Ο Κώστας Σταυρακάρας, γεννήθηκε στις 28 Μαΐου του 1946και μεγάλωσε στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης. Οι γονείς του, ο Αθανάσιος Σταυρακάρας (1914 – 1968) και η Ανθούλα (το γένος Κουτάλιου, 1919 – 2011), κατάγονταν από το χωριό Μπασαΐτ της Ανατολικής Θράκης και ήταν από τους πρώτους πρόσφυγες που δημιούργησαν το 1923 το χωριό, το οποίο αρχικά ονομάστηκε Πλαστήρια.
Ο Θανάσης Σταυρακάρας
Η Ανθή Κουτάλιου
Στη λεπτομέρεια του χάρτη της ανατολικής Θράκης το χωριό Μπασαΐτ(σημειωμένο)
Οι γονείς της μητέρας του ήταν ο Βασίλης και η Ελεονώρα Κουτάλιου, οι οποίοι είχαν άλλες δύο κόρες, τη Βαγγελίτσα και την Αγλαΐα. Το σπίτι τους ήταν απέναντι από το πατρικό του Κώστα στο δρόμο από τη νότια πλευρά της εκκλησίας του χωριού και ο Κώστας μικρός περνούσε πολύ χρόνο κοντά τους. Η γιαγιά Ελεονώρα έφυγε νωρίς από τη ζωή, μάλλον στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ενώ ο παππούς Βασίλης πιθανόν στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Γονείς του πατέρα του ήταν ο Θεοφάνης και η Μαρία Σταυρακάρα οι οποίοι είχαν ακόμα έναν γιο, τον Παναγιώτη, και μία μικρή κόρη. Δυστυχώς, ο Θεοφάνης εκτελέστηκε από τους Τούρκους ως αιχμάλωτος πολέμου. Η Μαρία χήρα πια, το φθινόπωρο του ‘22 χρειάστηκε να πάρει τους δύο γιους της, να αφήσει την κόρη της άρρωστη στο νοσοκομείο (επειδή πίστευε ότι σύντομα θα γυρίσει να πάρει κι εκείνη) και να ακολουθήσει το δρόμο της προσφυγιάς, μαζί με χιλιάδες άλλους Θρακιώτες. Φυσικά δεν ξαναείδε το κοριτσάκι της ποτέ∙ μετά την εγκατάστασή της στα Πλαστήρια παντρεύτηκε το Βασίλη Μπλιούμη, ο οποίος πέθανε μερικά χρόνια αργότερα.Και με τη γιαγιά Μαρία είχε στενή σχέση ο Κώστας και συχνά την άκουγε να μιλά για το παιδί που είχε αφήσει πίσω στην πατρίδα.
Τα παιδικά χρόνια του Κώστα ήταν γενικά ήρεμα και ξέγνοιαστα. Βέβαια οι συνθήκες ζωής στο χωριό δεν ήταν εύκολες, όμως οι γονείς του, ο Θανάσης και η Ανθούλα, που δούλευαν σκληρά στα λιγοστά χωράφια τους, εξασφάλιζαν μια αξιοπρεπή ζωή στα παιδιά τους. Ο Κώστας ήταν το τρίτο τους παιδί∙είχε προηγηθεί η Φωτούλα το 1938 και ένα χρόνο μετά, το 1939 ένα ακόμα κοριτσάκι, η Μαρία, η οποία όμως πέθανε σε ηλικία μόλις δύο ετών ∙ το Νοέμβριο του 1941 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Θεοφάνης, το 1946, όπως είπαμε, ο Κώστας, ενώ το τελευταίο παιδί της οικογένειας ήταν η Ελεονώρα, η οποία γεννήθηκε το 1950.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Κώστας πήγε στο δημοτικό σχολείο, που τότε ήταν γεμάτο από παιδιά και ζωή, τα παιχνίδια ήταν αυθόρμητα και οι φιλίες αληθινές. Εξατάξιο ήταν το σχολείο, στο σημείο που βρίσκεται το νεότερο κτίσμα σήμερα και είχε τρεις αίθουσες, με την Πέμπτη τάξη να χωρίζεται από την Έκτη με μία μεγάλη, ξύλινη πόρτα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ήταν ότι κάποιοι μαθητές ήταν μεγάλοι σε ηλικία, γιατί μέσα στη δεκαετία του 1940 είχαν χάσει αρκετές σχολικές χρονιές λόγω των πολέμων.
Το πρώτο σχολείο του χωριού χτίστηκε το 1931. Εδώ μια εξωτερική φωτογραφία του από το 1950 με τους μαθητές και τους δασκάλους τους.
Ο Θανάσης και η Ανθούλα ήταν υπέροχοι γονείς, ήπιοι, με κατανόηση και διάθεση να προσφέρουν τα πάντα στα παιδιά τους, όμως στα τέλη της δεκαετίας του 1950 δεν ήταν εύκολο ούτε τα αγόρια να πάνε στο Γυμνάσιο (που υπήρχε στην Ξάνθη) ή να προχωρήσουν σε σπουδές. Ο Κώστας βέβαια πήγε στην Ξάνθη σε ένα συνεργείο όπου επισκευάζονταν αυτοκίνητα κι τρακτέρ, για να μάθει τη δουλειά και να δουλέψει. Ήταν και ο αδερφός του ο Φάνης εκεί και δούλευε στο μαγαζί του Γεωργιάδη του ηλεκτρολόγου, ο οποίος αναλάμβανε τις νέες ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις των σπιτιών που για πρώτη φορά αποκτούσαν ρεύμα. Μάλιστα ο Φάνης είχε μια παλιά βέσπα, για να πηγαινοέρχεται στην πόλη, από την οποία ο Κώστας έχει κρατήσει τις δύο ρόδες για ενθύμιο και τις έχει ακόμα κρεμασμένες στον τοίχο της αποθήκης του στο χωριό. Στην Ξάνθη λοιπόν δούλευε ο Κώστας και νοίκιαζε ένα δωματιάκι.
Τον Απρίλιο του 1961 ο Κώστας χάρηκε το γάμο της αδερφής του, Φωτούλας, με τον Δημητρό Καρτάλη και το 1962 το ζευγάρι του χάρισε τον πρώτο του ανιψιό, τον Χρήστο, με τον οποίο ο Κώστας έχει ακόμα σχέση βαθιάς αγάπης, εκτίμησης και σεβασμού. Ο δεύτερος αγαπημένος ανιψιός, ο Σάκης, γεννήθηκε το 1966 και ο Κώστας ήταν πάντα κοντά και στους δύο.
Η Φωτούλα με τον μικρό Χρήστο
Πολλά χρόνια αργότερα ο θείος με τον αγαπημένο ανιψιό
Το 1965 ο Κώστας δούλεψε για ένα χρόνο στο ΚΤΕΛ στα εισιτήρια και το 1966 ξεκίνησε τη στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Βαρέων Όπλων Πεζικού (ΚΕΒΟΠ) στο Χαϊδάρι και μετά εκπαιδεύθηκε στην Πάτρα για τρεις μήνες ως τεχνικός αρμάτων (συγκεκριμένα των Μ59, τα οποία βέβαια έχουν πλέον αποσυρθεί). Επόμενη μετάθεση ήταν στη Νέα Σάντα Κιλκίς και τέλος στη Χαλκίδα, από όπου απολύθηκε το 1968.
Ο Κώστας στρατιώτης σε επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη
Η επιστροφή του όμως στο χωριό σημαδεύτηκε από ένα τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος του αδερφός, ο Θεοφάνης, ο οποίος είχε διαγνωσθεί λίγα χρόνια νωρίτερα με μια επιθετική μορφή καρκίνου στο αίμα έφυγε από τη ζωή στις 7 Ιουνίου του ’68. Ήταν μόλις 27 ετών και αρραβωνιασμένος! Ο Κώστας δεν ξεπέρασε ποτέ το χαμό του αδερφού του και ακόμα και σήμερα συγκινείται με την ανάμνησή του.
Ο Θεοφάνης από τον καιρό της ξεγνοιασιάς πρώτος από δεξιά
Δυστυχώς, στις 21 Ιουλίου, μετά από μόλις 44 ημέρες, δεύτερη τραγωδία χτύπησε την οικογένεια, αφού ο πατέρας του Κώστα, ο Θανάσης, επιστρέφοντας από το χωράφι με το κάρο του χτυπήθηκε από έναν απρόσεκτο οδηγό και υπέκυψε στα τραύματά του, βυθίζοντας την οικογένεια σε ακόμα πιο οδυνηρό πένθος. Ήταν μόνο 54 ετών! Κατά την τρομερή αυτή περίοδο όλο το σπίτι είχε σκοτεινιάσει, με όλα τα έπιπλα να έχουν σκεπαστεί με μαύρα υφάσματα.
Ο αδικοχαμένος Θανάσης Σταυρακάρας, με το ευγενικό πρόσωπο
Ο Κώστας ήταν 22 χρονών όταν έχασε μέσα σε λίγες εβδομάδες τον αδερφό και τον πατέρα του ∙ έπρεπε όμως να μείνει δυνατός για τη γιαγιά του (μαμά του πατέρα του), τη χήρα μητέρα του και τη νεαρή αδερφή του, την Ελεονώρα, που εξαρτώνταν από αυτόν μιας και ήταν πια ο μόνος άνδρας της οικογένειας. Παρηγοριά του έδιναν οι γιοι της αδερφής του, της Φωτούλας, ο Χρήστος και ο Σάκης, που τους αγαπούσε ιδιαίτερα.
Μια χαρούμενη στιγμή με τον μικρό ανιψιό, το Σάκη
Έπρεπε βέβαια να δουλέψει κι επειδή δεν είχε πολλές επιλογές, ανέλαβε τα ζώα και τις άλλες αγροτικές εργασίες του πατέρα του. Ήταν δύσκολη υπόθεση, γιατί δεν είχε πείρα σε τέτοιου είδους εργασίες και μόνος δεν ήταν δυνατόν να τα βγάλει πέρα. Είχε όμως τη βοήθεια του γαμπρού του, του Δημητρού, και με πολύ κόπο κατάφερνε να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες της οικογένειας. Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδος της ζωής του, την οποία ακόμα θυμάται με πόνο.
Όμως η ζωή συνεχίζεται και τον Ιούνιο του 1969 ο Κώστας συνόδευσε στην εκκλησία τη μικρή του αδερφή, Ελεονώρα, για να νυμφευθεί έναν ευκατάστατο νέο, Έλληνα του εξωτερικού, τον Παναγιώτη Τανανάκη, και να τον ακολουθήσει μετά στη Γερμανία, όπου απέκτησαν δύο κόρες κι ένα γιο και όπου διαμένουν ακόμη.
Στο γάμο της Ελεονώρας με τον Παναγιώτη Τανανάκη. Δίπλα στη νύφη ο Κώστας και η Φωτούλα. Δίπλα στο γαμπρό η μαυροφορεμένη μητέρα τους, Ανθούλα Σταυρακάρα.
Λίγο καιρό μετά ήρθε η δική του σειρά να διαλέξει τον άνθρωπο που θα τον συνόδευε στη ζωή. Όπως ο ίδιος ομολογεί, τα βάσανα και οι έγνοιες που τον βάραιναν δεν τον άφηναν να σκεφτεί για έρωτες και γάμους, παρ’ όλο που υπήρχαν αρκετές υποψήφιες νύφες στο χωριό∙ άλλωστε, ήταν άξιο και γοητευτικό παλικάρι και δεν περνούσε απαρατήρητος. Η καρδιά του χτύπησε χαρούμενα όταν γνώρισε μέσω κάποιων συγγενών μια γλυκιά νέα κοπέλα από το χωριό Πηγάδια (της Ξάνθης), τη Λουλούδα Αλμπάνη (γεν. το 1953). Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος, το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε το 1971 και τον Απρίλιο του 1972 ενώθηκαν με τα ιερά δεσμά του γάμου.
Ο Κώστας και η Λουλούδα στον αρραβώνα τους
Ο γάμος τους έγινε στις 23 Απριλίου του 1972
Σύντομα απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, το γιο τους το Φάνη (Νοέμβριο του 1972), που πήρε το όνομα του αδικοχαμένου θείου του. Την ίδια χρονιά μια ακόμα αλλαγή προέκυψε στη ζωή του Κώστα. Προσλήφθηκε ως φορτοεκφορτωτής στο εργοστάσιο παραγωγής ζάχαρης που υπήρχε τότε στην πόλη της Ξάνθης. Τον βοήθησαν τα ξαδέρφια του, ο Αμαξάς Βασίλης, ο Κώστας και ο Βασίλης Κουτάλιος, ο Θόδωρος, και ο Κώστας Παγωνάκης, γιατί ήταν πολύ βαριά δουλειά και άγνωστη για εκείνον. Θυμάται χαρακτηριστικά ότι, όπως φορτωνόταν το τσουβάλι στον ώμο, από την τριβή της μπλούζας του με το βαρύ και τραχύ φορτίο, το ύφασμα έλιωνε και σκιζόταν γρήγορα, ενώ το δέρμα από κάτω γδέρνονταν. Με τη βοήθεια των συγγενών του έμαθε τη δουλειά και τα έβγαζε πέρα παρά τις δυσκολίες.
Επόμενος σταθμός ήταν η πρόσληψή του στο εργοστάσιο της Ροδόπης, όπου δούλεψε ως οδηγός. Ο Κώστας θυμάται ότι έπιανε δουλειά στις 4 το πρωί, γι’ αυτό ξυπνούσε στις 3, και ποτέ δεν άργησε στη βάρδιά του. Τα πρώτα χρόνια μάλιστα μετακινούνταν χειμώνα – καλοκαίρι μ’ ένα μικρό μηχανάκι που του είχε στείλει η αδερφή του, η Ελεονώρα, από τη Γερμανία. Αργότερα αγόρασε ένα αγροτικό αυτοκίνητο και μετά ένα Ι.Χ. Όλα τα πέτυχαν με τη γυναίκα του με πολλή δουλειά, πολύ μόχθο και πολλή υπομονή! Είχαν όμως αγάπη, ομόνοια και δεν τους έλειπαν οι στιγμές που άφηναν τις έγνοιες πίσω, για μια εκδρομή ή μια ευχάριστη στιγμή με τους δικούς τους ανθρώπους.
Από το ταξίδι τους στα Πριγκηπόνησα.
Τον Απρίλιο του 1977 γεννήθηκε το δεύτερο παιδάκι τους, η Αθανασία (Σούλα) που ολοκλήρωσε την ευτυχία τους. Κοντά τους είχαν πάντα τη μαμά του Κώστα, την Ανθούλα, που ζούσε, για να καμαρώνει και να χαίρεται τα εγγονάκια της.
Η περήφανη γιαγιά Ανθούλα με τη μικρή Αθανασία
Τα αδερφάκια, Φάνης και Σούλα, στο μπαλκόνι του σπιτιού τους στην Ξάνθη.
Κι έτσι προχώρησαν στη ζωή ο Κώστας και η Λουλούδα Σταυρακάρα∙ με πολλή δουλειά κι αγώνα, με αγάπη και αρμονία, με αξιοπρέπεια και προκοπή. Και πάντα κοντά στους δικούς τους ανθρώπους, διατηρώντας ανέφελες και ζεστές τις σχέσεις μεταξύ τους, φροντίζοντας για ό,τι χρειαζόταν. Για παράδειγμα, όταν τελείωσε το σχολείο ο ανιψιός του, ο Χρήστος Καρτάλης, έπρεπε να περάσει από κάποια διαδικασία, προκειμένου να καταφέρει να πάρει βίζα και να ταξιδέψει για σπουδές στην Αμερική∙ κι αυτό θα γινόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου όμως δεν μπορούσε να τον πηγαίνει ο πατέρας του που ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια. Έτσι ανέλαβε ο θείος Κώστας, ο οποίος τον πήγε στη Θεσσαλονίκη πάμπολλες φορές μέχρι να τα καταφέρει, και ο Χρήστος δεν το ξεχνάει, αλλά ακόμα νιώθει ευγνωμοσύνη. Αλλά και στην Αμερική που σπούδαζε, ο Κώστας βοηθούσε την αδερφή του Φωτούλα να στέλνει τα εμβάσματα στο γιόκα της. Ούτε την ξενιτεμένη αδερφή του, την Ελεονώρα στη Γερμανία, ξέχασε ο Κώστας, αλλά φρόντισε να παραμείνει στενή η σχέση τους και τα παιδιά τους να είναι δεμένα και αγαπημένα.
Στη Γερμανία στο σπίτι της Ελεονώρας (Λόλας) με όλα τα παιδιά.
Κι έτσι, παρά τις δυσκολίες, ο Κώστας κι η Λουλούδα έζησαν μαζί μια καλή ζωή, είδαν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν και να προκόβουν, να παντρεύονται και να αποκτούν τα δικά τους παιδιά. Σήμερα, συνταξιούχοι πια, καμαρώνουν τα τέσσερα εγγόνια τους, τη Μαρίνα (2005) και την Κωνσταντίνα (2009) του Φάνη, τη Σοφία (2005) και τον Κωνσταντίνο (2011) της Σούλας και λαχταρούν να τα χαρούν στο μέλλον προκομένα και ευτυχισμένα.
Τέρμα αριστερά ο Φάνης Σταυρακάρας, δίπλα του η αδερφή του, Σούλα, με τον άνδρα της, Όμηρο Καρασακαλίδη, και τέλος η σύζυγος του Φάνη, Λαμπρινή Στύλλου. Η Σούλα έχει αγκαλιά τον νεοφώτιστο Κωνσταντίνο, και τα κουκλάκια μπροστά είναι η κόρη της, Σοφία, και οι ανιψιές της Κωνσταντίνα και Μαρίνα.
Ο Κώστας Σταυρακάρας είναι ένας αυθεντικός Θραξ. Γνήσιος, ευθύς, εργατικός, δυναμικός και ταυτόχρονα βαθιά ευαίσθητος, τίμιος και ακέραιος, ένας ήρωας της καθημερινότητας, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου, όμως άντεξε, πάλεψε και πέτυχε να ζει με αξιοπρέπεια και περηφάνια. Σήμερα έχει κοντά του όσους αγαπά και απολαμβάνει μια ήρεμη ζωή με την αγαπημένη του σύζυγο.
Ο Κώστας Σταυρακάρας με τη γυναίκα του, Λουλούδα, σε μια τρυφερή φωτογραφία πριν από κάποια χρόνια.