Ο Φώτης Τσατράλης, γιος του Δρακούλη και της Φρόσως (το γένος Παπαντωνίου), γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1962 και έχει έναν μικρότερο αδερφό, τον Κώστα (γεννηθείς το 1977). Ο Φώτης μεγάλωσε στο χωριό Νέα Κεσσάνη του νομού Ξάνθης, το οποίο δημιουργήθηκε στις αρχές του 1923 από Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες, ενώ το 1928 ο πληθυσμός του ενισχύθηκε με την άφιξη άλλων Ελλήνων προσφύγων, από τη Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία) ∙ οι σχέσεις των δύο ομάδων ήταν εξαρχής … «εκρηκτικές». Οι γονείς του Φώτη γεννήθηκαν στο χωριό, όμως η καταγωγή του πατέρα του ήταν από Βόρεια Θράκη, ενώ της μητέρας του από Ανατολική και ήταν ένα από τα ζευγάρια που δεν πτοήθηκαν από την έχθρα μεταξύ των δύο ομάδων, αγαπήθηκαν και δημιούργησαν μια όμορφη οικογένεια.

Ο Δρακούλης και η Φρόσω στη Θεσσαλονίκη

Τα παιδικά χρόνια του Φώτη ήταν φτωχά, όμως ξέγνοιαστα και χαρούμενα. Κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970 το χωριό έσφυζε από κίνηση και ζωή. Το σχολείο ήταν γεμάτο παιδιά (αντίθετα με σήμερα) που είχαν την τύχη να έχουν άξιους δασκάλους από το χωριό, όπως ο Φώτης Φωτίδης και η Χρυσούλα Καρακατσάνη. Μετά το σχόλασμα τα παιδιά πλημμύριζαν τους χωμάτινους δρόμους με τα παιχνίδια και τα γέλια τους. Τα αγόρια έπαιζαν μπάλα και κυνηγητό, τα κορίτσια «μηλάκια» και λάστιχο. Μάλιστα, όταν ο καιρός ήταν βροχερός και γέμιζαν οι δρόμοι και οι αλάνες λάσπη, τα παιδιά δεν πτοούνταν και απλώς έπαιζαν ξυπόλυτα, για να μη λερώσουν τα παπούτσια τους. Ο Φώτης, μάλιστα, είχε την τύχη να έχει και πολλά ξαδέρφια στο χωριό, εφτά στον αριθμό, από την πλευρά της μαμάς του, με τα οποία έχει ακόμα σχέση εκτίμησης και αγάπης και όταν ήταν μικρά έκαναν πολύ καλή παρέα.

Ο μικρός Φώτης με την ξαδερφούλα του, Γιάννα Καρτάλη

Ο Φώτης νεαρός τσολιάς

Εκτός από το σχολείο και το παιχνίδι, τα παιδιά του χωριού απασχολούνταν συχνά στα χωράφια των γονιών τους, όπου πρόθυμα βοηθούσαν στις αγροτικές εργασίες. Ο Φώτης θυμάται χαρακτηριστικά τη δουλειά στα καπνοχώραφα του μπαμπά του. Θυμάται όμως και τις βόλτες με το ποδήλατο στη λίμνη Βιστωνίδα, όπου συχνά τα παιδιά απολάμβαναν το μπάνιο τους, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών τους (λόγω της επικινδυνότητας των νερών). Μία ακόμα από τις παιδικές του αναμνήσεις είναι ότι στο χωριό υπήρχε κάποτε μία μόνο συσκευή τηλεόρασης στο χώρο που λειτουργούσε ως εντευκτήριο και το απόγευμα που άνοιγε συνωστιζόταν ο κόσμος, για να παρακολουθήσει. Επίσης, υπήρχε μόνο μία συσκευή τηλεφώνου στα γραφεία της κοινότητας κι έτσι, όταν έπαιρνε τηλέφωνο κάποιος ξενιτεμένος σε συγγενή του στο χωριό, έβγαινε ο κλητήρας, έβαζε μια δυνατή φωνή, για να τον ειδοποιήσει, και μάθαινε όλο το χωριό για αυτό το τηλεφώνημα.

Ο Φώτης θυμάται, επίσης, με αγάπη τους παππούδες και τις γιαγιάδες του. Οι γονείς του πατέρα του, ο Φώτης και η Συρματένια, δύο θαυμάσιοι άνθρωποι, έμεναν στο σπίτι μαζί τους, οπότε μεγάλωσε κοντά τους. Βέβαια έχασε τον παππού Φώτη (από καρκίνο) όταν ήταν ακόμα μικρός, όμως η γιαγιά Σύρμω ήταν μαζί του για πολλά χρόνια και την αγαπούσε πάρα πολύ. Ο Φώτης θυμάται την εξής χαριτωμένη ιστορία με την αγαπημένη του γιαγιά: Κάποτε (στα μέσα της δεκαετίας του 1990) η Σύρμω θέλησε να ταξιδέψει στην Αυστραλία, όπου βρισκόταν ο ξενιτεμένος γιος της, ο Σταύρος. Ήταν μια θαρραλέα απόφαση για μια γυναίκα που δεν είχε ταξιδέψει ποτέ πέρα από τη Θεσσαλονίκη και τώρα έπρεπε να πετάξει από την Αθήνα στη Σιγκαπούρη και εκεί να αλλάξει αεροπλάνο, για να φτάσει στο Σίδνεϋ. Η λαχτάρα της μάνας όμως να δει το γιόκα της τής έδωσε δύναμη και αφού γέμισε τις βαλίτσες της με κεράσματα και δώρα για τις εγγονές, ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι. Στο αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης και πριν τη μετεπιβίβασή της στο αεροπλάνο για Αυστραλία έκαναν έλεγχο στις αποσκευές της και μεταξύ άλλων βρήκαν ένα κουτί με λουκούμια. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι δε γνώριζαν φυσικά το παραδοσιακό ελληνικό γλύκισμα και νόμισαν ότι η άχνη ζάχαρη που περιείχε το κουτάκι ήταν … κάποιο ναρκωτικό! Η γιαγιά Σύρμω κατατρόμαξε όταν ξαφνικά το μέρος γέμισε αστυνομικούς, με τους οποίους δυστυχώς δεν είχε τρόπο να συνεννοηθεί. Για καλή της τύχη ένας Έλληνας υπάλληλος του αεροδρομίου εξήγησε στους αστυνομικούς ότι το περιεχόμενο του κουτιού ήταν εντελώς αθώο, νόμιμο και … νόστιμο! Και για του λόγου το αληθές η γιαγιά Σύρμω έφαγε ένα λουκουμάκι και κέρασε τα υπόλοιπα στους αστυνομικούς και τελωνειακούς υπαλλήλους, με αποτέλεσμα να γλιτώσει βέβαια τους μπελάδες, τα λουκούμια όμως να μη φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους.

Η γιαγιά Σύρμω με τα μαύρα της ρούχα, κάθεται χαμογελαστή πίσω από τη νύφη της και μαμά του Φώτη, τη Φρόσω

Οι γονείς της μητέρας του Φώτη ήταν ο Ευλάμπιος και η Άννα Παπαντωνίου, δύο ήρεμοι και καλόγνωμοι άνθρωποι, που ήθελαν να κανακεύουν με την ίδια θέρμη όλα τα εγγόνια τους (και τα εννιά). Η γιαγιά Άννα, που έφτιαχνε ωραίο βούτυρο από το βουβαλίσιο γάλα που παρήγαν, φρόντιζε να το απλώνει ακριβοδίκαια στις φέτες ψωμιού που της έφερναν τα εγγονάκια της την ώρα του κολατσιού. Μάλιστα, επειδή ο Φώτης ήταν ο μικρότερος του κακοφαινόταν, γιατί έπρεπε να περιμένει τελευταίος στη σειρά, ανυπομονώντας για τη λιχουδιά! Ο δε παππούς Λάμπης, ο οποίος είχε πολεμήσει στο μέτωπο της Μικρασίας και ήταν θερμός Βενιζελικός, χαιρόταν τα κρύα βράδια του χειμώνα να αραδιάζει όλα τα παιδιά της οικογένειας επάνω στο κρεβάτι του και να ξεκινάει τις ιστορίες του για τις περιπέτειες του πολέμου. Ο Φώτης θυμάται χαρακτηριστικά ότι μπορεί να ξεκινούσε τις διηγήσεις του στις 7 το απόγευμα και να τελείωνε στις 12 τη νύχτα!

Ο παππούς Λάμπης με τον αδερφό του Φώτη, τον Κώστα Τσατράλη

Η γιαγιά Αννίτσα

Ο πατέρας του Φώτη ήταν ένας άξιος, δυναμικός και κοινωνικός άνθρωπος, λάτρης της καλής παρέας, δραστήριος και πολιτικοποιημένος. Ασχολήθηκε με τα κοινά, γιατί ήθελε να προσφέρει στο σύνολο, και εξελέγη για μια θητεία (1978 – 1982) πρόεδρος της κοινότητας Νέας Κεσσάνης (στην οποία υπάγονταν τα χωριά Πόρτο Λάγος και Ποταμιά). Πράγματι, παρά τις αντιξοότητες έκανε σημαντικά έργα στο χωριό, όπως ήταν οι ασφαλτοστρώσεις και δούλεψε με στόχο μόνο το κοινό καλό. Συμπαραστάτης του ήταν πάντα η αγαπημένη του σύζυγος, η Φρόσω (το γένος Παπαντωνίου), μια γυναίκα έξυπνη, εργατική και τρυφερή, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο πάντα στα χείλη της. Κατάφερνε να συνδυάζει τη φροντίδα της οικογένειας, τις δουλειές του σπιτιού, αλλά και τις αγροτικές εργασίες, με επιτυχία και χωρίς να βαρυγκωμά.

Η μόνη δυσάρεστη ανάμνηση που σχετίζεται με τους γονείς του, η οποία μάλιστα ακόμα στοιχειώνει το Φώτη, είναι από την επιστράτευση του 1974 ∙ με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου, ένα πρωί ο 12χρονος Φώτης έμεινε μόνος με τη γιαγιά Συρματένια, χωρίς να μπορεί να επικοινωνήσει ούτε με τον πατέρα του, αφού εκείνος είχε κληθεί να παρουσιαστεί, ούτε με τη μητέρα του, την οποία ήρθε και πήρε ο στρατός και τη μετέφερε στο χωριό Γενισέα, γιατί οι λίγες γνώσεις νοσηλευτικής που διέθετε θεωρήθηκαν χρήσιμες για την έκτακτη περίσταση. Οι ώρες πέρασαν μέσα στην απελπισία μέχρι να γυρίσει σπίτι ο πατέρας του το απόγευμα πια. Όταν ο Δρακούλης έμαθε πού βρισκόταν η γυναίκα του και γιατί, εξοργισμένος πήρε το τρακτέρ του και πήγε στη Γενισέα, για να τη φέρει πίσω στο χωριό, βράδυ πια, κι έτσι έληξε αισίως αυτή η δυσάρεστη περιπέτεια.

Μετά το δημοτικό ο Φώτης πήγε στο εξατάξιο Γυμνάσιο στην Ξάνθη κι επειδή η συγκοινωνία ήταν συχνή, πηγαινοερχόταν από το χωριό στην πόλη. Θυμάται χαρακτηριστικά ότι με ένα τάλιρο μπορούσε να πληρώσει το μαθητικό του εισιτήριο πήγαινε – έλα και να του μείνει μία δραχμή, για να πάρει κολατσιό. Επίσης, στην Ξάνθη υπήρχε τότε το ίδρυμα «Βασιλεύς Παύλος», το οποίο παρείχε στους μαθητές γεύματα, χώρους μελέτης, ακόμα και μαθήματα αγγλικών για όσους επιθυμούσαν. Επίσης, ως νέος και ως αυθεντικός Θρακιώτης, ο Φώτης υπηρέτησε την παράδοση του τόπου μας συμμετέχοντας στον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού, στο χορευτικό τμήμα κυρίως, μαζί με συγγενείς και φίλους.

Μέλη του συλλόγου (ο Φώτης διακρίνεται στο βάθος με το χακί σακάκι και την πλούσια κόμη) στην παρέλαση για τις Θρακικές Λαογραφικές Εορτές (καρναβάλι)

Ο Φώτης έφηβος

Μετά το Γυμνάσιο ο Φώτης έκανε τη στρατιωτική του θητεία μεταξύ 1984 και 1986, στο πεζικό, πρώτα στη Δράμα, μετά στο Αμύνταιο και τέλος στην Ξάνθη. Αμέσως μετά μπήκε στον αγώνα της ζωής και ξεκίνησε να δουλεύει στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Ξάνθης το 1986. Λίγο αργότερα γνώρισε μέσω κοινών φίλων τη γυναίκα της ζωής του, τη Φιλιώ Ιωαννίδου, με την οποία αρραβωνιάστηκε το 1988 και παντρεύτηκε ένα χρόνο μετά, στις 26 Δεκεμβρίου του 1989. Η Φιλιώ δούλευε (μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε) ως νοσηλεύτρια στο Νοσοκομείο της Ξάνθης και είναι μια γοητευτική, δυναμική και τρυφερή γυναίκα. Με το Φώτη αγαπήθηκαν βαθιά από την πρώτη στιγμή, απέκτησαν έναν υπέροχο γιο, τον Αλέξανδρο (γεννηθείς στις 2 Οκτωβρίου του 1990) και όποιος τους γνωρίζει, ακόμα και σήμερα, αμέσως αντιλαμβάνεται πόσο ταιριαστό, αρμονικό και αγαπημένο ζευγάρι είναι.

Το όμορφο ζευγάρι στον αρραβώνα τους, μαζί με τη μαμά του Φώτη, τη Φρόσω

Και οι δύο λάμπουν από περηφάνια όταν μιλούν για το γιόκα τους, ο οποίος σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, συνέχισε με ένα μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων στον Πειραιά και μετά με ένα ακόμη μεταπτυχιακό πάνω στην ανάλυση δεδομένων στο Queen’s University στο Τορόντο του Καναδά, όπου ζει και εργάζεται ακόμα.

Ο Φώτης και η Φιλιώ ευτυχισμένοι παρέα με το γιο τους

Ο Φώτης δούλεψε στην Ε.Γ.Σ. μέχρι το 2000 και στη συνέχεια προσλήφθηκε στη μεγάλη εταιρεία Sunlight (2000 – 2013). Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, τον Ιανουάριο του 2006 ο Φώτης έχασε τον πατέρα του, από την επάρατο νόσο. Την ημέρα της κηδείας του Δρακούλη έπεσε πρωτοφανής παγετός στην Ξάνθη, η λίμνη Βιστωνίδα πάγωσε και το χώμα ήταν τόσο σκληρό από τον πάγο, ώστε ήταν πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί η ταφή! Οι συνθήκες εκείνη τη μέρα ήταν το ίδιο σκληρές και οδυνηρές με την απώλεια του αγαπημένου πατέρα, τον οποίο ο Φώτης θυμάται με συγκίνηση, γιατί ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος.

Η τελευταία δουλειά του Φώτη ήταν στην εταιρεία E-Value, όπου εργάστηκε ως προϊστάμενος τμήματος από το 2013 έως το 2024, οπότε και βγήκε στη σύνταξη. Σήμερα χαίρεται την ήρεμη καθημερινότητα του με την αγαπημένη του Φιλιώ. Ασχολείται με τις ελιές του και βγάζει το λάδι της χρονιάς, περιποιείται το αμπελάκι του, από το οποίο παράγει κρασί και τσίπουρο, για να το χαρίζει στους καλούς του φίλους και να το απολαμβάνει με καλή παρέα. Και βέβαια, φροντίζει για τη μητέρα του, η οποία ζει στο χωριό και καμαρώνει τον άξιο γιο της.

Ο Φώτης Τσατράλης είναι ένας δυναμικός και ταυτόχρονα ευγενής και δοτικός άνθρωπος, με θετικό, συγκροτημένο πνεύμα, με μεστό λόγο και πηγαίο χιούμορ. Αγαπά τα ταξίδια (από όσα έχει κάνει ξεχωρίζει αυτά στη Σιγκαπούρη και στην Ταϊλάνδη), τιμά τους καλούς φίλους και είναι ευθύς όσο και ευαίσθητος. Ξέρει ότι έχει πετύχει πολλά στη ζωή του και τώρα στη σύνταξη απολαμβάνει την ηρεμία και το όμορφο σπιτικό του, χωρίς βέβαια να χάνει τη ζωτικότητά του.