Έθιμα του Λαϊκού Εορτολογίου όλου του χρόνου

Ιστορία της Νέας Κεσσάνης

 

1934 – Χορευτές

«Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος». Είμαστε λαός με πλούσια παράδοση, γιατί έχουμε μακρά και πλούσια ιστορία. Το αρχαιοελληνικό θαύμα, η χριστιανική ορθόδοξη πίστη, η επαφή με λαούς από τρεις διαφορετικές ηπείρους, άλλοτε οικειοθελής και άλλοτε (συνήθως) αναγκαστική και βίαιη, η ελληνική φύση με τη μοναδική βιοποικιλότητα και το ανάγλυφο τοπίο, το φως και η θάλασσά μας, το ανήσυχο και αστείρευτο ελληνικό πνεύμα, όλα αυτά διαμόρφωσαν ένα λαϊκό πολιτισμό πολύ πλούσιο σε έθιμα και εορταστικές εκδηλώσεις. Το λαϊκό μας εορτολόγιο περιλαμβάνει μεγάλες και μικρές χριστιανικές εορτές, τοπικές και πανελλήνιες, αλλά και κάποιες που διατηρήθηκαν (έστω με παραλλαγές) από την αρχαιότητα και αποδεικνύουν τη διαχρονικότητα του πολιτισμού μας. Χάρη στο γεγονός ότι το ανάγλυφο τοπίο περιόριζε πολύ στο παρελθόν την επαφή μεταξύ των κοινοτήτων ανά την Ελλάδα, αλλά και το ότι οι Έλληνες δραστηριοποιήθηκαν σε έναν πολύ ευρύτερο από τα σημερινά του σύνορα χώρο, από τον οποίο πρόσφατα ξεριζώθηκε βίαια, είχαν ως αποτέλεσμα κάθε τόπος να διαμορφώσει διαφορετικά έθιμα και συνήθειες για κάθε εορταστική ημέρα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Έτσι το έργο κάθε μελετητή και λαογράφου γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον. Οι σαρωτικές δε αλλαγές της εποχής μας επιβάλλουν να καταγραφούν όσο γίνεται καλύτερα αυτοί οι πολιτιστικοί μας θησαυροί, γιατί αν χάσουμε κι αυτούς, θα μείνουμε ολότελα κενοί.

Στο κεφάλαιο αυτό θα δούμε τα έθιμα του λαϊκού εορτολογίου όλου του χρόνου, ξεκινώντας από τα Χριστούγεννα. Προσπάθησα να καταγράψω και τα έθιμα του παρελθόντος , αυτά δηλαδή που είχαν οι παππούδες μας στην «πατρίδα», Ανατολική Θράκη και Ανατολική Ρωμυλία, όπως μου τα περιέγραψαν, και αυτά που διατηρούμε και τηρούμε και σήμερα.

Τσολακίδης Θόδωρος, Κυνηγοπούλου Πόπη και Ξανθή

25/12 Χριστούγεννα

Τα Χριστούγεννα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη γιορτή, μετά το Πάσχα, της Χριστιανοσύνης. Προηγείται η νηστεία των σαράντα ημερών κατά την οποία επιτρέπεται το ψάρι έως τις 17 Δεκεμβρίου, γι’ αυτό και θεωρείται «χαρούμενη» νηστεία. Όταν πλησιάζει η ημέρα της γιορτής τα παιδιά αρχίζουν να ετοιμάζουν τις παρέες για τα κάλαντα, όπως κάνανε και παλιά. Τότε την παραμονή οι Ανατολικορωμυλιώτες έλεγαν τα κάλαντα από το βράδυ ενώ οι Ανατολικοθρακιώτες το πρωί ∙ σήμερα όλα τα παιδιά λένε τα κάλαντα το πρωί.

Ας δούμε πρώτα πως γιόρταζαν οι Ανατολικορωμυλιώτες ∙ τα μικρά παιδιά δεν καλάντιζαν, αλλά οι νέοι από 16 χρονών μέχρι 30 στολίζονταν, μαζεύονταν όλοι μαζί και ξεκινούσαν από την άκρη του χωριού για να περάσουν από όλα τα σπίτια, να τραγουδήσουν, να ευχηθούν και να πάρουν τα δώρα, που ήταν καλούδια, καραμέλες, καρύδια, κάστανα, φουντούκια, χαρούπια ή κουλούρα, αλλά το συνεθέστερο ήταν μπριζόλες από το γ’ρούνι που είχαν σφάξει για τις γιορτές, τις οποίες περνούσαν σε μια σούβλα που κρατούσαν τα παιδιά. Φτάνοντας στην πόρτα του σπιτιού, ήξεραν ότι είχε η νοικοκυρά το φυτίλι της λάμπας κατεβασμένο, άρχιζαν το τραγούδι, τους άκουγε ο νοικοκύρης και άναβε το φυτίλι. Εκείνοι προσκυνούσαν και έλεγαν χωρισμένοι σε δύο ομάδες :

“Χριστός γεννιέται

χαρά στον κόσμο”

                           (και οι άλλοι μισοί)   

“Χαρά στον κόσμο

 τον κόσμο όλον”

“Μα μη να πάμε

μα μη να φέρουμ’”

                           (και οι άλλοι μισοί)   

 “Να παν’ να φέρουν

 τη λιου τη μάνα”

“Τη ’λιου τη μάνα τη βλογημένη,

τη βλογημένη, τη δοξασμένη”       

                             (κι άλλοι μισοί)

“Κι όσο να πάνε

κι όσο να ’ρθούνε”

“Κι όσο να πάμε κι όσο να ’ρθούμε”

“Χριστός Ανέστη”

Ακούγεται παράξενη η προσφώνηση “Χριστός Ανέστη” ∙ ουσιαστικά δηλώνει ότι στην εκκλησιαστική παράδοση η Γέννηση και η Ανάσταση του Χριστού συνδέονται στενά. Μετά έλεγαν για το κορίτσι του σπιτιού, το αγόρι, για την πρόοδό του στο σχολείο, για τους αρραβωνιασμένους, για τους γονείς και το σπίτι κλπ. Η νοικοκυρά, που είχε στολίσει το σπίτι με κεντημένες πετσέτες και χάρτινα στολίδια στους τοίχους, και γιορτινό τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, είχε έτοιμη μια στρογγυλή κουλούρα (κάτι μεταξύ τσουρεκιού και ψωμιού), για να τους την προσφέρει. Ένα από τα παλικάρια κρατούσε ένα τσουβαλάκι για τις κουλούρες και μόλις τελείωνε το τραγούδι έκανε ένα “νιάου” σαν γάτα για να καταλάβει η νοικοκυρά ποιος ήταν και να του δώσει το «μπαξίσ’». Μετά ο νοικοκύρης τους κερνούσε κρασί με μια ξύλινη «μπούκλα» και όλοι εύχονταν. Για εκείνον τραγουδούσαν:

«Είπαμε την ημέρα μας ας πούμε για τον αφέντη,

αφέντη μου στην κλίνη σου χρυσό καντήλι φέγγει

αν βάλεις λάδι μοναχό, φέγγει την αφεντιά σου

αν βάλεις λάδι και κερί, φέγγει τον κόσμο όλον».

 

Τα κάλαντα αυτά τα διατήρησαν όταν ήρθαν από την πατρίδα εδώ για πολύ λίγο διάστημα, για να πάρουν τη θέση τους αυτά που λέμε σήμερα. Ανήμερα των Χριστουγέννων σηκώνονταν πριν ακόμα χαράξει και πήγαιναν στολισμένοι και χαρούμενοι στην εκκλησία, ενώ στο σπίτι έμενε κάποιος, ο παππούς ή η γιαγιά, για να ετοιμάσει το τραπέζι και συγκεκριμένα το κεμπάπ. Το κεμπάπ είναι αλλιώς η τηγανιά, ένας νοστιμότατος μεζές από τηγανητά μικρά κομματάκια χοιρινού κρέατος, που τρώνε και οι Ανατολικοθρακιώτες, αλλά εκείνοι το λένε τζιζ-μπιζ. Γυρνώντας λοιπόν από την εκκλησία κάθονταν όλοι γύρω από το τραπέζι αφού εύχονταν και θύμιαζε ο πατέρας, έτρωγαν και κεμπάπ με λεμόνι και έπιναν κρασάκι. Τα Χριστούγεννα δεν έφτιαχναν ούτε κοτόσουπα, ούτε μπάμπω, όπως σ’ άλλα μέρη της Θράκης, έτρωγαν πίτες γλυκές με ρύζι, με κολοκύθι, με πλιγούρι, τυρόπιτες, λουκάνικα, κρέας, χαλβά με τ’ αλεύρι, φρούτα και ξηρούς καρπούς. Γλεντούσαν τρεις ολόκληρες μέρες, χωρίς σταματημό, όλοι μαζί στο καφενείο του χωριού ∙ έφερνε 0 καθένας από το σπίτι του  ό, τι μπορούσε και έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν ακούραστα.

Οι Ανατολικοθρακιώτες γιόρταζαν κατά παρόμοιο τρόπο, με κάποιες διαφοροποιήσεις: Τα παιδιά καλάντιζαν το πρωί της Παραμονής και τα δώριζαν ταλιράκια ή κουλούρια. Δυστυχώς δεν μπορώ να παραθέσω ολοκληρωμένα τα κάλαντα που λέγανε, παρά μόνο την αρχή και το τέλος:

“Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, απόψι Χριστός γιννιέτι

γιννιέτι κι αναθρέφιτι μα κόσμος δεν το ξέρει

κι ο κόσμος και τα οικούμενα κι ο βασιλιάς ακόμη ∙

γιννιέτι κι αναθρέφιτι με μέλι και με γάλα,

το γάλα τρων’ οι άρχοντες, το μέλι οι αφεντάδες

Όσα άστρα στους ουρανούς, καλούδια από την Πόλη,

τόσα καλά να δόσ’ Θεός σ’ αυτόν τον νοικοκύρη,

εμείς κι αν του τραγουδήσαμε, Θεός να τον φυλάξει

για Χρόνια Πολλά».

 

Την Παραμονή έσφαζαν γουρούνι, το οποίο εξέτρεφαν γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό κι όσες οικογένειες δεν είχαν, τους έδιναν μερικά κομμάτια οι γείτονες. Στο χωριό μας λοιπόν δεν είχαμε ποτέ τη γεμιστή γαλοπούλα, αλλά το χοιρινό. Το βράδυ η νοικοκυρά έφτιαχνε τη μπάμπω, έπαιρνε το παχύ έντερο του γουρουνιού, το έπλενε καλά και το γέμιζε με ρύζι, συκωτάκια, καρδιά, μπαχαρικά. Το πρωί πολύ νωρίς, μετά την πανηγυρική λειτουργία στην εκκλησία, όλοι ζωηροί γυρνούσαν στο ζεστό, στολισμένο σπίτι, όπου τους περίμενε το τζιζ-μπιζ και το ρακί ή το κρασί. Έφτιαχναν και γεμιστή κότα, έτρωγαν το μεσημέρι, έπιναν και γλεντούσαν μέχρι αργά.

Κατά την παράδοσή μας, την Παραμονή των Χριστουγέννων εμφανίζονται οι καλικάντζαροι ή καρκάντζαλοι ή καρκαντζέλια. Έρχονται από τα ψηλά βουνά και την έρημη γη (όχι από τα έγκατα της γης, όπως σε άλλες ελληνικές παραδόσεις) και έχουν σκοπό τις δώδεκα μέρες μεταξύ των Χριστουγέννων και των Θεοφάνιων, όταν τα νερά είναι αβάφτιστα, να κάνουν ζημιές και να κλέψουν το γουρούνι από τους νοικοκυραίους. Βγαίνουν μόνο τη νύχτα κι αλίμονο σ’ όποιον βρουν μπροστά τους, τον πειράζουν, τον τραβολογούν, ανεβαίνουν επάνω του, χορεύουν γύρω του και ιδιαίτερα αν είναι γριά. Είναι τερατώδεις, τα παιδιά τους γυρνούν ξυπόλυτα και κακομοιριασμένα, μπαίνουν στα σπίτι και κλέβουν τ’ αγαθά. Κατά τις 12 το βράδυ λαλεί ο κόκορας και λένε: “Ποιος κόκορας λαλεί; – Ο κόκκινος κόκορας, ας λαλεί κι ας χαίρεται, έχουμ’ ακόμα καιρό ως το πρωί”. Αργότερα όταν ακούγεται ξανά: “Ποιός κόκορας λαλεί; – Ο μαύρος κόκορας, ας λαλεί κι ας χαίρεται, έχουμ’ ακόμα καιρό ως το πρωί”. Τα ξημερώματα όμως: “Ποιός κόκορας λαλεί; – ο άσπρος κόκορας, – αχ, γρήγορα, ξημερωθήκαμε, θα μας πιάσουν». Τότε το βάζουν όλοι στα πόδια, βάζουν οι μάνες τα παιδιά τους στη ράχη, παίρνουν τα γαϊδουράκια τους και γυρνούν γρήγορα στα βουνά, για να ξανακατεβούν το επόμενο βράδυ. Ο μύθος των καλικαντζάρων, που είναι πανελλήνιος, οφείλεται μάλλον στο φόβο των ζωντανών για τους πεθαμένους και στη ζήλια που τους αποδίδουν για τον Απάνω Κόσμο ∙ έρχονται λοιπόν το δωδεκαήμερο, κυκλοφορούν ανάμεσα στους ζωντανούς και τους αναστατώνουν, χωρίς να προκαλούν όμως κανένα σοβαρό κακό. Εξαφανίζονται οριστικά τα Φώτα, όταν αγιάζονται τα νερά.

Χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν στόλιζαν, ούτε πλοίο, όπως αλλού. Ήταν όμως μία θαυμάσια ευκαιρία για να μαζευτεί όλη η οικογένεια, οι συγγενείς και φίλοι, να ευχηθούν, να εκφράσουν τη χαρά και την αγάπη τους. Αυτό βεβαίως συμβαίνει και σήμερα, μόνο που πλέον έχουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ακούμε αρκετά ξένα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και ψάλλουμε τα κάλαντα που έχουν καθιερωθεί σε όλη την Ελλάδα :

Καλήν ημέραν άρχοντες

Κι αν είν’ ο ορισμός σας

Χριστού τη θεία γέννηση

Να πω στ’ αρχοντικό σας

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η φύσις όλη,
εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των Ουρανών
και ποιητής των όλων,
πλήθος αγγέλων ψάλλουσι
το Δόξα εν Υψίστοις
και τούτο άξιον εστί
η των ποιμένων πίστης,
εκ της Περσίας έρχονται
οι μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί
χωρίς να λείψει ώρα…
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει
.

 


1/1 Πρωτοχρονιά

Νομίζω ότι σήμερα δίνουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην έλευση του νέου χρόνου απ’ ό, τι στο παρελθόν κι αυτό εξαιτίας της επιρροής από τον δυτικό καθολικό πολιτισμό. Στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. η Πρωτοχρονιά εορταζόταν πάντα ως μεγάλο κοσμικό πανηγύρι, ενώ αντίθετα για τους Έλληνες Ορθοδόξους σημασία είχε η θρησκευτική γιορτή του Αγίου Βασιλείου και λιγότερο ο ενθουσιασμός για το νέο έτος. Την παραμονή ξεκινούσαν πάλι τα παιδιά να πουν τα κάλαντα σ’ όλα τα σπίτια κι επειδή τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από την πατρίδα γρήγορα λησμονήθηκαν, τραγουδούσαν την Αρχιχρονιά και τον Αη Βασίλη, όπως τραγουδούν και σήμερα, για το απαραίτητο (φαγώσιμο τότε, χρηματικό τώρα) μπαξίσι.

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

ψιλή μου δεντρολιβανιά

κι αρχή καλός μας χρόνος

εκκλησιά με τ’ Άγιο Θρόνο/ θόλο.

Αρχή που βγήκε ο Χριστός

άγιος και πνευματικός

στη γη να περπατήσει

και να μας καλοκαρδίσει.

 

Άγιος Βασίλης έρχεται

κι όλους / και δε μας καταδέχεται

από την Καισαρεία

συ ’σ’ αρχόντισσα κυρία

βαστά εικόνα/κόλλα και χαρτί

ζαχαροκάντυο ζυμωτή

χαρτί και καλαμάρι

δες και με το παλληκάρι

το καλαμάρι έγραφε

και το χαρτί ομίλει

Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις

κάτσε να τραγουδήσεις

Εγώ τραγούδια δεν ξέρω

Ξέρω την αλφαβήτα

για να κόψουμε την πίτα.

Και του χρόνου!»

Η οικογένεια του παππού Χρηστάκη Εκμεκτσή στον Άγιο Βλάσση της Ανατολικής Ρωμυλίας.

 Οι Ανατολικορωμυλιώτες, ωστόσο, δεν τραγουδούσαν τον Άγιο Βασίλη. Είχαν ένα άλλο έθιμο που λεγόταν «Σούρβα». Τρία παιδιά έπαιρναν ένα κλαδί, ένα ντάλ’, από κρανιά και πήγαιναν στα σπίτια. Μόλις τα έβλεπαν οι νοικοκυραίοι, άνοιγαν την πόρτα και εκείνα τους έλεγαν ευχόμενα:

«Σούρβα, σούρβα, σούρβα

γεια χαρά και καλημέρα,

πολλά στάρια, πολλά κριθάρια,

γιομάτα τ’ αμπάρια, πουλλά πουλάκια

πουλλά  κατσικάκια πουλλά αρνάκια …  (κτλ)».

 Μετά χτυπούσαν μαλακά με το κλαδί τους παππούδες και τις γιαγιάδες του σπιτιού κι έλεγαν: «σούρβα, σούρβα, σούρβα, γιρά κόκκαλα» ή

 «Σούρβα σούρβα, γιρό κουρμί
γιρό κουρμί, γιρό σταυρί
σαν ασήμι, σαν κρανιά
κι του χρόν’ ούλ’ γιροί,
ούλ’ γιροί καλόκαρδοι.»

Φυσικά η παραδοσιακή βασιλόπιτα δεν έλειπε. Την ετοίμαζε η νοικοκυρά την παραμονή (όπως και σήμερα), που ήταν ψωμί σφραγισμένο με τη σφραγίδα της λειτουργιάς, ή μια αλμυρή πίτα με κιμά και το τυχερό φλουρί κρυμμένο. Εκτός από το φλουρί οι Ανατολικοθρακιώτες έβαζαν κι άλλα μικρά αντικείμενα ανάλογα με τις οικονομικές δραστηριότητες της οικογένειας ∙ δηλαδή, αν ήταν αγρότες, βάζανε λίγο σιτάρι, αν ήταν ράφτες, μια κλωστή, οι κτηνοτρόφοι βάζανε λίγες τρίχες σ’ ένα χαρτάκι. Μαγείρευε ακόμη κοτόπουλο, λαχανοντολμάδες, λαχανιά, τρώγανε και τουρσί, ξηρούς καρπούς, φρούτα. Το βράδυ έκοβαν τη βασιλόπιτα, στη μέση της οποίας τοποθετούσαν ένα κερί. Την έκοβε ο πατέρας και ονομάτιζε τα πρώτα κομμάτια στο όνομα του Χριστού και της Παναγιάς, κατόπιν του σπιτιού, (δηλαδή του αγαθού στοιχείου του σπιτιού), του παππού, του πατέρα και των υπολοίπων μελών της οικογένειας με σειρά προτεραιότητας ανάλογα με την ηλικία του καθενός. Ο τυχερός που έβρισκε το φλουρί θα ήταν καλότυχος όλο το χρόνο και με το φλουρί άναβε κερί στην εκκλησία. Αν το φλουρί έπεφτε στα πρώτα κομμάτια, του Χριστού, της Παναγίας ή του σπιτιού, θα ήταν καλότυχοι όλη η οικογένεια. Πάνω κάτω τα ίδια κάνουμε και σήμερα.

Πριν το εορταστικό γεύμα ο πατέρας έπρεπε να θυμιατίσει όλους τους παριστάμενους, το σπίτι, την αποθήκη, το στάβλο (=ντάμ’), το κοτέτσι. Μάλιστα οι Ανατολικορωμυλιώτες θύμιαζαν επάνω σ’ ένα κεραμίδι, όχι στο θυμιατό ∙ άφηναν δε τα καρβουνάκια να σβήσουν, για να δουν αν θα έπιαναν στάχτη, οπότε πίστευαν ότι θα έχουν μπερεκέτ’ , αφθονία, όλη τη νέα χρονιά ∙ αν έμεναν μαύρα, δε θα είχαν καλή χρονιά. Μετά από αυτά τα τελετουργικά, έτρωγαν όλοι μαζί και ξεκινούσαν για το καφενείο, όπου όλο το χωριό θα γλεντούσε μέχρι το πρωί.

Όσον αφορά τις δοξασίες για την Πρωτοχρονιά, πίστευαν (και ομολογώ ότι πιστεύουμε ακόμα) ότι θα έκαναν όλο το χρόνο ό, τι έκαναν την ημέρα αυτή. Έτσι, προσπαθούσαν την 1η του Ιανουαρίου να μη μαλώσουν, να μην κλάψουν κλπ, αλλά και να μη δανείσουν σε κανένα. Τα κορίτσια έβαζαν το βράδυ κάτω από το μαξιλάρι τους μια βούκα από την πρωτοχρονιάτικη κουλούρα, για να δουν στον ύπνο τους αυτόν που θα παντρευτούν. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μητέρα σηκωνόταν πρώτη, έβρισκε στην αυλή μια καθαρή ωραία πέτρα και ακουμπούσε μ’ αυτήν τρεις φορές το κεφάλι κάθε μέλους της οικογένειας, για να είναι γεροί όλο το χρόνο. Κατόπιν, τάιζε τις κότες κι έλεγε: «πολλές κότες, πολλά πουλάκια, πολλά σιτάρια, πολλά κριθάρια» κτλ ευχόμενη προκοπή για τη νέα χρονιά. Τέλος, την Πρωτοχρονιά όλοι μπαίνουμε στο σπίτι για το «καλό ποδαρικό» με το δεξί πόδι και κατά προτίμηση βάζουμε ένα μικρό παιδί να μπει πρώτο. Το σπάσιμο του ροδιού στην εξώπορτα είναι ακόμα μια συνήθεια της πρωτοχρονιάς που λέμε ότι φέρνει τύχη, αλλά ομολογώ ότι δε γνωρίζω πόσο παλιά είναι στο χωριό μας.

Ο Ιερός Ναός Υψώσεως Τιμίου Σταυρού της Νέας Κεσσάνης

06/01 Φώτα

Τα Φώτα είναι γιορτή «Θεότρανη», γιατί αγιάζουν τα νερά και φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται τον αγιασμό. Η παράδοση λέει ότι ανοίγουν τα ουράνια και όποια ευχή κάνει κάποιος πραγματοποιείται. Επίσης, ότι με τον αγιασμό η θάλασσα γίνεται γλυκιά και πίνεται. Η εκκλησία επιβάλλει την παραμονή των Φώτων αυστηρή νηστεία. Στο παρελθόν, «στην πατρίδα», δεν έβγαιναν τα παιδιά την παραμονή για κάλαντα. Έβγαινε μόνο ο ιερέας και άγιαζε τα σπίτια και τα χωράφια (η πρωτάγιαση). Αργότερα, στη νέα πατρίδα, με τα χρόνια ακολούθησαν το έθιμο να καλαντίζουν τα παιδιά την παραμονή των Φώτων και να λένε:

Σήμερα τα Φώτα κι ου φουτισμός
και χαρά μιγάλη και αγιασμός.

Σήμιρα τα άστρα φουτίζονται

κι όλα τα νιρά καθαρίζουνται.
Kάτου στουν Iουρδάνη τουν πουταμό
κάθιτ’ η κυρά μας η Παναγιά,
σπάργανα βαστάει, κιριά κρατεί
κι τουν άγιου Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε Γιάννη αφέντη μου Πρόδρουμι
δύνασι βαφτίσεις Θιού πιδί;
Πείγουμι κι θέλου κι προυσκυνώ
κι τουν Kύριό μου παρακαλώ,
αύριου ν’ ανέβου στουν ουρανό    

να καταθυμιάσου τους ουρανούς
κι θε να κατέβου στουν πουταμό
για να σι βαφτίσου σε τουν Xριστό,
να καταπατήσου τα είδουλα,
να καταχουνιάσου τα ζούζουλα,
να αγιάσου βρύσις κι τα νιρά,
να αγιάσ’ αφέντης μι την κυρά.  

ή       

ν’ ανεβώ επάνου στους ουρανούς

να μαζέψω γρόσια κι λιβανούς.

Σφάξαμε τουν πετεινό,

βρήκαμι τα φώτα,

δώστε το μπαξίσι μας

να πάμε σ’ άλλη πόρτα.

 Δεύτερος από αριστερά ο Χρήστος Καρτάλης

Ανήμερα των Φώτων, μετά τη θεία λειτουργία, ξεκινά σύσσωμο το χωριό με τον ιερέα, τα εξαπτέρυγα και την εικόνα του Χριστού για τη λίμνη Βιστωνίδα και τον αγιασμό των υδάτων. Οι νέοι είναι έτοιμοι να πέσουν για να πιάσουν το σταυρό, το αγαπημένο σύμβολο, γιατί είναι μεγάλη τιμή και ευλογία για όποιον τα καταφέρει. Έχει τύχει να πρέπει να σπάσουν τον πάγο στην επιφάνεια της λίμνης για να πέσουν οι θαρραλέοι. Ο τυχερός που θα πιάσει το σταυρό τον τοποθετεί σ’ ένα δίσκο και περνά από όλα τα σπίτια, για να τον προσκυνήσουν και να τον ασημώσουν οι χωριανοί. Το μεσημέρι φυσικά ακολουθεί το οικογενειακό εορταστικό γεύμα και το γλέντι. Να σημειώσουμε ότι ο αγιασμός των Φώτων είναι ο ιερότερος όλων ∙ τον κρατάμε για καιρό μετά ως θεραπευτικό μέσο και για να αγιάσουμε το σπίτι, τα γεννήματα, τα κτήματα.

07/01 Σύναξις Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού/ τ’ Αϊ Γιαννιού 

Ο Γιάννης Φυλαχτάκης με την ταλαιπωρία της προσφυγιάς στο πρόσωπό του

Στο χωριό μας τιμόταν ιδιαιτέρως αυτή η γιορτή και τα έθιμά της θυμίζουν τη βάπτιση του Χριστού. Οι μάνες έβγαζαν τα παιδιά έξω και, παρά το κρύο, τα κατάβρεχαν λιγάκι για να είναι γερά. Επίσης, οι νιόπαντρες ή αρραβωνιασμένες γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και τις έβρεχαν ενώ εκείνες κερνούσαν. Οι άντρες, από την άλλη, είχαν το έθιμο να τάζει κάποιος (κυρίως) κρασί σε κάποιον, για να βρέξει ένα φίλο του, ο δε φίλος έταζε περισσότερα, για να βρέξουν τον πρώτο και ούτω καθεξής, ώσπου γινόταν μούσκεμα όλο το χωριό και συναγωνίζονταν μάλιστα ποιος θα βρέξει περισσότερους χωριανούς. Μια φορά πήραν με το κάρο το γιατρό και τον έριξαν στη λίμνη δύο παλληκάρια για δώδεκα κιλά κρασί. Τελικά, παρά το μουσκίδι και το κρύο, έριχναν ένα γλέντι όλοι μαζί, αφού έφερνε ο καθένας ό, τι μεζέδες μπορούσε, λουκάνικα, παστουρμάδες, τυριά, πίττες και φυσικά μπόλικο κρασί και τσίπουρο, κι έκλεινε έτσι ιδανικά η μεγάλη κι επεισοδιακή γιορτή.       

08/01 Αγίας Δομινίκης – γιορτή της Μπάμπως

Από αριστερά: Ντίνα Μητρέλη, Παναγούλα Μπλιούμη, Γεωργία η μπάμπω, Φανιώ Μπλιούμη, Γιαννούλα Καραμουσαλίδου, Σοφία Μπλιούμη, Παναγιώτα Παπαντωνίου, Αθανασία Εκμεκτσή, Μάχη Μπουρλούκα, Ζωή Παγωνάκη.

Στη γιορτή της Μπάμπως το 1979

Τα Πλαστήρια είναι από τα λίγα χωριά σε όλη την Ελλάδα που κρατούν το έθιμο της «γυναικοκρατίας». Είναι γιορτή προς τιμήν της πιο σημαντικής γυναίκας του χωριού, της μαίας, αυτής που ελευθέρωνε τις γυναίκες από τον αναπόφευκτο πόνο της γέννας και που η παρουσία της ήταν αναγκαία για την υγεία της μάνας και του βρέφους. Η ονομασία του εθίμου ως “γιορτή της Μπάμπως” προέρχεται από το Ανατολικορωμυλιώτικο ιδίωμα, όπου “μπάμπιντεν” σημαίνει μαμή. Στην Ανατολική Θράκη μπάμπω σήμαινε γριά, αλλά δεν υπάρχει σ’ αυτό καμία αντίφαση, αφού τις περισσότερες φορές η μαμή ήταν ηλικιωμένη ∙ η γηραιότερη άλλωστε γυναίκα είναι και η πιο έμπειρη στο μυστήριο της γέννας. Ουσιαστικά εκείνη την ημέρα γιορτάζουν όλες οι γυναίκες, αφού είναι η μόνη ημέρα του χρόνου που αφιερώνεται αποκλειστικά σ’ αυτές. Γι’ αυτό και οι άντρες απαγορεύονται αυστηρά από τον εορτασμό της ημέρας, φορούν ποδιά και μαντήλα, φροντίζουν τα παιδιά και κάνουν τις δουλειές του σπιτιού. Το έθιμο έχει αρχαιοελληνικές καταβολές και συγκεκριμένα προέρχεται από τη γιορτή «Θεσμοφόρια» – όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Γεώργιος Μέγας, Θρακιώτης, γεννημένος στη Μεσημβρία – που ήταν γυναικεία και συγχρόνως αγροτική εορτή, κατά την οποία οι γυναίκες  εύχονταν για γονιμότητα, και από τα «Αλώα» τα οποία γιορτάζονταν στις αρχές του Ιανουαρίου στην Ελευσίνα, όπου και μετείχαν μόνον γυναίκες, οι οποίες γυρνούσαν στην πόλη πίνοντας άφθονο κρασί, γελώντας με άσεμνα αστεία και στο τραπέζι του γλεντιού όπου κατέληγαν υπήρχαν ομοιώματα ανδρικών και γυναικείων οργάνων, σύμβολα γονιμότητας. 

Το 2011 κάποιες από τις άξιες κυρίες του συλλόγου γυναικών.

Από αριστερά: Φυλαχτάκη Αργυρή, Αλεστά Αθανασία, Καραμουσαλίδου Γιαννούλα, Κατσίκα Ευαγγελία, η τότε πρόεδρος του συλλόγου, Εκμεκτσή Ελένη, Μαλάκη Πετρινή, Αρβανιτίδου Ασημίνα.

Ας δούμε όμως πώς γιόρταζαν τη μπάμπω οι πρώτες κάτοικοι και ιδρυτές του χωριού μας, όπως μου τα διηγήθηκαν οι κόρες τους και κυρίες του συλλόγου γυναικών. Από την προηγούμενη μέρα οι γυναίκες προετοιμάζονταν. Προειδοποιούσαν τους άντρες τους να γυρίσουν νωρίς την επομένη, για να κοιτάξουν τα παιδιά και ετοίμαζαν μεζέδες, όπως λουκουμάδες, τηγανίτες και πίτες. Μάλιστα η μια από τις μαίες έδινε ένα μπουκάλι ούζο με μια κόκκινη κορδέλα σ’ ένα κορίτσι (ή σε μια μικρή παρέα παιδιών) και το έστελνε να κεράσει όλες τις γυναίκες του χωριού και να τις καλέσει στο γλέντι της επόμενης μέρας. Ξεκινούσαν λοιπόν όλες μαζί νωρίς το απόγευμα για το σπίτι της γηραιότερης μαίας, της μπάμπως. Κρατούσαν ένα μπουκάλι ούζο ή κρασί ως δώρο, γλυκά, άνθη, νερό, πετσέτα και μια πλάκα άσπρο ή πράσινο σαπούνι, για να πλύνουν μ’ αυτό τα χέρια της μπάμπως. Τιμούσαν ευλαβικά τη μπάμπω, το άξιζε άλλωστε για τις υπηρεσίες που πρόσφερε. Κάθε γυναίκα της έπλενε τα χέρια με το σαπούνι και το νερό που έφερε, της τα φιλούσε, έκανε τρεις μετάνοιες και έδινε συμβολικά χρήματα. Αυτό το κάνανε για να γλιστράει από το σαπούνι εύκολα το παιδί και να’ ναι εύκολη κάθε γέννα που θα αναλάμβανε η μπάμπω. Ήτανε δηλαδή μια τελετουργία με συμβολικό και ευχετικό χαρακτήρα. Η μπάμπω τις κερνούσε κι εκείνη και τους έδινε ένα κλωναράκι βασιλικό. Μετά μια έγκυος ή νιόπαντρη έπαιρνε την κανάτα, με την οποία είχε πλυθεί η μαμή και την έριχνε κάτω ∙ αν γύριζε μπρούμυτα θα έκανε αγόρι, αν γύριζε ανάσκελα, κορίτσι. Το τελετουργικό τελείωνε εδώ και επέστρεφαν στα σπίτια τους, για να ετοιμάσουν τους νόστιμους μεζέδες για το βραδινό γλέντι, όπως λάχανο μεζέ, τουρσιά, παστουρμά, πίττες, λουκάνικα, χοιρινά κρέατα, καβουρμάδες, λουκουμάδες, ψωμί καλό ζυμωτικό. Επίσης, άρμεγαν τα ζώα, έκαναν τις δουλειές τους, μαγείρευαν, ετοίμαζαν τα παιδιά, τα παρέδιδαν στο μπαμπά τους και αφού φορούσαν τα καλά τους ρούχα, έπαιρναν η καθεμιά τους μεζέδες που είχε ετοιμάσει (σκεπασμένους με την καλύτερη πετσέτα) και ξεκινούσαν για τη γιορτή.

Οι μεζέδες ήταν σημαντική υπόθεση και φρόντιζαν όλες να φτιάξουν κάτι εκλεκτό. Μάλιστα, τα έβγαζαν, για να κρυώσουν, στο περβάζι με ανοιχτό το παράθυρο, οπότε τα παλικαράκια περνούσαν και τα «ρούκωναν», τα κλέβανε. Σημαντικό στοιχείο του τελετουργικού της ημέρας ήταν οι μεταμφιέσεις (που μάλλον σχετίζονταν με τις αρχαιοελληνικές ρίζες του εθίμου) ∙ οι γυναίκες μεταμφιέζονταν και σατίριζαν πρόσωπα και καταστάσεις. Ντύνονταν αστυνομικός ή γιατρός, επαγγέλματα απρόσιτα για τις γυναίκες τις εποχής, νιόπαντρη κοπέλα ή γριά. Να σημειώσουμε εδώ ότι παλαιότερα στο χωριό μας υπήρχαν τρεις μαίες, αλλά η γηραιότερη βρισκόταν στο επίκεντρο του εορτασμού. Κατά το βραδάκι, λοιπόν, περνούσαν να κάνουν το έθιμο με το σαπούνι και στις άλλες δυο μαίες και ξεκινούσαν για το σπίτι της μαμής, όλες οι γυναίκες μαζί, σχηματίζοντας μια πομπή, ντυμένες κατά κανόνα αντρικά και καμιά φορά με δίκαννα στα χέρια, σύμβολα της αντρικής δύναμης και εξουσίας. Είχαν μαζί τους τον γκάϊντατζή, τη μοναδική και αναπόφευκτη αντρική παρουσία, αφού καμιά δεν ήξερε να παίζει τη γκάιντα. Προχωρούσαν ρυθμικά, σχεδόν χορεύοντας, ακολουθώντας το ρυθμό της μουσικής, με επιφωνήματα χαράς, όπως “ιίχ”, “βαν”, “έ,ε” (παραφθορά ίσως του αρχαίου “ευοί”, “ευάν”). Φτάνοντας “έδεναν” τη μπάμπω, τη στόλιζαν δηλαδή με λουλουδένιο στεφάνι στο κεφάλι και μια σειρά «παππούδες» (ή αλλιώς τσατ-πατ, δηλαδή ποπ κορν) στο λαιμό. Την έπαιρναν και ξεκινούσαν για το χώρο όπου θα γινόταν το γλέντι. Ο χώρος αυτός ήταν το καφενείο του χωριού στο οποίο είχαν στρώσει μόνο κιλίμια για να είναι άδειο και να χωρούν άνετα να γλεντήσουν ή, αν το επέτρεπε ο καιρός, η πλατεία. Είχαν ήδη μεταφέρει εκεί όλα τα καλούδια που είχαν φτιάξει το απόγευμα και άφθονο, γλυκόπιοτο, της παραγωγής τους κρασί. Η μαμή, ως τιμώμενο πρόσωπο, καθόταν στο θρόνο της υπερήφανα σαν βασίλισσα-αρχηγός της ομήγυρης και περιστοιχιζόταν από τις γεροντότερες. Οι υπόλοιπες διασκέδαζαν όσο πιο έντονα, όσο πιο ξέφρενα μπορούσαν.

 Όπως είπαμε, το έθιμο προέρχεται από αρχαιοελληνικές γυναικείες γιορτές της γονιμότητας και σε όλες αυτές τις γιορτές, που αποσκοπούσαν στην «Γένεσιν των ανθρώπων και των καρπών», επιτρέπονταν αισχρολογίες και απεικονίσεις των γενετησίων μορίων.  Έτσι το έθιμό μας κράτησε και στη μετέπειτα πορεία του ένα κάποιο οργιαστικό χαρακτήρα. Δηλαδή, οι γυναίκες στο γλέντι αυτό έπιναν πολύ, τραγουδούσαν, χόρευαν, λέγανε πονηρά ανέκδοτα και διηγήσεις, γελούσαν με την ψυχή τους, αλλά και κρατούσαν οτιδήποτε θα μπορούσε να μοιάζει με φαλλικό σύμβολο, όπως ένα μακρόστενο κομμάτι ξύλο, ένα πράσο, ένα μπουκάλι ∙ τώρα όμως για να σατιρίσουν τους άντρες και την «πηγή», κατά κάποιο τρόπο, της εξουσίας τους και όχι τόσο για την επίκληση της γονιμότητας.

Δεν είναι τυχαίο ότι στη γιορτή απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ή η απλή παρουσία ανήλικων κοριτσιών ∙ πρώτον, γιατί εκείνη την ημέρα ο πατέρας έπρεπε να επιβαρυνθεί με τη φροντίδα των παιδιών και η μητέρα να ξεδώσει ελεύθερη από υποχρεώσεις και δεύτερον, γιατί το θέαμα ήταν «ακατάλληλο δι’ ανηλίκους». Φυσικά οι άνδρες δεν τολμούσαν ούτε να πλησιάσουν ∙ η παρουσία τους θα βεβήλωνε τη γυναικεία εορτή και θα έπρεπε να τιμωρηθούν. Είτε θα τους καταβρέχανε, είτε θα τους ξεγυμνώνανε και πάντως δε θα περνούσαν καλά. Όταν κάποτε κάποιος κρύφτηκε σε ένα ντουλάπι για να παρακολουθήσει τι γίνεται, τον ανακάλυψαν, τον έγδυσαν και υποχρεώθηκε να φύγει ολόγυμνος και καταβρεγμένος μέσα στη νύχτα και το κρύο. Το δε 1974 ο ενωμοτάρχης επιχείρησε να μπει στο χώρο με τη δύναμη της αστυνομίας, αλλά κυνηγήθηκε με τα ξύλα. Το γλέντι κρατούσε μέχρι αργά ή και μέχρι το πρωί, οπότε όλα ξαναγυρνούσαν στο συνήθη “πατριαρχικό” ρυθμό τους.

Σήμερα, οι συνθήκες και οι συνήθειες έχουν αλλάξει οι γυναίκες γεννούν σε νοσοκομεία με τη βοήθεια επαγγελματιών μαιών, οι άνδρες με τις γυναίκες ζουν λίγο πολύ ισότιμα και έχουν εξ ίσου περισσότερες ευκαιρίες για διασκέδαση. Έτσι, κρατάμε το έθιμο της γυναικοκρατίας, όχι γιατί έχουμε ανάγκη να ελευθερωθούμε μια μέρα το χρόνο από την εξουσία των ανδρών και να γλεντήσουμε, αλλά γιατί αγαπάμε την παράδοση των μητέρων και γιαγιάδων μας, αγαπάμε και τιμάμε το πανάρχαιο και ωραίο αυτό έθιμο και θέλουμε να υπάρχει μια γιορτή προς τιμήν της γυναίκας και της γονιμότητας που αυτή μόνο φέρει ως ιερό δώρο.

Έτσι, σήμερα ορίζεται μία «μπάμπω» και είναι κάποια κυρία του συλλόγου γυναικών του χωριού μας που χαίρει της εκτίμησης των υπολοίπων. Μέρες πριν οι κυρίες του συλλόγου κανονίζουν με πολύ μεράκι τα τυπικά της γιορτής, δηλαδή το φαγητό, τη μουσική, τις προσκλήσεις στους επισήμους, την προετοιμασία του χώρου κτλ. Το απόγευμα της 8ης Ιανουαρίου φορούν τις παραδοσιακές θρακιώτικες στολές, που διαθέτει ο σύλλογος, και πηγαίνουν σε πομπή, με τη συνοδεία μουσικής στο σπίτι της «μπάμπως», της προσφέρουν δίσκους με κεράσματα, τους κερνά κι εκείνη, χορεύουν για λίγο στην αυλή της, τη βάζουν να καθίσει σε στολισμένη άμαξα και πηγαίνουν τραγουδώντας και χορεύοντας στο χώρο του Κ.Α.Π.Η. που είναι μεγάλος και κατάλληλα προετοιμασμένος για το γλέντι. Φτάνοντας, χορεύουν όλες για λίγο στην πλατεία, μαζί και οι επίσημοι προσκεκλημένοι με σειρές πατλάκια στο λαιμό και μπαίνουν στο Κ.Α.Π.Η. Εκεί, σε ψηλή σκηνή γίνεται αναπαράσταση του εθίμου και ακολουθεί φαγοπότι και χορός. Τώρα πια επιτρέπονται οι άνδρες και τα παιδιά, λείπουν τα φαλλικά σύμβολα και η παρουσία των τοπικών αρχών δίνει επίσημο ύφος στην ημέρα. Πάντως, όλα γίνονται με αγάπη και μεράκι, περιμένουμε με χαρά κάθε χρόνο αυτή τη μέρα που έχει απήχηση στην ευρύτερη περιοχή, μιας και επισκέπτεται το χωριό μας πλήθος κόσμου για να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει στη γιορτή.

Παρέα νέων στην Ανατολική Ρωμυλία, στις αρχές του 20ου αιώνα 

1/2 Τρύφωνος μάρτυρος

2/2 Υπαπαντή Ιησού Χριστού

3/2 Του Αγίου και δίκαιου Συμεών του Θεοδόχου

Οι τρεις αυτές γιορτές στις τρεις πρώτες ημέρες του Φλεβάρη είναι σημαδιακές για τους γεωργούς και για τις εγκύους. Ο Άγιος Τρύφωνας (ή Τρύφος) είναι ο προστάτης της αμπελουργίας, βασική ασχολία των Βορειοθρακών και μεγάλη αδυναμία τους. Την ημέρα αυτή γίνεται λειτουργία με αρτοκλασία και αγιασμό που ρίχνουν στο αμπέλι για να είναι ευλογημένο και καρποφόρο. Στο χωριό Άγιος Βλάσσης υπήρχε ένα αγίασμα του Αγίου Τρύφωνα και στη γιορτή του μαζεύονταν ο κόσμος, έπιναν αγιασμένο νερό, βρέχονταν και κρεμούσαν στα γύρω κλαριά κομματάκια από τα ρούχα τους, για να είναι υγιείς.

Την Υπαπαντή εορτάζουμε την υποδοχή του Ιησού από τον Άγιο Συμεών στο ναό των Ιεροσολύμων και την ημέρα αυτή οι γεωργοί και ιδιαίτερα οι μυλωνάδες δε δουλεύουν. Την επόμενη μέρα γιορτάζει ο Άγιος Συμεών. Λένε, ότι ο άγιος “σημειώνει” τα παιδιά των εγκύων που στη γιορτή του δουλεύουν ή κόβουν κάτι. Ούτε τις δύο προηγούμενες ημέρες μπορούν οι εγκυμονούσες να κόψουν οτιδήποτε, γι’ αυτό και έχουν ετοιμάσει πρωτύτερα τα τρόφιμα που θα χρειαστούν. Η πίστη σ’ αυτή την αντίληψη είναι τόσο δυνατή, που έχουν να διηγηθούν περιπτώσεις τέτοιες σημαδεμένων παιδιών.

«Ο Τρύφος τρίφτ’ τα κόκαλα,

η Παναγιά τα πλάθ’ και

ο Συμιός τα σημειών’».

 

Η Χρυσούλα Αχτάρη στις απόκριες του 1977

Αποκριές

Η Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου, η Κυριακή του Ασώτου

η Κυριακή της Κρεοφάγου, η Κυριακή της Τυροφάγου

«Τώρα είν’ οι αποκριές

έχουν τα πιδιά χαρές

και την Καθαρά Δευτέρα

παίρνουν τα πουλιά αγέρα”

Στο παρελθόν οι Αποκριές στη Νέα Κεσσάνη, αλλά και στα χωριά απ’ όπου ήρθαν οι κάτοικοί της, δεν γιορτάζονταν όπως σήμερα με μασκαράδες, σερπαντίνες, πάρτι και παρελάσεις. Ούτε καν χόρευαν για αρκετά χρόνια. Από νωρίς τα παιδιά και οι νέοι ως τα 18 γύριζαν και μάζευαν όλα τα παλιά καλάθια, κοφίνια, πανέρια και τα συγκέντρωναν στην πλατεία. Το βράδυ μετά τις δουλειές μαζεύονταν όλο το χωριό στην πλατεία και άναβαν τα κοφίνια φωτιά. Τα παιδιά πηδούσαν πάνω από τις φωτιές κι έλεγαν: Όλ’ ψύλλ’ στου γιαλό”. Συγχρόνως οι μεγάλοι τραγουδούσαν και χόρευαν:

«Μίλησε ο Βασιλεύς,

να παντρεύοντ’ οι γριές

κι οι γριές σαν τ’ άκσαν

χίρσαν κι πιδούσαν

κι βρουντουκουπούσαν.

μια γριά μουνόδοντη

λάχανα μαγέρεψι

άντρα αραθύμ’σι

κλώτσ’σι ντουν τέντζερη

φάτι σκύλοι λάχανα

πιείτι πάπγιες τουν τσουρβά,

ιγώ θα πα να παντριφτώ».

Τα παιδιά ρίχνονταν ακόμη στο παιχνίδι ∙ τα κορίτσια έφτιαχναν τόπια από πανιά και έπαιζαν. Άλλο παιχνίδι ήταν το τσαπαλάκ’ (οι Ανατολικοθρακιώτες το έλεγαν κοψίτσα) ∙ τ’ αγόρια και τα κορίτσια έμπαιναν ζευγάρια στη σειρά, κάποιος χτυπούσε τα χέρια του, για να χωριστεί το τελευταίο ζευγάρι και να τρέξουν αντίθετα, να κυνηγήσει το αγόρι την κοπέλα και μόλις την πιάσει, να πάνε στην αρχή της σειράς κ.ο.κ. Οι μάνες παρακολουθούσαν τα νέα παιδιά που έπαιζαν και πρόσεχαν τις μέλλουσες νύφες τους και κυρίως ποια είχε φίλο και πήγαινε μαζί του στο τσαπαλάκ’.

Ένα πρωτότυπο και διασκεδαστικό έθιμο των απόκρεων έκαναν στο σπίτι, όταν μαζεύονταν η οικογένεια και οι φίλοι για να φάνε και να γιορτάσουν, κρεμούσαν από το ταβάνι ένα βρασμένο και καθαρισμένο αβγό, μαζεύονταν από κάτω τα παιδιά, με τα χέρια πίσω από την πλάτη και προσπαθούσαν να δαγκώσουν το αβγό ∙ όποιος το κατάφερνε, χωρίς βέβαια να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, κέρδιζε. Την Τσικνοπέμπτη έψηναν και διασκέδαζαν στα σπίτια και συνήθιζαν να καίνε στην άκρη τους φελλούς των μπουκαλιών και να μουτζουρώνουν μ’ αυτούς ο ένας τον άλλο. Γενικά, με τα χρόνια και καθώς ξεπερνιούνταν οι τρομερές δυσκολίες του Β΄ παγκόσμιου και του εμφύλιου πολέμου, οι Πλαστηριώτες άρχισαν να γλεντούν πιο έντονα τις αποκριές, να μασκαρεύονται με αυτοσχέδια, κωμικά κοστούμια, να χορεύουν στους δρόμους του χωριού και να επισκέπτονται τα σπίτια φίλων και γειτόνων, για να τους ξεσηκώσουν και να γελάσουν με την ψυχή τους.  Επίσης, παλιά έρχονταν ομάδες καρναβαλιστών από τη γειτονική Ποταμιά με αυτοσχέδια ομοιώματα καμήλας και έκαναν το έθιμο της «Καμήλας» ή «Τζαμάλας» και ξεσήκωναν το χωριό σε γλέντι.

Από τους άντρες πρώτος ο Πέτρος Καρτάλης, δεύτερος ο Δημητρός Καρτάλης και τέταρτος ο Βασίλης Μπλιούμης. Από τις γυναίκες πρώτη η Φρόσω Παπαντωνίου, δεύτερη η Κωνσταντινιά Καρτάλη, μετά η Βασιλική Τοπάκη, η Αθανασία Μπλιούμη και έκτη η Σταυρούλα Κοψαλίδου.

 

Την Κυριακή της αποκριάς το βράδυ οι νοικοκυρές καθάριζαν με επιμέλεια τα σκεύη τους για να εξαλείψουν κάθε ίχνος λίπους ή κρέατος και πετούσαν όσα τυχόν φαγητά αρτύσιμα υπήρχαν, για να ετοιμαστούν για την αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής που θα ακολουθούσε.

Η Καθαρά Δευτέρα είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Παλιότερα τουλάχιστον, θεωρούσαν πολύ σημαντική τη νηστεία της Σαρακοστής του Πάσχα και την ακολουθούσαν όλοι αυστηρά. Την Καθαρά Δευτέρα τρώμε νηστίσιμα φαγητά, φασολάδα, τουρσιά, λαγάνες, ελιές, κρεμμυδάκια φρέσκα, ταραμά, χαλβά και βέβαια άφθονο κρασί, το αγαθό που οι Πλαστηριώτες δεν στερούνται ούτε τη Σαρακοστή. Παλιότερα, κάποιες γυναίκες κρατούσαν τριήμερο νηστείας, δεν έτρωγαν, δηλαδή, ούτε έπιναν για τρεις ημέρες μετά την Κυριακή της Αποκριάς. Η τριήμερη αυτή νηστεία από φαγητό και νερό μας φαίνεται λίγο υπερβολική, αλλά τότε το θεωρούσαν τιμή κι ευλογία να την κρατήσουν, εκτός βέβαια αν κάποια δεν άντεχε, οπότε έτρωγε, γιατί θεωρούσαν αμαρτία να λιποθυμήσει κανείς από τη νηστεία. Ο Θεός όμως ήταν τότε η μόνη ελπίδα, ο μόνος γιατρός και πίστευαν βαθιά ότι, αν άντεχαν το τριήμερο αυτό, ο Θεός θα κρατούσε γερές τις ίδιες και τις οικογένειες τους.

Ένα έθιμο που έφεραν οι Ανατολικοθρακιώτες και που διατηρούνταν μέχρι πριν λίγα χρόνια, αλλά που έχει εγκαταλειφθεί σήμερα, λόγω της ιδιομορφίας του, ήταν το κρέμασμα των σκύλων. Έβαζαν στην πλατεία δύο πασσάλους, τους οποίους ένωναν με ένα σκοινί, το τύλιγαν πολλές φορές και κάτω στη θηλιά έβαζαν το σκυλί, άφηναν ελεύθερο το σκοινί πού ξετυλιγόταν και το άμοιρο ζώο γυρνούσε πολλές φορές, για να προσγειωθεί άσκημα στο δρόμο και να φύγει ζαλισμένο και τρομαγμένο. Αυτό το έκαναν για να έχουν καλή σοδειά, ιδίως για το σουσάμι και, κατ’ άλλη θεωρία, για να μην λυσσάξουν τα σκυλιά του χωριού.

17/02 Των Αγίων Θεοδώρων

Είναι διαφορετικά τα έθιμα των Ανατολικοθρακιωτών και των Ανατολικορωμυλιωτών για την ημέρα αυτή. Ο Ανατολικοθρακιώτης, λοιπόν, γεωργός ετοίμαζε μια κουλούρα για κάθε ζευγάρι βοδιών που είχε (αν είχε), μια προσφορά, και στάρι βρασμένο, που πήγαινε στην εκκλησία. Πρωί-πρωί σηκωνόταν, πήγαινε στο στάβλο και περνούσε την κουλούρα στα κέρατα του ζευγαριού των βοδιών, τα οποία τινάζοντας το κεφάλι τους έκοβαν την κουλούρα στα δύο και το βόδι που έκοβε το μεγαλύτερο κομμάτι, αυτό ήταν το τυχερό. Μετά τάιζε την κουλούρα στα βόδια και τα υπόλοιπα κομμάτια έτρωγε η οικογένεια ∙ την υπόλοιπη ημέρα έτρωγαν στάρι βρασμένο αντί ψωμί. Τα δε παλληκάρια πήγαιναν στο χωράφι και έκοβαν από ένα αγκάθι με ένα βλαστό ανθισμένο, το οποίο ψαλίδιζαν στο όνομα του κοριτσιού που αγαπούσαν, το βράδυ έβαζαν το αγκάθι κάτω από το μαξιλάρι τους και περίμεναν την άλλη μέρα ν’ ανθίσει, πράγμα που σήμαινε ότι θα παντρεύονταν την αγαπημένη τους (φαίνεται ότι και οι άντρες είχαν τέτοιες μεθόδους μαντείας). Το ίδιο βράδυ μαζεύονταν και γυρνούσαν στα σπίτια που είχαν κορίτσια ελεύθερα κι έκλεβαν διάφορα πράγματα, που μάζευαν στην πλατεία, ήταν πολύ διασκεδαστικό, ειδικά όταν ξυπνούσαν οι γονείς, ανακάλυπταν ότι τους έλειπαν διάφορα και έπρεπε μετά να τα ξεδιαλέξουν από την πλατεία. Ακόμη και σήμερα έχουμε το έθιμο να κλέβουμε πράγματα από τα σπίτια.

 

 

   Από την αναβίωση του χαριτωμένου εθίμου        στο χωριό μας το Φεβρουάριο του 2024. Τα        πράγματα των σπιτιών με τα ελεύθερα                κορίτσια περιμένουν τους ιδικτήτες τους να        έρθουν στην πλατεία να τα πάρουν.

Αλλά και τα κορίτσια έκλεβαν από τρία σπίτια πρωτοστέφανα ∙ έπαιρναν αλεύρι, αλάτι και πιπέρι, τα ζύμωναν τραγουδώντας, έφτιαχναν μια κουλούρα και την έψηναν στην στάχτη, μετά τη μοίραζαν μεταξύ τους κι έβαζαν η καθεμιά το κομμάτι της κάτω από το μαξιλάρι της, για να δουν τον αγαπημένο τους και το άφηναν εκεί τρία βράδια.

Και για τους Ανατολικορωμυλιώτες ο Άγιος Θεόδωρος ήταν ο Άγιος του τυχερού των κοριτσιών. Την παραμονή οι ανύπαντρες κοπέλες δεν έκαναν καμία δουλειά, ειδικά δεν έπιαναν κλωστή για γνέσιμο, γιατί μπερδευόταν σ’ αυτήν το άλογο του Αγίου και δεν θα έβρισκε το τυχερό τους. Κατά τις έξι πήγαιναν τα κορίτσια όλα μαζί στο σπίτι μας νιόπαντρης, η οποία είχε ετοιμάσει μια πολύ αλμυρή κουλούρα, με αλεύρι από τρεις επίσης νιόπαντρες. Αλλά ώσπου να φτιάξει την κουλούρα, έπαιρναν εκείνες ένα σανίδι και πήγαιναν στο κοντινότερο στο χωριό ρυάκι ή ποταμάκι και τοποθετούσαν το σανίδι σαν γέφυρα από τη μια άκρη στην άλλη, έκλειναν τα μάτια και περνούσαν από πάνω αμίλητες, ενώ συχνά έχαναν την ισορροπία τους έπεφταν και ηχούσε ο τόπος από τα κοριτσίστικα γέλια. Μετά το τελετουργικό αυτό πήγαιναν στο σπίτι της νιόπαντρης, για να πάρουν την αλμυρή κουλούρα, εκείνη τις περίμενε στην πόρτα με μια κούπα κριθάρι κι ένα δρεπάνι στην κοπριά των ζώων. Οι κοπέλες πριν μπουν στο σπίτι έπαιρναν λίγο κριθάρι, άνοιγαν ένα λάκκο στην κοπριά με το δρεπάνι, το φύτευαν κι έλεγαν: «Αυτό το κριθάρι που σπέρνω, να το θερίσω μ’ εκείνον που θα ονειρευτώ απόψε». Τότε έμπαιναν μέσα και η γυναίκα τις μοίραζε τα κομμάτια της κουλούρας, που έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους.

01/01 Πρωτομαρτιά

Το Μάρτη (γδάρτη και κακό παλουκοκάφτη) οι Ανατολικορωμυλιώτες κρεμούσαν στην πόρτα του σπιτιού τους κόκκινο πανί, ενώ οι Ανατολικοθρακιώτες στεφάνι λουλουδιών και οι πρώτοι έλεγαν: «η Μπαμπομάρτα να είν’ καλή, να μη μας κάν’ κακοκαιρία». Η Μπαμπομάρτα ήταν (δήθεν) γυναίκα κακιά, κακός μήνας, και γι’ αυτό έβγαζαν κόκκινο πανί, όχι άσπρο, γιατί θα είχαν αλλιώς χαλάζι. Έβαζαν και Μάρτη, βραχιολάκι από άσπρη και κόκκινη κλωστή πλεγμένες στο λαιμό, στο δάχτυλο, ή στον καρπό, για να μη μαυρίσουν και στο πόδι, για να μην σκοντάφτουν. Τον έβγαζαν όταν έβλεπαν τα χελιδονάκια και τον έβαζαν κάτω από μια πέτρα με μυρμήγκια.

25/3 Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και Εθνική γιορτή

Εκτός από τον καθιερωμένο εορτασμό της εθνικής γιορτής και την τιμή στη Θεοτόκο, στη Νέα Κεσσάνη υπήρχε παλιά το χαριτωμένο έθιμο της χελιδόνας. Τα παιδιά του χωριού από το πρωί έφτιαχναν όλα μαζί μια χελιδόνα με ξύλο, τη στερέωναν σ’ έναν άξονα, για να περιστρέφεται και την έβαφαν, για να είναι όμορφη. Μ’ αυτό το παιχνίδι γυρνούσαν στα σπίτια, ακόμη και στα γύρω χωριά κι έλεγαν:

«Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλη

αινείτε ουρανοί θεού τη δόξα

χαίρε πύλη, χαίρε βρε

χαίρε τίμιε Σταυρέ.

Χορός των Αποστόλων μας

κι μεις οι μαθηταί

την χώραν να γυρίσωμεν,

την χώραν την μητρόχωραν

τους βασιλείς γυρίσωμεν

τα σύκα στο μαντήλι

το κρασί στο ποτήρι

έχω δάσκαλο καλό,

αν αρχίσει δέρνουμι

κι αν αρχίσει στρέφουμι

ιερείς στο ιερό απού φέτου

κι απου χρόνου καλλιώτερα.

Αμήν»

 

ή

 «Έυαγγελίζου γη χαράν μεγάλη

αινείτε ουρανοί Θεού δόξαν

Χελιδόνι πέταξι, πέταξι και λάλησι

και δε χαμολάλησι.

Μάρτη, Μάρτη μου καλέ

και Απρίλη δροσερέ

κείνο το θάμα πόδειξες

κι έμαθες τα γράμματα

γράμματα βασιλικά

και συ νοικοκυρά

μπες μες στο κελάρι σου

και βάλι τα πασόνια σου

δώσι και πέντ’ αβγά

πέντ’ αβγά σαρακοστιανά

και του χρόνου»

 

Από μια εντυπωσιακή παράσταση που ανέβασε ο θρυλικός δάσκαλος του χωριού, ο Δημήτρης Πσλιάτσος, με τους μαθητές του προς τιμήν της επετείου της Εθνικής Επανάστασης του 1821.

23/4 του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου

Οι Ανατολικορωμυλιώτες έκαναν κουρμπάνι την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου. Το έψηναν και το μοίραζαν με ψωμιά σε τρία σπίτια.

Όπως σε πολλά μέρη της Ελλάδας, έτσι κι εδώ την ημέρα αυτή έκαναν κούνια ∙ οι νέοι και οι νέες έβρισκαν ένα μεγάλο δέντρο κι έδεναν μια όμορφη κούνια, με λουλούδια στερεωμένα στα σχοινιά της ∙ όποιο κορίτσι ανέβαινε αναγκαζόταν, να πει το όνομα αυτού που αγαπούσε, γιατί από κάτω μια άλλη τη χτυπούσε με μια βίτσα (λεπτή βέργα) και δεν θα την άφηνε ήσυχη αν δεν ομολογούσε. Τέλος του Αγίου Γεωργίου ’ζιάζονταν” (=ζυγίζονταν) όλοι, μικροί, μεγάλοι, στη μοναδική ζυγαριά του χωριού, για να δουν πόσα κιλά είχαν χάσει ή κερδίσει από την περασμένη χρονιά.

Οι Ανατολικοθρακιώτισσες πάλι έκαναν τον «κλήδονα» ∙ μια κοπέλα έπαιρνε αμίλητο νερό από το πηγάδι, δηλαδή το έπαιρνε χωρίς να μιλήσει σε κανέναν ούτε στο δρόμο, ούτε στη βρύση, το οποίο έριχνε σ’ ένα τσουκαλάκι χωμάτινο και εκεί μέσα έβαζαν οι ανύπαντρες κοπέλες τα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια τους. Κλείδωναν το τσουκαλάκι, το άφηναν όλη τη νύχτα στ’ άστρα και το πρωί μαζεύονταν, το άνοιγαν και έβγαζαν τα χρυσαφικά με τη σειρά λέγοντας στιχάκια.

Το Πάσχα του 1953: Έξω από το παντοπωλείο του Νικόλαου Αλεξιάδη και μπροστά στην αποθήκη του Συνεταιρισμού, χωριανοί από τον Άη Βλάση και την Μπάνα, που μαζεύτηκαν, για να τιμήσουν τον καλό φίλο Στεργιώνη Πετσάνη ο οποίος είχε έρθει για επίσκεψη στο χωριό μετά από 23 χρόνια. Καθιστοί (από αριστερά): Κιοσσές Παντελής, Εκμεκτσής Στέφανος, Μιχαηλίδης Ελευθέριος, Καμπάκης Παναγιώτης, Πετσάνης Παρασκευάς, Αλεξιάδης Στέφανος, Χριστοφόρου Αθανάσιος, Μπαρακλιανός Γεώργιος, Δημητρακόπουλος Ιωάννης ∙ όρθιοι: Κιοσσές Στεργιώνης, Μιχαηλίδης Στέφανος, Καρακατσάνης Κυριάκος, Ελευθερίου Στέριος, Τσατράλης Φώτης, Μπαρακλιανός Γιάννης του Γεωργίου, Πετσάνης Παρασκευάς, Πετσάνης Γεώργιος, Τοπάκης Παρασκευάς, Χριστοφόρου Γιωργάκης, Εκμεκτσής  Γεώργιος, Πετσάνης Στεργιώνης, Ουζουνίδης Φώτιος, Πειρουνίδης Βαγγέλης, Εκμεκτσής Δημήτρης.

ΠΑΣΧΑ

Η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, το θεμέλιο και η πεμπτουσία της Ορθοδοξίας. Για τους Έλληνες έχει διπλό συμβολισμό, αφού σημαίνει και τις θυσίες, τα πάθη και την ανάσταση του Γένους, μετά την τουρκοκρατία και την ηρωική επανάσταση.

Είναι γιορτή κινητή και προηγείται ένα πενηνταήμερο νηστείας (λέγεται σαραντάημερο γιατί παλιότερα ήταν όντως σαράντα μέρες, και έτσι διατηρήθηκε ο όρος), την οποία κάποτε κρατούσαν όλοι, εκτός ίσως από τα παιδιά, που ήταν φυσικό να μην αντέχουν. Γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Οι πιστοί συμμετέχουν στα γεγονότα που τιμούμε με τον εορτασμό κατά την εβδομάδα των Παθών που ξεκινά με το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων.

Ο Λάζαρος είναι από τις πιο συμπαθητικές θρησκευτικές μορφές για τους Έλληνες ∙ η φιλία του με το Χριστό, η παραμονή του στον Άδη και κυρίως η θαυματουργική ανάστασή του από το Θεάνθρωπο μας συγκινούν. Ο Λάζαρος ήταν ο άνθρωπος που είδε τί ακολουθεί μετά το θάνατο, αλλά το κράτησε μυστικό απ’ όλη την ανθρωπότητα. Το μόνο που ήξερε ο κόσμος είναι ότι δεν χαμογέλασε ποτέ, τόσο φρικτά ήταν αυτά που αντίκρισε στον κάτω κόσμο. Μόνο μια φορά μειδίασε, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο κανάτι και είπε: “Το ‘να χώμα κλέβει τ’ άλλο”, αυτά λέει η παράδοση. Στη Νέα Κεσσάνη το Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά ήταν και πάλι οι πρωταγωνιστές του εθίμου. Μαζεύονταν παρέες-παρέες και γύριζαν στο χωριό ψάλλοντας τα “Λαζάρικα”. Έπαιρναν μια σκούπα, της έβαζαν κεφάλι, χέρια, ρούχα, για να μοιάζει με άνθρωπο, το Λάζαρο και από πάνω ένα άσπρο πανί, που συμβόλιζε φυσικά το σάβανο. Με το Λάζαρο λοιπόν στο χέρι, περνούσαν από όλες τις πόρτες, έψαλλαν και τους έδιναν αβγά, γλυκά κλπ (κάτι σαν τα κάλαντα δηλαδή):

«Ήρθι Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια

ήρθι κι η Κυριακή που τρων τα ψάρια.

Σήκω Λάζαρε μ και μην κοιμάσαι

ήρθ η μάνα σου από την Πόλη

σου ’φερε χαρτί και κομπολόι.

Γράψι Θόδωρε, γράψι Δημήτρη,

γράψι λιμουνιά κι κυπαρίσσι.

Πού ήσαν Λάζαρε, πού σαν κρυμμένος;

Ήμουνα στη γη παραχωμένος,

τώρα ξέβγηκα κι ζω ο καημένος

μαύρος ουρανός  χαρχαλιασμένος.

Κι οι κοτίτσες σας αυγά γεννούνε

κι οι φωλίτσες σας δεν τα χωρούνε

δώστε μας κι εμάς να τα χαρούμε

και του χρόνου!»

 Την Κυριακή των Βαΐων γιορτάζουμε τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα. Μια ακριβώς εβδομάδα πριν οι Εβραίοι κραυγάσουν «Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», έψαλλαν «Ωσαννά! Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» και άπλωναν βάγια στο δρόμο Του. Η εκκλησία είναι στολισμένη με δάφνες (ή βάγια) στην πρωινή λειτουργία τα μοιράζονται οι πιστοί, για να τα κρατήσουν στο εικονοστάσι τους για να τα κάψουν στο θυμιατό σε μια δύσκολη στιγμή. Στην Ανατολική Ρωμυλία αγόρια και κορίτσια πήγαιναν τα βάγια στη βρύση και τα ’βρεχαν. Αν υπήρχε ποτάμι εκεί κοντά, τα κορίτσια πήγαιναν κι έριχναν μέσα τα βάγια τους ∙ όποιας το φύλλο πήγαινε μακρύτερα θα γινόταν “κουμπάρα”, θα έκανε δηλαδή τραπέζι στις υπόλοιπες, ταυτόχρονα τραγουδούσαν:

«Όποιο βάι πάει μπροστά

αυτή θα γίν’ σντεγκιουν’σσα».

Η Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει, η πιο κατανυκτική εβδομάδα του χρόνου, η νηστεία γίνεται αυστηρότερη, τα τραγούδια απαγορεύονται (όπως και σ’ όλη τη Σαρακοστή), η ατμόσφαιρα είναι βαριά πένθιμη, οι δουλειές σχεδόν σταματούν και όλοι παρακολουθούν με ιερή θλίψη τα πάθη του Κυρίου, καθώς αυτά ξεδιπλώνονται στις ακολουθίες της κάθε ημέρας. Από δουλειές επιτρέπονται μόνο αυτές για την προετοιμασία του σπιτιού για τις γιορτές και μόνο τις πρώτες μέρες, τη δε Μεγάλη Πέμπτη δε δουλεύουμε καθόλου, τη Μεγάλη Παρασκευή μέχρι το μεσημέρι στις 12.00 που χτυπάει η καμπάνα για την τελετή της Αποκαθήλωσης επίσης δε δουλεύουμε, ενώ το Μ. Σάββατο ως το απόγευμα επιτρέπονται οι τελευταίες ετοιμασίες. Τη Μ. Τετάρτη το πρωί ψήνουμε τα τσουρέκια και το απόγευμα γίνεται το ευχέλαιο, όπου ο ιερέας σταυρώνει με λάδι τους πιστούς, για ευλογία και υγεία. Παλιά στα σπίτια δεν έκαναν ευχέλαιο, αντίθετα με σήμερα.

Τη Μ. Πέμπτη αρχίζουν οι κυριότερες τελετές και εκδηλώσεις της Μ. Εβδομάδας. Οι νοικοκυρές από νωρίς το πρωί βάφουν τ’ αβγά κόκκινα, αλλά και κίτρινα, γαλάζια, πράσινα (οι Ανατολικορωμυλιώτες τουλάχιστον), σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, με αγοραστές βαφές. Παλιά ζύμωναν κουλούρες, ενώ σήμερα τσουρέκια, τις οποίες στόλιζαν με κόκκινα αβγά και αμύγδαλα. Μάλιστα, αυτά τα πασχαλινά κουλούρια ήταν απλά, δεν είχαν γάλα, ή αυγά. Τα έπλαθαν οι νονές για τα βαφτιστήρια τους σε μορφή κούκλας για τα κορίτσια και αλόγου για τα αγόρια. Στην κούκλα έκαναν το σώμα τριγωνικό και στο κεφάλι έβαζαν ένα άσπρο αυγό βρασμένο και στο σώμα ένα κόκκινο με τα χέρια σταυρωτά πάνω από το αυγό. Για το άλογο ξεκινούσαν το ζυμάρι από ένα σίγμα, μετά άνοιγαν στοματάκι και έφτιαχναν χαλινάρια, έβαζαν το κόκκινο αυγό και ήταν έτοιμο για ψήσιμο, χωρίς να το αλείψουν με αυγό. Επίσης ετοίμαζαν μια κουλούρα με ένα κόκκινο αυγό στη μέση, την οποία πήγαιναν και έσπαζαν στο αμπέλι, για το καλό. Αυτά τα κάνανε οι νοικοκυρές από τον Άγιο Βλάσση. Αλλιώς φτιάχνανε απλή κουλούρα ή ένα καλαθάκι, τα οποία στόλιζαν με 5-6 κόκκινα αβγά, όπως και μια κουλούρα με ένα αβγό στη μέση, για να τη σπάσουν στο αμπέλι. Το νερό με την μπογιά που είχαν βάψει τ’ αβγά ή το έχυναν στη ρίζα κάποιου λουλουδιού του σπιτιού (Ανατολική Θράκη) ή το κρατούσαν για επτά Πέμπτες μετά, κατά τις οποίες έβαφαν επίσης αβγά, όπως τη Μ. Πέμπτη, (Ανατολική Ρωμυλία). Κάποιοι, γυναίκες κυρίως, νήστευαν για τρεις ημέρες και από φαγητό και από νερό, τη Μ. Πέμπτη, τη Μ. Παρασκευή και το  Μ. Σάββατο ως την Ανάσταση. Αν είχαν πένθος δεν έβαφαν αυγά τη Μ. Πέμπτη ή έβαφαν μαύρα.

Το βράδυ στην εκκλησία ακούγεται το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλω» υπό το φως των κεριών σε μια ατμόσφαιρα υποβλητική, καθώς οι ιερείς, οι ψάλτες και παιδιά γυρίζουν στον ναό το σταυρό σε μια αναπαράσταση της ανόδου στο Γολγοθά και της σταύρωσης. Όλη την υπόλοιπη νύχτα ως το πρωί οι γυναίκες του χωριού ξενυχτούν το νεκρό Χριστό. Παράλληλα, τα κορίτσια στολίζουν τον επιτάφιο με λουλούδια διάφορα ή όπως παλιά, με το “δάκρυ της Παναγιάς”, έτσι λέγονται τα δακράκια, τα άσπρα ζουμπούλια, που φύτρωναν στις όχθες του ποταμού και σε χαντάκια και γέμιζαν με το γλυκό τους άρωμα τη μικρή εκκλησία. Ξενυχτώντας το Χριστό οι γυναίκες ντυμένες στα μαύρα μοιρολογούν:

“Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλα θλίβονται και τα βουνά λυπούνται

σήμερα βάλανε βολή οι άνομοι Εβραίοι

για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα…

(ακολουθεί εκτενής περιγραφή του Πάθους και πως το βίωσε η Παναγιά. Καταλήγει με την υπόσχεση του Χριστού στη μητέρα του: )

… Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσημέρι

όταν λαλήσ’ ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες

σημαίνει ο Θιός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα ουράνια

σημαίνει κι η Αγιά Σόφιά με τρεις χρυσές καμπάνες

τότε μανούλα μ’ έρχομαι, να ’χεις χαρές μεγάλες.

Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος το πει αγιάζει

κι όποιος το καλοαφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει

παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Το τραγούδι αυτό έχει πολλές παραλλαγές, όλες όμως έχουν κοινά χαρακτηριστικά: τον αφηγηματικό χαρακτήρα των δημοτικών παραλογών, το έντονο συναίσθημα, παρουσιάζουν τα ιερά πρόσωπα στην πιο ανθρώπινη και πονεμένη τους διάσταση και αναμιγνύουν την ευαγγελική διήγηση με τη λαϊκή φαντασία και παράδοση. Για παράδειγμα, εμπλέκουν ένα φανταστικό επεισόδιο με τον τσιγγάνο, το οποίο προέρχεται από τη λαϊκή παράδοση και το οποίο εξηγεί τον τρόπο ζωής των τσιγγάνων, αφού ο μακρινός τους πρόγονος υποτίθεται ότι δέχτηκε την κατάρα της Παναγιάς, επειδή έφτιαχνε με μοχθηρή προθυμία πέντε καρφιά αντί για τρία για τη σταύρωση του Ιησού. Οι γυναίκες συμπάσχουν με την αγαπημένη Μητέρα του Χριστού, κλαίνε μαζί της και πράγματι τίποτα δε γίνεται υποκριτικά, η ατμόσφαιρα είναι πένθιμη και κατανυκτική.

Στον Εσταυρωμένο κρεμούν μαντήλια κεντημένα και πουκάμισα (τάματα) για την υγεία. Στην Ανατολική Ρωμυλία τα δώρα που έδιναν στον Επιτάφιο, πετσέτες, κάλτσες, μαντήλια, κεντήματα, ό, τι ήθελε ο καθένας, τα έβγαζαν στη δημοπρασία και τα λεφτά τα κρατούσε η εκκλησία για τους φτωχούς.

Ο Επιτάφιος στην εκκλησία της Νέας Κεσσάνης, στον Ιερό ναό Υψώσεως Τιμίου Σταυρού, το Πάσχα του 2024.

Τη Μ. Παρασκευή πήγαιναν στο αμπέλι μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα για την αποκαθήλωση. Το απόγευμα γινόταν, όπως και σήμερα, η περιφορά του Επιταφίου μέχρι την πλατεία, αφού προηγουμένως είχαν προσκυνήσει όλοι οι πιστοί ∙ τα παιδιά μάλιστα τα έβαζαν οι γονείς τους να περάσουν κάτω από τον Επιτάφιο τρεις φορές στο μήκος και στο πλάτος, για να είναι ευλογημένα. Στο γυρισμό μοίραζαν, όπως και σήμερα, τα λουλούδια του Επιταφίου στους πιστούς. Το Μ. Σάββατο το πρωί στη λειτουργία, όταν ο παπάς λέει «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην», σκορπά δαφνόφυλλα, τα οποία οι γυναίκες προσπαθούν να αρπάξουν πριν πέσουν και τα κρατούν για το ξεμάτιασμα.

Το βράδυ αργά του Μ. Σαββάτου είναι η ακολουθία της Ανάστασης, το σπίτι είναι καθαρό, στολισμένο, τα γλυκά και τα πασχαλινά φαγητά μοσχομυρίζουν και προκαλούν, όλοι είναι καλοντυμένοι, χαρούμενοι, έτοιμοι να παρακολουθήσουν τη λύση του δράματος, την Ανάσταση και να γιορτάσουν τη νίκη της ζωής επί του θανάτου. Όταν το ρολόι χτυπά δώδεκα, ψάλλουν όλοι μαζί έξω από την εκκλησία “Χριστός Ανέστη”, εύχονται “Χρόνια Πολλά”, αγκαλιάζονται, φιλιούνται, τσουγκρίζουν τ’ αβγά τους και λένε “Σχωρεμένα”, για να δείξουν ότι όλες οι διαφορές και οι έριδες συγχωρούνται και ξεχνιούνται και επικρατεί η αγάπη. Ακολουθεί η αναστάσιμη λειτουργία έως τις 2π.μ. περίπου, την οποία παρακολουθούν σχεδόν όλοι. Γυρνώντας σπίτι σταυρώνουμε με τη φλόγα του κεριού το ανώφλι της εξώπορτας, για να δείξουμε ότι αυτό το σπίτι φέρει την ευλογία και τη χαρά της Ανάστασης και ανάβουμε το καντηλάκι μας με το Άγιο Φως. Το γιορτινό τραπέζι είναι έτοιμο και στρώνονται όλοι για ν’ απολαύσουν την παραδοσιακή μαγειρίτσα, με εντεράκια, αβγά, τσουρέκια και γλυκό κρασί. Το τραπέζι δεν το σηκώνουμε αμέσως, αλλά το επόμενο πρωί.

Η Νίκη Καρτάλη (δεξιά) με τη φίλη της Μαστιχένια Βαθρακέα κάποιο Πάσχα τσουγγρίζουν τα αυγά τους..

Ανήμερα του Πάσχα γίνεται το μεγάλο γλέντι, τα αρνιά από τα ξημερώματα ψήνονται υπομονετικά στη σούβλα, ή από βραδίς γεμιστά με ρύζι ή χορταρικά στους ξυλόφουρνους, τα τραπέζια ξεχειλίζουν εδέσματα, τα παραδοσιακά τραγούδια αντηχούν και το κρασί ρέει άφθονο ∙ ο Έλληνας γλεντάει. Βέβαια κάποτε δεν έτρωγαν πολύ κρέας (μάλλον λόγω οικονομίας), προτιμούσαν τα τσουρέκια, τις κουλούρες, τα κόκκινα αβγά, τους χαλβάδες. Κατά τις 12.00 γίνεται στην εκκλησία η Δευτερανάσταση. Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, το «ασπροβδόμαδο», δεν σταματά το γλέντι ουσιαστικά, μέχρι την Κυριακή του Θωμά, οπότε είναι το Αντίπασχα, το τέλος του γλεντιού.

20/7 του Προφήτου Ηλία του Θεοβίτου

(Έθιμο των προσφύγων από τον Άγιο Βλάσση της Ανατολικής Ρωμυλίας)

Τον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο των βουνών, γιόρταζαν στο χωριό Άγιος Βλάσσης της Ανατολικής Ρωμυλίας με θυσία ταύρου, έθιμο που χρονολογείται πριν από εκατοντάδες χρόνια, αλλά που εγκαταλείφθηκε μετά την προσφυγοποίησή τους και την εγκατάσταση στη Νέα Κεσσάνη. Στο τέλος του θέρους περίμεναν όλοι ανεξαιρέτως την ημέρα της γιορτής του Αη Λιος, για να κουβαλήσουν τα δεμάτια τους, ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα. Την ημέρα αυτή έκαναν κουρμπάνι (=θυσία ζώου) προς τιμήν του εορτάζοντα Αγίου και για την υγεία του χωριού, αν και ο προστάτης άγιος του χωριού ήταν ο Άγιος Αθανάσιος. Δεν ξέρουμε ακριβώς το γιατί και οι χωρικοί που μας παραδίδουν αυτές τις μαρτυρίες, λένε απλά: “έτσ’ βρέθκι από χρόνια”. Μάλλον ήταν κατάλοιπο παλιότερης τελετής, στην οποία συμμετείχαν όλα τα χωριά, που ήταν χτισμένα στο βουνό του Αη Λιά με επίκεντρο το μοναστηράκι του Αγίου. Όλος δε ο εορτασμός θεωρούνταν καθαγιασμένη παράδοση, από την οποία απαγορευόταν να παρεκκλίνουν.

Στις 20 λοιπόν του Ιουλίου συγκεντρώνονταν όλοι οι άντρες του χωριού με επικεφαλής τον ιερέα στο αλώνι, που απείχε μερικά μέτρα από την εκκλησία, όπου τους περίμενε δεμένος σ’ ένα μεγάλο δέντρο ένας καλοθρεμμένος ταύρος. Ο ταύρος αυτός αγορασμένος με έρανο από τους χωρικούς, έπρεπε να είναι 2-5 ετών, ανευνούχιστος (μπουλάς), οποιουδήποτε χρώματος εκτός από μαύρο και να μην είναι κουρασμένος, ούτε να έχει μπει ποτέ στο ζυγό. Οι γυναίκες απαγορεύονταν από την όλη ιεροπραξία. Καταρχήν κολλούσαν στα κέρατά του ένα κερί, τον θυμιάτιζαν και ο ιερέας διάβαζε μια ευχή. Κατόπιν άνοιγαν ένα λάκκο, στον οποίο (την προηγούμενη χρονιά) είχαν ρίξει την ουρά, τα αυτιά, τα κέρατα και τη χολή του περσινού ταύρου, για να μην «τα φάνε το γιόμα τα σκυλιά», ένας από τους χωρικούς, αφού σταύρωνε το λαιμό του ζώου με το μαχαίρι του, του έκοβε το λαιμό προσέχοντας όλο το αίμα να χυθεί στο λάκκο. Με το αίμα αυτό σταύρωναν τα μέτωπα των παιδιών για «γεροσύν’». Ακολουθούσε το γδάρσιμο και το κομμάτιασμα με τη συνοδεία γκάιντας. Μικρά κομμάτια μοίραζαν στα σπίτια και το υπόλοιπο το έβραζαν με ρύζι για το βραδινό φαγοπότι στο αλώνι ∙ έφερνε ο καθένας ψωμιά, σαλατικά και ό, τι άλλο ήθελε, ενώ καθώς έπιναν έχυναν λίγο κρασί στο έδαφος σαν ένα είδος σπονδής στους νεκρούς.

Τα κόκκαλα δεν τα άφηναν στα σκυλιά, αλλά τα πετούσαν στα κεραμίδια. Αυτή όλη την τελετή, το «αντέτ’», την πραγματοποιούσαν με θρησκευτική ευλάβεια (παρά τον καθαρά ειδωλολατρικό της χαρακτήρα), προς τιμή του Προφήτη Ηλία, πίστευαν δε ότι αν παρέλειπαν κάτι θα έπεφτε αρρώστια και συμφορά στον τόπο.

Σε μια ώρα απόσταση από το χωριό υπήρχε το μοναστήρι του Αη Λια, από πολύ καιρό ερειπωμένο. Η παράδοση λέει ότι κάποτε πήγαινε εκεί κάθε χρόνο ένα ελάφι μόνο του για να γίνει κουρμπάνι (=θυσία) για τον Άγιο, μια χρονιά όμως έφτασε κουρασμένο και οι κάτοικοι το έσφαξαν πριν ξαποστάσει, οπότε δεν ξανάρθε κι άρχισαν από τότε να σφάζουν μοσχάρι.

26/7 της Αγίας Παρασκευής

 Η Αγία Παρασκευή προστατεύει τα μάτια, το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Λίγο έξω από το χωριό, προς τη μεριά της λίμνης, είναι χτισμένο ένα λευκό εκκλησάκι στο όνομά της Αγίας. Χτίστηκε πριν το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, εξαιτίας ενός ονείρου προφητικού που είδε ένας ηλικιωμένος κύριος. Από τότε κάηκε δύο φορές από άγνωστους λόγους, γεγονός στο οποίο αποδόθηκαν κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις, όπως η ξηρασία που έπεσε για ένα διάστημα. Πάντως, ξαναχτίστηκε επανειλημμένα και σήμερα χάρη στη δουλειά του ακούραστου ιερέα του χωριού είναι θαυμάσιο.

Κάθε χρόνο γιορτάζει το εκκλησάκι και την παραμονή της 26ης Ιουλίου γίνεται πανηγυρικός εσπερινός, στον οποίο συρρέει όλο το χωριό και πολύς κόσμος από την Ξάνθη και τα άλλα χωριά. Γίνεται αρτοκλασία με άρτους που προσφέρουν κάποιοι στο όνομα των δικών τους, βάζουν τους άρτους πέντε πέντε σε φαρδιά καλάθια, με ένα μπολ με σιτάρι στη μέση, όπου στερεώνουν πέντε κεριά κυκλικά κι ένα καντηλάκι. Ο ιερέας διαβάζει τους άρτους και μνημονεύει τα μέλη των οικογενειών που κάνουν την αρτοκλασία, κρατώντας στα χέρια του έναν άρτο από κάθε πανέρι, μετά τους κόβουν μεγάλα κομμάτια και τα μοιράζουν στον κόσμο, συνήθως κορίτσια, μέσα στα πανέρια. Ακολουθεί η παράκληση της Αγίας και το καθιερωμένο τρικούβερτο γλέντι στην πλατεία μας. Το κουρμπάνι μοιράζεται είτε την παραμονή μετά την παράκληση, είτε ανήμερα μετά τη λειτουργία.

06/08 Μεταμόρφωση του Σωτήρος

Στις 6 Αυγούστου η εκκλησία μας γιορτάζει τη Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ, μπροστά στους τρεις μαθητές του πριν σταυρωθεί και τη νύχτα, λένε, ανοίγουν οι ουρανοί. Οι γεωργοί της Νέας Κεσσάνης την ημέρα αυτή φέρνουν στην εκκλησία τα πρώτα σταφύλια, τα βάζουν μπροστά στο εικόνισμα του Σωτήρος, ο παπάς τα ευλογεί, εύχεται “καλή σοδειά” και τα μοιράζουν στην εκκλησία, για να γευθούν όλοι το γλυκό καρπό.

15/08 Κοίμησις της Θεοτόκου

Στις 15 Αυγούστου η Εκκλησία μας γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου και πρόκειται για την μεγαλύτερη Θεομητορική γιορτή του έτους. Ο λαός μας τη χαρακτηρίζει “Πάσχα του καλοκαιριού” και είναι το ίδιο αγαπητή με το ιερό πρόσωπο της Παναγίας μας. Της εορτής προηγείται νηστεία που ξεκινάει την 1η του μηνός, όπως και η τέλεση της Παράκλησης προς την Παναγία κάθε απόγευμα (εκτός Σαββάτου) μέχρι και τις 13 του μηνός. Ανήμερα οι πιστοί συρρέουν στους ναούς, για να τιμήσουν τον αγαπημένο ιερό πρόσωπο και συνήθως ακολουθεί εορταστικό τραπέζι. ειδικά στα σπίτια όπου υπάρχει κάποιος ή κάποια που γιορρτάζει (και είναι πολλά αυτά τα σπίτια).

29/8 Αποτομή κεφαλής Ιωάννου Προδρόμου Βαπτιστού

Την 29η Αυγούστου έχουμε τη μνήμη της αποκεφάλισης του Βαπτιστή Ιωάννη, γι’ αυτό και είναι μεγάλη νηστεία. Παλαιότερα δεν τρώγανε φαγώσιμο μαύρο, όπως ελιές, μαύρα σταφύλια, μελιτζάνες, μαύρο κρασί, ούτε κόκκινο, όπως καρπούζι, ντομάτα, κλπ, γιατί λέγανε ότι τα πότισε το αίμα του Αγίου. Ακόμη δεν κόβανε το κεφάλι από κανένα φρούτο, λαχανικό, ούτε το ψωμί, σε ανάμνηση του αποκεφαλισμού του Αγίου (αυτό το τηρούμε ακόμη).

14/9 Ύψωσις Τίμιου Σταυρού

Την ημέρα αυτή γιορτάζει η εκκλησία του χωριού της Νέας Κεσσάνης. Από το βράδυ της παραμονής γίνεται πανηγυρικός εσπερινός, ο ναός σημαιοστολίζεται και ανήμερα γίνεται η λειτουργία, που παρακολουθούν όλοι. Η παράδοση λέει ότι όταν η Αγία Ελένη έψαχνε για τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και αναρωτιόταν ποιος απ’ όλους ήταν, το κατάλαβε από έναν μυρωδάτο βασιλικό που φύτρωσε δίπλα του. Έτσι, την ημέρα αυτή πηγαίνουν στην εκκλησία κλωνιά βασιλικού πολλά, που μοιράζονται μετά τη λειτουργία. Αυτά τα κλωναράκια λέγονται “σταυρολούλουδα” και είναι ιερά · μετά τη λειτουργία οι γυναίκες ετοιμάζουν ζύμη χωρίς μαγιά, τη βάζουν σ’ ένα σκαφίδι, ρίχνουν σταυρολούλουδα, το σκεπάζουν και, ω του θαύματος, η ζύμη φουσκώνει χωρίς μαγιά. Το βράδυ γίνεται ωραίο γλέντι.

26/10 του Αγίου Δημητρίου μεγαλομάρτυρα του μυροβλύτη

Ο Άγιος Δημήτριος, πολιούχος της Θεσσαλονίκης και προστάτης των γεωργών και των κτηνοτροφών, τιμάται σ’ όλο τον Ελλαδικό χώρο με ιδιαίτερη ευλάβεια, η δε γιορτή του είναι ορόσημο στη ζωή των αμπελουργών, που ανοίγουν τα βαρέλια ,και δοκιμάζουν τα νέα κρασιά. Του Αγίου Δημητρίου επίσης τελείωνε παλιά η θητεία των τσοπάνων που φύλαγαν τα πρόβατα, τις κατσίκες, τα βόδια, οπότε και έψαχναν για νέα αφεντικά.

Στο χωριό μας λοιπόν στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου γινόταν ένα έθιμο, που μάλλον έχει σχέση μ’ αυτό το γεγονός, παρά με τον ίδιο τον Άγιο. Το βράδυ της παραμονής μια μικρή ομάδα νέων ανδρών, συνήθως τσοπαναραίων, ξεσήκωναν όλο το χωριό. Ντύνονταν περίεργα με προβιές προβάτων, πολλά ρούχα, φορούσαν μεγάλα κουδούνια και κρατούσαν από μια γκλίτσα. Ο ένας απαραίτητα ντυνόταν γυναίκα -η τζαμάλα- την οποία υποτίθεται ότι θα διεκδικούσαν οι άλλοι. Γυρνούσαν λοιπόν έμπαιναν στα σπίτια και αυτοσχεδίαζαν σύντομες παραστάσεις, προσπαθώντας πάντα να μην αποκαλυφθούν. Οι χωρικοί τους δώριζαν σιτάρι ή ότι άλλο είχαν. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, μαζεύονταν όλοι και γλεντούσαν με τα λεφτά από τις τζαμάλες. Το έθιμο αυτό έχει εγκαταλειφθεί.

30/11 του Αγίου Ανδρέα

Οι Θρακιώτες λέγαν ότι του Αγίου Ανδρέα το κρύο “αντρειώνει” και ακολουθούν τα “Νικολοβάρβαρα” που σηματοδοτούν την έναρξη του χειμώνα και των σκληρών καιρικών συνθηκών. Στο χωριό μας την παραμονή του Αγίου Ανδρέα οι Βορειοθρακιώτισσες νοικοκυρές ετοίμαζαν μια πίτα, συνήθως τυρόπιτα, και τη μοίραζαν στη γειτονιά με την ευχή να “αντρειώσει” το στάρι που είχαν σπείρει το φθινόπωρο. Κάποιες έφτιαχναν τον λεγόμενο “ασσουρέ”, δηλαδή βρασμένο σιτάρι, χυλωμένο, με κανέλα, μυρωδικά και ξηρούς καρπούς. ΟΙ Ανατολικοθρακιώτισσες νοικοκυρές φτιάχνουν τον ασσουρέ την παραμονή της Αγίας Βαρβάρας και το ονομάζουν “βαρβάρα”.

4/12 της Αγίας Βαρβάρας

Στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας οι νοικοκυρές φτιάχνουμε τη “βαρβάρα”. Βράζουμε στάρι (κολυβόζουμο) προσθέτοντας ζάχαρη, σταφίδες, ξερά σύκα, κάποιες βάζουν και όσπρια όπως ρεβίθια, και το σερβίρουμε σε μπολάκια με καβουρντισμένο σουσάμι, ζάχαρη, καρύδι χτυπημένο, κανέλα και μυρωδικά και το μοιράζουμε στη γειτονιά “για το καλό”. Παλιότερα πίστευαν ότι η Αγία Βαρβάρα προστατεύει τα παιδιά από την ευλογιά και το γλυκό αυτό που μοίραζαν (παραδοσιακά σε τρία σπίτια), ήταν η προσφορά τους προς την Αγία, για να φυλάει τα παιδιά από την κακιά αρρώστια.