Ο Κώστας Καρτάλης, γιος του Γιαννάκου και της Νίκης Καρτάλη, γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου του 1958 στη Νέα Κεσσάνη (Πλαστήρια) του νομού Ξάνθης. Οι παππούδες του κατάγονταν από το χωριό Μπασαΐτ της Κεσσάνης της Ανατολικής Θράκης. Ο Κώστας είναι ο μεσαίος από τα παιδιά της οικογένειας, αφού ένα χρόνο μεγαλύτερος είναι ο αδερφός του ο Χρήστος (ο Τάκης ο Ψηλός) και τρία χρόνια μικρότερη η αδερφή του η Γιάννα.

Αρχικά, η οικογένειά του ζούσε στο πατρικό σπίτι του πατέρα του, μαζί με τους παππούδες του, Χρήστο και Γιαννούλα Καρτάλη και το θείο του Δημητρό, ο οποίος παντρεύτηκε το 1961 τη Φωτούλα Σταυρακάρα και το 1962 απέκτησε τον πρώτο του γιο, τον Χρήστο (αργότερα γνωστό ως Τάκης ο Αμερικάνος), ο οποίος αγαπά και εκτιμά απεριόριστα τον ξάδερφό του, Κώστα. Στο πατρικό σπίτι για τις εξωτερικές, αγροτικές εργασίες αποφάσιζε (αδιαπραγμάτευτα) ο – pater familias – παππούς Χρήστος Καρτάλης, ενώ πρωταγωνίστρια μέσα στο σπίτι ήταν η γιαγιά Γιαννούλα, η οποία είχε αναλάβει και τη φροντίδα των μικρών παιδιών της οικογένειας, όταν όλοι οι υπόλοιποι μοχθούσαν στα χωράφια. Η γιαγιά μάλιστα είχε μια κάποια αδυναμία στον Κώστα, γιατί του είχαν δώσει το όνομα του τρίτου παιδιού της, του Κωνσταντή, ο οποίος είχε πεθάνει γύρω στο 1940. Ο παππούς Χρήστος αγαπούσε πολύ τα εγγόνια του, αλλά προσπαθούσε να δείχνει σοβαρός και αυστηρός, αφού η τρυφερότητα θεωρούνταν εκείνη την εποχή ασυγχώρητη αδυναμία για έναν άνδρα. Μια πολύ ευχάριστη στιγμή για τα εγγόνια του ήταν όταν μετά την Κυριακάτικη λειτουργία πήγαιναν κοντά του στο ψαλτήρι, αφού ήταν πολλά χρόνια ψάλτης στην εκκλησία του χωριού, του φιλούσαν το χέρι και τους έδινε χαρτζιλίκι.

Ο Χρήστος και η Γιαννούλα Καρτάλη

με τα εγγόνια τους Τάκη και Κώστα.

Το 1963 η οικογένεια του Γιαννάκου μετακόμισαν στο δικό τους σπίτι. Το 1964, όταν ο Κώστας πήγε στην πρώτη δημοτικού, το σπίτι συνδέθηκε στο ηλεκτρικό δίκτυο και είχε ρεύμα, ενώ ένα χρόνο πριν ο αδερφός του, ο Χρήστος, διάβαζε τα μαθήματά του με τη λάμπα. Όπως θυμάται ο Κώστας, το σχολείο του χωριού ήταν τριθέσιο και στεγαζόταν σε ένα κτίριο με αρκετά τεχνικά προβλήματα. Για παράδειγμα, κατά το σχολικό έτος 1967 – 1968 λόγω κάποιων προβλημάτων που είχαν οι δύο από τις τρεις αίθουσες, ο Κώστας και οι συμμαθητές του πήγαιναν, για να κάνουν μάθημα, στην αποθήκη λιπασμάτων του αγροτικού συνεταιρισμού, που βρισκόταν απέναντι από το σχολείο, προφανώς υπό συνθήκες εντελώς ακατάλληλες για μικρά παιδιά. Κυρίαρχη μορφή και διευθυντής του σχολείου ήταν ο χαρισματικός δάσκαλος Δημήτρης Παλιάτσος, ο οποίος αναλάμβανε πάντα την Πέμπτη και Έκτη τάξη, προκειμένου να προετοιμάσει όσο περισσότερα παιδιά μπορούσε για το Γυμνάσιο και τη μελλοντική τους πρόοδο. Βέβαια, τα περισσότερα παιδιά προτιμούσαν το παιχνίδι στην πλατεία του χωριού και, όπως ομολογεί ο Κώστας, «τσατρα πάτρα» τελείωσε το δημοτικό το 1970. Πάντως, οι εκδηλώσεις και οι δραστηριότητες που γίνονταν ήταν εντυπωσιακά πολλές και πλούσιες για ένα δημοτικό σχολείο σε χωριό.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.Ο Κώστας, τσολιάς λέει το ποίημά του.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

Ο Κώστας στη δεύτερη σειρά (από αριστερά) στη μέση.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

Ο Κώστας στην προτελευταία σειρά (αριστερά)

Μια δυσάρεστη για τον Κώστα ανάμνηση από την εποχή του δημοτικού ήταν η αναγκαστική εξομολόγηση σε πολύ μικρή ηλικία, στην οποία κατέληξε να ομολογεί όλα όσα είχε ακούσει από άλλους ότι είχαν κάνει, γιατί ο παπάς δεν πίστευε ότι εκείνος δεν είχε κάνει κάτι πολύ κακό και τον τρομοκράτησε μέχρι να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του, πράγμα που έκανε ο μικρός, μόνο που δεν ήταν δικές του. Δυσάρεστη και αναγκαστική ήταν και η συμμετοχή του στο σώμα των προσκόπων, μετά από απαίτηση του δασκάλου τους. Ο Κώστας, ελεύθερο, αντισυμβατικό και ασυμβίβαστο πνεύμα, απεχθανόταν τις στολές και τη στρατιωτική πειθαρχία που τους επέβαλλαν, οπότε υπέφερε στις διάφορες αποστολές. Τον πρώτο χρόνο σε μια αποστολή εξερεύνησης στην Μπαΐρα έχασε τον μπερέ του. Μια άλλη φορά, μικρό παιδί γύρω στα 10 ή 11, βρέθηκε σε τιμητικό άγημα στο Δεσπότη, στις 14 Σεπτεμβρίου που γιορτάζει η εκκλησία του χωριού (εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού). Όπως στέκονταν λοιπόν γύρω του όλοι οι μικροί πρόσκοποι επίσημα με τα κοντάρια τους, ο Κώστας ένιωσε αδιαθεσία, έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να κάνει εμετό, ο οποίος κύλησε μέχρι τα πόδια του Δεσπότη! Τελικά, ο παππούς του τον άρπαξε και τον έβγαλε από την πλαϊνή πόρτα της εκκλησίας, για να πάρει αέρα και ούτε ο παπάς του χωριού, ούτε ο δάσκαλος του συγχώρησαν ποτέ το γεγονός.

Μετά το δημοτικό ο Κώστας συνέχισε και πήγε στο Γυμνάσιο στην Ξάνθη, ακολουθώντας το μεγάλο του αδερφό, ο οποίος είχε πάει ένα χρόνο πριν. Πέρα από την επιθυμία για ανώτερη εκπαίδευση και προσωπική εξέλιξη, ο Κώστας ήθελε κυρίως να ξεφύγει από το περιβάλλον του χωριού και να ζήσει στην πόλη, η οποία θεωρούσε ότι του ταίριαζε περισσότερο. Στην Ξάνθη ζούσε η θεία του, Βιργινία, η αδερφή του πατέρα του, με την οικογένειά της και η επίσκεψη στο σπίτι τους ήταν από παλιά για τον μικρό Κώστα μια πολύ ευχάριστη διέξοδος.

Ως μαθητής Γυμνασίου λοιπόν ο Κώστας έμενε μαζί με τον μεγάλο του αδερφό, τον Τάκη, στο δωμάτιο που εκείνος είχε νοικιάσει την προηγούμενη χρονιά. Το δωμάτιο αυτό βρισκόταν στην περιοχή όπου σήμερα γίνεται το παζάρι και ανήκε σε μια κυρία, τη Δόμνα Τσίτσου, της οποίας ο γιος είχε το εργαστήριο του εκεί (πριονοκορδέλα). Εκείνα τα χρόνια του Γυμνασίου ήταν κάπως βαρετά για τον νεαρό Κώστα. Πήγαιναν στο σχολείο, μετά τρώγανε στο Ίδρυμα Νεότητος που είχε φτιάξει η Χούντα το ’67, διάβαζαν κιόλας εκεί και μετά κοιμόντουσαν στο δωμάτιο που νοίκιαζαν. Κι επειδή αυτά τα δωμάτια δεν είχαν μπάνιο δικό τους, μία φορά την εβδομάδα τους πήγαιναν από αυτό το ίδρυμα στα χαμάμ Γιουρκτσή στην πλατεία Αντίκα, στην Παλιά Πόλη, για να κάνουν το μπάνιο τους. Τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου εκτός από βαρετά ήταν και πολύ καταπιεστικά λόγω της δικτατορίας. Οι καθηγητές ήταν πολύ αυστηροί, έδερναν πολύ τους μαθητές και υπήρχε έλεγχος στους μαθητές ακόμα και έξω από το σχολείο. Για παράδειγμα τους απαγόρευαν να πάνε σινεμά ∙ όμως ο Κώστας ήταν πάντα λάτρης του κινηματογράφου, οπότε πήγαινε βέβαια με τους φίλους του, αλλά με πολλή προσοχή και πολύ φόβο.

Τα καλοκαίρια φυσικά τα παιδιά γύριζαν στο χωριό. Η οικογένεια του Κώστα, σύσσωμη και πάντα υπό τη σθεναρή ηγεσία του παππού Χρήστου, δούλευαν στα χωράφια τους, οπότε κι εκείνος ακολουθούσε εντατικά. Έτσι, ενώ για τους άλλους συμμαθητές του το καλοκαίρι ήταν η αγαπημένη εποχή των διακοπών και της ξεκούρασης, για τον Κώστα ήταν μια εποχή κούρασης και μόχθου. Μάζευαν σουσάμια στα χωράφια τους στο Φανάρι, συμμετείχαν στο αλώνισμα και στο πότισμα (το οποίο ήταν πολύ δύσκολη δουλειά), κουβαλούσαν τα δεμάτια το άχυρο σε μια τεράστια αποθήκη που είχαν κοντά στο μύλο του χωριού και γενικά συμμετείχαν στις αγροτικές εργασίες των μεγάλων, αφού ήταν πάρα πολλές και απαιτούσαν πολλά εργατικά χέρια. Το μεσημέρι τρώγανε όλοι μαζί στο χωράφι ό,τι είχε ετοιμάσει η γιαγιά Γιαννούλα, η οποία φρόντιζε για τη διατροφή όλου του πλήθους των εργαζομένων, συγγενών και μη. Ο Κώστας θυμάται χαρακτηριστικά το «σερμπέτι» που έφτιαχνε, δηλαδή νερό, ζάχαρη, ξύδι και το μπαγιάτικο ψωμί που τρίβανε μέσα γινότανε «λουκούμι». Ο χειρότερος εφιάλτης για τον Κώστα ήταν η φροντίδα των ζώων στο στάβλο, το τάισμα, το πότισμα, το άρμεγμα (αυτό δεν κατάφερε ποτέ να το κάνει), το καθάρισμα της κοπριάς κτλ.

Από την άλλη, ευχάριστη δουλειά ήταν το πάτημα των σταφυλιών, για την παραγωγή κρασιού, αφού η οικογένεια είχε και αμπέλια. Ο παππούς Χρήστος περιποιόταν πολύ το αμπέλι του και απολάμβανε το κρασί του μετρημένα με το φαγητό του. Ο Κώστας θυμάται μια καταπληκτική ιστορία που έχει σχέση με το αμπέλι: ένα βραδάκι ο παππούς σηκώθηκε και χωρίς πολλές εξηγήσεις βρήκε μέσον και πήγε στην Ξάνθη, αφήνοντας όλους με την απορία για το λόγο αυτής της ξαφνικής αναχώρησής του. Όταν γύρισε τους εξήγησε, αφήνοντάς τους άναυδους, ότι όσο βρισκόταν στο αμπέλι του, ένας ανιψιός του που κυνηγούσε εκεί κοντά, πυροβόλησε κατά λάθος προς το μέρος του και τα σκάγια τον χτύπησαν στο κεφάλι. Έδεσε λοιπόν το κεφάλι του μ’ έναν πρόχειρο επίδεσμο, φόρεσε το καπέλο του, για να μη φαίνεται, περπάτησε από το χωράφι που ήταν κοντά στη λίμνη (Βιστωνίδα) ως το χωριό και από εκεί πήγε μόνος στην Ξάνθη, για να τον περιθάλψουν.

Πάντως ως έφηβοι, ο Κώστας και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας, δούλευαν κανονικά ως αγρότες και κτηνοτρόφοι. Άλλωστε ο παππούς Χρήστος, πατριαρχικός και αυστηρός, δεν τους άφηνε εύκολα να χαλαρώσουν. Ο Κώστας μάλιστα σε μια από τις δουλειές είχε ένα ατύχημα και έχασε ένα κομμάτι από τον παράμεσό του στο δεξί χέρι του. Μόνο όταν τελείωναν τ’ αλώνια και έπεφτε λίγο η δουλειά, μπορούσαν τα παιδιά της οικογένειας να χαλαρώσουν, να πάνε για ένα μπάνιο στη θάλασσα και για μια απογευματινή βόλτα στο χωριό μαζί με τους συνομηλίκους τους, που τότε ήταν πολλοί στη Νέα Κεσσάνη. Μάλιστα, αρκετές φορές στη θάλασσα τους πήγαινε ο παππούς Χρήστος με το τρακτέρ, αφού φόρτωνε όλα τα εγγόνια στην πλατφόρμα. Όταν ακολουθούσε και η γιαγιά Γιαννούλα τα παιδιά τη βοηθούσαν να κάνει αμμόλουτρο, γιατί είχε προβλήματα στα πόδια της. Μια φορά ο παππούς τους άφησε κι έφυγε, γιατί δεν τον άκουγαν όταν τους φώναζε να βγουν από τη θάλασσα και αναγκάστηκαν να γυρίσουν από το Πόρτο Λάγος με τα πόδια στο χωριό.

Ο Κώστας είχε πολύ καλή σχέση και με τους άλλους παππούδες του, τον Ευλάμπιο και την Άννα Παπαντωνίου, τους γονείς της μητέρας του Νίκης. Τους θυμάται σαν βιβλικές μορφές, ήρεμους και χαμηλών τόνων. Ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία από τους συμπέθερούς τους και έφυγαν από τη ζωή επίσης νωρίτερα. Ήταν περιορισμένα τα οικονομικά τους, όμως ήταν περήφανοι και εργατικοί. Στο σπίτι τους ο Κώστας έβρισκε πράγματα σπάνια και ενδιαφέροντα, όπως ένα αυτοσχέδιο τζάκι με τσουκάλι, αργαλειό, όπου ύφαιναν συνέχεια κι απ’ έξω ένα κάρο με βόδια. Ο παππούς Ευλάμπιος, όταν είχε διάθεση, μάζευε τα εγγόνια του και τους διηγούνταν τις περιπέτειές του από τη μικρασιατική εκστρατεία, στην οποία συμμετείχε. Ένα γεγονός από τα πολλά, το οποίο θυμάται ο Κώστας, γιατί τον σόκαρε, είναι ότι οι Τούρκοι έπιασαν κάποτε αιχμάλωτο έναν Έλληνα εύζωνα και επειδή είδαν τις αρβύλες του ότι είχαν κάτι σαν πέταλα από κάτω, του τα καρφώσανε στα πόδια, τον «πεταλώσανε». Θυμάται και τη στεναχώρια του παππού του για τις εγκληματικές πράξεις κάποιων από τους Έλληνες στρατιώτες. Ένας λόγος που ο παππούς Ευλάμπιος έφυγε από τη ζωή ήταν ότι κάπνιζε πολύ και δεν έτρωγε πολύ προσεκτικά, ενώ από περηφάνια δεν έκανε θέμα τα προβλήματα υγείας που είχε. Η γιαγιά Άννα, όπως λέει ο Κώστας, ήταν ένα αρνί του Θεού, γι’ αυτό ήταν το μόνιμο θύμα των Πρωταπριλιάτικων αστείων του.

Επίσης, για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια ο Κώστας βοήθησε τον ξάδερφό του, τον Τάκη τον Αμερικάνο (γιο του Δημητρού), με έναν πρόχειρο πειρατικό σταθμό που είχε φτιάξει στο σπίτι του, δίνοντάς του κασέτες με την πολύ ποιοτική μουσική που του άρεσε. Ο Τάκης ακόμη μιλάει με θαυμασμό για το υψηλό πνευματικό και μορφωτικό επίπεδο του Κώστα και για τη σπουδαία και δυσεύρετη μουσική που άκουγε ο ξάδερφός του και έδινε ποιότητα στο σταθμό του. Βέβαια ο ίδιος ο Κώστας λέει ότι την καλή μουσική, ιδίως την ξένη, την είχε μάθει από τα μεγαλύτερα κορίτσια του χωριού. Ήταν όμως λάτρης γενικά της μουσικής και είναι ακόμα. Όταν πήγαιναν στα χωράφια, πάντα είχε μαζί του ένα ραδιόφωνο, για να γίνεται η δουλειά κάπως πιο ευχάριστη. Το 1975 τελείωσε το Γυμνάσιο ο Τάκης, έφυγε και την επόμενη χρονιά ήρθε ως συγκάτοικος του Κώστα η μικρή του αδερφή, η Γιάννα. Το 1976 λοιπόν ο Κώστας ήταν πια απόφοιτος του Γυμνασίου και σχεδίαζε την περαιτέρω εξέλιξή του, μιας και ούτε η Ξάνθη ήταν πια αρκετή.


Το 1977 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπουδαστής στη σχολή «Ευκλείδης» στο τμήμα Χημείας, όμως σε λίγες εβδομάδες κατάλαβε ότι αυτό το αντικείμενο σπουδών δεν του ταίριαζε, αφού η μεγάλη του αγάπη ήταν πάντα η δημοσιογραφία. Έτσι, κατέληξε να δουλεύει για μία σεζόν σε μία ντίσκο μαζί με κάποιους φίλους του. Το γεγονός που τον βοήθησε να πάρει την απόφαση να φύγει από τη Θεσσαλονίκη και να ακολουθήσει το όνειρό του ήταν ο σεισμός του 1978, ο οποίος κατέστρεψε το σπίτι όπου έμενε. Ο Κώστας επέστρεψε στο χωριό, έκοψε την αναβολή του στρατού και κατετάγη στην αεροπορία, με τη θητεία του να διαρκεί δύο χρόνια, μεταξύ 1979 και 1981.

Το 1981, μετά το στρατό, ο Κώστας μπόρεσε επιτέλους να ξεκινήσει τη δραστηριότητα που αγαπούσε πραγματικά, τη δημοσιογραφία. Οι γονείς του τον υποστήριξαν στις επιλογές του, έστω κι αν δεν τις κατανοούσαν πλήρως (η μαμά του αναρωτιόταν αν η δημοσιογραφία είναι κανονικό επάγγελμα), όπως λίγοι γονείς υποστηρίζουν τα παιδιά τους. Μάλλον ο Γιαννάκος και η Νίκη ήθελαν να προσφέρουν στα παιδιά τους κάτι που οι ίδιοι είχαν στερηθεί, το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή. Έτσι, ο Κώστας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας. Η προσαρμογή του στην πρωτεύουσα ήταν πολύ εύκολη ∙ εκτός από το γεγονός ότι του ταίριαζε πολύ το αστικό περιβάλλον, είχε πολλούς γνωστούς από το χωριό εκεί, αλλά και συγγενείς, όπως τον ξάδερφο του πατέρα του, τον κ. Απόστολο Αλεξανδρίδη, μια δική του ξαδέρφη, τη Γεωργία Παπαντωνίου κ.α., οι οποίοι τον βοήθησαν να χτίσει μια νέα, δημιουργική, συναρπαστική ζωή στην Αθήνα. Τελείωσε λοιπόν με επιτυχία τη σχολή και ξεκίνησε αμέσως να δουλεύει.

Πρώτα δούλεψε στην εφημερίδα «Κοινωνική» του Πειραιά μεταξύ του 1982 – 1983, με πολύ μικρές όμως απολαβές. Μετά πήγε στην εφημερίδα «Φίλαθλος» για τρεις μήνες, όμως έφυγε από εκεί, γιατί ούτε τον πληρώνανε, ούτε καν τον υπολόγιζαν ως εργαζόμενο. Τελικά, θέλησε να δοκιμάσει την τύχη του στην «Ελευθεροτυπία» του Σπύρου Καρατζαφέρη, όπου παρέμεινε, γιατί του άρεσε και γιατί αναγνώρισαν την αξία του. Στην Ελευθεροτυπία ξεκίνησε από το ελεύθερο ρεπορτάζ, τρέχοντας παντού, μετά στο εκπαιδευτικό, στο επαρχιακό και στο τέλος ανέλαβε θέση αρχισυντάκτη, μέχρι το 2011, που έκλεισε η εφημερίδα λόγω της οικονομικής κρίσης. Ακολούθησαν διάφορες δουλειές σε ποικίλα μέσα, μέχρι που αποφάσισε να κλείσει τον κύκλο μιας πολύ αξιόλογης και επιτυχημένης καριέρας. Σήμερα απασχολείται ως αρχισυντάκτης εξ αποστάσεως, για μία μικρή εφημερίδα της Κέρκυρας, συνδυάζοντας τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία και την πλούσια δημοσιογραφική του πείρα.

Όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση, ο Κώστας είναι παντρεμένος με τη Μαρία Παντσέλια και έχει δύο γιους, τον Γιάννη και τον Θάνο. Το ζευγάρι γνωρίστηκαν το 1988, όταν εκείνος ήταν δημοσιογράφος και εκείνη φοιτήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ∙ αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν στις 2 Μαρτίου του 1991 και από τότε δημιούργησαν μια δεμένη και αρμονική οικογένεια, άξια εκτίμησης και θαυμασμού. Η Μαρία κατάγεται από τη Λήμνο και εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών. Είναι ένας ευγενής και προσηνής άνθρωπος, έξυπνη και καλλιεργημένη, λάτρης της τέχνης, ειλικρινής, δοτική και κοινωνική. Με τον Κώστα τη δένουν, πέρα από τα κοινά στοιχεία του χαρακτήρα, οι κοινές προτιμήσεις. Είναι και οι δύο πολύ σινεφίλ, αγαπούν το θέατρο, τη μουσική και η ψυχαγωγία τους είναι ανάλογη.

Ανάλογη είναι και η αγωγή που έδωσαν στα παιδιά τους, ώστε να είναι δύο αξιόλογοι και επιτυχημένοι νέοι, που χαράσσουν το μέλλον τους με στέρεες βάσεις και λαμπρές προοπτικές. Ο Γιάννης, που γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1991, σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, με ειδίκευση στον κλάδο της ενέργειας και μετά από το επιτυχημένο μεταπτυχιακό του στην Αγγλία, εργάζεται σε διάφορες εταιρείες ως μηχανικός. Ο Θάνος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1994, σπούδασε στο Ε.Κ.Π.Α. στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, έκανε το μεταπτυχιακό του στο King’s College του Λονδίνου στον τομέα των Ευρωπαϊκών Σπουδών και μετά από 2,5 χρόνια υπομονής και επίμονης προσπάθειας μπήκε στο Διπλωματικό Σώμα, προσφέροντας χαρά και περηφάνια στην οικογένειά του, ειδικά στη γιαγιά του, τη Νίκη, η οποία στα τελευταία χρόνια της ζωής της καμάρωνε για τον εγγονό της «τον πρέσβη»! Και μάλιστα μπορούσε να χαίρεται και τα δύο εγγόνια της από κοντά, γιατί η οικογένεια κράτησε στενούς δεσμούς με το πατρικό σπίτι στο χωριό και κάθε τόσο βρίσκονταν κοντά στους αγαπημένους παππούδες, ώστε οι δύο νέοι να έχουν πολλές και όμορφες αναμνήσεις από αυτούς.

Ο Κώστας Καρτάλης είναι ένας χαρισματικός και ευφυής άνθρωπος. Ένα βαθιά καλλιεργημένο πνεύμα και ταυτόχρονα ένας δυναμικός, κοινωνικός, προσιτός χαρακτήρας, με πηγαίο χιούμορ και ευγένεια. Καταξιωμένος δημοσιογράφος, αγαπημένος γιος, σύζυγος και πατέρας, μπορεί να βλέπει το παρελθόν του με ικανοποίηση και το μέλλον του με αισιοδοξία.

Όλη η οικογένεια περήφανη, δίπλα στον επιτυχημένο Μηχανολόγο Μηχανικό, Γιάννη Καρτάλη.

Ο Θάνος Καρτάλης στα δεξιά της Προέδρου της Δημοκρατίας, ως μέλος του Διπλωματικού Σώματος.

Στα αριστερά της βλέπουμε τον τότε Υπουργό των Εξωτερικών, Νίκο Δένδια.