχε δύο παιδιά, το Δημήτρη και την Παναγιώτα. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Φως» της Θεσσαλονίκης στις 29/09/1923 είχαν ήδη χτιστεί 75 σπίτια στον οικισμό Πλαστήρια.
1923 – 1939, δημιουργία της οικογένειας, άφιξη στα Πλαστήρια των Βορειοθρακών, πρόοδος
Η στέγασή ήταν ο πρώτος βασικός στόχος. Παράλληλα όμως έπρεπε να εξασφαλιστούν τα προς το ζην. Η οικογένεια του Χρήστου είχαν φέρει τα μεγάλα ζώα τους και αυτό ήταν σημαντικό πλεονέκτημα. Άρχισαν επίσης να δουλεύουν τα μικρά κομμάτια γης που τους είχαν παραχωρηθεί. Οι τίτλοι για τα χωράφια αυτά ήρθαν βέβαια στα χέρια τους το 1931 όταν τα Πλαστήρια έγιναν ξεχωριστή κοινότητα μαζί με την Ποταμιά και το Πόρτο – Λάγος με έδρα το χωριό μας (από το 1924 μέχρι το 1931 ο οικισμός ανήκε στην κοινότητα Γενισσέας). Τότε έγινε επισήμως η διανομή γης στους ακτήμονες πρόσφυγες από τα Γραφεία Εποικισμού, τα οποία είχε οργανώσει η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (έδρα της Γενικής Διευθύνσεως Εποικισμού Θράκης ήταν η Κομοτηνή). Οι γεωργικοί κλήροι ήταν από 30 – 40 – 50 στρέμματα, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας. Οι άνδρες της οικογένειας Καρτάλη, δούλευαν ακούραστοι τη γη, όχι μόνο για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα, αλλά και για να μεγαλώσουν τον κλήρο τους, πράγμα που σιγά σιγά πέτυχαν. Η παρακάτω περιγραφή του Ν.Κ. Λάιου, υπαλλήλου του εποικισμού στα 1927, τους ταιριάζει απόλυτα: «Ο χωρικός Θραξ, ποιμήν ή γεωργός, είναι άνθρωπος ήρεμος και λογικός, βραδύς και σοβαρός με συνηθείας απλάς και κανονικάς. Δίδει την εντύπωσιν ανθρώπου μετρημένου και σταθερού, πράγμα όπερ είναι ίδιον ανθρώπων αφοσιωμένων εις την γην. Κρίνει τα πράγματα ησύχως και ψυχρώς, σκέπτεται πολύ, είναι εργατικός και ανεκτικός αλλά και πείσμων, … ζn συντηρητικά...»
Οι συνθήκες βέβαια δεν ήταν εύκολες. Οικονομική βοήθεια δεν υπήρχε, ούτε καν η δυνατότητα για κάποιο δάνειο τα πρώτα χρόνια (η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε μόλις το 1929) και φυσικά τα τεχνικά μέσα πενιχρά. Οι δρόμοι του χωριού ήταν χωμάτινοι και, όταν έβρεχε, η λάσπη δυσκόλευε πολύ τη μετακίνηση. Και η πρόσβαση στο πόσιμο νερό ήταν δύσκολη υπόθεση. Όπως θυμάται ο Γιαννάκος Καρτάλης, υπήρχε ένα πηγάδι για τα ζώα έξω από το χωριό, καλό νερό όμως είχε μια τουλούμπα στον κάμπο. Οι χωρικοί πήγαιναν με τα κάρα ως εκεί, μία φορά την εβδομάδα, γέμιζαν ένα – δυο βαρέλια και μ’ αυτά εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τους. Θυμάται, επίσης, ότι κάποιοι έπαιρναν νερό από ένα πηγάδι στο διπλανό χωριό, το Σέλινο, αλλά εκείνο δεν ήταν τόσο καλό νερό. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, το οποίο επίσης σχετίζεται με το νερό, ήταν η ελονοσία, η οποία ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια τους κατοίκους του χωριού και οι προσπάθειες του κράτους να την αντιμετωπίσει δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες. Όσο για την ιατρική περίθαλψη, αυτή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Υπήρχε ένας γιατρός στη Γενισέα, αλλά και η μετακίνηση ακόμα προς τα εκεί ήταν δύσκολη. Το μόνο φάρμακο που βρισκόταν εύκολα ήταν το κινίνο, ενώ η λαϊκή ιατρική (τα γιατροσόφια) συνήθως έλυνε το πρόβλημα.
Παρά τις δυσκολίες, η οικογένεια του Χρήστου Καρτάλη όχι μόνο τα έβγαζε πέρα, αλλά προόδευε σταθερά. Τον Αύγουστο του 1927 ο 25ετής Χρήστος νυμφεύθηκε την 20χρονη Γιαννούλα Νοικοκυρίδου, κόρη του Χρήστου Νοικοκυρίδη, η οποία καταγόταν από το Μπεγεντίκιοϊ της ανατολικής Θράκης και ήταν μια γοητευτική και δυναμική κοπέλα.
Το πρώτο τους παιδί που καταγράφεται στα δημοτολόγια της κοινότητας γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1928 και πήρε το όνομα Κερατσούδα, όμως δεν έζησε παρά για πέντε ημέρες και έφυγε από τη ζωή στις 20/11. Το επόμενο παιδί ήταν ο Ιωάννης, τον οποίο όλοι μέχρι και σήμερα αποκαλούν Γιαννάκο, για τον ήπιο και γλυκό χαρακτήρα του. Ο Γιαννάκος γεννήθηκε προς το τέλος του 1930, όμως ο ίδιος πιστεύει ότι η πραγματική χρονολογία γέννησής του είναι το 1929. Η εξήγησή που δίνει είναι ότι εκείνη την εποχή οι γονείς δήλωναν λίγο κατοπινή χρονολογία γέννησης στα αγόρια, προκειμένου να καθυστερήσουν κάπως τη στρατιωτική τους θητεία, εφόσον αυτή τότε κρατούσε πολύ και η μακρά απουσία των αγοριών της οικογένειας δυσκόλευε πολύ τις αγροτικές εργασίες.
Ακολούθησε τον Ιούνιο του 1932 ο Δημήτρης, ο αυστηρά δίκαιος και τίμιος Δημητρός, όπως τον ήξεραν όλοι. Το τρίτο αγόρι της οικογένειας, ο Κωνσταντής, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1934 (αν και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ακρίβεια των εγγραφών στα πρώτα δημοτολόγια). Ο Κωνσταντής ήταν πολύ έξυπνο παιδί και είχε αξιοθαύμαστη μνήμη, όμως, δυστυχώς, σε μικρή ηλικία (ίσως στα 10) αρρώστησε από πνευμονία και πέθανε. Τελευταίο παιδί της οικογένειας ήταν η Βιργινία ∙ η γλυκιά και ευαίσθητη μοναχοκόρη γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1936 και έγινε η αγαπημένη όλων.
Όσο μεγάλωνε η οικογένεια, αυξανόταν και το βιος τους, μιας και ο δυναμικός Χρήστος, μαζί με τον πατέρα και τον αδερφό του φρόντιζαν με τη σκληρή δουλειά τους να είναι σε θέση να αγοράζουν κι άλλα χωράφια και να αναδεικνύονται σε μια επιτυχημένη και σημαντική οικογένεια του χωριού. Ο Χρήστος μάλιστα φαινόταν να εξελίσσεται σε επικεφαλής της οικογένειας και να φροντίζει για όλους και για όλα. Για παράδειγμα, σε μια βόλτα του με φίλους στο χωριό Γκιώνα (ίσως προς ανεύρεσιν νέων χωραφιών ή απλώς για διασκέδαση), γνώρισε την όμορφη Ζουμπουλιά Αμπαρτζάκη, επίσης πρόσφυγα από την Ανατολική Θράκη, και θεώρησε ότι ήταν κατάλληλη νύφη για τον αδερφό του, Ζήση. Δεν έχασε χρόνο, τους γνώρισε και πράγματι το ζευγάρι παντρεύτηκε το Νοέμβριο του 1935.
Στο μεταξύ τα Πλαστήρια είχαν αλλάξει σύνθεση πληθυσμού και είχαν μεγαλώσει αισθητά. Γιατί τα Χριστούγεννα του 1928 κατέφθασαν 40 οικογένειες από τη Βόρεια Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, η οποία ανήκε στη Βουλγαρία και ο εύρωστος ελληνικός πληθυσμός διώκονταν από εκεί. Οι νέοι κάτοικοι προέρχονταν από το χωριό Άγιος Βλάσης της Μεσημβρίας, από όπου έφυγαν το 1924.
Όταν έφτασαν, τα Πλαστήρια αριθμούσαν ήδη 336 κατοίκους (απογραφή Μαΐου 1928), οι οποίοι αναστατώθηκαν από την άφιξη των νέων προσφύγων. Εκείνοι εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα του χωριού κάτω από τη σύγχρονη πλατεία και με ένα βασικό οικονομικό βοήθημα από το κράτος έφτιαξαν τα σπίτια τους και ξεκίνησαν τη ζωή τους, φέρνοντας νέα πνοή στο χωριό. Τρία χρόνια μετά πήραν και κλήρο γης. Οι σχέσεις των δύο μερών ήταν εξ αρχής εκρηκτικές, καθώς οι Ανατολικοθρακιώτες και οι Βορειοθρακιώτες για αρκετά χρόνια εστίαζαν στις διαφορές που είχαν μεταξύ τους, κυρίως ως προς τα ήθη και τα «εθίματα τς», όμως τα κοινά προβλήματα από τη μια, η δύναμη της συνήθειας λόγω της συνύπαρξης από την άλλη, οδήγησαν στην εξομάλυνση των σχέσεων και τους πρώτους γάμους μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η αδελφή του Χρήστου Καρτάλη, η Αναστασία, παντρεύτηκε το Νοέμβριο του 1936 τον Βορειοθρακιώτη Νικόλαο Αλεξιάδη, ο οποίος μάλιστα είχε το πιο προσεγμένο καφενείο – παντοπωλείο του χωριού, ενώ ο πρώτος τους γιος, ο Βασίλης σπούδασε πολιτικός μηχανικός και επέβλεψε αργότερα το χτίσιμο των περισσότερων από τα νεότερα σπίτια του χωριού.
Έτσι, η δεκαετία του ’30 ούτε λίγο, ούτε πολύ εξελίχθηκε σε εποχή ραγδαίας ανάπτυξης για το χωριό μας. Κάποιοι παράγοντες που βοήθησαν επιπλέον ήταν ότι τα αγροτικά προϊόντα πωλούνταν σε καλύτερες τιμές, πολλά χρέη αγροτών διαγράφηκαν και το 1937 ξεκίνησε η κατασκευή του δρόμου μεταξύ Ξάνθης και Πόρτο Λάγους. Ενδεικτικό της οικονομικής σημασίας που γρήγορα απέκτησαν τα Πλαστήρια είναι το γεγονός ότι μέχρι περίπου το 1940 οι εξαιρετικά δραστήριοι χωρικοί φορολογούνταν επιπλέον για τα προϊόντα που μετέφεραν και πουλούσαν στην πόλη της Ξάνθης. Οι φοροεισπράκτορες είχαν το στέκι τους έξω από το νεκροταφείο του χωριού και ήλεγχαν εξονυχιστικά τα κάρα που πήγαιναν στην Ξάνθη, για προϊόντα προς φορολογία. Υπήρχαν βέβαια και δυσκολίες, όπως το μεγάλο πρόβλημα της ελονοσίας και οι ανεπαρκείς κρατικές υποδομές, όμως η πρώτη γενιά των προσφύγων είχαν ζήσει και χειρότερα και ήξεραν να μοχθούν και να προοδεύουν. Πριν το ’40, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Χρήστος Καρτάλης εξελέγη πρόεδρος του χωριού για μια θητεία, γεγονός το οποίο αφενός απέδειξε το ενδιαφέρον του για το καλό του τόπου, αφετέρου του έδωσε την ευκαιρία να βοηθάει τους συγχωριανούς του πιο αποτελεσματικά. Παράλληλα έχτισε δικό του σπίτι κοντά στην εκκλησία του χωριού, την τοποθεσία της οποίας ο ίδιος είχε προτείνει. Στο πατρικό του έμεναν πλέον οι γονείς του με την οικογένεια του Ζήση και τη Σοφία.
Δεκαετία 1940: Μετονομασία χωριού, Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος,
βουλγαρική κατοχή (Απρίλιος 1941 – Σεπτέμβριος 1944), εμφύλιος πόλεμος (1945 – 1949)
Ωστόσο, η θετική πορεία της κοινότητας ανακόπηκε από την είσοδο της πατρίδας μας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την επίθεση των Ιταλών από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Μερικές εβδομάδες πριν, στις 3 Σεπτεμβρίου 1940, δημοσιεύθηκε το Φ.Ε.Κ. με το διάταγμα περί μετονομασίας του χωριού από «Πλαστήρια» σε «Νέα Κεσσάνη» (πράγμα που έγινε αντιληπτό δέκα περίπου χρόνια μετά)
Ως γνωστόν, μετά το Έπος του ελληνοϊταλικού πολέμου, ήρθε η επίθεση των Γερμανών και τον Απρίλιο του 1941 η κατάληψη της χώρας μας και η έναρξη της τριπλής κατοχής. Το Μάιο του ’41 οι Γερμανοί κατακτητές παρέδωσαν την Ξάνθη στους συμμάχους τους Βούλγαρους, οι οποίοι για μία ακόμη φορά προσπάθησαν να αφελληνίσουν και να εκβουλγαρίσουν τη Θράκη.
Πρώτη κίνησή τους ήταν να επιτάξουν όλα τα καλά σπίτια, προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί Βούλγαροι αξιωματικοί, στρατιώτες, αλλά και πολίτες. Στο χωριό ένα από τα επιταγμένα σπίτια ήταν αυτό της οικογένειας του Χρήστου Καρτάλη, όπως και το κτίριο του σχολείου, το οποίο είχε χτιστεί το 1931. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιαννάκου Καρτάλη, ο οποίος ήταν τότε 11-12 ετών, ήταν πολλοί οι Βούλγαροι στρατιώτες στο χωριό. Στο σπίτι τους έμειναν 7 Βούλγαροι στρατιώτες κι ένας επιλοχίας, οι οποίοι διαδέχθηκαν τους Γερμανούς στρατιώτες που είχαν προηγηθεί. Το χαρακτηριστικό της εποχής ήταν φυσικά η πείνα, αφού ο βουλγαρικός στρατός είχε επιτάξει όλα τα τρόφιμα και με μεγάλη δυσκολία κάποιοι χωριανοί είχαν καταφέρει να κρύψουν ελάχιστα δημητριακά, τα οποία άλεθαν με το χερόμυλο, για να τραφούν λιγάκι και να μην πεθάνουν από ασιτία. Επειδή η κατάσταση ήταν ακόμα πιο δύσκολη στην πόλη της Ξάνθης, συχνά έρχονταν Ξανθιώτες με τα πόδια στο χωριό, για να πουλήσουν κάτι, ακόμα και τα προικιά τους, για να πάρουν λίγα αυγά, ή απλώς για να μαζέψουν χελώνες, για τις οποίες έλεγαν ότι έχουν γεύση κοτόπουλου. Ο Γιαννάκος Καρτάλης θυμάται ότι η μαμά του, Γιαννούλα, αγόρασε μια φορά μια κουρελού από μια γυναίκα, για να την ενισχύσει, κι εκείνη τη βοήθησε σε μια ασθένεια που είχε.
Από την άλλη μεριά, επειδή η ζωή προχωράει ακόμα και μέσα στις αντιξοότητες, χάρη στη δύναμη της αγάπης και της ελπίδας, η Σοφία, αδερφή του Χρήστου, παντρεύτηκε τον Ιούνιο του 1941 τον Κώστα Αλεξανδρίδη, κάτοικο του χωριού (με καταγωγή από το Καρατζά Χαλήλ της Ανατολικής Θράκης), και το πρώτο τους παιδί, ο Απόστολος, γεννήθηκε τον Οκτώβριο του επόμενου χρόνου. Η ικανότητα αυτής της οικογένειας να ανθίζει και να καρποφορεί και στις πιο δύσκολες συνθήκες είναι αξιοθαύμαστη!
Επί κατοχής λοιπόν, οι Βούλγαροι κατακτητές επέτρεπαν στους κατοίκους του χωριού να μιλούν ελληνικά (πράγμα που απαγορευόταν στην Ξάνθη), όμως ήταν πολύ αυστηροί, βίαιοι και συχνά τους επέβαλλαν βαριές αγγαρείες, όπως ήταν η μετακίνηση στην Ξάνθη με τα πόδια, για να μεταφέρουν ζώα για σφαγή. Επίσης, στην περιοχή της Μπαΐρας είχαν φτιάξει κρατητήρια, αλλά και φρούρια για την αντιαεροπορική τους άμυνα και μετέφεραν καθημερινά εκεί δύο βαρέλια νερό για τις ανάγκες των στρατιωτών. Χαρακτηριστικό τους πάντως ήταν η φτώχεια. Όπως θυμάται ο Γιαννάκος Καρτάλης, οι Γερμανοί στρατιώτες που πέρασαν από το χωριό, ήταν καλύτερα ντυμένοι και εξοπλισμένοι από τους Βούλγαρους, οι οποίοι φαίνονταν ρακένδυτοι και πεινασμένοι.
Μια άλλη πτυχή της εποχής ήταν τα «ντουρντουβάκια». Η λέξη σημαίνει στρατιώτης, όχι μάχιμος, αλλά εργάτης στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας. Η Βουλγαρία χρειαζόταν φτηνά εργατικά χέρια για κάποια δημόσια έργα, όπως η διάνοιξη δρόμων ∙ το πιο εύκολο ήταν να επιστρατεύσει αναγκαστικά τους υπό κατοχή Έλληνες της Θράκης, όπως και έκαναν. Έτσι, τον Απρίλιο του 1942 κλήθηκαν οι νέοι της κλάσης του ‘41 και του ‘42. Την 1η Μαΐου 1942 εκατόν πενήντα περίπου νέοι από το νομό Ξάνθης ήταν στο σιδηροδρομικό σταθμό με ένα μπόγο ρούχα, υποχρεωμένοι να στοιβαχτούν μέσα σε μικρά φορτηγά βαγόνια, για να ταξιδέψουν στη βουλγαρική ύπαιθρο, σε διάφορα εργοτάξια. Εκεί έμεναν σε πρόχειρες παράγκες υπό σκληρές συνθήκες. Δούλευαν επί 10 ώρες, με φτωχό φαγητό κι αν δεν ήταν νέοι και εύρωστοι δε θα άντεχαν. Οι ψείρες, η κούραση, οι ξυλοδαρμοί, η κακή κατάσταση των γυμνών ποδιών τους τούς βασάνιζαν. Κάποιοι τραυματίζονταν από κατολισθήσεις βράχων και χωμάτων.
Όμηροι (Ντουρτουβάκια) από την Μάνδρα και τα ‘Aβδηρα το 1942 κάπου στην Βουλγαρία
Ο αείμνηστος Θωμάς Εξάρχου στο βιβλίο του «Όμηροι Βουλγαρίας» αναφέρει ότι ένας συγχωριανός μας (δε γράφει όνομα) σκοτώθηκε σε επιχείρηση ανατίναξης βράχων. Από τον κατάλογο των ομήρων που καταγράφονται στο ίδιο βιβλίο βρίσκουμε τα εξής ονόματα κατοίκων του χωριού:
- Αλεξιάδης Δημήτριος
- Αλμπανίδης Δημήτριος
- Βαθρακέας Χρήστος
- Βαθρακέας Χριστόδουλος
- Γιαλαμίδης Κωνσταντίνος
- Καρακατσάνης Δημήτριος
- Καρακατσάνης Κυριάκος
- Καρακατσάνης Γεώργιος
- Καρτάλης Κωνσταντίνος
- Μενεξίδης Κωνσταντίνος (από Ποταμιά)
- Μπαρακλιανός Παναγιώτης
- Μυρτζάκης Άγγελος
- Σταυρακάρας Γεώργιος
- Σταυρακάρας Κωνσταντίνος
Τουλάχιστον δεν υπήρξαν τραγικά γεγονότα με εκτελέσεις από τους Βούλγαρους κατακτητές στο χωριό μας, όπως έγινε σε άλλα μέρη. Κι όταν μετά την απελευθέρωση ξεκίνησε ο εμφύλιος σπαραγμός, οι φιλήσυχοι Πλαστηριώτες ούτε συμμετείχαν με κάποιον τρόπο, ούτε αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα. Δύο φορές πέρασαν αντάρτες από το χωριό ∙ και τις δύο φορές το κύριο ζητούμενο ήταν τα τρόφιμα και ο ανεφοδιασμός. Την πρώτη φορά επιχείρησαν και να στρατολογήσουν χωρικούς, κυρίως εργάτες στις αλυκές. Ο Γιαννάκος Καρτάλης αφηγείται ότι τη δεύτερη φορά, καθώς έκανε βόλτα με δύο φίλους του, τους σταμάτησαν δύο αντάρτες με τα όπλα στα χέρια και τους ζήτησαν να συζητήσουν. Άρχισαν λοιπόν να τους εξηγούν τις ιδέες τους, όμως ο Γιαννάκος ανησυχούσε μήπως τον στοχοποιούσαν, λόγω της περιουσίας που είχε καταφέρει να αποκτήσει η οικογένεια (είχαν ήδη αγοράσει αρκετά χωράφια στο Φανάρι του νομού Ροδόπης). Ευτυχώς, η κουβέντα δεν κράτησε πολύ, οι αντάρτες ζήτησαν νερό από ένα σπίτι, πήραν όσα εφόδια μπόρεσαν (με 4-5 κάρα) και έφυγαν.
Δεκαετία 1950
Με το τέλος της δεκαετίας του ’40 τελείωσε και η οδυνηρή περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων και της αιματοχυσίας για τη χώρα μας. Η ειρήνη ήρθε μαζί με την ελπίδα της ανασύνταξης των δυνάμεων και της εξέλιξης. Ο Χρήστος Καρτάλης, πάντα δυναμικός και δραστήριος, φρόντιζε και πάλι για το χωριό και τους κατοίκους του, ως μέλος του κοινοτικού συμβουλίου το 1950 (σύμφωνα με έγγραφα της κοινότητας), ενώ ήταν και ψάλτης στην εκκλησία του χωριού, η οποία είναι αφιερωμένη στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Σε γιορτή στην πλατεία του χωριού στις 13 Απριλίου 1956, με τον παππού Χρήστο Καρτάλη στη μέση της ομήγυρης, να εκτελεί χρέη ψάλτη.
Παράλληλα, η δεύτερη γενιά προσφύγων μεγάλωνε, μέστωνε και πλούτιζε τον τόπο με νιάτα και ζωντάνια. Το 1950 ο Γιαννάκος ήταν είκοσι χρονών και ο Δημητρός δεκαοχτώ. Η δουλειά στα χωράφια και στα ζώα δεν τους τρόμαζε. Η οικογένεια είχε ήδη αρκετά στρέμματα, στα οποία καλλιεργούσαν σιτάρι, ρόβη, κεχρί, είχαν και αμπέλια. Από ζώα είχαν πρόβατα, γελάδια, βόδια, άλογα, τα οποία φρόντιζαν οι ίδιοι, αλλά μίσθωναν και βοσκούς οι οποίοι (όπως συνηθιζόταν) διέμεναν στα μαντριά. Στα χωράφια, εκτός από το Χρήστο και τους δύο γιους του, δούλευαν κι άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας κι έτσι όλοι κέρδιζαν. Χαράματα ξεκινούσαν, με το δειλινό σταματούσαν. Όπως θυμάται ο Γιαννάκος Καρτάλης, μετά τη σκληρή δουλειά οι νέοι είχαν το κουράγιο να βγαίνουν βόλτα στο χωριό, μ’ ένα φορητό γραμμόφωνο – βαλίτσα, σαν αυτό που είχε ο Πασχάλης Ντάφος, να πηγαίνουν σε σπίτια φίλων, ειδικά σ’ εκείνα όπου υπήρχαν ελεύθερα κορίτσια και να χορεύουν τα ωραία τραγούδια της μεταπολεμικής εποχής. Πάντα σεμνά, με σεβασμό και υπό το βλέμμα των γονέων, φυσικά.
Οι νέοι άνδρες όμως είχαν υποχρεώσεις και προς την πατρίδα. Το 1952 ο Γιαννάκος ξεκίνησε τη στρατιωτική του θητεία, η οποία κράτησε δύο χρόνια, στο σώμα πυροβολικού, με την ειδικότητα του μάγειρα. Ακολούθησε ο αδερφός του, ο Δημητρός, το 1954, επίσης για δύο χρόνια στην Ηγουμενίτσα και στην Κέρκυρα. Το 1954 ήταν επίσης χρονιά αυτοδιοικητικών εκλογών και ο πατέρας των αγοριών, ο Χρήστος Καρτάλης, εξελέγη πρόεδρος του χωριού.
Γιαννάκος Καρτάλης
Δημητρός Καρτάλης
Δεκαετία 1960
Αφού λοιπόν εκπλήρωσαν κι αυτό το καθήκον τους, τα δύο αδέρφια επέστρεψαν στην πατρική εστία και στις αγροτικές εργασίες, όπως πάντα ακάματοι και δυναμικοί. Τα Πλαστήρια στο μεταξύ (που είχαν αλλάξει όνομα, αλλά ο κόσμος ακόμα με το πρώτο όνομα τα ήξερε) είχαν γίνει ιδιαίτερα δημοφιλή για τα γλέντια τους. Άλλοτε αυτοσχέδια, μετά το μόχθο της ημέρας, με τα τραγούδια των γυναικών και τη συνοδεία ενός ακορντεόν ή μιας φυσαρμόνικας (είχε κι ο Γιαννάκος μια φυσαρμόνικα), άλλοτε πιο οργανωμένα, τις Κυριακές στην πλατεία, στήνονταν γλέντια τρικούβερτα και συνέρρεε κόσμος από πολλά χωριά. Τότε ήταν που «ξικ’νούσε η αγάπ’». Όπως πιάνονταν οι νέοι στο συρτό, ο νεαρός που ενδιαφερόταν για μια κοπέλα πήγαινε δίπλα της και την έπιανε «απ’ του δαχτ’λάκ, όχ’ απ’ τη χούφτα» κι εκείνη, αν ήθελε, έσφιγγε κάπως το δαχτυλάκι, για να δείξει το δικό της ενδιαφέρον. Κι ενώ οι νέοι χόρευαν και φλέρταραν τόσο διακριτικά, οι γονείς τους καμάρωναν, αλλά ταυτόχρονα παρακολουθούσαν τους υποψήφιους γαμπρούς και τις υποψήφιες νύφες, ώστε μετά να κανονίσουν τα προξενιά, σε συνεννόηση βέβαια με τα παιδιά τους.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή που και ο Γιαννάκος Καρτάλης πήρε την ευχή του πατέρα του, Χρήστου, κι έστειλε προξενιό, για να ζητήσει σε γάμο την όμορφη Νίκη, κόρη του Ευλάμπιου και της Άννας Παπαντωνίου, επίσης προσφύγων από το Μπασαΐτ. Το ταιριαστό ζευγάρι ενώθηκε παντοτινά με τα ιερά δεσμά του γάμου στις 21 Οκτωβρίου του 1956 και δημιούργησαν μια όμορφη οικογένεια, αποκτώντας τρία παιδιά, τον Χρήστο (1957), τον Κώστα (1958) και τη Γιάννα (1961), τα οποία τους έκαναν τα επόμενα χρόνια πολύ υπερήφανους με την αξία, το ήθος και τις επιτυχίες τους.
Μετά από λίγα χρόνια ήρθε η σειρά του Δημητρού να αγαπήσει και να παντρευτεί μιαν άλλη καλλονή, τη Φωτούλα, κόρη του Αθανάσιου και της Ανθούλας Σταυρακάρα, κι αυτοί από το Μπασαΐτ της Κεσσάνης. Ο γάμος τους έγινε στις 30 Απριλίου του 1961 και το αγαπημένο ζευγάρι απέκτησαν δύο άξιους γιους, το Χρήστο (1962) και το Σάκη (1966), διαπρεπείς και οι δύο πλέον στους τομείς τους.
Ο Γιαννάκος με τη Νίκη
Ο Δημητρός με τη Φωτούλα
Τα δύο νεαρά ζευγάρια για λίγο καιρό έζησαν στην πατρική εστία, μαζί με τους γονείς των δύο αδερφών, το Χρήστο και τη Γιαννούλα. Η καθημερινότητά τους είχε πολλές απαιτήσεις, πέρα από τη διατήρηση των λεπτών ισορροπιών που ήταν αναγκαία λόγω της συνοίκησης. Οι άνδρες ακολουθούσαν από νωρίς το πρωί το σκληρό πρόγραμμα των αγροτικών εργασιών, με επικεφαλής πάντα τον πατέρα, Χρήστο, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε αρχηγική φυσιογνωμία όχι μόνο μεταξύ των συγγενών, αλλά και μέσα σε όλο το χωριό και έχαιρε σεβασμού από όλους. Είχε άλλωστε την ανάλογη εμφάνιση ∙ ψηλός, ευθυτενής, δωρικός, σοβαρός πάντα και φειδωλός στα λόγια, ενέπνεε το σεβασμό σε όλους. Οι κυρίες του σπιτιού επίσης είχαν πολύ γεμάτο πρόγραμμα, γιατί έπρεπε να βοηθούν στη φροντίδα των ζωντανών και να φέρουν εις πέρας τις δουλειές του σπιτιού, υπό την αυστηρή καθοδήγηση της αρχόντισσας της οικογένειας, της Γιαννούλας. Η Γιαννούλα ήταν αντάξια του συζύγου της τόσο στο δυναμισμό, όσο και στο σεβασμό (καμιά φορά και φόβο) που ενέπνεε. Δεν έλειπαν βέβαια και οι στιγμές της ανάπαυλας, με τις οικογενειακές γιορτές και τα γλέντια του χωριού, με τις φιλικές κουβέντες στο καφενείο για τους άντρες (που καμιά φορά γίνονταν φλογερές, όταν πιάνανε τα πολιτικά), ή με τα νυχτέρια για τις γυναίκες. Κι έτσι όλα λειτουργούσαν ρολόι. Και η οικογένεια θαυμαζόταν από όλο το χωριό.
Το 1963 υπήρξαν δύο αλλαγές στο σπίτι. Κατ’ αρχάς, ο Γιαννάκος και η Νίκη έχτισαν δικό τους σπίτι κοντά στην πλατεία του χωριού, σ’ ένα οικόπεδο, κληρονομιά της μητέρας του από ένα συγγενή της, τον οποίο είχε φροντίσει στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το οικόπεδο ήταν από αυτά που είχαν δοθεί στους πρώτους πρόσφυγες το 1923 και ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε να χωρέσει ένα ευρύχωρο σπίτι και όλα τα απαραίτητα κτίσματα για τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες του ζευγαριού. Το άλλο γεγονός ήταν ο γάμος της Βιργινίας με τον Ξανθιώτη Νικόλαο Αχτάρη και τη μετακόμισή της στην πόλη της Ξάνθης, όπου δημιούργησε μια όμορφη οικογένεια, αφού απέκτησε τα δύο παιδιά της, τη Χρύσα (1965) και τον Κώστα (1972), για τα οποία δικαιολογημένα μπορεί να καμαρώνει.
Η Βιργινία Καρτάλη, νύφη.
Η Βιργινία Καρτάλη, νύφη,
ανάμεσα στα αδέρφια της Γιαννάκο και Δημητρό.
Δεκαετίες 1970 και 1980 (Δικτατορία Συνταγματαρχών 1967 – 1974)
Ο Χρήστος και η Γιαννούλα έβλεπαν την οικογένειά τους να μεγαλώνει και το σπίτι τους να γεμίζει με χαρά, καθώς υποδέχονταν τα εγγονάκια τους, το ένα μετά το άλλο. Προστατευτικοί και δοτικοί, εξέφραζαν την αγάπη τους φροντίζοντας για κάθε τους ανάγκη, αλλά και νουθετώντας τα καμιά φορά και αυστηρά, προκειμένου να τους μεταδώσουν τις αρχές τους, όπως και να τα προετοιμάσουν για το σκληρό στίβο της ζωής. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, όταν είχαν πια μεγαλώσει αρκετά, ο παππούς Χρήστος τα έπαιρνε μαζί του στα χωράφια, για να τον βοηθήσουν και να δουν τι σημαίνει αγροτική εργασία. Μάλιστα, χαιρόταν ιδιαίτερα τον Σάκη, το δεύτερο γιο του Δημητρού, ο οποίος αγαπούσε πολύ τη γη και ευχαρίστως ακολουθούσε τον παππού του στα κτήματα, βοηθώντας τον με ζήλο. Από την άλλη. κάποιες φορές ο παππούς Χρήστος έβαζε τα εγγόνια του στην πλατφόρμα και τα πήγαινε για μπάνιο στο Λάγος. Σε μία από αυτές τις φορές τα παιδιά δεν ήθελαν να βγουν από τη θάλασσα, ούτε να γυρίσουν στο χωριό. Ο παππούς τα φώναξε μια, τα φώναξε δυο, τρίτη φορά δεν υπήρξε. Ανέβηκε στο τρακτέρ και πήρε μόνος το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Τα παιδιά, προς μεγάλη τους απογοήτευση, κατάλαβαν πρώτον ότι έπρεπε να γυρίσουν με τα πόδια στο χωριό και δεύτερον ότι ο παππούς δεν αστειεύεται!
Έτσι πορευόταν στη ζωή η οικογένεια του Χρήστου Καρτάλη, δεμένη, μονοιασμένη, με αξιοπρέπεια και τιμιότητα, με διάθεση για προσφορά στους άλλους και, βέβαια, με πολλή δουλειά και αυστηρή οργάνωση. Όπως πολύ εύστοχα σχολίασε πρόσφατα η κόρη του Γιαννάκου, η Γιάννα Καρτάλη: «Σ’ αυτήν την οικογένεια δεν ακούστηκε ποτέ η λέξη κουράστηκα». Γιατί προτεραιότητά τους ήταν η προκοπή, όχι η ξεκούραση ή η καλοπέραση. Κι ο καθένας γνώριζε τη θέση του και τα καθήκοντά του και όλοι λογάριαζαν πρώτο απ’ όλα τον λόγο του πατέρα, Χρήστου. Μάλιστα συχνά δε δούλευαν μόνο στα δικά τους κτήματα, αλλά επιπλέον, επειδή η οικογένειά τους ήταν από τους λίγους που είχαν θεριστική μηχανή, βοηθούσαν αρκετούς συγχωριανούς τους στο θερισμό.
Επόμενος σταθμός στη νεότερη ιστορία της χώρας μας ήταν η επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου του 1967. Πέρα από την αναστάτωση που προκάλεσε αυτό το συνταρακτικό γεγονός, δεν είχε άλλες, σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή των κατοίκων του χωριού. . Στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα οι διώξεις, ο φόβος και τα οδυνηρά προβλήματα που προκαλεί ένα απολυταρχικό καθεστώς έκαναν ιδιαίτερα δύσκολη τη ζωή για πολλούς (αντιφρονούντες και μη). Ωστόσο, στην επαρχία η διαγραφή των χρεών των αγροτών, τα δημόσια έργα, η οικονομική πρόοδος που γνώρισαν οι αγρότες, αλλά και η απουσία αντικαθεστωτικής δράσης, κατέστησαν την περίοδο αυτή όχι ιδιαίτερα δυσάρεστη για τους κατοίκους των ελληνικών χωριών, όπως και του δικού μας. Ένα χαρακτηριστικό γεγονός που θυμάται ο Τάκης ο Ψηλός από τον παππού του, Χρήστο, και το οποίο αναδεικνύει τη σαφή αποστασιοποίηση από τα πράγματα που εκείνος είχε επιλέξει, είναι το εξής: το ’74, όταν έγινε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και στην Ελλάδα κηρύχτηκε επιστράτευση, ο δεκαεπτάχρονος τότε Τάκης παρακολουθούσε τα γεγονότα και ανησυχούσε. Όταν όμως πέτυχε έξω στο δρόμο τον παππού του, Χρήστο, και του είπε αναστατωμένος τι έγινε, εκείνος ψύχραιμος του έκοψε την κουβέντα, του τόνισε ότι όλα αυτά τα γεγονότα δε θα έπρεπε να τον αφορούν, εφόσον εκείνος δε θα επιστρατευόταν λόγω ηλικίας και τον πήρε μαζί του στο χωράφι, για να μαζέψουν τα τριφύλλια. Ο Χρήστος Καρτάλης ήταν πρακτικός και ρεαλιστής άνθρωπος ∙ δεν ασχολούνταν με τα πολιτικά γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσε ως πολίτης να επηρεάσει. Ασχολούνταν όμως ενεργά με τα ζητήματα της κοινότητας στην οποία ζούσε και στην οποία ο λόγος και το έργο του είχαν αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ήταν για μία ακόμη φορά κοινοτικός σύμβουλος μεταξύ των ετών 1968 – 1972, όταν πρόεδρος του χωριού ήταν ο Κωνσταντίνος Ντάφος.
Τα επόμενα χρόνια, της Μεταπολίτευσης, κύλησαν ήρεμα και δημιουργικά για την οικογένεια Καρτάλη.
Τα επόμενα χρόνια, της Μεταπολίτευσης, κύλησαν ήρεμα και δημιουργικά για την οικογένεια Καρτάλη. Ο Χρήστος και η Γιαννούλα
καμάρωναν βλέποντας τα εγγόνια τους να συνεχίζουν την παράδοση της οικογένειας στην εργατικότητα και την προκοπή, καθώς μορφώνονταν και ξεκινούσαν ελπιδοφόρα τη δική τους πορεία. Όμως η ζωή κάποτε κλείνει τον κύκλο της και για το Χρήστο η στιγμή αυτή ήρθε το 1985. Όλο το χωριό παρευρέθηκε στην κηδεία του, για να αποχαιρετήσει έναν από τους θεμελιωτές του, μια ηγετική φυσιογνωμία που κυριάρχησε στη ζωή όχι μόνο των δικών του, αλλά και ολόκληρης της κοινότητας. Ήταν συγκλονιστική η στιγμή, όταν έφτασε το φέρετρο με τη σορό του στο σπίτι. Η γυναίκα της ζωής του, η Γιαννούλα (Νοικοκυρίδου) Καρτάλη, βγήκε μόνη στην πόρτα, για να τον υποδεχθεί, δωρική, σοβαρή, περήφανη. Το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί σιώπησε, ούτε ψίθυρος δεν ακουγόταν και καθώς το φέρετρο πλησίαζε στην είσοδο του σπιτιού, η φωνή της έσπασε τη σιωπή: «Νοικοκύρη μου, καλώς ήρθες στο σπιτικό σου»! Οχτώ χρόνια μετά, το 1993, ακολούθησε κι εκείνη το δρόμο της αιωνιότητας και πέρασε στην ιστορία της οικογένειάς της, αλλά και ολόκληρης της Θράκης, ως άξιο τέκνο της.
Ο Χρήστος και η Γιαννούλα Καρτάλη έζησαν την τραγωδία του ξεριζωμού του ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες και τα βάσανα της προσφυγιάς, όμως άντεξαν, αγωνίστηκαν και τελικά δημιούργησαν μια οικογένεια αξιοθαύμαστη. Η παρακαταθήκη τους μένει ζωντανή στους άξιους απογόνους τους.
Στο πρώτο σπίτι της οικογένειας: 1950 (από αριστερά) Γιαννάκος Καρτάλης, ο πατέρας του Χρήστος, η μητέρα του Γιαννούλα, ο αδερφός του Δημητρός, η αδερφή του Βιργινία και οι ξαδέρφες Δημητρούλα και Κωνσταντινιά Καρτάλη.