Η Νίκη Καρτάλη, το γένος Παπαντωνίου, γεννήθηκε στη Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης στις 25 Νοεμβρίου του 1934. Γονείς της ήταν ο Ευλάμπιος Παπαντωνίου (γεν. 1894 ή 1896) και η Άννα, το γένος Μπουραζάνη (γεν. 1902 ή 1904) και ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Αδέρφια της ήταν η Φωτούλα (1926), ο Θανάσης (1929) και η Φρόσω (1940).

Η οικογένεια Παπαντωνίου

Ο Ευλάμπιος και η Άννα κατάγονταν από το χωριό Μπασαΐτ της Ανατολικής Θράκης (περιφέρεια Κεσσάνης) και είχαν φύγει από εκεί ως πρόσφυγες το φθινόπωρο του 1922. Ένας από τους σταθμούς της δύσκολης πορείας τους ήταν το χωριό Λύκειο του νομού Ροδόπης, όπου οι δύο νέοι παντρεύτηκαν μάλλον στις 17/02/1923. Επόμενη στάση ήταν στο Καβακλί και αργότερα έφτασαν στο Τεπέ Τσιφλίκ, μαζί με άλλους ταλαιπωρημένους Θρακιώτες πρόσφυγες, αρκετοί εκ των οποίων ήταν επίσης από το Μπασαΐτ. Εκεί δημιούργησαν το αμιγώς προσφυγικό χωριό Πλαστήρια, που αργότερα μετονομάστηκε σε Νέα Κεσσάνη.

Τα πρώτα σπίτια που έχτισαν ήταν διπλοκατοικίες και ο Ευλάμπιος έχτισε το πρώτο του σπίτι μαζί με τον αδερφό του Αντώνη. Κι έτσι, με πολύ κόπο και υπομονή ξεκίνησαν μια νέα ζωή. Όπως είπαμε, η Νίκη γεννήθηκε το 1934∙ το όνομά της δεν είναι υποκοριστικό του «Νικολέτα» ∙ ο πατέρας της, που συμμετείχε στη μικρασιατική εκστρατεία, θερμός βενιζελικός, τη βάφτισε «Νίκη», ελπίζοντας στη νίκη των Βενιζελικών όταν το Μάρτιο του 1935 (χρονιά που βαφτίστηκε η μικρή του κόρη) έκαναν κίνημα εναντίον της φιλοβασιλικής κυβέρνησης του Παναγή Τσαλδάρη.

Η Νίκη (Παπαντωνίου) Καρτάλη μωράκι στην αγκαλιά της Συρματένιας Μητρέλη. Άκρα δεξιά η αδερφή της, Φωτούλα. Μεταξύ των παιδιών διακρίνουμε τους: Πασχάλη Ντάφο, Κωνσταντίνο Αλμπανίδη, Αναστασία και Αθανασία Αλμπανίδου.

Μετά από λίγα χρόνια, το 1937 ή το 1938, η μητέρα της, Άννα, αρρώστησε από ελονοσία, η οποία θέριζε εκείνη την εποχή. Ο Ευλάμπιος (μαζί με τον αδερφό του Αντώνη) αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να μετακομίσει στο χωριό Μαυρόπετρα του Έβρου, ελπίζοντας ότι η αλλαγή κλίματος θα βοηθήσει την υγεία της γυναίκας του. Εκεί η Νίκη θα πήγαινε στην πρώτη τάξη του δημοτικού, όμως την πρόλαβε η είσοδος της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Νίκη θυμόταν χαρακτηριστικά ότι εκείνο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 πήρε την τσαντούλα της, για να πάει στο σχολείο, όμως λίγο αφότου βγήκε από το σπίτι, άκουσε τις καμπάνες να χτυπούν δυνατά και είδε κόσμο μαζί με στρατιώτες να βγαίνουν στους δρόμους ανήσυχοι, ενώ το παιδικό μυαλουδάκι της δυσκολευόταν να καταλάβει τι συνέβαινε.

Από την άλλη, η Νίκη δε θυμόταν κάτι ιδιαίτερο από τον καιρό του πολέμου και της κατοχής. Ίσως επειδή τότε ήταν μικρούλα, ή ίσως επειδή η κατοχή από τους Γερμανούς στον Έβρο δεν ήταν τόσο σκληρή όσο σε άλλα μέρη. Σύντομα, μάλλον το 1941, η οικογένεια εγκατέλειψε τη Μαυρόπετρα και μετακόμισε σε άλλο χωριό, τον Άβαντα. Εκεί νοίκιαζαν ένα σπιτάκι, δούλευαν οι γονείς και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, για να τα βγάλουν πέρα, και παρέμειναν εκεί για 7 χρόνια.

Στη μέση η μικρή Νίκη μαζί με δύο φίλες της

Η Νίκη θυμόταν με νοσταλγία τα χρόνια στον ωραίο Άβαντα. Γείτονές τους ήταν κάποιες ηλικιωμένες κυρίες, Θρακιώτισσες κι αυτές, αλλά και ένας Γάλλος κύριος με την Ελληνίδα γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους. Οι δύο κόρες του, Μαρίζα και Χρυσούλα, έγιναν φίλες με τη μικρή Νίκη και την αδερφή της, Φρόσω και παίζανε στον όμορφο κήπο τους με τα λουλούδια και τους περιστερώνες. Μάλιστα, πολλές φορές, όταν πήγαινε η μαμά τους, η Άννα, να δουλέψει εκείνοι τις πρόσεχαν με πολλή αγάπη.

Ένας άλλος αγαπητός γείτονας στον Άβαντα είχε περιβόλι με βερικοκιές. Η γυναίκα του ήταν μοδίστρα και η αδερφή της Νίκης, η Φωτούλα, πήγαινε για να μάθει την τέχνη. Η Νίκη έπαιζε με τα κοριτσάκια του σπιτιού και, όταν χρειαζόταν, βοηθούσε μαζί τους στο μάζεμα των βερίκοκων, με αντάλλαγμα μερικά από αυτά. Στον πλούσιο Άβαντα είχαν και ιδιαίτερα έθιμα. Για παράδειγμα, την Καθαρά Δευτέρα έκαναν μεγάλη γιορτή και στη διάρκειά της έστηναν μια κωμική αναπαράσταση γάμου, στην οποία δύο κοπέλες ντύνονταν νύφη και γαμπρός. Επίσης, στη γιορτή του Άι Γιαννιού (όπως σε όλη την Ελλάδα) άναβαν φωτιές και πηδούσαν από πάνω τους.

Τα χρόνια λοιπόν στον Άβαντα ήταν ευχάριστα για τη Νίκη. Εκεί ουσιαστικά μεγάλωσε, εκεί πήγε σχολείο, αφού όταν έφυγαν, μάλλον το 1948, ήταν πια 14 ετών. Οι γονείς της ήταν άξιοι και εργατικοί άνθρωποι και εξασφάλιζαν στα παιδιά τους ένα καλό επίπεδο ζωής, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι η Νίκη ήταν πια αρκετά μεγάλη, ώστε να τους βοηθάει στις δουλειές τους.

Η Νίκη μαθήτρια σε εντυπωσιακή σχολική θεατρική παράσταση, πιθανόν στον Άβαντα.

Το 1944 τελείωσε ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, όμως ο εμφύλιος που δυστυχώς ακολούθησε, τρόμαξε τη μαμά Άννα, η οποία ανησυχούσε μήπως οι αντάρτες έπαιρναν τα μικρά παιδιά της. Είχε υπάρξει ένα τέτοιο δραματικό περιστατικό στην οικογένεια, αφού οι αντάρτες είχαν απαγάγει τα τρία παιδιά του κουνιάδου της, Αντώνη. Τα παιδιά κατάφεραν να δραπετεύσουν και να γυρίσουν στην Κίρκη, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς τους μετά τη Μαυρόπετρα, όμως αυτό δεν κατάφερε να καθησυχάσει την Άννα. Παρακάλεσε έντονα τον άνδρα της να επιστρέψουν στα Πλαστήρια, γιατί, όπως έλεγε, το χωριό ήταν στον κάμπο, μακριά από τα βουνά, το ορμητήριο των ανταρτών. Άλλωστε ένιωθε ότι αυτό ήταν το χωριό τους. Οι παρακλήσεις της εισακούστηκαν ∙ ο Ευλάμπιος έβαλε τη γυναίκα και τα τρία από τα παιδιά του στο τρένο και ο ίδιος μαζί με τη Νίκη, που του είχε αδυναμία, φόρτωσε στο κάρο τα υπάρχοντά τους και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Επέστρεψαν λοιπόν στα Πλαστήρια, όπου έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Το σπίτι που είχαν φτιάξει αρχικά, όταν έφυγαν για Μαυρόπετρα, το είχε παραχωρήσει η Άννα σε έναν ανιψιό της και δεν ήθελε να τον βγάλει από αυτό όταν επέστρεψαν. Έτσι, για ένα διάστημα 3 περίπου ετών η οικογένεια φιλοξενήθηκε από το Χρήστο Καρτάλη, σ’ ένα σπιτάκι που είχε στην κατοχή του. Μετά έχτισαν το δικό τους σπίτι, στο πρώτο στενό δεξιά μετά την κεντρική πλατεία, στην ανατολική πλευρά του χωριού. Οι γονείς με τη βοήθεια των δύο μεγαλύτερων παιδιών ασχολήθηκαν βεβαίως με τη γεωργία. Η Νίκη μάλλον ολοκλήρωσε τις τάξεις του δημοτικού στα Πλαστήρια, εφόσον δεν είχε ξεκινήσει στην ώρα της λόγω του πολέμου.

Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα κοπτικής – ραπτικής στην Ξάνθη για έξι μήνες. Επειδή η μετακίνηση στην πόλη δεν ήταν εύκολη, η Νίκη έμενε εκείνο το διάστημα στο σπίτι ενός ταχυδρόμου, ο οποίος είχε μια κόρη στην ηλικία της (18 χρονών) και μαζί τα κορίτσια διδάσκονταν την τέχνη στην οικοκυρική σχολή. Μετά από αυτούς τους έξι μήνες η Νίκη επέστρεψε στο χωριό και συνέχισε να βοηθάει την οικογένειά της στις δουλειές τόσο στο σπίτι, όσο και στα χωράφια. Δούλευαν όλοι σκληρά και με την αξία τους κατάφεραν και τη γη τους να αυξήσουν και όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό να αγοράσουν και ένα όμορφο δικό τους σπίτι να χτίσουν στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Μάλιστα, όλα τα παιδιά εκτός από τα δικά τους χωράφια, δούλευαν και σε άλλα για το μεροκάματο και όσα χρήματα κέρδιζαν τα έδιναν στη μητέρα τους, για να τα διαχειριστεί εκείνη όπως έπρεπε, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της οικογένειας.

Στη μέση η Νίκη, στο μάζεμα του βαμβακιού

Ο Ευλάμπιος και η Άννα ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στην οικογένειά τους, χαμηλών τόνων και ήπιοι. Είχαν αυστηρές ηθικές αρχές, όμως πάντα νουθετούσαν τα παιδιά τους με αγάπη, κατανόηση και σεβασμό. Η συμβουλή τους ήταν να είναι ηθικά και αξιοπρεπή∙ ειδικά τα κορίτσια να προσέχουν πολύ «να μην τους προσβάλουν». Γνωρίζουμε πόσο σημαντική ήταν η «τιμή» και το «καλό όνομα» των κοριτσιών εκείνο τον καιρό. Ο Ευλάμπιος ήταν πολύ προσεκτικός με τα κορίτσια του και δεν τους επέτρεπε πολλές διασκεδάσεις. Για παράδειγμα, όταν κάποιοι νέοι του χωριού στις αρχές της δεκαετίας του ’50 συνήθιζαν να πηγαίνουν στα σπίτια συνομηλίκων τους, για να χορέψουν υπό τους ήχους ενός φορητού γραμμόφωνου, στο σπίτι του Ευλάμπιου γνώριζαν ότι δεν επιτρεπόταν να πάνε.

Γενικά, η δεκαετία του ’50 ήταν μια εποχή κατά την οποία το χωριό εξελισσόταν δυναμικά και με τα θρυλικά γλέντια που διοργανώνονταν κάθε εβδομάδα είχε γίνει δημοφιλής πόλος έλξης πολλών από τα γύρω χωριά. Η Νέα Κεσσάνη έσφυζε από ζωή, νιάτα και κίνηση. Και η οικογένεια Παπαντωνίου όμως μεγάλωνε και καρποφορούσε. Μέσα στη δεκαετία αυτή πρώτη παντρεύτηκε η Φωτούλα το Νοέμβριο του 1953 με τον Κώστα Αλμπανίδη και απέκτησε δύο παιδιά, το Γιώργο (το 1956) και την Γιάννα (το 1959).

Μετά ήρθε η σειρά της Νίκης, η οποία είχε εξελιχθεί σε μια καλλονή με όλα τα χαρίσματα∙ ομορφιά, ευγένεια, εργατικότητα, εξυπνάδα, ευπρέπεια και ένα καλό όνομα από την αξιοσέβαστη οικογένειά της.

Η πανέμορφη Νίκη, δεύτερη από αριστερά, μαζί με τον αδερφό της, Θανάση, και δύο φίλες της

Δικαίως ο Γιαννάκος Καρτάλης, ένας γοητευτικός νέος από μια σπουδαία οικογένεια του χωριού, την αγάπησε και θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Το ταιριαστό ζευγάρι αρραβωνιάστηκαν και κατόπιν παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1956.

Ο Γιαννάκος Καρτάλης με τη Νίκη Παπαντωνίου αρραβωνιασμένοι.

Στο γάμο τους στις 21/10/1956

Υπήρξαν ο ένας για τον άλλον η μοναδική αγάπη της ζωής τους και δημιούργησαν μια θαυμάσια οικογένεια. Αρχικά οι νεόνυμφοι έμειναν στο πατρικό σπίτι του Γιαννάκου, μαζί με τους γονείς του, Χρήστο και Γιαννούλα, τον αδερφό του, Δημητρό, και τη μικρή του αδερφή, Βιργινία. Σύντομα γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Χρήστος, το καλοκαίρι του 1957 και ένα χρόνο μετά ο δεύτερος γιος, ο Κώστας, στον οποίο ο Γιαννάκος έδωσε το όνομα του μικρού του αδερφού που είχε χάσει σε μικρή ηλικία γύρω στο 1944. Ήταν μάλιστα ιδέα του Γιαννάκου να κάνουν τα δύο πρώτα τους παιδιά με μικρή διαφορά ηλικίας, ώστε να μεγαλώσουν μαζί, και μετά από λίγα χρόνια να αποκτήσουν το τρίτο τους παιδί, όπως είχε συμβεί με τα δικά του αδέρφια. Πράγματι, μερικά χρόνια μετά, το Δεκέμβριο του 1961 ήρθε στον κόσμο η κορούλα τους, Γιάννα, και ολοκλήρωσε την ευτυχία τους.

Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου (1961) παντρεύτηκε κι ο Δημητρός τη Φωτούλα Σταυρακάρα κι έτσι η οικογένεια μεγάλωσε κι άλλο. Όταν μάλιστα το 1962 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Χρήστος, άρχισε να γίνεται σαφές ότι είχαν μαζευτεί πολλοί σε ένα σπίτι, κι έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Άλλωστε, η συγκατοίκηση τόσων ανθρώπων με τέσσερα μικρά παιδιά σε ένα έστω ευρύχωρο σπίτι δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η πεθερά Γιαννούλα ήταν αρκετά αυστηρή με τις νύφες της και κυριαρχούσε στο σπίτι, ενώ οι άνδρες με επικεφαλής τον pater familiae Χρήστο Καρτάλη, δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια. Έτσι, η Νίκη με τον Γιαννάκο και τα παιδιά τους έχτισαν δικό τους σπίτι και μετακόμισαν εκεί το 1963. Επίσης, το 1963 πήγε ο πρώτος τους γιος, ο Τάκης ο Ψηλός όπως τον ξέρουν όλοι, στο σχολείο, διάβαζε όμως το παιδί με τη λάμπα, γιατί το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο χωριό τον επόμενο χρόνο.

Η όμορφη οικογένεια κάπου στην εξοχή.

Η αλήθεια είναι ότι η καθημερινότητά τους δεν ήταν εύκολη. Ήταν βέβαια ευκατάστατοι, όμως αυτό προϋπέθετε δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά για πολλά χρόνια. Οι άνδρες στα χωράφια και οι γυναίκες στο σπίτι, στα ζωντανά ή και αυτές κάποιες φορές στα χωράφια, όταν χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια, για παράδειγμα στο μάζεμα της σοδειάς. Ακόμα και τα παιδιά, όταν πια μεγάλωσαν πήγαιναν να βοηθήσουν, όπως μπορούσαν. Ο παππούς Χρήστος είχε μάλιστα μια αδυναμία στον πρώτο του εγγονό, ο οποίος εκτός από το όνομα πήρε την κορμοστασιά και την αξία του και τον έκανε περήφανο. Η δε Γιάννα θυμάται ότι παρ’ όλο που όλοι στην ευρύτερη οικογένεια δούλευαν ασταμάτητα, κανείς ποτέ δεν έλεγε «κουράστηκα».

Ο Χρήστος και η Γιαννούλα Καρτάλη με τους εγγονούς τους, τον Τάκη τον Ψηλό και τον Κώστα

Η ακαταπόνητη εργασία δεν ήταν όμως το μόνο στοιχείο που χαρακτήριζε τη ζωή της οικογένειας που δημιούργησαν ο Γιαννάκος και η Νίκη. Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους ήταν η βαθιά αγάπη, ο αλληλοσεβασμός, η ομόνοια και η αλληλοκατανόηση. Εκτός από αρμονικό ζευγάρι ο Γιαννάκος και η Νίκη υπήρξαν θαυμάσιοι γονείς. Πράοι, γλυκομίλητοι, με κατανόηση, ποτέ δε χρειάστηκε να φωνάξουν ή να σηκώσουν χέρι στα παιδιά τους, τα άφησαν ελεύθερα να φτιάξουν τη ζωή τους όπως ήθελαν εκείνα, στηρίζοντας πάντα κάθε τους επιλογή, ακόμα κι αν δεν την καταλάβαιναν, όπως όταν ο Κώστας τους είπε ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος και η μητέρα του απλώς αναρωτήθηκε αν αυτό είναι πραγματική δουλειά! Μόνο χαρούμενες στιγμές θυμούνται τα παιδιά τους. Ούτε μεταξύ τους δε μάλωναν. Η ανιψιά τους Χρυσούλα Αχτάρη (κόρη της Βιργινίας) θυμάται ότι ακόμα κι αν κάποιες φορές διαφωνούσαν όλος ο «καυγάς» τους ήταν η κουβέντα του Γιαννάκου «Ε, ρε Νίκη κι εσύ!». Και όποτε μπορούσαν είχαν τις ανάπαυλές τους, στα γλέντια του χωριού, σε κάποια ονομαστική εορτή, σε κάποια εκδρομή στην εξοχή, ή στις Σέρρες για να δουν συγγενείς της Νίκης ή στις Φέρες για τους συγγενείς του Γιαννάκου∙ άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι, δοτικοί, καλοπροαίρετοι στις χαρές, δυνατοί, υπομονετικοί, πράοι στα δύσκολα.

Κι έτσι πορεύτηκαν στη ζωή ο Γιαννάκος με τη Νίκη, με χαρές και λύπες. Το γάμο του Θανάση, αργότερα της Βιργινίας, τον ερχομό των ανιψιών τους, τους θανάτους των γονιών τους, τον πόνο από τον πρόωρο θάνατο του Δημητρού, όλα τα αντιμετώπισαν η Νίκη και ο Γιαννάκος, όπως έπρεπε και έχαιραν της εκτίμησης και του σεβασμού όλων των συγχωριανών. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν, ο Χρήστος σπούδασε στη Ρουμανία και μετά από κάποια χρόνια δουλειάς στην Αθήνα επέστρεψε στην Ξάνθη, πάντα κοντά τους με πολλή αγάπη, ο Κώστας σπούδασε και δούλεψε ως δημοσιογράφος στην Αθήνα όπου ζει ακόμα, όπως και η Γιάννα, η οποία ακολούθησε στην πρωτεύουσα τον αδερφό της και έκανε επίσης μια πετυχημένη καριέρα και μια όμορφη οικογένεια.

Μετά τα παιδιά τους το αγαπημένο ζευγάρι αξιώθηκαν να καμαρώσουν και τα εγγόνια τους, τέσσερα στο σύνολο, τα οποία συνεχίζουν την παράδοση της οικογένειας στην αξιοσύνη και την αρετή. Είναι ο Γιάννης και ο Θάνος, γιοι του Κώστα (Καρτάλη) και της Μαρίας (Παντσέλια), ο Γιάννης, γιος του Χρήστου (Καρτάλη) και της Γιαννούλας (Μαλάκη) και η Νίκη, κόρη του Τριαντάφυλλου (Ανδρικόπουλου) και της Γιάννας (Καρτάλη). Η Νίκη μέχρι την τελευταία της στιγμή έλεγε πόσο περήφανοι ένιωθε για τα παιδιά και τα εγγόνια της! Και τα εγγόνια χάρηκαν τους παππούδες τους, αφού οι γονείς τους φρόντιζαν να τους βλέπουν συχνά και για καιρό, ιδίως το καλοκαίρι, γιατί οι αναμνήσεις με τον παππού και τη γιαγιά είναι ανεπανάληπτες! Μέχρι και ωραία ταξίδια φρόντισαν τα παιδιά τους να οργανώσουν μαζί τους, για να χαίρονται κάθε στιγμή.

Η Νίκη, ευτυχισμένη γιαγιά με τη συνονόματη εγγονούλα της, κόρη της Γιάννας.

Με το γιο του Κώστα, το Γιάννη και τη Νίκη λίγο πιο μεγάλη εδώ.

Στη βάφτιση του μικρού Γιάννη, γιου του Τάκη του Ψηλού.

Ο Θάνος, ο δεύτερος γιος του Κώστα Καρτάλη στα δεξιά της ΠτΔ, μέλος πια του διπλωματικού σώματος.

Το Μάρτιο του 2023 η Νίκη Καρτάλη μετά από μια μοιραία λοίμωξη του αναπνευστικού που δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 89 ετών. Η γλυκιά, χαμογελαστή, τρυφερή σύζυγος, μητέρα, γιαγιά πέρασε στην αιωνιότητα αφήνοντας πίσω της τον αγαπημένο της Γιαννάκο και μυριάδες όμορφες αναμνήσεις σε όσους είχαν τη χαρά να βρίσκονται κοντά της. Η οικογένειά της πάντα θα τιμά τη μνήμη της.