Εθιμικό δίκαιο

Ιστορία της Νέας Κεσσάνης

Φωτογραφία των νέων του πολιτιστικού συλλόγου (από αριστερά): Βαθρακέας Χρήστος, Ντάφος Θωμάς, Τσιλιγγίρης Γιάννης, Παρασκευάς Σάκης, Παπαντωνίου Αντώνης, Τσαμουρτζής Φώτης και Γαϊτάνη Φωτεινή, Γεωργοπούλου Δήμητρα, Ελευθερίου Αφεντία, Νικολάου Σοφία, Τσιλιγγίρη Γιαννούλα, Τσιλιγγίρη Γεωργία. Η δασκάλα τους Καρακατσάνη Σοφούλα.

Διάκριση κοινωνικών τάξεων: Στην περίπτωσή μας είχαμε διάκριση κοινωνικών ομάδων, γιατί το χωριό μας κατοικούνταν από χωρικούς και κτηνοτρόφους, πρόσφυγες όλοι κι έτσι δεν ετίθετο θέμα τάξεων. Η διάκριση γινόταν μεταξύ των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία. Οι μεν ονομάζονταν Θρακιώτ’, οι δε Βουργαριώτ’. Είναι γνωστή μάλιστα η αντιπάθεια των δύο ομάδων από την αρχή της συμβίωσής τους, που με τον καιρό εξομαλύνθηκε, αλλά έχει αφήσει τα σημάδια της στους ηλικιωμένους. Γλεντούσαν χωριστά και απαγορευόταν να συμμετέχει κανείς σε χορό των άλλων. Όταν για παράδειγμα τα κορίτσια των Θρακιωτών πήγαιναν στο χορό των Ανατολικορωμυλιωτών οι μάνες έβγαιναν με τις βέργες και τις κυνηγούσαν να γυρίσουν στο σπίτι, ενώ οι Ανατολικορωμυλιώτες συνήθιζαν να μιλούν υποτιμητικά για τους Ανατολικοθρακιώτες . Οι πρώτοι γάμοι μεταξύ τους βέβαια έγιναν μέσα στη δεκαετία του ’30, όπως του Δημήτρη και της Ελένης Τσαμουρτζή από το Κατίκιοϊ και τον Άη Βλάσση αντίστοιχα, όμως η αντιπάθεια συνεχίστηκε, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα.

Κοινωνικές σχέσεις και κοινωνική εθιμοτυπία:

  • Η ειλικρινής αλληλεγγύη και τα αυθόρμητα, ξέγνοιαστα και σχεδόν καθημερινά γλέντια ήταν κάποτε τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωής της Νέας Κεσσάνης. Στα γλέντια αυτά ξεκουράζονταν από τον κάματο της ημέρας, διασκέδαζαν, αλλά και διάλεγαν τα προξενιά. Ήταν επίσης ένας καλός τρόπος να επικοινωνούν και να έρχονται πιο κοντά οι συγχωριανοί. Πολύ συχνά συμμετείχαν σ’ αυτά κάτοικοι άλλων χωριών και της Ξάνθης, γιατί τέτοια γλέντια, με τέτοιο κρασί δε γίνονταν αλλού. Η αλληλεγγύη και η ειλικρινής διάθεση για βοήθεια υπήρξε πάντα χαρακτηριστικό του χωριού μας. Τα σπίτια τους τα φτιάξανε όλοι μαζί, με αρμονική συνεργασία. Τις μεγάλες αγροτικές εργασίες, όπως το αλώνισμα και τον τρύγο, τις εκτελούσαν και πάλι όλοι μαζί και κανείς δεν έμενε να παλεύει μόνος. Οι γυναίκες αντιμετώπιζαν κάθε δυσκολία της καθημερινότητας με τη συμπαράσταση η μια της άλλης. Στα μεγάλα γεγονότα της ζωής, το γάμο, τη γέννηση, το θάνατο, συμμετείχε όλο το χωριό ολόψυχα. Η μιζέρια της μοναξιάς που κατατρέχει τη σύγχρονη κοινωνία δεν είχε θέση στο χωριό μας, γιατί η κοινωνικότητα ήταν ανάγκη και κυρίως χαρά.
  • Οι γυναίκες κάθε βράδυ έκαναν «νυχτέρ’», μαζεύονταν πολλές γειτόνισσες στο σπίτι της μιας με το ηλιοβασίλεμα, κεντούσαν, έγνεθαν, έπλεκαν, καθάριζαν όσπρια, καλαμπόκια κ.α., ασχολούνταν με ό,τι τέλος πάντων χρειαζόταν και καθώς συζητούσαν, η δουλειά γινόταν ευχάριστα και πιο γρήγορα. Τα παπούτσια τους τα άφηναν στην εξώπορτα. Τα κεράσματα ήταν χαρούπια, τσατ-πατ, ψητά ρεβίθια, τηγανίτες, χαλβάς με το αλεύρι . Τα τραγούδια και τα παραμύθια ήταν θέμα στιγμιαίας έμπνευσης ή κεφιού και όχι καθιερωμένη συνήθεια. Αγαπημένα ήταν τα «μασάλια», δηλαδή οι διηγήσεις γεγονότων από την καθημερινότητα ή το μακρινό παρελθόν, που ήταν αστείες ή μετέφεραν παραδόσεις. Οι άντρες δεν παρεβρίσκονταν ποτέ στα νυχτέρια, εκτός αν ήταν λίγες οι γυναίκες, και θα έμεναν ελάχιστο χρόνο.
  • Το τραπέζι θεωρείται χώρος ιερός και υποχρέωση απέναντι στους ξένους. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε γιορτή, επέτειος, χαρά, αλλά και θλιβερή στιγμή, όπως ο θάνατος, συνοδευόταν (και συνοδεύεται) από “τραπέζωμα”. Είναι προσβολή για τον συγγενή, το φίλο, τον επισκέπτη να μην τον φιλέψουν με ό,τι κι αν υπάρχει. Αν μάλιστα έρθει κάποιος και βρει την οικογένεια στο τραπέζι, του λένε ότι τον αγαπάει η πεθερά του. Δημιουργείται δεσμός άρρηκτος φιλίας και αλληλοσεβασμού ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν συνφάγει. Οι Βορειοθρακιώτες βέβαια δεν έτρωγαν ποτέ όταν έφταναν σ’ ένα σπίτι και πετυχαίνανε την οικογένεια στο τραπέζι, γιατί νόμιζαν ότι θα χαρακτηριστούν «γ’λιάρ’κα», δηλαδή λιχούδηδες. Επίσης, δεν έμπαιναν σ’ ένα σπίτι χωρίς να χτυπήσουν. Αντίθετα, οι Ανατολικοθρακιώτες ήταν πιο αυθόρμητοι και έμπαιναν σ’ ένα φιλικό σπίτι χωρίς να περιμένουν τυπικές προσκλήσεις, ούτε ντρέπονταν να δεχθούν ένα μεζέ, αφού κι οι ίδιοι θεωρούσαν επιβεβλημένο να φιλέψουν όποιον ερχόταν στο σπίτι..
  • Οι γέροντες, οι ιερείς και όσοι κατέχουν υψηλή κοινωνική θέση είναι άξιοι σεβασμού. Τα παιδιά έχουν την υποχρέωση να φροντίζουν και να γηροκομούν τους γονείς τους, όταν πια εκείνοι δεν θα μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Χαιρετώντας τους, τους φιλούν το χέρι και το φέρνουν στο μέτωπο. Η γνώμη τους είναι σημαντική και η παρουσία τους αξιοσέβαστη. Είναι τιμή για κάποιον να τον επισκεφτεί ο ιερέας και κυρίως ο πρόεδρος του χωριού. Όταν περνά ιερέας τα παιδιά τρέχουν ν’ ασπασθούν το χέρι και να πάρουν ευλογία, ενώ οι μεγάλοι σηκώνονται γιατί έχει το σχήμα του Χριστού.

Παλιότερα, οι μικροί δεν έπρεπε να μιλούν μπροστά στους μεγάλους, ως ένδειξη σεβασμού. Ήταν απαράδεκτο να αυθαδιάζουν και να προκαλούν τους μεγάλους, αν το έκαναν στιγματίζονταν. Όταν συναντούσαν ενήλικες δεν τους έκοβαν το δρόμο και σηκώνονταν από τη θέση τους, όταν έμπαινε στο δωμάτιο κάποιος μεγάλος. Πριν κοινωνήσουν, όλοι (και οι ενήλικες) φιλούσαν το χέρι των μεγαλύτερων και λέγανε “Σ’χωρέστε με”. Όλα αυτά αφορούσαν και τη συμπεριφορά μιας νύφης προς τα πεθερικά της.

Φιλοξενία: Οι κάτοικοι της Νέας Κεσσάνης μπορούν εύλογα να υπερηφανεύονται ότι δικαιώνουν απόλυτα τη φήμη των Ελλήνων ως φιλόξενων. Κάθε ξένος μπορεί να βρει καταφύγιο και την καλύτερη μεταχείριση στο χωριό μας. Η υποδοχή των καλεσμένων είναι ειδική περίοδος για το σπίτι και φροντίζουν όλα να είναι τέλεια. Ακόμα κι όταν κάποιος τους επισκέπτεται απρόσμενα του προσφέρουν οτιδήποτε διαθέτει το σπίτι, ακόμα κι αν αυτό είναι ελιές, ούζο και ψωμί.

Η οικογένεια και οι μεταξύ των μελών σχέσεις: Η οικογένεια είναι πατριαρχική, ο πατέρας είναι ο αρχηγός και ο θεμέλιος λίθος του σπιτιού, απλά σήμερα ο ρόλος της γυναίκας αναγνωρίζεται, ειδικά της εργαζόμενης, ενώ παλιότερα, όχι. Ο σύζυγος προσφωνεί τη γυναίκα του ως “γυναίκα” ή με το όνομά της, η σύζυγος πάλι τον προσφωνεί “άντρα” ή με το όνομά του, ενώ στους ξένους τον αναφέρει “ο πατέρας μας”, “ο άντρας μου”, “ο δικός μου”, ενώ εκείνος “η γυναίκα μου”, “η δίκιά μου”. Η σύζυγος όφειλε να είναι σεμνή, αξιοπρεπής, εργατική, καλή νοικοκυρά και να σέβεται απόλυτα τον άνδρα της. Θέμα διαζυγίου δεν υπήρχε παλιότερα. Και οι δυο όφειλαν σεβασμό στους γονείς του άλλου, ιδιαίτερα όμως η νύφη έπρεπε να σέβεται και να υπακούει τα πεθερικά της χωρίς καμία αντίρρηση. Τους προσφωνούσε «μάνα” και “πατέρα” και σηκωνόταν όταν ο πεθερός έμπαινε ή έβγαινε από το δωμάτιο. Η πεθερά, μητέρα της νύφης, δεν μπορούσε να επεμβαίνει στο ζευγάρι, ενώ του γαμπρού είχε αυτό το δικαίωμα. Τα παιδιά διαχρονικά οφείλουν σεβασμό και υπακοή στους γονείς τους. Ο πρωτότοκος γιος ήταν το καμάρι των γονέων, όμως νομίζω ότι οι χωριανοί μας ήταν και είναι ακριβοδίκαιοι στην αγάπη προς όλα τα παιδιά τους. Ούτε ο πρωτότοκος είχε το βαρυσήμαντο ρόλο που του έδιναν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενώ το κορίτσι είναι το ίδιο ευπρόσδεκτο. Τα παιδιά θεωρούνταν ενήλικα μετά τα είκοσι.