Μουσική & Χορός

Ιστορία της Νέας Κεσσάνης

Ο γεωγραφικός διαχωρισμός της Θράκης σε Ανατολική, Δυτική και Βόρεια επέδρασε και στην πολιτισμική διαφοροποίηση. Έτσι, η λαϊκή θρακική παραδοσιακή μουσική παρουσιάζει ποικίλες επιμέρους διάφορες στις τρεις περιοχές. Υπάρχουν όμως και κάποια σταθερά χαρακτηριστικά αυτής:

α. μεγάλη ποικιλία ρυθμών,

β. ιδιαίτερο τρόπο εκφοράς της μελωδίας με φωνητικές και οργανικές αλλαγές, τσακίσματα της φωνής και επιφωνήματα,

γ. αξιοσημείωτη συγγένεια με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική.

 

Η θρακική μουσική χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη γλυκύτητα, καθώς ο ταλαντούχος Θρακιώτης τραγουδιστής σπάζει και λυγίζει τη φωνή του συνεπαρμένος από τη δύναμη και το πάθος του τραγουδιού. Η μουσική εκφράζει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα και συμμετέχει στον κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, μοιρολόγια, τραγούδια του γλεντιού και του γάμου) αλλά και στον κύκλο του χρόνου (κάλαντα, μοιρολόγια Μ. Εβδομάδας, αποκριές κλπ). Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε στιγμή της ζωής μας είναι δεμένη με το τραγούδι ∙ η θρησκευτική πίστη, η δουλειά, το γλέντι, η γέννηση, ο έρωτας, ο γάμος, ο θάνατος, η ξενιτιά, τραγουδιούνται από το λαό της Θράκης με τρόπο ιδιαίτερο. Κάποια από τα παρακάτω τραγούδια είναι πολύ παλιά και προέρχονται από την «πατρίδα» και από τα πρώτα χρόνια στον τόπο αυτό ∙ άλλα είναι γνωστά σε όλη τη Θράκη και δημοφιλή στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα χορεύουμε δε με πάθος σε κάθε ευκαιρία.

Όταν ο Πλαστήρας επισκέφτηκε το χωριό γύρω στο 1950, έκαναν γιορτή και χόρεψε μαζί τους:

“Γούναρης θα γονατίσει

κι ο Παπάγος θα γεμίσει

κι ο Πλαστήρας θα τουφεκίσει.

Έλα Πλαστήρα βάρεσε μες στη Μ.Ασία

οι πρόσφυγες μες στα βουρλά και την απελπισία”.

 

Η προσφυγιά και η ξενιτιά, τα δύο μεγάλα βάσανα του Έλληνα. Πόσο πολύ τραγουδήθηκαν:

  1. «Παν’ τα πουλάκια στη βοσκή κι η λυγερή στη βρύση

πήγα κι εγώ να σεργιανίσω τ’ άλογό μου να ποτίσω

βλέπω μια κόρη που ’πλενε σε μαρμαρένια γούρνα

τη μιλώ, δεν με μιλεί, της λέω δεν μι λέει

Για βγάλε κόρη μου νερό, τ’ άλογό μου να ποτίσω.

Σαράντα κύκλους έβγανε, στα μάτια δεν την είδα

κι απάνω στους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.

Τι έχεις κόρη μ’ κι βογκάς κι βαριαναστενάζεις;

Μήπως πεινάς, μήπως διψάς, μην έχεις δεύτερ’ μάνα;

Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούτ’ έχω δεύτερ’ μάνα

Έχω άντρα στην ξενιτιά που λείπει δέκα χρόνια

Κι ακόμα δυο τον καρτερώ, στα τρία θα τον παντέχω

Θα πάω σ’ έρημο βουνό να χτίσω μοναστήρι

Κείνον θα τρώει η ξενιτιά και με το μαύρο ράσο.

Κόρη εγώ ειμ’ άντρας σου, εγώ ειμ’ ου καλός σου.

Αν είσι συ ου άντρας μου, αν είσι ου καλός μου

πες μου σημάδια του σπιτιού, ίσως και σε πιστέψω.

Έχεις μηλιά στην πόρτα σου, κλήμα μες την αυλή σου.

Διαβάτης ήσουν πέρασες, τα ίδιες και τα λέσω

Πες μου σημάδια απ’ το κορμί, ίσως και σε πιστέψω

Έχεις ελιά στο στήθος σου, ελιά στο μάγουλό σου.

Και τότε αγκαλιάστηκαν και πέθαναν αντάμα.»

 

  1. «Ξένη μ’ στα ξένα πως περνάς

ποιος μαγειρεύ’ και δεν πεινάς;

ποιος στρώνει και κοιμάσαι

και μένα δε θυμάσαι;

Στρώνω την κουβερτούλα μου

καημό που’χ’ η καρδούλα μου

στρώνω και την μεταξωτή

βάσανα πίκρα και καημοί

Αχ, στρώνω και τη χασένια

όλο βάσανα και έννοια.»

 

  1. «Σού ’πα μάνα πάντρεψέ με

σπιτονοικοκύρεψέ με

και στα ξένα μη με δώσεις

γιατί θα το μετανιώσεις

’γω στα ξένα θ’ αρρωστήσω

ποια μανούλα θα ζητήσω;

Θα ζητήσεις την κουνιάδα σ’

και την πρώτη συννυφάδα σ’.

Η κουνιάδα μ’ δεν αδειάζει,

η συννυφάδα μ’ δεν ξαδειάζει.

Η κουνιάδα μ’ τα προικιά της,

η συννυφάδα μ’ τα παιδιά της”.

 

 

Χαρακτηριστικό τραγουδάκι από Ανατολική Θράκη:

«-  Καράβι καραβάκι (2) που πας γιαλό γιαλό (2)

με πράσινη μπαντέρα και μ’ αργυρό σταυρό

αν είσαι για την Πόλη (2) στάσου να ’ρθω κι εγώ. (2)

Δεν είμαι για την Πόλη (2) μόν’ είμ’ για τα νησιά (2)

κορίτσια να φορτώσω (2) κι λεύτερα πιδιά(2)

ή

που ’χ’ έμορφα κορίτσια (2) και τα γλυκά κρασιά (2)»

Η άνοιξη είναι η πιο όμορφη εποχή του χρόνου, η εποχή της αναγέννησης της φύσης. Έτσι:

«Πότε θα ’ρθ’ η άνοιξη, το Μάη το καλοκαίρι

να βγάλου τα ποδήματα να σφίξου τα τσαρβούλια

να πάρου δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κονοτσάλια

της Αλεξάνδρειας τα βουνά τα πυκνοφυτεμένα

πούχουν τα δέντρα ζάχαρη και τα κλαδιά πιπέρι.

Έπεσα για να κοιμηθώ από κάτω στον πλατύ τον ίσκιο

άκουσα και μια πέρδικα να κελαδάει να κλαίει

ανάθεμα τον κυνηγό που σκότωσε το ένα

δεν μας σκοτώνει και τα δύο να πάμε αγαπημένα.»

Τα τραγούδια της αποκριάς είναι εύθυμα, περιπαιχτικά:

  1. «Τώρα είν’ οι αποκριές, έχουν τα παιδιά χαρές

 κι την Καθαρά Δευτέρα παίρνουν τα πουλιά αγέρα.»

 

  1. «Μια χρυσή νοικοκυρά έχρησι απόχρησι

πάει έμασ’ λάχανα, τα μασ’ τα μαγείριψι

τέντζερους χωρίς καπάκ’, πυροστιά δίχως φωτιά

ξάπλωσε να κοιμηθεί, άπλωσε τον πόδαρό τ’ς

σκούντησε τα λάχανα, βγήκι όξου η γειτονιά

κούτσου κούτσου τα σκυλιά, ψίτι ψίτι τα γατιά

ελάτι χωριανοί κι σκυλιά, ελάτ’ να φάτι λάχανα

λάχανα κι λιχουδιές και τσουκνίδες τρυφερές.»

 

  1. «Κλώσσα μ’ κλώσσησες κι δεν μι ρώτησες

σα νοικό – σα νοικοκυρά γυναίκα

σ’ έβανα οχτώ σ’ έβανα οχτώ και δέκα

σ’ έβανα εννιά κι μ’ έβγαλες εφτά.

Αι στο διά, άι στο διάβολο για κλώσσα

σε πουλώ, σε πουλώ σε κάνω γρόσια.»

 

Η αγάπη όμως τραγουδιέται περισσότερο από κάθε άλλο συναίσθημα:

1.«Εσύ ’σαι κόρη μ’ μάλαμα κι οι άλλες τα μπακίρια

σουφράς εις το Σουλτάν Σελίμ με τα χρυσά ποτήρια.»

 

  1. «Να πα να πεις τη μάνα σου να μην παραμαλώνει

‘γω θα την κάνω πεθερά και θα με καμαρώνει.»

 

3.«Γιαράκι που ’χα στο κλουβί

κι αηδόνι στο καφάσι

πανάθεμά σ’ αγάπη.

Το τάγιζα τη ζάχαρη

το πότιζα το μόσχο.

Ξισκανταλίσ’κι το κλουβί

και ’φυγε το γεράκι,

πανάθεμά σ’ αγάπη.

και πέταξε του του μαμά

κι πέταξι κι κόνιψι

σ’ ένα ψηλό παλάτι

πανάθεμάσ’ αγάπη.

Γύρνα γεράκι μ’ κι έλα δω

κι έλα στ’ αρχοντικό σου.

Και τι καλό του του μαμά

και τι καλό να θυμηθώ

και πίσω να γυρίσω

που δέσαν τα φτεράκια μου

μ’ εννιά λογιώ μετάξι;»

Για να τραγουδήσουν μετά και να χαρούν στο γάμο, κάνοντας και την απαραίτητη σάτιρα (ζωναράδικος): 

«-  Πάτε κορίτσια στου χουρό

τώρα που έχιτι καιρό,

γιατί αύριο παντρεύεστε

σπιτονοικοκυρεύεστε (ή)

στα βάσανα μπερδεύεστε

δε σας αφήνουν οι άντρες σας

να πάτι στις μανάδις σας,

δε σας αφήνουν τα πιδιά

να πάτι σ’ άλλη γειτουνιά.

Τους άντρες τους μεθύζουμε

και τους αποκοιμίζουμε

και τα πιδιά τα δέρνουμε

μαζί μας δεν τα παίρνουμι

και τον κακό τον πεθερό

τον κάνω όπως θέλω ’γω,

τον στρώνω εδώ τον στρώνω εκεί

τον στρώνω κάτω στην αυλή,

τον βάνω και το πάπλωμα

ένα τσουβάλι κάρβουνα

και για προσκέφαλο

ένα γάίδουροκέφαλο

και την κακιά την πεθερά

την κάνω όπως θέλω εγώ

τη ρίχνω εδώ, τη ρίχνω εκεί,

τη ρίχνω μέσα στη φωτιά.»

 

Αλλά η ζωή έχει περισσότερες λύπες και ο θρήνος τραγουδιέται (μοιρολόγια):

  1. «Μι γέλασανε τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια

μι γέλασαν κι μι ’πανε, Χάρος πως δε με παίρνει.

Kι έκανα το σπιτάκι μου ψηλότερο απ’ ούλα

εξηνταδυό πατώματα, σαράντα παραθύρια

στο παραθύρι κάθουμαι τους κάμπους αγναντεύω

βλέπω τους κάμπους πράσινους, πράσινους και γαλάζιους

βλέπω το Χάρο να ‘ρχεται με τ’ άλογο καβάλα

μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο και το σπαθάκι του

που παίρνει τις ψυχούλες»

 

  1. «Καινούριο θάμα έγινε καινούριο λακριντί

σκοτώσανε τον Τάσο μας μες στο μεγάλο κρι

παπάδες δεσποτάδες παϊένουν ψέλλοντας

του Τάσου οι αδελφούλες παϊένουν κλαίγοντας.»

 

Η Αγιά Σόφιά, η Μεγάλη Ιδέα, η άλωση, οι σχέσεις με τους Τούρκους εμφανίζονται συχνά:

  1. «Κόρη μου τα περιστέρια σου έρχονται στην αυλή μου

σκαλίζουν τρών’ το χώμα μου και πίνουν το νερό μου

το χώμα μ’ το χρειάζομαι και το νερό μ’ το θέλω

να χτίσω την Αγιά Σόφιά και την Αγιά Μαρίνα.»

 

  1. «Δεν σε ‘λεγα βρε Γιάννη μ’ δε σε συμβούλευα

με Τούρκους μην παλεύεις και μη μι χώνεσαι

στα τούρκικα τα χέρια μην παραδίνεσαι.

Τούρκοι θα σε σκοτώσουν, Ρωμιοί σε θάφτουνε

και τρεις Ελληνοπούλες τραγούδ’ σι βγάλανε.

Βλίσσαρε μ’ τα άρματά σ’ διν κάνουν για φωτιά

μόν’ κάνουν τ’ άρματά σ’ για την Αγιά Σόφιά.»

 

  1. « – Πάρ’ τον κόρη μου τον Τούρκο άντρα

θα σε φορέσει φλουριά σαράντα

Πουλάκι γίνομι στο δάσος φεύγω

τον Τούρκο άντρα μου δεν τονε παίρνω.

Κήρου έβγανε τα χάντρα, ξέχασε ’να που ’χει άντρα

Κήρου βάνει τα τσερβούλια και γελάει τα καραβούλια»

 

  1. «Σήμερα ψάλλουν εκκλησιές, ψάλλουν τα μοναστήρια

ψάλλει και η Αγιά Σόφιά με δεκαοχτώ καμπάνες

κι ο βασιλιάς Αλέξαντρος βαριά αποκοιμήθη

κι η μάνα του τον έλεγε και τον παρακαλούσε

Σήκω, ψηλέ μ’, σήκω λιγνέ μ’ σήκω και βασιλιά μου

σήκω να πας στην εκκλησιά και στον καλό το λόγο.

Σηκώθηκε ταράχτηκε, σηκώθηκε πηγαίνει.

Μπροστά πηγαίν’ η μάνα του, κατόπ’ η αδελφή του

μέσα στη μέση ο βασιλιάς σα μήλο μαραμένο.»

 

Τα παρακάτω τραγούδια αφηγούνται γεγονότα (υποτιθέμενα): 

  1. «Μπήκαν κλέφτες στην αυλή

κλέψαν τη Βασιλική

και την πήραν και την πάνε

στα βουνά την περπατάνε

Αχ, περπάτα γρήγορα

θα μας πιάσουν σήμερα

Δεν μπορώ να περπατήσω,

απ’ την περιπατούσα μου

λιώσαν τα παπούτσια μου,

πάει και η πατούσα μου.»

 

 

  1. “Σαράντα κλέφτες ήμασταν

σαράντα παλικάρια – Καννιλιώ

όλοι έναν όρκο βάλαμε

πάνω στο ευαγγέλιο

αν αρρωστήσει – ω – κανείς

καλά να τον φυλάμε, Καννιλιώ.

Ήρθι κιρός κι αρρώστησε

ο πρώτος καπετάνιος,

’πό δυο σε δυο μιλούσανε,

’πό τρεις κι απού πέντε, Καννιλιώ.

Πιδιά να τον αφήσουμε

στουν έρημου τουν τόπου.

Εκείνος το κατάλαβε

κι αυτό το λόγο λέει

Πιδιά να μην μ’ αφήσετε

στουν έρημου τουν τόπου,

μόν’ πάρτε με και βάλτε με

σ’ ένα ψηλό μπαϊρι – Καννιλιώ,

σκάψτι βαθιά, σκάψτι φαρδιά,

σκάψτι για δυο νομάτοι

κι απ’ τη διξιά μου τη μεριά

αφήστε παραθύρι – Καννιλιώ

να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά

να γλυκοκελαηδούνε.»

 

 

 

  1. «Πάπια πάπια παγωμένη

και στον πάγο κολλημένη

το θιό παρακαλούσε,

“Θε μου βρέξι, Θε μου λάμψι

να κολλήσουν τα φτερά μου

να πετάξω να παγένω

να πάγω σι παπά τ’ αλώνι

πο’ ’χει βρύσες και πουτάμια

έχει και ψηλά καλάμια.»

 

 

Τα επόμενα τραγούδια υπάρχουν στην έκδοση της εξαιρετικής δουλειάς των Βαγγέλη Δωρόπουλου και Γιάννη Καναργιέλη με τίτλο «Φύσηξε βοριάς κι αέρας». Πρόκειται για μια συλλογή από παραδοσιακά τραγούδια που καταγράφηκαν σε 7 προσφυγικά χωριά του νομού μας και ανάμεσά τους στο δικό μας. Εδώ λοιπόν παραθέτω κάποια τραγούδια που κατεγράφησαν στη Νέα Κεσσάνη αφού τραγουδήθηκαν από τους: Αθανάσιο και Δήμητρα Εκμεκτσή, Φυλαχτάκη Αργυρή, Ξανθοπούλου Φωτούλα, Τσαμουρτζή Σουλτάνα, Μητρέλη Κωνσταντινιά, Λαμπάκη Ευαγγελία και Καραμουσαλίδου Γιαννούλα. (Είναι οι συγχωριανοί μας που με το μεράκι, την άριστη μνήμη, την αγάπη τους για το χωριό και την παράδοσή μας βοήθησαν κι εμένα να γνωρίσω και να καταγράψω τους θησαυρούς του πολιτισμού μας):

  1. «Δε σου ’λιγα Γιαννάκη μ’» – Τραμπανιστός

«Δε σου ’λιγα Γιαννάκη μ’ , δε σ’ ορμήνευα

μι τούρκου μην παλεύεις, μήτσα μην πολεμάς  (μήτσα= μήτε)

ου τούρκους είν’ αγιάρης, είνι κι πουνηρός

είνι κι τρεις χιλιάδις κι συ μον-μουναχός

Γιαννάκη μ’ να ’χεις μάνα, να ’χεις κι αδερφή

να ’χεις καλή γυναίκα, να ’ρθει να σι δγει.

Γιαννάκη μ’ να η μάνα σ’, να κι η αδιρφή σ’

να κι η καλή γυναίκα σ’, ήρθι να σι δγει

μ’ ένα πιδί στα χέρια, τ’ άλλο πορπατεί

και το ’να καταπόδι δεν του καρτερεί.»

 

  1. «Αυτή τη γης που την πατούμι» Ζωναράδικος

«Αυτή τη γης μι τα χουρτάρια

παίρνει νιες κι παληκάρια,

αυτή τη γης που την πατούμι

όλοι δω θα μαζιφτούμι.

Θα πιτάξου, θα πιτάξου

κι στουν ουρανό θα φτάσου,

άγγιλου θα κατιβάσου

και τη θάλασσα θ’ αδειάσου,

να την κάνου περιβόλι

να την εζηλεύουν όλοι,

να φυτέψου λιμουνίτσις,

λιμουνιές, πουρτουκαλίτσις.»

 

  1. «Τρεις αδιρφούλις ήμασταν» Ζωναράδικος

«Τρεις αδιρφούλις ήμασταν – γαϊτάνι, γαϊτάνι,

γαϊτάνι, γαϊτανάκι,

κι οι τρεις κακουγραμμένις.

Η μια παίρνει του λουχαγό

κι η άλλη του γυφτάκι,

η τρίτη η μικρότερη, παίρνει του γερουντάκι.

Στο λοχαγό σφάζουν αρνιά,

στο γύφτο κατσικάκι,

στου γέρου τουν κακόμοιρου

κουρκούτι στο τηγάνι.»

 

  1. «Εγώ Λενιώ σε αγαπώ» Ζωναράδικος

«Εγώ Λενιώ σε αγαπώ – μπιρμπίλου μαυρομάτα μου,

κανείς να μην του ξέρει,

τώρα το έμαθαν οι δ’κοί – μπιρμπίλου μαυρομάτα μου,

του έμαθαν κι οι ξένοι.

Δεν ήσαν συ που μου ’λεγες,

αν δε με δεις πεθαίνεις;

Κι τώρα γύρισες και λες,

πού μ’ είδις, πού μι ξέρεις.

Κι μ’ τα μαύρα σ’ αγαπώ

και μι τα λιρουμένα,

και με τα ρούχα της δουλειάς

τρελαίνομαι για σένα.»

 

  1. «Τσαγανός κάμνει ντουγόυνι» Ζωναράδικος

«Τσαγανός κάμνει ντουγούνι,

κάλεσε την πλάσην ούλη,

κάλισε κι μέν’ το νιόνα,

είπα να πάου να μην πάου,

κίνησα κι εγώ κι πήγα.

Βρίσκου του λαγό κι τ’ γίδα,

επαίζανε και τη λύρα,

αλεπού και το τσακάλι

επαίζανε το καβάλι,

κι ο σκαντζόχοιρος, ο ρήγας,

πάει το φράχτη – φράχτη,

κι η αχιλώνα, η Παγώνα,

γκελ μπερί, μαρή κουκώνα,

να φιλήσου κόκκ’να μάγ’λα

κι αχείλια τζιμιρτζιανάτα.»

(τσαγανός= κάβουρας, ντουγούνι= γάμος, το νιόνα= το νέο)

 

  1. «Άσπρα μου περιστέρια» – Συρτός

«Άσπρα μου περιστέρια και μαύρα μου πουλιά,

εσείς παντού πετάτε και διαβαίνετε,

περάστε κι απ’ το σπίτι μ’ και χαμηλώσετε

να πάρω ένα φτεράκι να γράψω μια γραφή,

να στείλω στην αγάπη μ’, να μη με καρτερεί.

Εγώ, εδώ που είμαι, εδώ θα παντρευτώ,

θα πάρω παλικάρι δεκαοχτώ χρονών,

απού μαγεύει τ’ άστρα και τις θάλασσες,

και μάγεψε κι εμένα και δεν μπορώ να ’ρθω,

όταν κινήσω να ’ρθω χιόνια και βροχές,

όπου γυρίζω πίσω ήλιος ξαστεριές.»

 

  1. «Όλα τα πουλάκια» – Συρτός

«Όλα τα πουλάκια κι αμάν αμάν,

όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά,

τα χιλιδονάκια ζευγαρωτά,

το ’ρημο τ’ αηδόνι, το μοναχό,

περπατεί στους κάμπους, με τον αητό,

περπατεί κι λέει, κι αμάν αμάν,

περπατεί και λέει και τραγουδεί.

– Άντρα μου, πολίτη πραματευτή,

πες μας πού τη βρήκες αυτή τη νια,

 την ξανθομαλλούσα, τη γαλανιά;

– Απ’ την Πόλη ερχόμουν κι απ’ τα νησιά

κι απ’ τη γειτονιά της επέρασα,

τα βασιλικά της επότιζε

και τη μαντζουράνα εδρόσιζε,

μου ’πε κι ένα λόγο και μ’ άρεσε.»

 

  1. «Φύσηξε βοριάς κι αέρας» – Ζωναράδικος

«Φύσηξε μωρ’ Γιάννη μ’, Γιάννη μ’,

φύσηξε βοριάς κι αέρας,

τίναξε όλα τα φύλλα,

τα ’φερε στην αυλή μου,

κάθισα μωρ’ Γιάννη μ’, Γιάννη μ’

κάθισα να τα διαλέξω,

βρίσκω ένα δαχτυλίδι,

που ’χε τ’ όνομα τ’ γραμμένο

τ’ όνομα μ’ το λέν Μιτάξω,

θα σε πάρω να πετάξω.»

 

  1. «Πού ήσαν Παναγιωτούλα μου» – Συρτό

«Πού ήσαν κι αμάν αμάν, ωχ αμάν,

πού ήσαν Παναγιωτούλα μου,

τόσον καιρό χαμένη;

– Πήγα κι αμάν αμάν, ωχ αμάν,

πήγα να μάσω λάχανα,

με τ’ άλλα τα κορίτσια

κι εκεί καρτέρι μου ’καναν

πέντ’ έξι καλογέροι,

ένας με πιάνει απ’ τα μαλλιά

κι ο άλλος απ’ το χέρι,

κι ο τρίτος ο μικρότερος

με φίλησε στο στόμα.»

 

Τα τραγούδια του χορού είναι εύθυμα και τα συγκεκριμένα αγαπημένα σε όλη τη Θράκη και σε όλη την Ελλάδα:

  1. «Ήτανι πεντ’ έξ’ νταήδις» ζωναράδικος δυτικής Θράκης

Ήτανι πέντι έξ νταήδες, ήτανι πέντι εξ νταήδες

μπρε μπρε μπρε πέντ’ έξι νταήδες, χα χα χα πέντ’ έξι νταήδες

Πήραν όλοι τους μπαλτάδες, πήραν όλοι τους μπαλτάδες

μπρε μπρε μπρε ούλ΄τους μπαλτάδις, χα χα χα ούλ’ τους μπαλτάδες

πήραν μον’ του ρέμα ρέμα, πήραν μον’ του ρέμα ρέμα

μπρε μπρε μπρε του ρέμα ρέμα, χα χα χα του ρέμα ρέμα

βρήκαν ένα κούφιου δέντρου, βρήκαν ένα κούφιου δέντρου

μπρε μπρε μπρε ένα κούφιο δέντρο, χα χα χα ένα κούφιο δέντρο

είχι μέσα κουκουβάγις, είχι μέσα κουκουβάγις

μπρε μπρε μπρε κουκουβάγις, χα χα χα κουκουβάγις

έκατσαν κι τις μοιράσκαν, έκατσαν κι τις μοιράσκαν

μπρε μπρε μπρε κι τις μοιράσκαν, χα χα χα κι τις μοιράσκαν

Ούλοι παίρνουν απού δύου, ούλοι παίρνουν απού δύου

μπρε μπρε μπρε ούλ’ απού δύο, χα χα χα ούλ’ απού δύο

 του Γιαννάκ’ του δώσαν μία, του Γιαννάκ’ του δώσαν μία

μπρε μπρε μπρε του δώασαν μία, χα χα χα του δώσαν μία

κι κακιών’ κι δεν την παίρνει, κι κακιών’ κι δεν την παίρνει

μπρε μπρε μπρε κι δεν την παίρνει, χα χα χα κι δεν την παίρνει.

 

  1. «Τσιρτσιλιάγκους» χασαπιά ή ξεσυρτό Δ. Θράκης

Κι η τσιρτσιλιά, κι η τσιρτσιλιάγκους στην αυλή (δις)

κι η τσιρτσιλιγκους στην αυλή βγήκι για ν’ αγαπήσει (δις)

τουν γλιέπ’ αλ’που – τουν γλιέπ’ η αλ’πού κι γέλασι,

τουν γλιέπ’ η αλ’πού κι γέλασι κι κότα κακαρίσκει. (δις)

τι είδγες αλ’που μ’ – τι είδγες αλ’που μ’ κι γέλασις, (δις)

τι είδγες αλ’που μ’ κι γέλασις κι κότα κακαρίσκεις; (δις)

Μήνα δεν εί – μήνα δεν είμι έμουρφους, (δις)

μήνα δεν είμι έμουρφους δεν είμαι παλληκάρι, (δις)

Μήνα δεν εί – μήνα δεν είμι τσιουρμπατζής, (δις)

μήνα δεν είμι τσιουρμπατζής, δεν είμι νοικοκύρης; (δις)

Εχου γιαλά – έχου γιαλάδα κουλουβή (δις)

έχου γιαλάδα κουλουβή κι σκύλα γκαστρουμένη. (δις)

Εχου κι ένα – έχου κι ένα παλιάλουγου (δις)

έχου κι ένα παλιάλουγου κι εκείνου ψουριασμένου. (δις)

Τα τρία πουδά – τα τρία πουδάρια είνι κουτσά (δις)

τα τρία πουδάρια είνι κουτσά κι τ’ άλλου δεν πατάει. (δις)

Το ‘να του μά- το ‘να του μάτ’ είνι γκαβό (δις)

το ‘να του μάτ’ είνι γκαβό κι τ’ άλλου χιουτσ’ δεν γλιέπει. (δις)

Το ‘να τ’ αυτί – το ‘να τ’ αυτί τ’ είνι κουφό (δις)

το ‘να τ’ αυτί τ’ είνι κουφό κι τ’ άλλου δεν ακούει. (δις)

 

  1. «Στέριος πισμάνιψι» Ζωναράδικος

 – “Κρουν’ τα νταούλια μώρε Στέγιου μ’, κρουν’ κι τα βιουλιά (2)

πάππους μι την κόκκιν’ σαλβάρα, πάππους χουρεύ’ μπρουστά (2)

ιδώ Στέριους, ικεί Στέριους, Στέριους απάν’ στην αγριντιά (2)

κατέβα Στέριου μ’ κατέβα γκζάνι μ’ να σι παντρέψουμε (2)

Δεν κατιβαίνου, δεν αλλάζου, γάμπρος δε γίνουμι (2)

τα σημάδια πίσου να πάτι, Στέριους πισμανιψι (2)

Τρία μιτζίτια παπούτσια βρε Στέγιου μ’ πάππους αγόρασι (2)

κατέβα Στέριου μ’ κατέβα γκζάνι μ’ να σι παντρέψουμε. (2)

 

Κουσιάτι χωροχωριανοί Στέριος ξεπισμάνιψι (2)

από την αγριντιά κατέβ’κι και να παντρευτεί γυρεύει (2)

Στέριος ξεπισμάνιψι, τώρα νύφ’ πισμάνιψι (2)

Τώρα Στέριο μ’ είν’ αργά, κι νύφ’ δε θέλει παντρειά (2)

Λάλο τσ’ την αρμήνευι, Στέριος την παρακαλεί

Πάρε μι βρε Στεργιανή μου, θα καλοπιρνάς μαζί μου

Φευγάτι απ’ τα μάτια μου, δε σι θέλω γι άντρα μου (2)

Άιντι Στέργιο μπουνταλά, καλά ήσαν πάν’ στην αγριντιά (2)

Στέργιος ξεπισμάνιψι, Στεργιανή πισμάνιψι (2)

Ας τ’ ακούσουν κι οι καμπόσοι, πως κι γ’ναίκες έχουν γνώση (2)

 

  1. “Ποια θάλασσα, ποιους ποταμός (2)

ποια βρύση δε θουλώνει;(2)(τσάκισμα)

Αιντι γιούργια, γιούργια, γιούργια, γιούργια

άιντι κι ου χουρός θέλει τραγούδια.

Ποια πιθιρά, ποιος πιθιρός(2)

ποια νύφη δε μαλώνει;(2)(τσάκισμα)

ποιος νιος επαντρεύτηκε και δεν το μετανιώνει;

Αιντι γιούργια, γιούργια, γιούργια, γιούργια

άιντι κι ου χουρός θέλει τραγούδια.

 

Πετσιανης Γεώργιος, Εκμεκτσής Γεώργιος, Αγροφύλακας(ξένος), Δημητρακόπουλος Γεώργιος, Μπαρακλιανός Καριοφύλλης (γκάϊνταντζης), Μιχαηλίδης Στέφανος, Κιοσσές Καριοφύλλης, Τσατράλης Φώτης, Ακπαρίδης Νίκος, Χριστοφόρου Γεώργιος, Εκμεκτοής Αθανάσιος, Χρηστοφόρου Γεώργιος, Μιχαηλίδης Δημήτριος, Τσατράλης Παρασκευάς, Γιαλαμίδου Γιαννούλα, Πετσιάνη Σουλτάνα, Μηρτζάνη Σμαραγδή, Χρηστοφόρου Γεώργιος