Ο Χρήστος Καρτάλης, ο πατριάρχης της οικογένειας Καρτάλη και ένας από τους θεμελιωτές του προσφυγικού χωριού Νέα Κεσσάνη, γεννήθηκε στο Μπασαΐτ της Ανατολικής Θράκης, στις 22 Νοεμβρίου του 1902. Γονείς του ήταν ο (επίσης) Χρήστος και η Δέσποινα Καρτάλη και ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά που απέκτησε το ζευγάρι. Η μητέρα του τού έδωσε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του με την ελπίδα να γεννηθεί γερό αυτό το παιδί, αφού αρκετές εγκυμοσύνες της είχαν τελειώσει πρόωρα κι οδυνηρά. Πράγματι ο Χρήστος γεννήθηκε γερός και δυνατός και μάλιστα πήρε την πρώτη του ανάσα μέσα σ’ ένα ταψί, όπου τον ακούμπησε η μαία, ίσως τελετουργικά για να πάρει το νεογέννητο τη δύναμη του μετάλλου.

Οι γονείς Χρήστος και Δέσποινα Καρτάλη

 

Απόσπασμα από το χάρτη της Ανατολικής Θράκης με το χωριό Μπασαΐτ σημειωμένο και στα νοτιοδυτικά του το Μπεγεντίκιοϊ στην περιφέρεια της Κεσσάνης.

Η γέννηση του Χρήστου έσπασε την κακοδαιμονία και η μητέρα του τα επόμενα χρόνια έφερε στον κόσμο άλλα τρία παιδιά, το Ζήση (1906), την Αναστασία (1909) και τη Σοφία (1915). Η οικογένεια είχε χωράφια και ζώα και ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και μάλιστα πολύ αποδοτικά. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το μακρύ προσφυγικό ποτάμι οδήγησε την οικογένεια του Χρήστου στη Δυτική Θράκη. Εκείνος ήταν τότε 20 χρονών παλικάρι. Φτάνοντας στον Έβρο ποταμό, ως νέος και εύρωστος άνδρας κληρώθηκε ως στρατεύσιμος να βοηθήσει τους εξαντλημένους πρόσφυγες να περάσουν το ποτάμι. Η ακριβής πορεία που ακολούθησαν μετά δεν είναι ακριβώς γνωστή. Χρειάστηκαν κάποιες στάσεις στο νομό Έβρου και στο νομό Ροδόπης, όμως σε καμιά από αυτές δεν πήραν την απόφαση να εγκατασταθούν. Στην τελευταία τους στάση, σ’ ένα χωριό της Κομοτηνής, πήραν την απόφαση ο Χρήστος μαζί με τον πατέρα του και το συγχωριανό του, Γιώργο Αλμπανίδη, να αναζητήσουν μόνοι τους τον κατάλληλο τόπο για μόνιμη εγκατάσταση, και μετά να φέρουν τους υπόλοιπους. Έτσι, όταν βρέθηκαν στο Τεπέ Τσιφλίκ, όπως ονομαζόταν η περιοχή, θεώρησαν ότι είναι όπως το θέλανε.

Τμήμα χάρτη αυστριακού στρατού (αρχές 20ου αι.). Διακρίνεται το Τεπέ Τσιφλίκ κάτω από την ονομασία της λίμνης Βιστωνίδας (Buru Golu), to Σέλινο (Gereviz), όπως και η Ξάνθη επάνω αριστερά, ως XANTHI Eskidze.

Έτσι, άρχισαν σιγά σιγά να εγκαθίστανται και να ελπίζουν σε μια νέα αρχή. Αρχικά, τακτοποιήθηκαν πρόχειρα σε σκηνές που τους προμήθευσε ο στρατός. Σύμφωνα με την παράδοση του χωριού, ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας πέρασε από τον τόπο, είδε την απελπιστική κατάσταση των προσφύγων και μερίμνησε προσωπικά για την αποκατάστασή τους. Έτσι, το Τεπέ Τσιφλίκ έγινε προσφυγικός οικισμός, ονομάστηκε Πλαστήρια και ο Χρήστος Καρτάλης ήταν ένας από τους θεμελιωτές του.

Κατόπιν το κράτος παρείχε στους πρόσφυγες την απαραίτητη ξυλεία κι εκείνοι με όσα μέσα είχαν, έπλασαν πλιθιά, για να φτιάξουν τα πρώτα σπίτια στα βόρεια του χωριού (πιο πάνω από τη σύγχρονη πλατεία). Ο νεαρός Χρήστος από τότε έδειξε το δυναμισμό του και τη διάθεσή του να εργάζεται για το καλό της κοινότητας. Τα πρώτα σπίτια ήταν διπλοκατοικίες. Δύο οικόπεδα, δύο σπίτια ενωμένα με κοινό έναν τοίχο που είχε ένα παραθυράκι, από το οποίο επικοινωνούσαν οι δύο οικογένειες. Η οικογένεια του Χρήστου έχτισαν τη διπλοκατοικία τους μαζί με τον ξάδερφο του πατέρα του, τον Αδάμ Καρτάλη στα ανατολικά του οικισμού κοντά στη λίμνη.

Η στέγασή ήταν ο πρώτος βασικός στόχος. Παράλληλα όμως έπρεπε να εξασφαλιστούν τα προς το ζην. Η οικογένεια του Χρήστου είχε φέρει τα μεγάλα ζώα τους και αυτό ήταν σημαντικό πλεονέκτημα. Άρχισαν επίσης να δουλεύουν τα μικρά κομμάτια γης που τους είχαν παραχωρηθεί. Οι άνδρες της οικογένειας Καρτάλη, δούλευαν ακούραστοι τη γη, όχι μόνο για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα, αλλά και για να μεγαλώσουν τον κλήρο τους, πράγμα που σιγά σιγά πέτυχαν.

Ο Χρήστος με τον αδερφό του Ζήση

Οι συνθήκες βέβαια δεν ήταν εύκολες. Οικονομική βοήθεια δεν υπήρχε, τα μέσα ήταν πενιχρά, η μετακίνηση δύσκολη, όπως και η πρόσβαση σε καθαρό νερό. Η δε ιατρική περίθαλψη ήταν πολυτέλεια. Παρά τις δυσκολίες, η οικογένεια του Χρήστου Καρτάλη όχι μόνο τα έβγαζε πέρα, αλλά προόδευε σταθερά. Τον Αύγουστο του 1927 ο 25ετής Χρήστος νυμφεύθηκε την 20χρονη Γιαννούλα Νοικοκυρίδου, κόρη του Χρήστου Νοικοκυρίδη, η οποία καταγόταν από το Μπεγεντίκιοϊ της ανατολικής Θράκης και ήταν μια γοητευτική και δυναμική κοπέλα.

Ο Χρήστος με τη σύζυγό του, Γιαννούλα

Το πρώτο τους παιδί που καταγράφεται στα δημοτολόγια της κοινότητας γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1928 και πήρε το όνομα Κερατσούδα, όμως δεν έζησε παρά για πέντε ημέρες και έφυγε από τη ζωή στις 20/11. Το επόμενο παιδί, το 1930, ήταν ο Ιωάννης, τον οποίο όλοι μέχρι και σήμερα αποκαλούν Γιαννάκο. Ακολούθησε τον Ιούνιο του 1932 ο Δημητρός. Το τρίτο αγόρι της οικογένειας, ο Κωνσταντής, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1934 (αν και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ακρίβεια των εγγραφών στα πρώτα δημοτολόγια). Ο Κωνσταντής ήταν πολύ έξυπνο παιδί και είχε αξιοθαύμαστη μνήμη, όμως, δυστυχώς, σε μικρή ηλικία (ίσως στα 10) αρρώστησε από πνευμονία και πέθανε. Τελευταίο παιδί της οικογένειας ήταν η Βιργινία, η οποία γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1936.

Όσο μεγάλωνε η οικογένεια, αυξανόταν και το βιος τους, μιας και ο δυναμικός Χρήστος, μαζί με τον πατέρα και τον αδερφό του φρόντιζαν με τη σκληρή δουλειά τους να είναι σε θέση να αγοράζουν κι άλλα χωράφια και να αναδεικνύονται σε μια επιτυχημένη και σημαντική οικογένεια του χωριού. Ο Χρήστος μάλιστα φαινόταν να εξελίσσεται σε επικεφαλής της οικογένειας και να φροντίζει για όλους και για όλα. Για παράδειγμα, σε μια βόλτα του με φίλους στο χωριό Γκιώνα (ίσως προς ανεύρεσιν νέων χωραφιών ή απλώς για διασκέδαση), γνώρισε την όμορφη Ζουμπουλιά Αμπαρτζάκη, επίσης πρόσφυγα από την Ανατολική Θράκη, και θεώρησε ότι ήταν κατάλληλη νύφη για τον αδερφό του, Ζήση. Δεν έχασε χρόνο, τους γνώρισε και πράγματι το ζευγάρι παντρεύτηκε το Νοέμβριο του 1935. Γενικά, η δεκαετία του 1930 ήταν, παρά τις αντιξοότητες, μια εποχή προόδου για το Χρήστο και την οικογένειά του.

Πριν το ’40, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Χρήστος Καρτάλης εξελέγη πρόεδρος του χωριού για μια θητεία, γεγονός το οποίο αφενός απέδειξε το ενδιαφέρον του για το καλό του τόπου, αφετέρου του έδωσε την ευκαιρία να βοηθάει τους συγχωριανούς του πιο αποτελεσματικά. Παράλληλα έχτισε δικό του σπίτι κοντά στην εκκλησία του χωριού, την τοποθεσία της οποίας ο ίδιος είχε προτείνει. Στο πατρικό του έμεναν πλέον οι γονείς του με την οικογένεια του Ζήση και τη Σοφία. Επίσης, μέχρι το ’40 είχε αγοράσει αρκετά χωράφια στην περιοχή του Φαναρίου Ροδόπης, αυξάνοντας έτσι δυναμικά την ακίνητη περιουσία του.

Σε γιορτή στην πλατεία του χωριού στις 13 Απριλίου 1956, με τον Χρήστο Καρτάλη στη μέση της ομήγυρης, να εκτελεί χρέη ψάλτη.

Ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η γερμανοβουλγαρική κατοχή. Το σπίτι του Χρήστου επιτάχθηκε πρώτα από Γερμανούς στρατιώτες κι έπειτα από Βούλγαρους (7 στρατιώτες κι έναν επιλοχία). Η οικογένεια υπέμεινε τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση με ψυχραιμία και ευτυχώς δεν υπήρξαν σοβαρές εντάσεις με τους κατακτητές. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η πείνα που βασάνιζε όλους τους Έλληνες, όμως η οικογένεια και πάλι βρήκε τρόπους, για να επιβιώσει. Δυστυχώς όμως, ο Χρήστος έχασε έναν από τους γιους του, τον Κωνσταντή, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιαννάκου Καρτάλη πέθανε σε ηλικία 10 ετών (δηλαδή το 1944) από πνευμονία. Με το τέλος της δεκαετίας του ’40 τελείωσε και η οδυνηρή περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων για τη χώρα μας. Η ειρήνη ήρθε μαζί με την ελπίδα για πρόοδο. Ο Χρήστος Καρτάλης, πάντα δυναμικός και δραστήριος, φρόντιζε και πάλι για το χωριό και τους κατοίκους του, ως μέλος του κοινοτικού συμβουλίου το 1950, ενώ ήταν και ψάλτης στην εκκλησία του χωριού, η οποία είναι αφιερωμένη στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.

Χαρακτηριστικό του Χρήστου Καρτάλη ήταν η προθυμία του να βοηθάει τους συγχωριανούς του σε ό,τι είχαν ανάγκη. Συνήθιζε, για παράδειγμα, να δίνει από το γάλα που παρήγε στις χήρες του χωριού. Τώρα πια είχε και τα δύο παλικάρια του, το Γιαννάκο (20 ετών το 1950) και το Δημητρό (18 ετών) να συμμετέχουν δυναμικά στις αγροτικές εργασίες και να αναδεικνύουν την οικογένειά τους ως μία από τις καλύτερες του χωριού. Βέβαια, ο Χρήστος εκτός από πολύ έξυπνος άνθρωπος, ήταν και πολύ αυταρχικός ∙ αποφάσιζε για τη ζωή των παιδιών του και ουσιαστικά καθόρισε την πορεία και τις επιλογές τους. Ούτως ή άλλως οι επιλογές τότε της δεύτερης γενιάς προσφύγων δεν ήταν πολλές. Ελάχιστα παιδιά αυτής της γενιάς έφυγαν, για να σπουδάσουν. Οι περισσότεροι έμειναν στο χωριό, για να συμπαρασταθούν στον αγώνα των γονιών τους για επιβίωση, ειδικά στις γεωργικές εργασίες που ήταν πολύ δύσκολες, με ελάχιστα μέσα. Κι επειδή η καθοδήγησή του ήταν σωστή, εξασφάλισε την επιτυχία και την ευρωστία ολόκληρης της οικογένειας.

Στο πρώτο σπίτι της οικογένειας το 1950: (από αριστερά) Γιαννάκος Καρτάλης, οι γονείς Χρήστος και Γιαννούλα, ο Δημητρός, η αδερφή τους Βιργινία και οι ξαδέρφες Δημητρούλα και Κωνσταντινιά Καρτάλη.

Κι έτσι προχωρούσε η ζωή. Το 1954 ο Χρήστος εξελέγη και πάλι πρόεδρος του χωριού και συνέχισε να φροντίζει για το καλό της κοινότητας, παράλληλα με τις εντατικές αγροτικές εργασίες του. Λίγο αργότερα πάντρεψε τους γιους του, το Γιαννάκο το 1956 με τη Νίκη Παπαντωνίου και το Δημητρό το 1961 με τη Φωτούλα Σταυρακάρα και η οικογένεια μεγάλωσε, ειδικά με τον ερχομό των εγγονιών. Πρώτα ήρθαν τα παιδιά του Γιαννάκου και της Νίκης, ο Χρήστος (1957), ο Κώστας (1958) και η Γιάννα (1961) ∙ ακολούθησαν οι γιοι του Δημητρού και της Φωτούλας, ο Χρήστος (1962) και ο Σάκης (1966). Έμεναν όλοι μαζί στο πατρικό σπίτι, όμως ήταν πλέον πολλοί και οι ισορροπίες δύσκολο να κρατηθούν. Έτσι το 1963 έχτισε δικό του σπίτι ο Γιαννάκος (κοντά στην πλατεία του χωριού) και μετακόμισε εκεί με την οικογένειά του. Λίγο αργότερα η κόρη του Χρήστου και της Γιαννούλας, η Βιργινία, παντρεύτηκε το Νικόλαο Αχτάρη και πήγε στην Ξάνθη με τον άντρα της. Το ζευγάρι έμεινε αρχικά σε ένα σπίτι το οποίο είχε αγοράσει ο Χρήστος στην κόρη του με σκοπό να την προικίσει και να την εξασφαλίσει, αφού τα χωράφια της οικογένειας τα δούλευαν οι δύο γιοι του και πλέον τους ανήκαν. Ο Χρήστος ήθελε να είναι δίκαιος απέναντι στα παιδιά του, όπως ήταν πάντα απέναντι σε όλους. Από τη Βιργινία απέκτησε άλλα δύο εγγόνια, τη Χρυσούλα (1965) και τον Κώστα (1972).

Καθώς λοιπόν περνούσαν τα χρόνια, χαρές γέμιζε το σπιτικό του Χρήστου και της Γιαννούλας, ενώ παράλληλα η οικογένεια πρόκοβε συνεχώς, αφού η σκληρή δουλειά δε σταματούσε ποτέ. Επικεφαλής ήταν πάντα ο «pater familias», ο παππούς πια Χρήστος, που ο εγγονός του, ο Τάκης ο Αμερικάνος), τον αποκαλεί «μικρό δικτάτορα». Όμως ο Τάκης θυμάται κι ένα περιστατικό που δείχνει ότι δεν ήταν αυστηρός μόνο με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό του: Πίστευε ότι όταν ήταν πρόεδρος του χωριού έκανε ένα σοβαρό λάθος ∙ ο εργολάβος που είχε αναλάβει το έργο της κατασκευής του δρόμου που θα ένωνε την Ξάνθη με το Πόρτο Λάγος και θα περνούσε από το χωριό, τον ρώτησε αν πίστευε ότι έπρεπε να έχει δύο λωρίδες σε κάθε ρεύμα ή μία. Επειδή εκείνη την εποχή ο κόσμος κυκλοφορούσε με τα κάρα και η κίνηση ήταν πολύ περιορισμένη, ο Χρήστος πρότεινε να έχει ο δρόμος μία λωρίδα σε κάθε κατεύθυνση, όπως και έγινε. Αργότερα θεώρησε ότι αυτό ήταν λάθος κι ένιωθε ευθύνη απέναντι στους συγχωριανούς του για πολλά χρόνια μετά.

Ο Χρήστος Καρτάλης με τη σύζυγό του Γιαννούλα και τα εγγόνια τους Χρήστο Καρτάλη (Τάκη Αμερικάνο), Χρήστο (Τάκη Ψηλό) και Γιάννα Καρτάλη. Τέρμα δεξιά ο μικρός Σάκης Σταυρακάρας (του Φώτη).

Με τα εγγόνια του ήταν πολύ καλός και εκδηλωτικός, κυρίως με τα αγόρια. Ιδιαιτέρως έδενε με τον Τάκη τον Ψηλό, ο οποίος είναι λεβεντόκορμος, δοτικός και επικοινωνιακός όπως εκείνος, αλλά και με το Σάκη, ο οποίος πήγαινε ευχαρίστως στα χωράφια, γιατί αγαπούσε τη δουλειά του γεωργού, στην οποία ήταν πολύ καλός και ξεχώριζε. Ο Χρήστος πάντα θυμόταν και τον καμάρωνε για το γεγονός ότι όταν κάποτε βούλιαξε μία ρόδα του τρακτέρ μέσα στη λάσπη (ο χειμώνας ήταν δύσκολος και η λάσπη μεγάλο πρόβλημα εκείνη την εποχή), ο μόνος που κατάφερε να το ξεκολλήσει ήταν ο Σάκης. Και ήταν μόνο 13 ετών! Αγαπούσε λοιπόν τα εγγόνια του, αλλά τα έστρωνε στη δουλειά, για να γίνουν άξιοι κι εργατικοί άνθρωποι, όπως όλοι στην οικογένεια Καρτάλη. Έτσι, όλα ακολουθούσαν τους μεγάλους στα χωράφια και βοηθούσαν, όπως μπορούσαν, χωρίς να στερούνται και το παιχνίδι, βέβαια. Του άρεσε, επίσης, να τα ανεβάζει το καλοκαίρι στην πλατφόρμα του τρακτέρ και να τα πηγαίνει στο Πόρτο Λάγος για μπάνιο. Σε μία από αυτές τις εξορμήσεις τα παιδιά δεν ήθελαν να βγουν από τη θάλασσα, ούτε να γυρίσουν στο χωριό. Ο παππούς τα φώναξε μια, τα φώναξε δυο, τρίτη φορά δεν υπήρξε. Ανέβηκε στο τρακτέρ και πήρε μόνος το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Τα παιδιά, προς μεγάλη τους απογοήτευση, κατάλαβαν πρώτον ότι έπρεπε να γυρίσουν με τα πόδια στο χωριό και δεύτερον ότι ο παππούς δεν αστειεύεται!

 

Εδώ με τον Τάκη τον Ψηλό και τον Κώστα Καρτάλη (γιους του Γιαννάκου).

Ο παππούς Χρήστος αγαπούσε πολύ το αμπέλι του και το δούλευε μόνος του με επιμονή και υπομονή. Ώρες περνούσε εκεί, για να το περιποιείται όπως ήθελε. Μάλιστα στο χωραφάκι όπου ήταν τα κλήματα (2 στρέμματα), υπήρχαν δύο αχλαδιές η μια κοντά στην άλλη και πάνω στα κλαδιά τους ο Χρήστος είχε στερεώσει μερικές σανίδες, φτιάχνοντας ένα πρόχειρο, αλλά στερεό πάτωμα. Το καλοκαίρι ειδικά του άρεσε μετά τη δουλειά να γέρνει εκεί και να ξεκουράζεται ή και να ελέγχει για τυχόν κλέφτες που δε σπάνιζαν τότε. Βέβαια, δεν έπινε πολύ ∙ ένα ποτηράκι κρασί με το φαγητό έπινε. Ένα καλοκαιρινό απόγευμα προς σούρουπο μπήκε ο Χρήστος στο σπίτι σοβαρός και σκεπτικός, πήρε το σακάκι του και ξεκίνησε να φύγει. «Πού πας, Χριστιανέ μου, βραδιάτικα;», τον ρώτησε η γυναίκα του. «Όπου θέλω πάω» απάντησε αυστηρά κι έφυγε. Έμειναν όλοι με την απορία για τη συμπεριφορά του παππού. Μετά από λίγες ώρες επέστρεψε με το κεφάλι του τυλιγμένο σε γάζες και τους αποκάλυψε ότι νωρίτερα που ήταν στο αμπέλι ένας ανιψιός του που κυνηγούσε πουλιά κοντά στη λίμνη πυροβόλησε κατά λάθος προς το μέρος του και τον τραυμάτισε στο κεφάλι ∙ αφού στόλισε με τα σχετικά κοσμητικά επίθετα τον απρόσεκτο νεαρό, ο Χρήστος έδεσε πρόχειρα την πληγή, έβαλε κι ένα καπέλο για να μη φαίνεται το τραύμα και αφού περπάτησε από το χωράφι στο σπίτι, βρήκε ένα μέσον για να πάει στο νοσοκομείο της Ξάνθης και να τον περιθάλψουν. Κι όλα αυτά χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν!

Εκτός από σκληροτράχηλος, ο Χρήστος ήταν και απόλυτα ρεαλιστής, πράγμα που έγινε φανερό το 1974 με τα γεγονότα της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Στην Ελλάδα έγινε επιστράτευση. Ο Χρήστος περνώντας με το τρακτέρ από το καφενείο του Βαθρακέα είδε τον εγγονό του, τον Τάκη τον ψηλό – ήταν 17 ετών τότε και δεν είχε επιστρατευθεί – να ακούει ανήσυχος μαζί με τους υπόλοιπους θαμώνες από το ραδιόφωνο τα νέα, ή μάλλον αυτά που ήθελε το καθεστώς να είναι τα νέα. Αμέσως τον φώναξε κοντά του και ακολούθησε ο εξής διάλογος:

Παππούς Χρήστος: «Τάκη, έλα, πάμε στο χωράφι.»

Τάκης Ψηλός σαστισμένος: «Βρε παππού, πού να πάμε; Δε βλέπεις, εδώ πόλεμος γίνεται.»

Παππούς Χρήστος: «Εσύ είσαι στον πόλεμο; Πολεμάς;»

Τάκης Ψηλός: «Όχι, παππού, τι να πολεμήσω;»

Παππούς Χρήστος: «Τότε έλα μαζί μου. Αυτοί θα κάνουν τη δουλειά τους κι εμείς τη δικιά μας».

Και φυσικά ο Τάκης ακολούθησε τον παππού του στο χωράφι, αφού η σαφής εντολή του δε σήκωνε συζήτηση. Ο Χρήστος ήταν πρακτικός άνθρωπος ∙ δεν ασχολούνταν με τα πολιτικά γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσε ως πολίτης να επηρεάσει. Ασχολούνταν όμως ενεργά με τα ζητήματα της κοινότητας στην οποία ζούσε και στην οποία ο λόγος και το έργο του είχαν αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ήταν για μία ακόμη φορά κοινοτικός σύμβουλος μεταξύ των ετών 1968 – 1972, όταν πρόεδρος του χωριού ήταν ο Κωνσταντίνος Ντάφος.

Τα επόμενα χρόνια, της Μεταπολίτευσης, κύλησαν ήρεμα και δημιουργικά για την οικογένεια Καρτάλη. Ο Χρήστος μαζί με τη γυναίκα του καμάρωναν βλέποντας τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν, να μορφώνονται και να προκόβουν. Όμως η ζωή κάποτε κλείνει τον κύκλο της και για το Χρήστο η στιγμή αυτή ήρθε το 1985. Όλο το χωριό παρευρέθηκε στην κηδεία του, για να αποχαιρετήσει έναν από τους θεμελιωτές του, μια ηγετική φυσιογνωμία που κυριάρχησε στη ζωή όχι μόνο των δικών του, αλλά και ολόκληρης της κοινότητας. Ήταν συγκλονιστική η στιγμή, όταν έφτασε το φέρετρο με τη σορό του στο σπίτι. Η γυναίκα της ζωής του, η Γιαννούλα (Νοικοκυρίδου) Καρτάλη, βγήκε μόνη στην πόρτα, για να τον υποδεχθεί, δωρική, σοβαρή, περήφανη. Το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί σιώπησε, ούτε ψίθυρος δεν ακουγόταν και καθώς το φέρετρο πλησίαζε στην είσοδο του σπιτιού, η φωνή της έσπασε τη σιωπή: «Νοικοκύρη μου, καλώς ήρθες στο σπιτικό σου»!

Ο Χρήστος Καρτάλης ήταν ένας αυθεντικός Θραξ. Έξυπνος, δυναμικός, αποφασιστικός, ακαταπόνητος, αγωνίστηκε, δούλεψε και πέτυχε όλα όσα επιθυμούσε. Πρόσφερε με κάθε τρόπο στην κοινότητα όπου μεγάλωσε. Δημιούργησε μια οικογένεια αξιοθαύμαστη και αξιοζήλευτη, για την οποία υπήρξε αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Η κληρονομιά που άφησε πίσω του δεν ήταν μόνο τα χωράφια και τα χρήματα, αλλά κυρίως οι υψηλές αξίες και οι αρχές που τήρησε πρώτος αυτός σε όλη του τη ζωή. Οι απόγονοί του αξίζει να τον θυμούνται με σεβασμό και να τιμούν τη μνήμη του.